Γιατί η σημερινή Ελλάδα, μητέρα πατρίδα των Ελλήνων Κυπρίων, οφείλει  να μην εγκαταλείψει την πολύπαθη ελληνική Κυπρο (Α Μέρος)

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

                Γιατί η σημερινή Ελλάδα, μητέρα πατρίδα των Ελλήνων Κυπρίων, οφείλει  να μην εγκαταλείψει αυτό το πολύπαθο Ελληνικό νησί, που ανά τους αιώνες αγωνίζεται μόνο και έρημο, για να διατηρήσει την Ορθόδοξη πίστη του και τις αρχέγονες ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ του ρίζες;

Γιατί η σημερινή Ελλάδα, μητέρα πατρίδα των Ελλήνων Κυπρίων, οφείλει να μην εγκαταλείψει την πολύπαθη ελληνική Κυπρο (Β Μέρος)

Α΄Μέρος.                                                                                                                                     Συμπυκνωμένο συμβολικό αφιέρωμα – πόνημα για την ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ της Κύπρου, αλλά και την εγκατάλειψη της.                                                                                                                                         Πρόλογος. Αυτονόητο είναι ότι εμείς οι σύγχρονοι «ιστορικοί» συγγραφείς, δεν γράφουμε ιστορία, αλλά ερανιζόμαστε την ήδη καταγραμμένη, από τους ένδοξους προγόνους μας ιστορικούς και φιλοσόφους και προσθέτουμε τις δικές μας πληροφορίες και σχόλια. Και αυτό επιβάλλεται προς αφύπνιση μνήμης και γνώσης  … Αντώνης Αντωνάς.                                                                                                     Αφορμή για την καταγραφή του κειμένου αυτού, μου έδωσαν οι πρόσφατες πληροφορίες, ότι η μητέρα πατρίδα αποστέλλει βαρύτατο οπλισμό στην … αδελφή Ουκρανία, αλλά όχι στην ημικατεχόμενη Ελληνική Κύπρο, παραβλέποντας το γεγονός ότι ο Ερντογάν αυξάνει τον κατοχικό στρατό,  από 45000 σε άνω των 65000 εισβολέων και τον ενισχύει με εκατοντάδες τανκ κ.ά.. Θα παραβλέψω, διότι είναι τοις πάσι γνωστό ότι το 74 η Κύπρος θεωρήθηκε ότι ήταν ξένη χώρα ( Οι Τούρκοι την Κύπρο χτυπούν. Εμείς είμαστε Ελλάς. Χουντικός Στρατηγός Μπονάνος και η Κύπρος Κείται Μακράν. Κ. Καραμανλής.)    Μήπως και σήμερα η Ελληνική Κύπρος, θεωρείται ξένη χώρα, που κείται μακράν ή μήπως είναι νόθα θυγατέρα και η Ουκρανία, που ποτέ δεν υπαρασπίστηκε τα Ελληνικά δίκαια, είναι αδελφή και κείται κοντά ;;;                                                                                                         Στο δια ταύτα καταγράφω λοιπόν, πιο κάτω και αντιγράφω διαμορφωμένα ιστορικά συμβολικά αποσπάσματα κοινής ιστορικής χρήσης,  εν συντομία, διότι τόμοι χρειάζονται για να καταγραφούν  και τα αναμεταδίδω διαμορφωμένα  με πρόσθετα σχόλια όπως εγώ τα αντιλαμβάνομαι …                                                                              Ας δούμε λοιπόν την συμπεριφορά και συμπαράσταση των αρχαίων Ελλήνων ένδοξων προγόνων μας, προς την αδελφή Κύπρο, την μικρή Ελλάδα της Μεσογείου ….                                                                                                                                                Και για να επιβεβαιώσουμε αρχικά…                                                                                                «Το Ελληνικόν, εόν όμαιμόν τε και ομόγλωσσον, και θεών ιδρύματά τε κοινά και θυσίαι ήθεά τε ομότροπα».                                                         «Απασών γλωσσών το ελληνικόν υπέρκειται γένος». Θεόδωρος Β’ Λάσκαρις,

