Αρχιεπίσκοπος Πάσης Κύπρου και Νέας Ιουστινιανής

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Επιμέλεια από Αντώνη Αντωνά.

Δεν γράφω. Αντιγράφω εν συντομία, αποσπάσματα από ιστορικό αρχείο της εκκλησίας της Κύπρου και δικό μου, με πρόσθετες πληροφορίες και σχόλια, λόγω του θανάτου του *Αρχιεπισκόπου Κύπρου Χρυσοστόμου του Β΄ και του ενδιαφέροντος προσωπικών μας αποδεκτών, για την εκκλησιαστική ιστορία της Ελληνικής Κύπρου. Μια στγόνα μνήμης και γνώσης της ιστορίας, ΑΙΩΝΙΑ ΤΟΥ Η ΜΝΗΜΗ.

*Σχόλιο: Στην κατακόμβη και κάτω ακριβώς από την Αγία Τράπεζα του νέου Καθεδρικού Ιερού Ναού Αποστόλου Βαρνάβα, η οποία κατασκευάστηκε με απλότητα με οδηγίες και επίβλεψη του ιδίου, θα ταφεί ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κύπρου Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος, ο οποίος “έφυγε” στις έξι και σαράντα το πρωί της 7ης Νοεμβρίου 2022.

9k=

Επέλεξε ταπεινά ένα απλό τάφο σε μια κατακόμβη. Ούτε γιγαντιαία αγάλματα ζήτησε, ούτε πολυτέλειες, ούτε μεγαλοπρεπές μνημείο «δίπλα» στο ρονί της Παναγίας του Κύκκου, ούτε τιμητικές φρουρές να φυλάνε τον τάφο του. Την Ελληνική Κύπρο του την αγαπημένη θεώρησε όλη ως μνημείο και φύλακα του. Τίμησε την Ορθοδοξία, τον Ελληνισμό, την Ελληνική Σημαία, τον Εθνικό Ύμνο και δεν απεμπόλησε ποτέ το προαιώνιο όραμα της Ένωσης με την μητέρα πατρίδα.

Έγραψε και λάλησε:«Δεν πρέπει επ’ ουδενί να παίξουμε το παιχνίδι των Τούρκων. Αυτή η λεγόμενη “παρθενογένεση” (Σημ. γρ. Με την δημιουργία νέας κρατικής οντότητας στην Κύπρο και όχι να πραγματοποιηθεί το νόμιμο, δηλαδή η ένταξη των τουρκοκυπρίων στην υπάρχουσα κρατική οντότητα, που είναι ανεγνωρισμένη από τον ΟΗΕ, την Ευρωπαϊκή Ένωση και τους άλλους διεθνείς οργανισμούς), αν ισχύσει, τότε αποενοχοποιείται η Τουρκία και θα είμαστε άξιοι της τύχης μας. Θα διαλύσομε την Κυπριακήν Δημοκρατίαν και δεν θα έχομε κρατικήν υπόστασιν. Και σίγουρα θα έρθει η ώρα που, αν κάνομε Ομοσπονδία, αυτή θα καταρρεύσει και θα έχομεν δύο κράτη. Η Κύπρος όμως είναι πολύ μικρή για να έχει δύο κράτη. Δεν μπορούν να επιβιώσουν. Και οποιαδήποτε στραβοτιμονιά θα αναγκάσει τον κυπριακό λαό να φύγει από την γη των πατέρων του. Οι μόνοι που θα μείνουν θα είμαστε εμείς, οι κληρικοί, για να κλαίμε τη μοίρα μας. Δεν θα μπορούμε να προσφέρουμε τίποτε. Η Κύπρος θα τουρκοποιηθεί. Γι’ αυτό πρέπει να είμεθα πολύ προσεκτικοί».
 Και σε ερώτησή αν είναι απαισιόδοξος για το μέλλον του Κυπριακού Ελληνισμού ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος απάντησε

«Όχι, αλλά τα λέγω ωμά για να είμαστε όλοι σε μια εθνική εγρήγορση. Έχομε βαθιές ρίζες και δεν είναι εύκολο να ξεριζωθούν ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ και η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ από την Κύπρο. Μόνο αν εμείς θελήσομε να κόψομε μόνοι μας τες ρίζες μας, ε! τότε θα είμεθα άξιοι της τύχης μας. Αυτό θα είναι αυτοκτονία».

Το Σάββατο 12 Νοεμβρίου στις 12 το μεσημέρι θα τελεστεί η εξόδιος ακολουθία του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Χρυσοστόμου Β’ στον Ιερό Ναό Αποστόλου Βαρνάβα στη Λευκωσία πριν από την ταφή του.

