Γεώργιος Δ. Παναγόπουλος
«Χρόνους πολλούς μετά την αμαρτία
που την είπαν Αρετή
μέσα στις εκκλησίες και την ευλόγησαν»
Οδ. Ελύτης
Ένας εσμός θλιβερών ονταρίων, στους οποίους για δεκαετίες αναθέταμε με την ψήφο μας τις τύχες του συλλογικού βίους μας, καταρρέει αργά αλλά αμετάκλητα, αφού προηγουμένως κουρέλιασε εθνική ανεξαρτησία και αξιοπρέπεια, αλλά και διέφθειρε συστηματικά και ύπουλα την πνευματική και ηθική ραχοκοκαλιά του κοινωνικού σώματος.
Μετά από τις δεκαετίες της παπανδρεϊκής καταναλωτικού διαβουκολισμού τωνμαζών που «λάδωσαν το αντεράκι τους» (κατά την ξεδιάντροπη ρήση Μ. Παπαϊωάννου), του σημιτικού «εκσυγχρονισμού» της μίζας, της αρπαχτής και των συνδικαλισταράδων, την πενταετία της νεοδημοκρατικής ανοχής και πιθηκισμού των πιο λερών μεθόδων της πράσινης πανώλης, φτάσαμε στη δολιότερη απάτη που εξυφάνθηκε ποτέ εναντίον ενός ολόκληρου έθνους, τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο: Απ’ «το λεφτά υπάρχουν» του αδίστακτου απάτριδος στην δωσιλογική υπαγωγή της χώρας υπό καθεστώς υποθήκης, μειωμένης εθνικής κυριαρχίας και … μαζικών αυτοκτονιών.
Όμως η τούρτα του αίσχους είχε και κερασάκι: Αυτές τις μέρες γινόμαστε μάρτυρες της εσχάτης απανθρωπιάς στην οποία μπορεί να καταντήσει μια εν «πολλαίς αμαρτίαις γηράσασα», αλλά πάντοτε λυσσασμένη για εξουσία «ψωροελίτ» (αλίτ, καλύτερα!). Έντρομοι οι Χρυσοχοϊδολοβέρδοι από το όνειδος της πλήρους κατάρρευσης των μηχανισμών υγειονομικού ελέγχου των οίκων ανοχής, που έφερε στην επιφάνεια η αποκάλυψη για την άτυχη οροθετική Ρωσίδα, αποδύθηκαν στην εκτέλεση της τελευταία πράξης με την οποία είθισται να ολοκληρώνεται ο δραματικός βίος κοινωνικών ομάδων (αλλά και ολόκληρων κοινωνιών) πλήρως αποσυντεθειμένων από τα δικά τους όργια: Τον τελετουργικό κανιβαλισμό.
Από τις οθόνες μας παρελαύνουν Ελληνίδες και αλλοδαπές οροθετικές ιερόδουλες (νόμιμες ή παράνομες αδιάφορο) προς ενημέρωση και προφύλαξη του… ευυπόληπτου άρρενος πληθυσμού της Πασοκομπανανίας. Ρημαγμένες υπάρξεις, όρθια κουφάρια, κορμιά ταλαιπωρημένα, πρόσωπα άδεια, λησμονημένα από την κοινωνία μας σε κάποια βρωμερά υπόγεια ή στους παράδρομους του κατειλημμένου από Αφγανοπακιστάνους κέντρου της τέως Ελληνικής πρωτεύουσας, θεατρίζονται και διαπομπεύονται με όλα τα προσωπικά στοιχεία τους ως δημόσιος κίνδυνος, λες και δεν ήταν, είναι και θα είναι το Κράτος (δηλ. οι πολιτικοί που είναι υπόλογοι για τη λειτουργία του και το αρμόδιο στελεχικό δυναμικό των υπηρεσιών του) το μόνουπεύθυνο για τον έλεγχο των οίκων ανοχής, όπως και γενικότερα για την τήρηση των θεμελιωδών κανόνων δημόσιας υγείας, ασφάλειας και τάξης.
Η με ταχύτητα φωτός διολίσθηση του ΚυβερνοΠασόκ (με τις, κατά τα άλλα, τόσο γνωστές ευαισθησίες του για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τους Μπουταριδοκαμήνιδες) στον Μεσαίωνα των διαπομπεύσεων και του στιγματισμού ανθρώπινων υπάρξεων, μόνον και μόνον για να κερδηθούν οι εντυπώσεις μιας μάζας ψηφοφόρων προ πολλού εξανδραποδισμένης από τους κομματοταγούς, ουδόλως εκπλήσσει. Αυτό εξάλλου δεν έκαναν και οι ανά την Ευρώπη Γερμανοδωσίλογοι μετά την αποχώρηση των Ναζί, το 44-45, για να καλύψουν τις δικές τους πομπές: Δεν στιγμάτιζαν δημόσια δυστυχείς γυναίκες που εκπορνεύθηκαν με τους… κατακτητέςκλείνοντας τα μάτια στην σκληρή «αδράστεια» που δυνάστευσε τη μοίρα αυτών των ψυχών; Γιατί θα αποτελούσαν εξαίρεση οι σύγχρονοι λυμεώνες του έθνους;
Προκαλεί, όμως φρίκη, απορία, και οργή, η παθητικότητα με την οποία δημοσιογράφοι, ΕΣΡ, Οργανώσεις, και εν τέλει όλοι εμείς οι απλοί πολίτεςπαρακολουθούμε και, εν τέλει, δια της ανοχής μας επιδοκιμάζουμε την δημόσια ανθρωποφαγία και τους οικτρούς αυτουργούς της.
Το όνειδος ενός κράτους που για είκοσι ολόκληρα έτη μετατράπηκε σε σκουπιδοτενεκέ «μαραγκιασμένων ψυχών», όπως θά ‘λεγε ο ποιητής, εξ αιτίας της συστηματικής αποικιοποίησής του από κάθε λογής λαθρομετανάστες, την οποία απεργάστηκαν κυβερνώντες και αντιπολιτευόμενοι (ας θυμηθούμε την ιδεολογική στήριξη που προσφέρει στο φαινόμενο με ιεραποστολικό πάθος η Αριστερά, είτε σταλινική είτε ροζ) καταστέφεται τώρα κατά τρόπο… φυσιολογικό από τον τελετουργικό κανιβαλισμό της δημόσιας διαπόμπευσης ανθρώπων, ανθρώπων που ό,τι κι αν έκαναν, ό, τι κι αν είναι παραμένουν ζώσες «εικόνες» του Θεού, μοναδικές και ανεπανάληπτες προσωπικές υπάρξεις μέσα σε ολόκληρο το σύμπαν.
… Αλλά, βέβαια, αυτά είναι ψηλά γράμματα για τους επαγγελματίες πολιτικούς (πάσης αποχρώσεως) κήρυκες του χαμερπούς υλισμού με τον οποία ανατράφηκε μια ολόκληρη γενιά Νεοελλήνων, αλλά και τους «πνευματικούς ανθρώπους» αυτού του τόπου, που τόσα χρόνια ψαλμωδούσαν με αναμηρυκαστική επιμονή το τροπάρι των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» αποκλειστικά και μόνον επειδή αυτό τους προσπόριζε δύναμη, εξουσία και χρήμα.