Εθνική κληρονομιά και φορέας πολιτισμού η ιστορία της ελληνικής γλώσσαςκαι της ελληνικής εθνικής συνείδησης στην Κύπρο και είναι 3500 χρόνων. Αποσπάσματα.
ΑΠΟ το 1400 π.Χ. περίπου και μέχρι την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου η Ελληνική, ήταν κερματισμένη σε τοπικές διαλέκτους
Η γλώσσα αποτελεί φορέα πολιτισμού και, ως επί το πλείστον, εθνικής συνείδησης. Η ιστορία της ελληνικής γλώσσας, του ελληνικού πολιτισμού και της ελληνικής εθνικής συνείδησης στην Κύπρο είναι 3500 χρόνων, και η αρχήτης ανάγεται στην εποχή της παντοκρατορίας των Μυκηναίων, στα μέσα της 2ης χιλιετίας π.Χ. Έκτοτε, η ιστορία της γλώσσας της Κύπρου είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την ιστορία της ελληνικής γλώσσας.                                                   Οι Μυκηναίοι πρωτοέφτασαν στην Κύπρο ως έμποροι γύρω στο 1700 π.Χ. Από το 1400 π.Χ. άρχισαν να εγκαθίστανται σε λιμάνια και από εκεί διεξήγαν το εμπόριό τους με τις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου. Τους επόμενους δύο αιώνες σταδιακά αποίκισαν το νησί και διέδωσαν παντού τη γλώσσα τους -η οποία επικράτησε επί των ντόπιων γλωσσών- και τον πολιτισμό τους: έθιμα, θεσμούς, θρησκεία, τέχνη.                                                                                                     Οι κάτοικοι της Κύπρου παρ΄ όλον αρχέγονης Ελληνικής καταγωγής, οι οποίοι επηρεάστηκαν από βάρβαρους κατακτητές, επι τέλους εξελληνίστηκαν πλήρως και η μοίρα τους ταυτίστηκεπλέον με αυτή των υπολοίπων Ελλήνων. Αντιπροσωπευτική της εποχής είναι η πόλη της ΈγκωμηςΑλάσιας, η οποία από τον 13ον αι. απέκτησεκυκλώπεια τείχη, μυκηναϊκή πολεοδομία, ανάκτορο τύπου μεγάρου, λάτρεψε τον αρκαδικό Απόλλωνα Κεραιάτη και τους άλλους Ολύμπιους Θεούς.

