Κωνσταντίνος Χατζόπουλος: Από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες των ελληνικών γραμμάτων

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ο Κωσταντίνος (Κώστας) Χατζόπουλος (11 Μαΐου 1868 – Ιούλιος 1920) ήταν μυθιστοριογράφος, ποιητής, διηγηματογράφος, μεταφραστής και δοκιμιογράφος, από τους πρωτοπόρους του δημοτικισμού και του σοσιαλισμού στην Ελλάδα.

Ηταν το πρώτο παιδί από τα πέντε – τρία αγόρια και δυο κορίτσια – του εμπόρου από το Βάλτο, – και συγκεκριμένα από το χωριό Χαλκιόπουλο, Γιάννη Χατζόπουλου. Η μητέρα του, Θεοφανή Στάικου, ήταν μοναχοκόρη μιας από τις πλουσιότερες οικογένειες του Αγρινίου. Οι γονείς της ζήτησαν από το γαμπρό τους να πάρουν κοντά τους και να μεγαλώσουν το πρώτο παιδί τους, τον Κώστα.

Ο Χατζόπουλος παρακολούθησε το γυμνάσιο στο Μεσολόγγι και στη συνέχεια φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Επέστρεψε ως δικηγόρος στο Αγρίνιο. Έχοντας λύσει το βιοποριστικό του πρόβλημα, λόγω της μεγάλης κτηματικής περιουσίας, που κληρονόμησε από τους γονείς της μητέρας του, εγκατέλειψε το επάγγελμα πολύ σύντομα και αφιερώθηκε στη λογοτεχνία. Έτσι εγκαταστάθηκε και πάλι στην Αθήνα, όπου αναμίχθηκε ενεργά στην τότε πνευματική ζωή.

Το 1897 πήρε μέρος ως έφεδρος αξιωματικός του στρατού στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο. Η εμπειρία του από την κατάσταση του ελληνικού στρατού ήταν απογοητευτική και αυτό, μαζί με την ιδεολογική στροφή του, συνετέλεσε στην τελική απόρριψη της Μεγάλης Ιδέας, γεγονός που εξέφρασε στο διήγημά του «Αντάρτης» (1907), το οποίο αναφέρεται ακριβώς στον πόλεμο αυτό.

Ο Κωστής Παλαμάς, ένας από τους θαυμαστές του, ενθυμούμενος τα κοινά μαθητικά τους χρόνια στο Μεσολόγγι, γράφει: «…Τον αγναντεύω όξω από το σπίτι μου μαθητούδι, έφηβο, να προχωρεί στο δρόμο,φροντισμένο, κομψοντυμένο, στα κατάλευκα.Ύστερα από χρόνια βρεθήκαμε ανταμωμένοι στην Αθήνα. Εγώ πρεσβύτερος, κάπως ακουσμένος με τους στίχους μου, σκόρπιους εδώ κι εκεί. Ο Χατζόπουλος ήταν ένα έξυπνο παιδί, ζωηρό, ανυπόταχτο, διαχυτικό ή συμμαζεμένο, μα αξιαγάπητο,που μου κίνησε την προσοχή, μου ξύπνησε τη συμπάθεια. Και στο τέλος το θαυμασμό. Αργότερα γράφτηκε στο πανεπιστήμιο στα νομικά. Και πήρε το δίπλωμά του, κατόρθωμα για τους ανθρώπους του είδους του».

Στη Λογοτεχνία ο Κώστας Χατζόπουλος εμφανίστηκε σε νεαρή ηλικία, το 1884, δημοσιεύοντας το ποίημά του «Έλα Ξανθή» στο περιοδικό «Εβδομάς». Χρησιμοποιούσε συνήθως τα φιλολογικά ψευδώνυμα: Πέτρος Βασιλικός και Γληγόρης Παπαστάθης.

Ήταν δημοτικιστής και στον αγώνα μεταξύ καθαρευουσιάνων και δημοτικιστών που μαινόταν την εποχή εκείνη, βοήθησε με την έκδοση του βραχύβιου αλλά πρωτοποριακού περιοδικού «Η Τέχνη», που εξέδωσε από το 1897 ως το 1899.

Το 1900 ο Κώστας Χατζόπουλος αναχώρησε για τη Γερμανία. Σπούδασε στο Μόναχο, στη Δρέσδη και στη Λειψία και εντρύφησε στη φιλολογία και την ποίηση των βόρειων λαών, που επηρέασαν το έργο του. Η διαμονή του στην Ευρώπη αποτέλεσε τομή στη ζωή του, καθώς εκεί παντρεύτηκε τη Φινλανδή σπουδάστρια Σάννυ Χάγκμαν (Sanny Häggman), η οποία υπήρξε υποδειγματική σύζυγος. Εκεί ασπάστηκε και τον Μαρξισμό.

