Αυξημένος είναι ο κίνδυνος να βρεθεί η χώρα μπροστά σε μια πρωτοφανή οικονομική και κοινωνική αναταραχή το επόμενο διάστημα

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Οι επίσημες διαβεβαιώσεις ότι έχει κλείσει πλέον το θέμα των πρόωρων εκλογών δεν αποδεικνύονται αρκετές για να επαναφέρουν την ηρεμία και την ομαλότητα στο πολιτικό σκηνικό.

Του Ανδρέα Καψαμπέλη

Αντιθέτως, η τοξικότητα αυξάνεται διαρκώς και, μάλιστα, καταμεσής του καλοκαιριού, που υπό άλλες συνθήκες και σε άλλες εποχές θα έπρεπε να δίνεται το σύνθημα για τα «μπάνια του λαού». Οι κομματικοί μηχανισμοί παραμένουν με το «όπλο παρά πόδα», την ίδια ώρα που η ελληνική κοινωνία βλέπει μπροστά της τα αδιέξοδα να μεγαλώνουν, τα νοικοκυριά ετοιμάζονται για έναν μαύρο χειμώνα από κάθε πλευρά, ενώ η κυβέρνηση, όταν αποτυγχάνει να εξωραΐσει την πραγματικότητα, στέλνει -όπως μπορεί- την μπάλα στην εξέδρα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι, αν και τα τελευταία εικοσιτετράωρα η οργή του κόσμου βρίσκεται στο κατακόρυφο εξαιτίας της απάτης του Power Pass, επιχειρείται συστηματικά η μετατόπιση του ενδιαφέροντος σε άλλα θέματα, που τροφοδοτούν -ακόμη και κατά στείρο τρόπο- την ένταση, εξυπηρετώντας περισσότερο σκοπιμότητες πολιτικής πόλωσης και (προεκλογικής) συσπείρωσης, την ώρα που ο κοινωνικός ιστός διαλύεται, οι θεσμοί είναι σε κρίση και οι φυγόκεντρες δυνάμεις μεγαλώνουν.

Πρωταγωνιστής σε αυτή την προσπάθεια υπήρξε, μάλιστα, ο ίδιος ο πρωθυπουργός με τις δηλώσεις και την εμφάνισή του στη Βουλή, όπου -αντίθετα με όσα ευαγγελίζεται υπέρ της ηπιότητας και μετριοπάθειας- έδρασε εμπρηστικά για να καλύψει τις πολιτικές και τις εσωκομματικές του ανάγκες και αδυναμίες.

Με τις αποκαλύψεις για το πανευρωπαϊκών διαστάσεων σκάνδαλο της Uber στη Γαλλία να έχουν προκαλέσει μια πρώτη αμηχανία και μούδιασμα, ο κ. Μητσοτάκης άδραξε την ευκαιρία της χυδαίας και απαράδεκτης δήλωσης του βουλευτή Χρ. Βερναρδάκη κατά της υπουργού Παιδείας Ν. Κεραμέως για να φέρει το «σκληρό ροκ» κατά του ΣΥΡΙΖΑ στα δικά του μέτρα, επεκτείνοντάς το όμως και σε άλλους, πιο «εύφλεκτους» τομείς.

Αν και δίχως κανένα στοιχείο ή ένδειξη, δεν δίστασε να υπαινιχθεί σύνδεση της εμπρηστικής επίθεσης στον Real FM με την Κουμουνδούρου, κάνοντας έτσι ακόμη πιο επικίνδυνο και εκρηκτικό το κοκτέιλ της πολιτικής έντασης και τοξικότητας. Την ίδια ώρα το «θέμα Συρίγου», με τις αναφορές του υφυπουργού Παιδείας στα γεγονότα του 1973 και στο Πολυτεχνείο, χρησιμοποιήθηκε για ρελάνς από την αντιπολίτευση, οδηγώντας τελικά τη δημόσια συζήτηση -εν μέσω πρωτοφανών παγκόσμιων εξελίξεων και κινδύνων- σε αναδρομές και «ξύσιμο πληγών» προ πεντηκονταετίας.

Ολα αυτά, πάντως, κάθε άλλο παρά μετριάζουν την κοινωνική δυσφορία και, κυρίως, την αβεβαιότητα για όσα έρχονται. Οι επικοινωνιακές πιρουέτες της κυβέρνησης φαίνεται ότι έχουν εξαντλήσει την αποτελεσματικότητά τους, αν κρίνει κανείς και από το γεγονός ότι σε όλες τις μετρήσεις -ακόμη κι εκείνες που δείχνουν τη Ν.Δ. με ασφαλές προβάδισμα- οι δείκτες ανησυχίας και φόβου για την κατάσταση στην οικονομία, και όχι μόνο, μετατρέπονται σε πραγματική νάρκη.

Το κοινωνικό κοκτέιλ απειλεί να αποδειχθεί πιο εκρηκτικό και πιο ανεξέλεγκτο από εκείνο της κομματικής σύγκρουσης και αντιπαράθεσης. Ηδη, ύστερα από τα πρώτα κύματα κατακραυγής για τα μικρά έως αμελητέα ποσά επιστροφής για τους λογαριασμούς του ρεύματος αντί για τα «600άρια», που η κυβερνητική προπαγάνδα διαφήμιζε όλο το προηγούμενο διάστημα, υποχρεώθηκε να κάνει προσωπική δήλωση και ο κ. Μητσοτάκης ομολογώντας -σε μια προσπάθεια να μετριάσει το βαρύ κλίμα- ότι «κάθε μέτρο μοιάζει μικρό μπροστά στις μεγάλες ανάγκες».

