Ο Εντγκάρ Ντεγκά (19 Ιουλίου 1834-27 Σεπτεμβρίου 1917) ήταν Γάλλος ζωγράφος, γλύπτης και χαράκτης, από τους σημαντικότερους του 19ου αι. Θεωρείται από τους θεμελιωτές του ιμπρεσιονισμού, μολονότι ο ίδιος απέρριπτε τον όρο και προτιμούσε να αποκαλείται ρεαλιστής.
Ήταν σπουδαίος σχεδιαστής και δεξιοτέχνης στην απόδοση της κίνησης, όπως φαίνεται στους πίνακές του με θέματα τον χορό (περισσότερα από τα μισά έργα του απεικονίζουν χορεύτριες), τις ιπποδρομίες και τα γυναικεία γυμνά. Οι προσωπογραφίες του είναι αξιοπρόσεκτες για την απόδοση του σύνθετου ψυχισμού του εικονιζομένου και της ανθρώπινης απομόνωσης.
Γεννήθηκε στο Παρίσι, γιος του τραπεζίτη Ωγκύστ και της Σελεστίν. Στα 21 του, μετά από ολιγόχρονες σπουδές νομικής, μπήκε στη Σχολή Καλών Τεχνών και πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής από τον Λουί Λαμότ, παλαιό μαθητή του Ενγκρ. Ένα χρόνο μετά γνώρισε τον ίδιο τον Ενγκρ και την επόμενη χρονιά, πήγε στην Ιταλία για να μελετήσει ζωγράφους της Αναγέννησης. Επισκέφτηκε τη Φλωρεντία, την Ασσίζη, τη Νάπολη και τη Ρώμη.
Το 1859 επέστρεψε στο Παρίσι και άνοιξε ατελιέ. Τρία χρόνια μετά γνώρισε τον Εντουάρ Μανέ, και επηρεασμένος εντάχθηκε στον ιμπρεσσιονισμό.
Το 1870 ξεσπά ο Γαλλοπρωσικός Πόλεμος και επιστρατεύεται για να υπηρετήσει στο πυροβολικό, όπου άρχισε να εμφανίζει πρόβλημα όρασης. Δύο χρόνια μετά ταξίδευσε στη Νέα Ορλεάνη για να επισκεφθεί συγγενείς και επέστρεψε μετά από ένα χρόνο. Το 1874 πέθανε ο πατέρας του, αφήνοντάς του πολλά χρέη, κι έτσι αναγκάστηκε να πωλήσει μεγάλο μέρος απ’ τη συλλογή του.
Καλλιτεχνική δραστηριότητα
Ο Ντεγκά αναγνωρισμένος ως αυθεντία της κινούμενης ανθρώπινης μορφής ήταν κυρίως γνωστός για τις χορεύτριες του, που τις απεικόνισε σε πίνακες, χαρακτικά και γλυπτά σε μπρούντζο.
Το 1881 εξέθεσε το πρώτο γλυπτό του, τη χορεύτρια δεκατεσσάρων ετών (Σάο Πάολο, Museu de Arte), που το ακολούθησαν ένα πλήθος μικρά κέρινα προπλάσματα (μετά το θάνατό του χυτεύτηκαν σε χαλκό) με θέμα γυναικεία γυμνά, χορεύτριες, άλογα κ.λ.π.
Καθώς η όρασή του χειροτέρευε, ο Ντεγκά στράφηκε προς τη γλυπτική και τα παστέλ, που δεν απαιτούσαν οξεία όραση. Το 1908 η όρασή του χειροτέρεψε και σταμάτησε οριστικά να ασχολείται με την τέχνη. Του έκαναν έξωση από το σπίτι του, και παρά το γεγονός ότι βρέθηκε καινούργιο στούντιο, αυτός συνέχισε να τριγυρνά στους δρόμους του Παρισιού. Τέσσερα χρόνια μετά, το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης (Νέα Υόρκη) αγόρασε το έργο του «Μπαλλαρίνες» ξοδεύοντας ποσό αστρονομικό για την εποχή, και μάλιστα για ιμπρεσιονιστικό πίνακα.
Το 1917 πέθανε στο Παρίσι, στις 27 Σεπτεμβρίου, σε ηλικία 83 ετών. Τη σορό του συνόδευσαν, μεταξύ άλλων, ο Κλωντ Μονέ κι ο Ζαν Λουΐ Φορέν.