Χάνα Ράιτς – Από τους αστέρες της ναζιστικής προπαγάνδας

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Η Χάνα Ράιτς (Hanna Reitsch, 29 Μαρτίου 1912 – 24 Αυγούστου 1979) ήταν Γερμανίδα αεροπόρος, πιλότος – δοκιμαστής της Γερμανικής Πολεμικής Αεροπορίας Luftwaffe και η μοναδική γυναίκα που τιμήθηκε με τον Σιδηρό Σταυρό 1ης Τάξεως στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ήταν, επίσης, η πρώτη γυναίκα πιλότος που πέταξε δοκιμαστικά ελικόπτερο.

Η Ράιτς γεννήθηκε στο Χίρσμπεργκ (Hirschberg) της Σιλεσίας στις 29 Μαρτίου 1912. Ο πατέρας της ήταν οφθαλμίατρος και είχε τη δική του κλινική στο Χίρσμπεργκ, την οποία νεαρή Χάνα, μαζί με τον αδελφό της Κουρτ επισκεπτόταν σχεδόν καθημερινά. Έτσι, απέκτησε ενδιαφέρον για την εργασία του πατέρα της, ο οποίος την ενθάρρυνε με κάθε τρόπο να ακολουθήσει το δικό του επάγγελμα. Έτσι, η νεαρή Χάνα αποφάσισε πράγματι να ασχοληθεί με την Ιατρική, ένα είδος γιατρού – ιεραποστόλου, αλλά ιπτάμενου ιεραποστόλου. Ο πατέρας της αρχικά δεν ήθελε κάτι τέτοιο, αλλά αποφάσισε να συμβιβαστεί με την κόρη του.

Γι’ αυτό και της υποσχέθηκε ότι, όταν ολοκλήρωνε τις δευτεροβάθμιες σπουδές της, θα της επέτρεπε να εγγραφεί στη σχολή ανεμοπορίας του Γκρουνάου (Grunau), μιας πόλης όχι μακριά από το Χίρσμπεργκ. Ήλπιζε ότι, δίνοντας αυτή την υπόσχεση, η κόρη του θα ξεχνούσε, τελικά, την επιθυμία της να μάθει να πετά. Έκανε λάθος.

Η Χάνα, υπακούοντας στη θέληση των γονέων της εγγράφεται στην Σχολή Οικοκυρικών του Ρέντσμπουργκ (Rendsburg) στο κρατίδιο του Χόλσταϊν, από την οποία αποφοιτά το επόμενο έτος και ζητά από τον πατέρα της να εκπληρώσει την υπόσχεσή του. Φοιτώντας στην σχολή μαθαίνει αρχικά να πετά με ανεμόπτερα και, στη συνέχεια εγγράφεται στην Ιατρική Σχολή στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου (1932). Παράλληλα, όμως, δεν έχει καθόλου μειωθεί η επιθυμία της να πετά.

Υποστηρίζοντας ότι το επάγγελμά της θα απαιτεί να μπορεί να πετά με μηχανοκίνητα αεροσκάφη, πείθει τους γονείς της να της επιτρέψουν να εγγραφεί στην σχολή ερασιτεχνών αεροπόρων, που διατηρούσαν τα Γερμανικά Ταχυδρομεία στο προάστιο Στάακεν (Staaken) του Βερολίνου.

Το 1933 ο κατασκευαστής και πιλότος ανεμοπτέρων και υδροπλάνων Βολφ Χιρτ (Wolf Hirth) της προσφέρει μια θέση πιλότου ανεμοπτέρων με πλήρη απασχόληση. Η Χάνα δέχεται χωρίς δισταγμό και εγκαταλείπει την Ιατρική.

Σταδιοδρομία ως πιλότος

Πολύ σύντομα γίνεται η καλύτερη πιλότος ανεμοπτέρων στη χώρα, κερδίζοντας το αργυρό έμβλημα C της Διεθνούς Αεροναυτικής Ομοσπονδίας (Fédération Aéronautique Internationale (FAI)) το 1934. Η απόκτηση αυτού του εμβλήματος αποδεικνύει ότι ένας πιλότος έχει επιτύχει ανύψωση του σκάφους του κατά τουλάχιστον 1000 μέτρα, έχει πραγματοποιήσει πτήση διάρκειας τουλάχιστον πέντε συνεχόμενων ωρών και έχει διανύσει ευθεία απόσταση τουλάχιστον 50 km. Ο Χιρτ ήταν ο πρώτος πιλότος που απέκτησε αυτό το έμβλημα το 1931. Το 1938 θα γίνει η πρώτη γυναίκα πιλότος που διασχίζει τις Άλπεις με ανεμόπτερο.