Τα χειρότερα όμως είναι μπροστά, διότι, ακόμη κι αν «ανασταλεί» η ρήτρα αναπροσαρμογής από το επόμενο διάστημα, η ενεργειακή κρίση που έρχεται -ως συνέπεια των κυρώσεων στη Ρωσία– δεν θα έχει προηγούμενο, ξεπερνώντας κι εκείνη του 1973. Οι περικοπές στην κατανάλωση, το δελτίο στο ρεύμα και άλλοι δραματικοί περιορισμοί παύουν να αποτελούν σενάρια, αλλά δρομολογούνται κιόλας ως εφιαλτική πραγματικότητα για τον χειμώνα και έρχονται ακόμη και σε ισχυρές χώρες όπως η Γερμανία.

Πολλοί πιστεύουν μάλιστα ότι το ντόμινο θα πάρει και πολιτικές διαστάσεις, αφού το ένα μετά το άλλο τα ευρωπαϊκά κράτη βιώνουν πλέον και κυβερνητικές κρίσεις. Εστω και με διαφορετικές αφορμές, η Βρετανία, η Γαλλία, εν μέρει η Γερμανία και από προχθές και η Ιταλία βρίσκονται στην κόψη του ξυραφιού, με κυβερνήσεις είτε υπό πτώση είτε υπό κραδασμούς και δοκιμασίες. Σε μια σειρά από χώρες, άλλωστε, όπως η Ολλανδία συνεχίζονται οι έντονες κινητοποιήσεις από κοινωνικές ομάδες, όπως οι αγρότες ή στην Ιταλία οι οδηγοί ταξί.

Σε οικονομίες πιο αδύναμες, όπως η ελληνική, το ενεργειακό πρόβλημα λαμβάνει εκρηκτικές διαστάσεις σε συνδυασμό με την ακρίβεια, που συνεχίζει να παίρνει την ανηφόρα, εξανεμίζοντας πλήρως οποιαδήποτε πενιχρή αύξηση σε μισθούς και συντάξεις. Από την άποψη αυτή και οι επαναλαμβανόμενες εξαγγελίες του κ. Μητσοτάκη για νέες αναπροσαρμογές από το 2023 μετατρέπονται σε κενό γράμμα, ενώ αντιμετωπίζονται πλέον και ως κοροϊδία.

Ενδεικτικό είναι μάλιστα ότι, με βάση τα επίσημα στοιχεία, ο πληθωρισμός στη χώρα μας τρέχει με ποσοστό που είναι σχεδόν 50% πάνω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, ενώ στα μεσαία και τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα οι πραγματικές επιβαρύνσεις είναι πολύ μεγαλύτερες. Ετσι είναι αυξημένος και κατά πολλούς βέβαιος ο κίνδυνος να βρεθεί η χώρα μπροστά σε μια πρωτοφανή οικονομική και κοινωνική έκρηξη το επόμενο διάστημα.

Τι κρύβει η φράση του Κυριάκου: «Είμαστε σε πόλεμο»

Η φράση που χρησιμοποίησε, πάντως, ο πρωθυπουργός κατά την προχθεσινή του δήλωση για το Power Pass, ότι «είμαστε σε πόλεμο», προκάλεσε και άλλους προβληματισμούς για το τι προθέσεις μπορεί να υποκρύπτει. Αρκετοί την ερμήνευσαν -και όχι άδικα- ως προαναγγελία επιβολής σε σύντομο χρονικό διάστημα περιοριστικών μέτρων και στη χώρα μας. Για «πόλεμο» (με «έναν αόρατο εχθρό») είχε μιλήσει άλλωστε ο κ. Μητσοτάκης προτού αρχίσουν τα lockdowns και τα άλλα μέτρα, πριν από δύο χρόνια, με αφορμή την πανδημία.
Σε κάθε περίπτωση, η χώρα φαίνεται ότι οδηγείται στον «πόλεμο» αυτό αθωράκιστη και από θεσμικής και αξιακής πλευράς.

Εκτός από τα οικονομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά, κατά την τελευταία τριετία του «επιτελικού κράτους» η κρίση έχει βαθύνει και σε θεσμικό επίπεδο, όπως μαρτυρούν τα απανωτά κρούσματα είτε σε βάρος της ελευθερίας του Τύπου είτε με παρεμβάσεις σε ανεξάρτητες Αρχές και φορείς που ενοχλούν την κυβερνητική εξουσία. Ακόμη και η γενική κατακραυγή που ξεσηκώθηκε μετά την απόφαση να αποφυλακιστεί ο -διορισθείς από την κυβέρνηση της Ν.Δ. διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου- Δημ. Λιγνάδης, παρά την πρωτόδικη καταδίκη του για δύο βιασμούς, είναι δηλωτική της καχυποψίας που ολοένα και πιο πολύ διαπερνά πλέον την ελληνική κοινωνία απέναντι σε θεσμούς και εξουσίες…

ΔΗΜΟΦΙΛΗ