Η Οδύσσεια της πατρίδας.

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ω! Μούσα πολύμορφη, ιστόρησε τα πάθη μου, μιας κι ο τυφλός μας ποιητής, μας έχει από χιλιάδες χρόνους, πια αφήσει.
Ένα βράχο μου εδώσαν για πατρίδα οι θεοί, να τον φιλάει γύρω-γύρω το κύμα. Κι εμέ με εκάμανε πολύμητο και δουλευτή, με το μεράκι του αιώνιου ταξιδευτή, για να τα καταφέρω, στο βράχο αυτό, να επιζήσω.
Την πατρική μου γη, αιώνες όργωνα και έσπερνα, να θρέψω τα παιδιά μου.
Αλλά έρχονταν ξένοι στρατοί, που για τα δικά τους νιτερέσια, μ΄επαιρναν μακριά να πάω να πολεμήσω, από τα γονικά μου.
Εγώ ήθελα ταξίδια ειρηνικά να κάνω, να βλέπω άλλους τόπους, να μαθαίνω και να μαθαίνουν κι από με, τα ήθη και τα συνήθεια.
Φίλοι να έρχονται, να τους φιλεύω ό,τι έχω, όχι άρπαγες κι εχθροί, να μου αρπάζουνε το
βιός μου.
Σε περιπέτειες πολλές έχω μπλεχτεί, τα’ βαλα με τους άγριους Κίκονες, και με τους Λαιστρυγόνες, ξεστράτισα κι έφαγα γλυκούς λωτούς, ξεχνώντας την πατρίδα.
Άκουσα Σειρήνες καλλικέλαδες, που μ΄έριξαν στα βράχια. Όμορφες Κίρκες, μάγισσες, μου ξανθρωπέψαν τους συντρόφους. Σε κάλπικη ευτυχία, μ΄έδεσε η όμορφη πλανεύτρα Καλυψώ, άκοπα χρόνους πολλούς, να τρώγω και να πίνω.
Κι απέ ύστερα με πέταξε, στην Σκύλλα και την Χάρυβδη, στα μανιασμένα κύματα των αγορών του κόσμου, να παραδέρνω.
Στις σκοτεινιές του Άδη προσπαθούν, μονάχο να με ρίξουν. Τη γη να μου αρπάξουνε, τη θάλασσα, το βιός μου. Τα γονικά μου ν΄αποθάνουνε, στην ξενιτιά να φύγουν τα παιδιά μου.
Εγώ κλεισμένος σα το θεριό, στου Κύκλωπα το σπήλιο, της πέτρας ο κύκλος σαν εγύρισε, μ΄εγκλώβισε στην άκρη, να βλέπω τους συντρόφους μου, δυό-δυό, αυτός να καταπίνει.
Το μάτι του το μοναδικό, το άγριο, το σαυρίσιο, μας ελέγχει, και μας διαπερνά, λες κι είναι από άλλο κόσμο. Ο αέρας στη σπηλιά είναι πνιγηρός, εγώ γι αυτό δεν είμαι φτιαγμένος.
Η αύρα του πελάγου είναι για με, και το κρυστάλλινο αγέρι των βουνών μας, κι ο ήλιος μας ο λαμπερός, είναι για μας ο θεός μας.
Βοηθάτε με τώρα θεοί, να ξύσω το στυλιάρι, να το πυρώσω στη φωτιά και δώστε μου τη δύναμη στο μάτι του το σαυρωτό, μέσα να το εχώσω.
Κι όταν με το καλό βγούμε απ΄τη σπηλιά του πολυφήμου τέρατος, εγώ θεοί, μια υπόσχεση, το λέω, θα σας δώσω.
Ποτέ πια δε θ΄αποκοιμηθώ, μονάχους τους συντρόφους μου ν΄αφήσω, άσκεφτα αυτοί, του Αιόλου ν΄ανοίξουν τους ασκούς, και να μας πισωγυρίσουν.
Θα τους βάλω να μου ορκιστούν, ότι όσο και να υποφέρουνε, ακόμα κι αν πεινάσουν, του Ήλιου τους βόες να σεβαστούν, να μη τους αφανίσουν, γιατί είναι η ιερή μας κληρονομιά, από χιλιάδες χρόνους.
Συμμάχους τώρα δώστε μου, ευγενικούς Φαιάκους, την συμπονετικιά την Ναυσικά, τον κραταιό τον βασιλιά- Αλκίνοος τ΄όνομά του-, σε χρυσά παλάτια κατοικούν, στην άκρη του πελάγου, ίδιους θεούς λατρεύουμε, τα πάθη μου τα ξέρουν. Πλοία παράξενα έχουνε, άφανα, γοργόφτερα, που πάνω από το κύμα πλέουν, γρήγορα στην πατρίδα μου, αυτά θα με εφέρουν.
Κι αν ζητιάνου έχω τώρα φορεσιά, κι αν δε με αναγνωρίζουν, σύντομα εγώ με της δουλειάς το μόχθο, κι αφού τους άπληστους Μνηστήρες που μου τρων το βιός, από το σπιτικό μου διώξω, πάλι θα γίνω βασιλιάς, δίπλα στην πιστή μου Πηνελόπη.
Με τη βοήθεια της Αθηνάς εργάνης, σιγά-σιγά, πάλι μες στην πατρίδα μου, θα γίνω εγώ αυτάρκης, κι ας λυσσομανάει τριγύρω ο άγριος ο Ποσειδών, ο τρομερός πατέρας των τεράτων. Τον Ήλιο θα΄χω για οδηγό, κι όχι της Εσπερίας το σκότος.
Κι αν η νοσταλγία με πιάνει του ταξιδιού, και φεύγω απ΄το νησί μου, κι αν το όνομά μου θέλετε να γνωρίσετε, να μάθετε πως με λένε, σας λέω πως δεν είμαι ο Κανείς, δεν είμαι ο Κανένας, εγώ είμαι ο πολυπλάνητας Οδυσσεύς, ο κοσμοξακουσμένος, κι αν φεύγω, πάντα θα΄ρχομαι, από τα βάθη των αιώνων.
Αυτή είναι η μοίρα μου, είναι το ριζικό μου, γιατί τον κόσμο όλο μου δώσανε οι θεοί, να΄ναι το σπιτικό μου.
‘’ΈΣΣΕΤΑΙ ΗΜΑΡ
ΝΟΣΤΗΜΟ ΗΜΑΡ
(Η ημέρα της επιστροφής)’’
Με εκτίμηση.
Αγγελική Π.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