Z                                                                                   Στην Κύπρο ακόμα, σύμφωνα με την παράδοση, εγκαταστάθηκαν μετά τον Τρωικό πόλεμο πολλοί ήρωες, οι οποίοι ίδρυσαν τα κυπριακά βασίλεια. Ο Τεύκρος, διωγμένος από τον πατέρα του, βασιλιά της Σαλαμίνας Τελαμώνα, ίδρυσε τη Σαλαμίνα, ο Ακάμας τους Σόλους, ο Δημοφών την Αίπεια, ο Κηφέας την Κερύνεια, ο Αγαπήνωρ την Παλαίπαφο. Την εποχή αυτή δεν υπήρχε ενιαία γλώσσα στον ελλαδικό χώρο. Από το 1400 π.Χ. περίπου και μέχρι την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου η Ελληνική ήταν κερματισμένη σε τοπικές διαλέκτους: αττικοϊωνική, αιολική, αρκαδοκυπριακή, δωρική, μακεδονική κτλ. Στην Κύπρο μεταφέρθηκε και διαδόθηκε η αρκαδική διάλεκτος -αυτή, δηλαδή, που μιλιόταν στην Πελοπόννησο πριν από την κάθοδο των Δωριέων- μια διάλεκτος αρκετάσυντηρητική, με πολλά γνωρίσματα ομηρικά (τόσο στο λεξιλόγιο όσο και στη φωνολογία της). Παρά τις διαφορές τους, είχε ασφαλώς πολλά κοινά με τις άλλες διαλέκτους, ενώ, από την άλλη, παρουσίαζε και κατά τόπους διαφοροποιήσεις / ιδιώματα, με σημαντικότερο αυτό της Πάφου.
Παράλληλα με τη διάδοση της ελληνικής γλώσσας στην Κύπρο, αναπτύχθηκεκαι σύστημα γραφής, η λεγόμενη κυπροσυλλαβική γραφή ή κυπριακό συλλαβάριο. Είναι μια ελληνική συλλαβική γραφή, η οποία βρέθηκε σε πινακίδες σε διάφορα μέρη της Κύπρου.                                                         Συγκεκριμένα, αρχαία πινακίδα καταγράφει μια συμφωνία την οποία συνήψαν με τον γιατρό Ονάσιλο οι Αρχές της πόλης του Ιδαλίου, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας τους από τους Φοίνικες και τους Πέρσες. Μπροστά στον κίνδυνο οι Αρχές της πόλης εξασφάλισαν από τον γιατρό τη δωρεάν φροντίδα των τραυματιών, με αντάλλαγμα χρηματικό ποσό ή παροχή χτημάτων. Η πληροφορία είναι πολύτιμη, καθώς είναι η πρώτη φορά στον αρχαίο κόσμο που φαίνεται να υπάρχει κρατική μέριμνα για την υγεία.                                                      Η σημασία της αποκρυπτογράφησης της πινακίδας, όμως, αποδείχτηκε ιδιαίτερα μεγάλη και από γλωσσικής άποψης. Με βάση τις φωνητικές αξίες των συλλαβογραφημάτων της γραφής αυτής, οι επιστήμονεςChadwick και Ventris κατάφεραν στη δεκαετία του 1950 να αποκρυπτογραφήσουν τη Γραμμική Β των Μυκηναίων, να αποδείξουν ότι η γλώσσα την οποία αποδίδουν είναι ελληνική, και να δώσουν πολύτιμα δεδομένα και νέα επιστημονική ώθηση στη μελέτη του μυκηναϊκού πολιτισμούστην Κύπρο.                       Επιπρόσθετα προς την κυπροσυλλαβική γραφή, λόγω των στενών σχέσεων με τον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο και της συνεχούς εγκατάστασης Ελλήνων στην Κύπρο, κατά τη διάρκεια της Αρχαϊκής περιόδουεμφανίστηκε ολοκληρωμένο στις επιγραφές του νησιού και το ελληνικό αλφάβητο. Το αλφάβητο ήτανε φωνητικό, η προέλευσή του ήταν κατά βάση η γραφή των Φοινίκων και στον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο είχε ήδη διαδεχθεί τη Ελληνική γραφή των Μυκηναίων από τον 10ον αι. π.Χ.                                                                                                        Από τη στιγμή, που η Κύπρος εξελληνίστηκε πλήρως, ο ελληνικός χαρακτήρας του νησιού, παρά τις ποικίλεςάλλες επιδράσεις και τους κατακτητές, ήταν εμφανής σε κάθε πτυχή της ζωής του: στην τέχνη, στην πνευματική παραγωγή, στα έθιμα, στη θρησκεία. Ίσχυσαν δηλαδή και για την Κύπρο οι πανελλήνιοι δεσμοί, όπως αναφέρονται από τον ιστορικό Ηρόδοτο – το όμαιμον, το ομόθρησκον, το ομόγλωσσον και το ομότροπον. Τον 5ον αι. π.Χ. έχουμε στην Κύπρο δείγματα εθνικής συνείδησης των Ελλήνων.                                Με αρχηγό τον βασιλιά της Σαλαμίνας Ονήσιλο, οι Κύπριοι επαναστάτησαν εναντίον των Περσών κατακτητών του νησιού, ενισχυμένοι από ιωνικά καράβια, που ήρθαν ως ανταπόδοση, αφού και οι Κύπριοι λίγα χρόνια πριν είχαν βοηθήσει στην Ιωνική επανάσταση.

                                                                               

2Q==

ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΑΔΑ – MAGNA GRECIA.