Ήδη, όμως, το 1937 την έχει ανακαλύψει ο άσσος της Αεροπορίας Στρατηγός Ερνστ Ούντετ (Ernst Udet), ένας από τους βασικούς αναδιοργανωτές της Luftwaffe και την καλεί, ως πιλότο, στο επίσημο πεδίο δοκιμών της Πολεμικής Αεροπορίας στο αεροδρόμιο Ρέχλιν – Λέρτς (Rechlin-Lärz) στην Πομερανία.

Η Ράιτς θα είναι μια από τους πιλότους – δοκιμαστές στα προγράμματα ανάπτυξης των αεροσκαφών Junkers Ju 87 (γνωστού ως «Στούκα» και του Ντορνιέ Do 17. Ήταν, επίσης, μια από τους ελάχιστους πιλότους και η μοναδική γυναίκα που πέταξε το πρωτότυπο του πρώτου πλήρως ελεγχόμενου ελικοπτέρου «Focke-Achgelis Fa 61» της «Φόκε-Άχγκελις».

Η μεγάλη της δεξιοτεχνία στην πτήση οποιασδήποτε ιπτάμενης συσκευής, η επιθυμία της για δημοσιότητα αλλά και η φωτογένειά της της επέτρεψαν να γίνει μια από τους αστέρες της Ναζιστικής προπαγάνδας. Η ίδια γράφει στο αυτοβιογραφικό της βιβλίο ότι δεν ενδιαφερόταν για την πολιτική, ήταν, ωστόσο, φανατική θαυμάστρια του Χίτλερ.

Το 1938 ήταν η μόνη πιλότος που πραγματοποίησε νυκτερινές πτήσεις με το «Focke-Achgelis Fa 61» μέσα στην «Deutschlandhalle», όπου γινόταν η έκθεση μηχανοκίνησης του Βερολίνου (Berlin Motor Show). Ωστόσο, ο ρόλος της δεν περιοριζόταν στην προπαγάνδα.

Το 1939 ήταν αυτή που δοκίμαζε όλα τα πρωτότυπα που η Γερμανική αεροπορική βιομηχανία προσπαθούσε να κατασκευάσει για λογαριασμό της Λουφτβάφφε. Μεταξύ αυτών ήταν και το πυραυλοκίνητο Μέσσερσμιτ Me 163 και αρκετά μεγάλα βομβαρδιστικά, όπως το Μέσσερσμιτ Me 262. Σε μια δοκιμαστική πτήση με ένα ειδική παραλλαγή του βομβαρδιστικού αεροσκάφους Ντορνιέ Do 17, το οποίο ήταν εφοδιασμένο με μεγάλες λεπίδες στις πτέρυγες για να κόβει τα συρματόσχοινα που συγκρατούσαν τα αερόστατα των αεροπορικών φραγμάτων, τα συρματόσχοινα προκάλεσαν φθορές στους έλικες και, από τις προσκρούσεις, σχεδόν έχασε τη μία πτέρυγα. Παρόλ’ αυτά κατάφερε, με εξαιρετική ψυχραιμία, να προσγειώσει σώα το σκάφος, ανάμεσα στα συρματόσχοινα.

Δοκίμασε, επίσης, αι άλλους ανάλογους μηχανισμούς για την υπερκέραση αυτών των φραγμάτων. Αυτό το κατόρθωμα της απέφερε τον Σιδηρό Σταυρό Β΄ τάξεως και το δικαίωμα να φορά τα διάσημα του πιλότου της Πολεμικής Αεροπορίας. Η μικροκαμωμένη πιλότος (ήταν μόλις 1,58 και ζύγιζε μόνο 35 κιλά) ήταν αυτή που δοκίμασε το γιγαντιαίο ανεμόπτερο Μέσσερσμιτ 321 Gigant, το οποίο είχε εκπέτασμα πτερύγων 54 μέτρων, ύψος 9 μέτρων και ωφέλιμο φορτίο 18,2 τόνων. Χρειαζόταν προωθητικούς πυραύλους για την απογείωση, ενώ τα χειριστήριά του απαιτούσαν σημαντική μυική δύναμη από τον πιλότο. Το σκάφος χρησιμοποιήθηκε σε μεταφορικές επιχειρήσεις ανεφοδιασμού στην ΕΣΣΔ και στη Βόρεια Αφρική.

Το 1940 ήταν αυτή που σχεδίασε τις πτήσεις των ανεμοπτέρων, με τα οποία οι άνδρες του Γερμανικού Μηχανικού μεταφέρθηκαν στις υπερδομές του βελγικού οχυρού Έμπεν Εμαέλ και αχρήστευσαν τα όργανα παρατήρησης και βολής των πυροβόλων του.