Ήταν ο πρώτος μεταφραστής στα ελληνικά του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, των Μαρξ και Ένγκελς, που δημοσιεύτηκε στον «Εργάτη» του Βόλου το 1908. Επίσης, ίδρυσε στο Μόναχο τη «Σοσιαλιστική Δημοκρατική Ένωση». Τέλος, ίδρυσε στο Μόναχο και στο Βερολίνο «Αδελφάτα της Δημοτικής», όπου συγκεντρώνονταν Έλληνες και Γερμανοί διανοούμενοι που ενδιαφέρονταν για το ελληνικό γλωσσικό ζήτημα.

Το 1914, με την έκρηξη του Α’ Παγκόσμιου Πόλεμου, ο Κώστας Χατζόπουλος επέστρεψε στην Ελλάδα και άρχισε να δημοσιεύει τα διηγήματα και μυθιστορήματα που είχε γράψει κατά καιρούς στην Ελλάδα και τη Γερμανία. Το 1917 εργάστηκε σε μια υπηρεσία λογοκρισίας. Το 1920, και ενώ ταξίδευε με καράβι προς την Ιταλία, πέθανε εν πλω από τροφική δηλητηρίαση και θάφτηκε στο κοιμητήριο του Μπρίντεζι. Τα οστά του μεταφέρθηκαν πολλά χρόνια αργότερα στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.

Η γενέτειρα πόλη του, το Αγρίνιο, σε ένδειξη τιμής έδωσε το όνομά του σε κεντρική πλατεία της πόλης όπου βρίσκεται και ο ανδριάντας του. Με τη λογοτεχνία ασχολήθηκε και ο αδελφός του Δημήτρης Χατζόπουλος, γνωστός με το ψευδώνυμο Μποέμ, εκδότης του περιοδικού «Ο Διόνυσος».

Έργο

Το έργο που άφησε ο Κώστας Χατζόπουλος είναι πλουσιότατο. Περιλαμβάνει:

– Ποιητικές συλλογές: «Τραγούδια της ερημιάς» και «Ελεγεία και Ειδύλλια» (1898), «Απλοί τρόποι» και «Βραδινοί θρύλοι» (1920), που ανήκουν στη σχολή του συμβολισμού.
– Πεζογραφία: «Το φθινόπωρο» (1917), «Αγάπη στo χωριό» (1910), «O πύργος του Aκροποτάμου» (1915), «Τάσω, Στό σκοτάδι και άλλα διηγήματα» (1916), «Aννιώ» και άλλα διηγήματα (μεταθανάτια έκδοση, 1923), «Υπεράνθρωπος» (1915) Στα έργα του αυτά ακολούθησε τις αρχές του ρεαλισμού και του νατουραλισμού, εκτός από το Φθινόπωρο που είναι γραμμένο με την τεχνική του συμβολισμού. Σε όλα διαφαίνεται ο κοινωνικός προβληματισμός, κυρίως για τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία.
– Κριτικό έργο: μελέτες για τους Παλαμά, Κρυστάλλη, Καμπύση κα. και γενικότερες μελέτες για τον συμβολισμό («Η ψυχολογία του συμβολισμού») και τον σοσιαλισμό («Σοσιαλισμός και Τέχνη», «Σοσιαλισμός και γλώσσα»). Είναι αξιοσημείωτο ότι με αρκετές μελέτες επιχείρησε να ανατρέψει καθιερωμένες απόψεις ακόμα και για λογοτέχνες όπως οι Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και Κωστής Παλαμάς, επισημαίνοντας αρνητικά στοιχεία του έργου τους.
– Μεταφράσεις: μετέφρασε κάποια από τα σημαντικότερα ευρωπαϊκά θεατρικά έργα. Κάποιες από τις σπουδαιότερες μεταφράσεις του είναι:
Δωδέκατη Νύχτα του Ουίλιαμ Σαίξπηρ
Ιφιγένεια στην Ταυρίδα και Φάουστ του Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε
Πέερ Γκυντ του Ίψεν
Ηλέκτρα του Χόφμανστάλ

Το μεταφραστικό του έργο στον τομέα του θεάτρου στόχευε στην καθιέρωση της δημοτικής, στην ανανέωση του θεατρικού ρεπερτορίου, στο οποίο κυριαρχούσαν κακής ποιότητας γαλλικά έργα και στην διεύρυνση των οριζόντων του θεατρικού κοινού.

wikipedia

ΔΗΜΟΦΙΛΗ