Οι Αθηναίοι υπό τις διαταγές του Παυσανία και του Κίμωνα εξεστράτευσαν για απελευθέρωση της Κύπρου. Μάλιστα, ένα από τα πιο συγκινητικά εκθέματα του Κυπριακού Μουσείου είναι και μια επιτύμβια στήλη που απεικονίζει έναν πολεμιστή, τον Διονύσιο από την Καρδία της Θράκης, που ήρθε από τη βορειότερη εσχατιά του Ελληνισμού με τον στρατό του Κίμωνα στην Κύπρο κι έδωσε τη ζωή του στον κοινό εθνικό αγώνα.                                                                     Όλα αυτά είναι αποδείξεις των ισχυρών εθνικών δεσμών και της κοινής εθνικής συνείδησης που αναπτύχθηκε. Κι όταν τα επόμενα χρόνια η περσική βαρβαρότητα προσπαθούσε να αποκόψει την Κύπρο από τον υπόλοιπο Ελληνισμό, το παράστημα του Σαλαμίνιου βασιλιά Ευαγόρα τούς έφραξε τα σχέδια.                                                                                                                             Όχι μόνο αντιτάχθηκε με κάθε τρόπο στον εκβαρβαρισμότης πατρίδας του, αλλά αντίθετα κατάφερε να ενισχύσει τους δεσμούς της Σαλαμίνας με τη μητροπολιτική Ελλάδα: φιλοξενούσε στη Σαλαμίνα Αθηναίους ανθρώπους των Γραμμάτων και των Τεχνών (όπως τον Ισοκράτη), ανέβαζε ελληνικές θεατρικές παραστάσεις, ενίσχυε τις εμπορικές σχέσεις με τα ελληνικά λιμάνια, ευνοούσε τους γάμους Σαλαμινίων με Αθηναίες. Έτσι, παράτις δυσκολίες στον πολιτικό και στρατιωτικό τομέα, η Κύπρος κρατήθηκε -χάρις στη γλώσσα της και στη συνείδησή της- ελληνική, μέχρις ότου ο Μέγας Αλέξανδρος πέτυχε τελικά την απελευθέρωσή της από τους Πέρσες.
Στα Ελληνιστικά χρόνια, λόγω των κοσμοϊστορικών αλλαγών που συνέβησαν την εποχή του Μ. Αλεξάνδρου, η γλώσσα της Κύπρου ακολούθησε την πορεία που πήρε η ελληνική γλώσσα στον υπόλοιπο κόσμο. Ο Ελληνισμός επεκτάθηκε μέχρι τα σύνορα της Ινδίας κι η ελληνική γλώσσα άρχισε να μιλιέται και να διαδίδεται μέχρι εκεί. Γι’ αυτό, από το τέλος του 4ου π.Χ. αι., οι διάλεκτοι άρχισαν να χάνονται, και να διαμορφώνεται σταδιακά μια νέα μορφή γλώσσας, ενιαία για όλον τον ελληνικό κόσμο και απλούστερη, ώστε να μπορεί να ομιληθεί απ’ όλους, εντός κι εκτός Ελλάδας.                                                            Η μορφή αυτή της γλώσσας ονομάζεται Ελληνιστική Κοινή, ή απλώς Κοινή. Στην Κύπρο πρωτοεμφανίστηκε και επικράτησε, όπως ακριβώς και στα υπόλοιπα μέρη, στο τέλος του 4ου π.Χ. αι., την εποχή που το νησί ενσωματώθηκε στο κράτος των Πτολεμαίων. Όλα τα επίσημα κείμενα γράφονταν πλέον στην Κοινή και στο ελληνικό αλφάβητο, το οποίο από τον 3ον π.Χ. αι. επιβλήθηκε ολοκληρωτικά. Η διάλεκτος εξακολουθούσε να μιλιέται για κάποιο διάστημα, κυρίως από τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, βρισκόταν όμως σε φάση υποχώρησης και αφανισμού, όπως συνέβη με όλες τις διαλέκτους.                                                                                  Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επιγραφές από τα χρόνια των Πτολεμαίων, που βρέθηκαν στον υπόλοιπο ελληνικό χώρο και αναφέρονται σε Έλληνες Κυπρίους χορηγούς αγώνων, Κυπρίους αθλητές που έλαβαν μέρος ή πρώτευσαν σε πανελληνίουςαγώνες στην Αθήνα, τη Δήλο, την Ολυμπία ή τους Δελφούς, και που αποδεικνύουν τη στενή σχέση και την περαιτέρω σύσφιγξη των δεσμών της Κύπρου με τη μητροπολιτική Ελλάδα την εποχή των Πτολεμαίων.
Οι πάμπολλοι αρχαιολογικοί χώροι της Κύπρου -η Έγκωμη, η Σαλαμίνα του Τεύκρου με το θέατρο και το γυμνάσιό της, το Κούριο προς τιμήν του Απόλλωνα, η Παλαίπαφος όπου γεννήθηκε η Αφροδίτη, οι Σόλοι και η Αίπεια, η Ελληνιστική Πάφος με τους πολυτελείς τάφους και τις κατοικίες, και τόσοι άλλοι- έστω κι αν κάποιοι από αυτούς εξακολουθούν να είναι στα χέρια των βαρβάρων Τούρκων παράνομα από το 1974, αποτελούν, ανάμεσα σε πολλούς άλλους, αδιάψευστους μάρτυρες της ελληνικής ταυτότητας της Κύπρου.
Ρωμαϊκά χρόνια στο νησί
ΤΑ Ρωμαϊκά χρόνια στην Κύπρο, όπως και σε όλες τις ανατολικές επαρχίεςτης αυτοκρατορίας, συνέχιζε να επικρατεί η ελληνική γλώσσα -η Ελληνιστική Κοινή- ακόμα και ανάμεσα σε πληθυσμιακές ομάδες ξένων, όπως ήταν οι Ιουδαίοι του νησιού. Την Ελληνική χρησιμοποίησε ευρέως και η ρωμαϊκή διοίκηση, όπως αποδεικνύεται από τις επιγραφές. Η Λατινική στο νησί περιοριζόταν σε επίσημα έγγραφα που αφορούσαν σε Ρωμαίους αξιωματούχους και στρατιώτες.
Μέσα από την ελληνική γλώσσα επικράτησε στην Κύπρο και ο Χριστιανισμός, ο οποίος διαδόθηκε στο νησί από τον 1ο κιόλας αιώνα. Ο Απόστολος Παύλοςκαι ο Απόστολος Βαρνάβας δίδαξαν στα Ελληνικά τον λόγο του Θεού και εδραίωσαν τη νέα θρησκεία, όπως συμπεραίνεται από την οργάνωση, τις επισκοπές και τους επισκόπους που αναδείχθηκαν τους πρώτους αιώνες, καθώς και από τις επιγραφές στα ψηφιδωτά και τις τοιχογραφίες των ναών.           Η ίδια κατάσταση επικρατεί και μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Κωνσταντινούπολη το 330 μ.Χ. και την ένταξη του ελληνικού κόσμου στο ανατολικό κράτος. Με το τέλος του Αρχαίου κόσμου, και μετά από δύο και πλέον χιλιάδες χρόνια διάδοσης και αδιάλειπτης ιστορικής παρουσίας της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού στο έδαφός της, η Κύπρος, ως αναπόσπαστο πλέον κομμάτι του Ελληνισμού, εισέρχεται στη Βυζαντινή περίοδο.                                                                                                                            Εν συνεχεία, οι πρώτες επαφές Αθήνας και Κύπρου ήσαν εμπορικές και από το τέλος του 8ου π.Χ. αιώνα βρίσκονταν σε αρκετά ψηλό επίπεδο.