Όλα αυτά της απέφεραν την απονομή του βαθμού του Σμηναγού της Λουφτβάφφε και την απονομή του Σιδηρού Σταυρού Α΄ τάξεως από τον Χίτλερ τον Μάρτιο του 1941. Ήταν μία από τις δύο εν συνόλω γυναίκες που τιμήθηκαν με αυτό το παράσημο κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η πέμπτη δοκιμή της με το Me 163 της στοίχισε την συντριβή του αεροσκάφους και ένα σοβαρό τραυματισμό, που την υποχρέωσε να παραμείνει επί πέντε μήνες στο νοσοκομείο. Ωστόσο, πριν καταρρεύσει, κατάφερε, ενώ αιμορραγούσε, να γράψει την αναφορά της μέσα στο κόκπιτ του τσακισμένου αεροσκάφους, φοβούμενη ότι δεν θα επιζούσε. Οι γιατροί, στο Νοσοκομείο που μεταφέρθηκε, φοβήθηκαν ότι δεν θα επιζούσε, καθώς είχε υποστεί σοβαρά τραύματα στο κεφάλι.

Η Ράιτς επέζησε και, μετά την αποθεραπεία της, αν και υπέφερε από ζάλες και πονοκεφάλους, άρχισε να ασκείται αναρριχώμενη σε στέγες και δένδρα, προκειμένου να επανακτήσει την αίσθηση της ισορροπίας. Τα κατάφερε και σύντομα επέστρεψε στη θέση της ως πιλότου – δοκιμαστή.

Κατά τη διάρκεια του Πολέμου η Ράιτς γνώρισε τον Στρατηγό της Λουφτβάφφε Ρόμπερτ Ρίττερ φον Γκράιμ, ο οποίος έγινε ο σύντροφος της ζωής της. Φυσικά αυτό δεν την εμπόδισε να συνεχίσει τις δοκιμές με ιπτάμενες συσκευές, μεταξύ των οποίων και η «ιπτάμενη βόμβα» (βλήμα V-1), της οποίας οι μη επανδρωμένες πτήσεις είχαν παρουσιάσει σοβαρά προβλήματα σταθερότητας.

Στις επανδρωμένες παραλλαγές του βλήματος κανείς δοκιμαστής πιλότος δεν είχε επιζήσει, καθώς όλα τα βλήματα συνετρίβησαν στο έδαφος κατά την προσγείωση. Η Ράιτς, έχοντας σημαντική εμπειρία στις προσγειώσεις με υψηλές ταχύτητες, κατάφερε να προσγειωθεί ασφαλώς και να αναφέρει όσα είχε παρατηρήσει κατά την πτήση, γεγονός που βελτίωσε σημαντικά τις πτήσεις του βλήματος.
Η ιστορία αυτή παρουσιάζεται δραματοποιημένη στην ταινία «Επιχείρηση Σταυρωτό Βέλος» (Operation Crossbow).

Η πτήση στο πολιορκημένο Βερολίνο

Αυτή ήταν ίσως η πιο επικίνδυνη αποστολή της Ράιτς σε ολόκληρη την σταδιοδρομία της. Τον Απρίλιο του 1945 ο Χίτλερ απέπεμψε τον Χέρμαν Γκέρινγκ από την Λουφτβάφφε και τον καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη, θεωρώντας τον προδότη. Κάλεσε τον φον Γκράιμ, ο οποίος διοικούσε τον 6ο Αεροπορικό Στόλο με έδρα το Μόναχο στο Καταφύγιό του στο Βερολίνο, με σκοπό να του αναθέσει την αρχηγία της Πολεμικής Αεροπορίας. Όμως, το Βερολίνο είναι στενά πολιορκημένο από τους Σοβιετικούς, βομβαρδίζεται συνεχώς από ξηράς και αέρος, ενώ σκληρές μάχες διεξάγονται σε όλα του τα σημεία. Ο μόνος τρόπος να μεταβεί εκεί ο Γκράιμ είναι με αεροσκάφος, το οποίο, όμως, δεν μπορεί να προσγειωθεί σε κανένα αεροδρόμιο μέσα στην πόλη, αφού όλα είναι είτε κατειλημμένα είτε κατεστραμμένα.

Ένα αεροσκάφος τους μεταφέρει στο Γκάτοβ (Gatow), αεροδρόμιο στα περίχωρα του Βερολίνου. Από εκεί η Ράιτς αναλαμβάνει να μεταφέρει τον σύντροφό της στον Χίτλερ. Επιβιβάζονται σε ένα μικρό Φίζελερ Fi-156 «Στορχ» (το αναγνωριστικό αεροσκάφος της Λουφτβάφφε) και κατά την κάθοδό τους ανάμεσα σε χιλιάδες βλήματα, ένα βρίσκει το αεροσκάφος και τραυματίζει σοβαρά τον Γκράιμ στο πόδι. Η Ράιτς διατηρεί απόλυτα την ψυχραιμία της και τον έλεγχο του αεροσκάφους, το οποίο κατορθώνει να προσγειώσει στο Τιργκάρτεν. Από εκεί μεταφέρει τον τραυματισμένο Γκράιμ στο Καταφύγιο, φυσικά ακολουθώντας τον. Εκεί βασικό της μέλημα είναι η φροντίδα του Γκράιμ.