 Το ενδιαφέρον, ωστόσο, της Αθήνας για την Κύπρο στο πολιτικό επίπεδο άρχισε κυρίως μετά τους Μηδικούς πολέμους και ύστερα από την αποτυχία της πανελλήνιας εκστρατείας του 478 π.Χ. (Παυσανίας, Αριστείδης) να απελευθερώσει την Κύπρο από την περσική κατοχή. Τον ίδιο στόχο, άλλωστε, είχε θέσει και η Αθήνα με την ίδρυση της Συμμαχίας της Δήλου το 478 π.Χ.                                                                                           Επομένως η πολιτική της Αθήνας στην Κύπρο μπορεί να τοποθετηθείστα πλαίσια του αγώνα αυτού, όταν μάλιστα οι Πέρσες, ύστερα από ένα σύντομο διάστημα αδράνειας, αποτέλεσμα των Μηδικών πολέμων, άρχισαν και πάλι, ανάμεσα στο 469/466, να απειλούν την Ελλάδα. Το κατά πόσο η Κύπρος αποτέλεσε μέλος της Δηλιακής Συμμαχίας είναι πρόβλημα που ακόμη συζητιέται. Πρόσφατα μάλιστα ο Άγγλος ιστορικός R. Meiggs υποστήριξε την άποψη ότι και η Κύπρος υπήρξε μέλος της Συμμαχίας αυτής, σ’ αντίθεση με τους εκδότες των καταλόγων φορολογίας των πόλεων που ανήκαν στη Συμμαχία, οι οποίοι απορρίπτουν κατηγορηματικά μια τέτοια πιθανότητα (The Athenian Tribute Lists, vol. Ill, pp. 207-209).                                                                                   Η εκστρατεία των Αθηναίων εναντίον των Περσών εγκαινιάζεται με τη ναυμαχία του Ευρυμέδοντα ποταμού (469 π.Χ.), όταν ο Κίμωνας νίκησε τον περσικό στόλο και κατέστρεψε, στις ακτές της Κιλικίας, 80 εχθρικά πλοία,που είχαν φτάσει από την Κύπρο για να συνενωθούν με τις περσικές δυνάμεις. Η νίκη στον Ευρυμέδοντα είχε σοβαρές συνέπειες για την περσική αυτοκρατορία: οι Πέρσες έχασαν οριστικά την επιρροή τους στο Αιγαίο πέλαγος, ενώ οι Αθηναίοι αύξησαν το πολιτικό τους γόητρο ανάμεσα στους συμμάχους τους.                                                              Λογική συνέπεια της ναυμαχίας του Ευρυμέδοντα μπορεί να θεωρηθεί η προσπάθεια των Αθηναίων να ελευθερώσουν την Κύπρο που αποτελούσε τη σπουδαιότερη περσική βάση. Πραγματικά, το 461 π.Χ. έστειλαν στην Κύπρο 200 πλοία, με αρχηγό τον Χαριτιμήδη.  Αν και δεν γνωρίζουμε πολλές λεπτομέρειες για την εκστρατεία αυτή, θα πρέπει να έγιναν σοβαρές συγκρούσεις όπως μαρτυρεί μια επιγραφή- κατάλογος των πεσόντων στην Κύπρο (και αλλού) Αθηναίων που ανήκαν στην Ερεχθηίδα φυλή (IGP, 929). Δεν γνωρίζουμε για πόσο χρονικό διάστημα κράτησαν οι επιχειρήσεις στην Κύπρο. Φαίνεται όμως ότι αν και προκάλεσαν σοβαρές απώλειες στους κατακτητές της Κύπρου, δεν μπόρεσαν οι Αθηναίοι να πετύχουν τον αντικειμενικό τους στόχο, γι’ αυτό και απέπλευσαν για την Αίγυπτο προκειμένου να βοηθήσουν τον Ίναρω που είχε επαναστατήσει εναντίον των Περσών, που επίσης κρατούσαν τότε την Αίγυπτο.

Μια δεύτερη προσπάθεια των Αθηναίων είχε αναληφθεί από το στρατηγό Κίμωνα, γιο του Μιλτιάδη, νικητή της μάχης του Μαραθώνα. Την άνοιξη του 449 π.Χ. στόλος 200 πλοίων ξεκίνησε για την Κύπρο κάτω από την προσωπική αρχηγία του ίδιου του Κίμωνα και με υπαρχηγό τον Αναξικράτη. Από τα πλοία αυτά 60 αποσπάστηκαν από το κύριο σώμα του στόλου με προορισμό την Αίγυπτο, προκειμένου να υποστηρίξουντην ανταρσία του Αμυρταίου στο Δέλτα. Δεν γνωρίζουμε τίποτε θετικό για το τι απέγιναν. Ωστόσο είναι βέβαιο ότι συνέτειναν στην αποδυνάμωση των πλοίων που έμειναν στην ίδια την Κύπρο, με αποτέλεσμα ν’ αποτύχει και η δεύτερη αθηναϊκή προσπάθεια απελευθέρωσης του νησιού.

 2Q==

Ο αδριάντας του Κίμωνα στο Κίτιον-Λάρνακα.

2Q==

Όταν ο Κίμωνας έφτασε στην Κύπρο, το κύριο σώμα του περσικού στρατού στάθμευε στην Κιλικία με αρχηγό τον Μεγάβυζο, ενώ στη Σαλαμίνα υπήρχε ισχυρή περσική φρουρά. Ανάλογες φρουρές θα πρέπει να υπήρχαν και σε άλλες κυπριακές πόλεις. Οι φρουρές αυτές θα είχαν εγκατασταθεί από τους Πέρσες μετά την αποτυχία της κυπριακής επανάστασης του Ονήσιλου, όταν αντικατέστησαν τους φιλέλληνες ηγεμόνες με περσόφιλους. Αν κρίνουμε από τις επιχειρήσεις του Κίμωνα, οι πιοσημαντικές περσικές φρουρές θα έπρεπε να βρίσκονταν, εκτός από τη Σαλαμίνα, στο Μάριον και στο Κίτιον.

 Οι επιχειρήσεις του Κίμωνα άρχισαν από το Μάριον που ήταν η πρώτη πόλη που συναντούσε, αφού βρισκόταν σε κοντινότερη απόσταση από την Ελλάδα παρά οι άλλες κυπριακές πόλεις. Το Μάριον έπεσε εύκολα και, όπως μαρτυρούν οι νομισματικές πηγές, ο Κίμων αντικατέστησε τον εγκάθετο από τους Πέρσες βασιλιάΣασμά, που ήταν Φοίνικας, με τον Στασίοικο. Στη συνέχεια ο Κίμων κατευθύνθηκεπρος το Κίτιον, άλλο ισχυρό περσικό προπύργιο, και το πολιόρκησε. Στη διάρκεια όμως της πολιορκίας, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη (Ι, 112,4), οι Αθηναίοι υπέφεραν από την πείνα επειδή τους έλειψαν οι αναγκαίες προμήθειες. Άλλες πάλι πηγέςαναφέρουν ότι έπεσε λοιμός ανάμεσά τους. Πάντως κι ο ίδιος ο Κίμων πέθανε αιφνίδια, πράγμα που φανερώνει πως η εκδοχή του λοιμού ή των κακουχιών ή τραύματος είναι η πιθανότερες..