Την ατμόσφαιρα του Καταφυγίου καταγράφει στο αυτοβιογραφικό βιβλίο της. Ο Χίτλερ πράγματι αναθέτει την Αρχηγία της Αεροπορίας στον Γκράιμ, τον ονομάζει Στρατάρχη (ο τελευταίος του Γ΄ Ράιχ) και του δίνει συγκεκριμένες εντολές, η κυριότερη των οποίων είναι να φύγει αμέσως μόλις του επιτρέψει το τραύμα του και να συλλάβει τον Γκέρινγκ. Την αποστολή εξόδου από το Βερολίνο αναλαμβάνει και πάλι η Ράιτς, η οποία θέλει να παραμείνει με τον Φύρερ της, ωστόσο αυτός της δίνει εντολή να φύγει με τον Γκράιμ. Δεν υπάρχει, όμως, διαθέσιμο αεροσκάφος, καθώς το Φίζελερ έχει καταστραφεί.

Με πολύ μεγάλη δυσκολία, η Λουφτβάφφε φέρνει ένα εκπαιδευτικό αεροσκάφος Άραντο 96 στο Βερολίνο και η Ράιτς καταφέρνει να το απογειώσει, στις 28 Απριλίου, από ένα κατεστραμμένο οδόστρωμα, ενώ βλήματα εκρήγνυνται γύρω της. Φθάνοντας στον προορισμό τους μαθαίνουν ότι ο Χίτλερ αυτοκτόνησε στο Καταφύγιό του (30 Απριλίου). Ο Γκράιμ συλλαμβάνεται από τις Συμμαχικές δυνάμεις και αυτοκτονεί στις 24 Μαίου, νιώθοντας πως ο Χίτλερ, έστω και την τελευταία στιγμή, τον είχε εξαπατήσει.

Μετά τον Πόλεμο

Την ίδια τύχη, της σύλληψης από τις Συμμαχικές δυνάμεις, έχει και η Ράιτς. Αντιμετωπίζει το ίδιο δίλημμα με τον Γκράιμ, αυτό της αυτοκτονίας, το οποίο τελικά ξεπερνά. Οι Αμερικανοί την ανακρίνουν στο ανακριτικό κέντρο του Ομπερούρσελ (Oberursel) και την χαρακτηρίζουν «υστερική». Οι Αμερικανοί την κρατούν συνολικά 18 μήνες, κατά τη διάρκεια των οποίων επανειλημμένα της προτείνεται η μετάβαση στις ΗΠΑ μαζί με την ομάδα επιστημόνων του Βέρνερ φον Μπράουν. Η Ράιτς έχει, ωστόσο, αποφασίσει να μην εγκαταλείψει την κατεστραμμένη πατρίδα της και, όταν απελευθερώθηκε, τον Νοέμβριο του 1946, εγκαταστάθηκε στην Φρανκφούρτη.

Αρχικά οι πτήσεις ήταν απαγορευμένες για όλους τους Γερμανούς πιλότους, αλλά όταν επιτράπηκε η χρήση ανεμοπτέρων ξανάρχισε να πετά, με τη συνδρομή γυναικείων οργανώσεων άλλων χωρών, δίνει διαλέξεις, συνεντεύξεις σε εφημερίδες, γράφει άρθρα με τα οποία προσπαθεί να εξηγήσει ότι αυτά που έκανε στον Πόλεμο δεν ήταν παρά μόνον η βοήθεια που μπορούσε να προσφέρει στους Γερμανούς πιλότους ώστε να επιζήσουν.

Το 1951 εκδίδει το αυτοβιογραφικό της βιβλίο «Το να πετώ είναι η ζωή μου» («Fliegen, Meine Liebe»). Το 1961 επισκέπτεται τον Λευκό Οίκο, προσκεκλημένη του Προέδρου Τζον Κένεντι.

Το 1962 εγκαθίσταται στην Γκάνα, όπου ιδρύει σχολή ανεμοπορίας και παραμένει μέχρι το 1966. Το 1976 καταρρίπτει, στις ΗΠΑ, το παγκόσμιο ρεκόρ πτήσης με ανεμόπτερο, διασχίζοντας 702 km και το 1979 το καταρρίπτει εκ νέου, διασχίζοντας τα Απαλάχια Όρη και διανύοντας 802 km. Επιστρέφει στην Φρανκφούρτη, όπου πεθαίνει στις 24 Αυγούστου 1979 ύστερα από καρδιακή προσβολή.

wikipedia

ΔΗΜΟΦΙΛΗ