 Η απώλεια του Κίμωνα, όπως ήταν φυσικό, ανάγκασε τους Αθηναίους να εγκαταλείψουν την πολιορκία. Προτού, ωστόσο, επιστρέψουν στην Αθήνα, δοκίμασαν μια τελευταία επίθεση εναντίον της Σαλαμίνος, ενώ παράλληλα ο στόλος τους νίκησε στ’ ανοιχτά της ίδιας πόλης τον περσικό. Στη ναυμαχία αυτή χάθηκε και ο Αναξικράτης που αντικαθιστούσε τον Κίμωνα (Θουκυδίδης, Ι, 112,4). Οι αθηναϊκές δυνάμεις μετά την απώλεια των δυο αρχηγών τους παρολον ότι κατατρόπωσαν τις εχθρικές δυνάμεις, συνειδητοποιώντας το μάταιο συνέχισης της προσπάθειάς τους, μετά και τις δικές τους τεράστιες απώλειές τους (Ισοκράτης, Περί Ειρήνης, 86), επέστρεψαν στην Αθήνα. Τα θύματα της άτυχης αυτής εκστρατείας τάφηκαν μαζί με τους πιο διάσημους Αθηναίους (Παυσανίας, 1,29,13). Με τον τρόπο αυτό τέλειωσε χωρίς επιτυχία και η δεύτερη αθηναϊκή προσπάθεια για απελευθέρωση της Κύπρου.

Η νέα κατάσταση πραγμάτων δεν επηρέασε, όπως ίσως θ’ αναμενόταν, τις εμπορικές και συμμαχικές σχέσεις Αθήνας και Κύπρου. Όπως φαίνεται από τα ευρήματα ανασκαφών, και αντίθετα προς τις κατηγορηματικές αναφορές του Ισοκράτη (Ευαγόρας, 19-20, 47), σ’ όλη τη διάρκεια του 5ουαιώνα π.Χ., συνεχίζεται ασταμάτητα η εισαγωγή αττικών ερυθρόμορφων αγγείων στην Κύπρο.

 Νέο κεφάλαιο στις σχέσεις Αθήνας και Κύπρου εγκαινιάζεται με την άνοδο του Ευαγόρα (411-374 π.Χ.) στο θρόνο της Σαλαμίνας. Άλλωστε ανάμεσα στους οπαδούςπου τον βοήθησαν να πάρει τον θρόνο ήσαν και Αθηναίοι εθελοντές (Αριστοφάνης, Θεσμοφοριάζουσαι, 445-448).

Ο Ευαγόρας Α΄ ήταν ο πρόμαχος του Ελληνισμού στην Κύπρο και την Ανατολήγενικότερα. Στράφηκε προς την Αθήνα σε μια εποχή κατά την οποία η πόλη αυτήπερνούσε σοβαρή πολιτική και οικονομική κρίση που ήταν αποτέλεσμα της καταστροφής της εκστρατείας της στη Σικελία. Όπως είναι γνωστό η ήττα αυτήσυνέτεινε στη στάση των 400 ολιγαρχικών το 411 π.Χ., με κύριο στόχο την κατάλυσητου δημοκρατικού πολιτεύματος της Αθήνας. Ήταν λοιπόν επόμενο πως η Αθήνα θα τηρούσε θετική στάση απέναντι στη χειρονομία του Ευαγόρα, αφού περισσότερο από κάθε άλλη φορά είχε ανάγκη από βοήθεια, ιδιαίτερα σε τρόφιμα. Πραγματικά, ο Ευαγόρας πρόσφερε ένα φορτίο σιταριού, όπως αναφέρει ο ρήτορας Ανδοκίδης («Περί τς αυτο καθόδου», 21). Τούτο, εξάλλου, επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι ο αθηναϊκός λαός (Εκκλησία του Δήμου) τίμησε τον Ευαγόρα με ειδικό ψήφισμα που δυστυχώς μας σώθηκε πολύ κατεστραμμένο (IG Ι2, 113). Την ύπαρξητου ψηφίσματος αυτού επιβεβαιώνουν οι ρήτορες Ισοκράτης (Ευαγόρας, 54) και Δημοσθένης (XII, 10). Πέρα από τις συνηθισμένες τιμές, αναφέρεται σε αυτό και η λέξη συμβολάς, πράγμα που μας οδηγεί στην υπόθεση για πιθανή σύναψη συνθήκης μεταξύ Αθήνας και Ευαγόρα. Αν μάλιστα παραβάλουμε το κείμενο τούτο με μια μαρτυρία του Ξενοφώντα (λληνικά, IV, 8,24), που αναφέρει ότι το 390 π.Χ. οι Αθηναίοι έστειλαν στον Ευαγόρα 10 πλοία με αρχηγό τον Φιλοκράτη για να τον βοηθήσουν στον πόλεμο που διεξήγε εναντίον των Περσών, τότε η υπόθεση  αγγίζειτην πραγματικότητα.

 

Οι σχέσεις της Αθήνας με τον Ευαγόρα συσφίχθηκαν ακόμη περισσότερο όταν, με δική του μεσολάβηση, ο στρατηγός Κόνων (που μετά την ήττα στους Αιγός Ποταμούς κατέφυγε στη Σαλαμίνα της Κύπρου) ανέλαβε την αρχηγία του περσικούστόλου (Διόδ., XIV, 39,1). Το 394 π.Χ. ο Κόνων επέστρεψε θριαμβευτής στην Αθήνα αφού συνέτριψε το σπαρτιατικό στόλο, και με τα χρήματα που έφερε μαζί του χτίστηκαν ξανά τα μακρά τείχη (Ξενοφών, λληνικά, IV, 8-9, Διόδ. XIV, 85,2-4), επιτρέποντας έτσι στην Αθήνα να ξαναβρεί την ανεξαρτησία της. Ήταν επόμενο ότι οι δυο πρωταγωνιστές της νέας αυτής κατάστασης πραγμάτων θα απολάμβαναν τις μέγιστες τιμές από τους Αθηναίους. Πραγματικά, για πρώτη φορά από την εποχή των Τυραννοκτόνων, στήθηκαν στην Αγορά τα αγάλματα του Κόνωνα και του Ευαγόρα (Ισοκράτης, Ευαγόρας, 57, Παυσανίας, 1,3,2). Για δεύτερη φορά, επίσης, ο Ευαγόρας τιμήθηκε από τους Αθηναίους (393/392 π.Χ.) με νέο τιμητικό ψήφισμα (IG 112, 20).

 Οι υπηρεσίες που πρόσφερε ο Ευαγόρας δεν άργησαν να βρουν ανταπόδοση. Όταν ξεκίνησε τον πόλεμο εναντίον των Περσών, και παρ’ όλες τις οικονομικές δυσκολίες και καλές σχέσεις που τώρα διατηρούσαν με τους Πέρσες, οι Αθηναίοι του έστειλαν 10 τριήρεις που τις επάνδρωσε ένας πλούσιος Αθηναίος, ο Αριστοφάνης Νικοφήμου, μαζί με άλλους φίλους του (Λυσίας, XIX, 21-22, 43). Με αρχηγό τον ναύαρχοΦιλοκράτη οι τριήρεις απέπλευσαν για την Κύπρο, τελικά όμως δεν κατάφεραν να φτάσουν στον προορισμό τους γιατί πιάστηκαν, το 390 π.Χ., κοντά στη Ρόδο από τον Σπαρτιάτη ναύαρχο Τελευταία (Ξενοφών, λληνικά, IV, 8,24). Αλλά τον ίδιο χρόνο και πάλι οι Αθηναίοι πρόσταξαν το στρατηγό Χαβρία να συνδράμει τον Ευαγόρα, διακόπτοντας μάλιστα τις νικηφόρες επιχειρήσεις τους εναντίον των Σπαρτιατών και των Αιγινητών κοντά στην Αίγινα. Ο Χαβρίας ξεκίνησε για την Κύπρο με 800 πελταστές και 10 τριήρεις, στις οποίες προστέθηκαν και από την Αθήνα άλλα καράβια και οπλίτες (Ξενοφών, λληνικά, V, 1,10).

 Πραγματικά, με την αθηναϊκή συνδρομή, ο Ευαγόρας κατάφερε να απελευθερώσει σχεδόν ολόκληρο το νησί (Δημοσθένης, XX, 76, Διόδωρος, XIV, 110,5).

Αντώνης Αντωνάς.

Συνέχεια στο Β΄ μέρος.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