Εν συνεχεία προς ενημέρωση, ο θεσμός του Αρχιεπισκόπου Κύπρου πιθανώς ανάγεται στους πρώτους Χριστιανικούς χρόνους, οπότε το μαρτύριο του Βαρνάβα, ιδρυτή της Εκκλησίας της Κύπρου επί Νέρωνος (54-68 μ.Χ.) στη Σαλαμίνα, αλλά και οι φιλοδοξίες της πόλης αυτής να ξαναγίνει μητρόπολη της Κύπρου όπως ήταν στην προ-Ελληνιστική περίοδο, έδωσαν στους επισκόπους της κάποιο προβάδισμα σχετικά με τους υπόλοιπους επισκόπους του νησιού. Το προβάδισμα αυτό, λόγω της θέσεως της πόλης ως πρωτεύουσας στην Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδο, διεκδικούσε η μητρόπολη Πάφου. Τη φιλοδοξία αυτή βλέπουμε στα 113 μ.Χ.. Αν και οι διεκδικήσεις των δυο πόλεων έχουν φαινομενικά μόνο πολιτικό νόημα, αναμφίβολα και οι επισκοπές τους μετείχαν σ’ αυτές, σταδιακά ολοένα και πιο πολύ, καθώς ο πληθυσμός τους ασπαζόταν τον Χριστιανισμό σε πιο μεγάλους αριθμούς. Κατά την Α’ Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας (325 μ.Χ.) οι δυο παρόντες επίσκοποι Πάφου Κύριλλος (ή Κυριάκος;) και Σαλαμίνος Γελάσιος φέρονται ως επίσκοποι και μόνο η προτεραιότητα του Κυρίλλου στη σειρά υπογραφής των Πρακτικών της καθιστάπιθανό ότι αυτός ήταν ο «αρχιεπίσκοπος» του νησιού ή ο ισχυρότερος, στην πράξη, επίσκοπός του, αν όχι κατά το σιωπηρώς ισχύον εκκλησιαστικό έθος ή και δίκαιο που τότε βρισκόταν υπό διαμόρφωση. Σ’ άλλες πηγές αναφέρονται κι άλλοι 12 επίσκοποι που μετέσχαν στην ίδια σύνοδο, με πρώτο τον Κύριλλο και δεύτερο τον Γελάσιο, σε ένα όμως κώδικα δεύτερος είναι ο Τριμιθούντος Σπυρίδων, ενώ ο ΓελάσιοςΣαλαμίνος έρχεται τέταρτος. Αυτό δείχνει ίσως την ρευστότητα του διοικητικού καθεστώτος και της εσωτερικής διάρθρωσης της κυπριακής ιεραρχίας στον 4οαι. Αυτό φαίνεται να συνεχίζεται και στη Σύνοδο της Σαρδικής (343), όπου από τους 12 παρόντες Κυπρίους επισκόπους, πρώτος υπογράφει ο Πάφου Αυξίβιος ή Φώτιος και δεύτερος ο Γελάσιος ή Γηράσιος. Η προτεραιότητα του θρόνου Πάφου φαίνεται ότι πρέπει να συσχετισθεί και προς ειδωλολατρικές επιγραφές του 2ου και 3ου αι. μ.Χ. που φέρουν την Πάφο ως ιεράν μητρόπολιν των κατά Κύπρον πόλεων. Όμως η συλλογιστική και πολιτική φιλοσοφία των επιγραφών αυτών δεν μπορεί να μην επηρέασε και τους τότε επισκόπους της Πάφου, έστω και αν αγνοούμε το κάθε τι γι’ αυτούς και την φιλοσοφία των εκεί Χριστιανών λαϊκών και κληρικών.

 Τα μέχρι της Α’ Οικουμενικής Συνόδου κενά στα ονόματα των επισκόπων όλων των 14 εδρών της Κύπρου δεν αποτελούν απόδειξη ανυπαρξίας κατόχων των εδρών λόγω των διωγμών, γιατί και σ’ άλλες επαρχίες, παρά τους διωγμούς, επίσκοποι υπήρχαν, και στην Κύπρο ο επίσκοπος Κυρηνείας Θεόδοτος εμαρτύρησε στη Σαλαμίνα επί Διοκλητιανού, όταν διοικητής της Κύπρου ήταν ο Antistius Sabinus (293-305 μ.Χ.) με έδρα την Σαλαμίνα. Πάντως οι δύσκολοι εκείνοι καιροί (1ος – 4ος αι.) δεν θα επέτρεπαν επίσημη πρωτοκαθεδρία ενός από τους επισκόπους της Κύπρου, αλλάμάλλον εθιμική παρακολούθηση του πολιτικού καθεστώτος από την εκκλησιαστική ιεραρχία.

 Η ανοικοδόμηση της Κωνσταντίας: Το καθοριστικό γεγονός για την προβολή του επισκόπου Σαλαμϊνος ως μητροπολίτη πρώτα και κατόπιν ως αρχιεπισκόπου υπήρξεη ανοικοδόμηση της πόλης ως χριστιανικής Κωνσταντίας μετά τους σεισμούς του 332 και του 342. Χωρίς να δηλώνεται αυτό ρητά, καθίσταται σαφές από τις δυο επιγραφές του 346 μ. Χ. από τη Σαλαμίνα – Κωνσταντία ότι ο antistes urbis Οφέλλιος (που εκπροσωπεί στην οικοδόμηση των θερμών της πόλης τους αυτοκράτορες Κωνστάντιο Β’ και Κώνσταντα και εγείρει ανδριάντες γι’ αυτούς εκ μέρους της πόλης), έχει πέραν της επισκοπικής του ιδιότητος(antistes urbis δηλώνει τον επίσκοπο), και πολιτική – διοικητική – κοσμική ισχύ και δικαιοδοσία, που κληροδοτείται εθιμικά και στους διαδόχους του. Αυτό ενισχύει τις φιλοδοξίες τους στην εκκλησιαστική πρωτοκαθεδρία, όπως ακριβώς οι επίσκοποι Κωνσταντινουπόλεως, Αντιοχείας, Αλεξανδρείας, Ρώμης και κατ’ ακολουθίαν και της Ιερουσαλήμ διεκδικούσαν προνόμια ή υπέρμετρες δικαιοδοσίες λόγω της πολιτικής θέσης των πόλεων αυτών ως πρωτευουσών της αυτοκρατορίας ή μεγάλων περιοχών της.

 Τις διεκδικήσεις της Κωνσταντίας ενδυνάμωσε η ακτινοβόλος και επιβλητικήπροσωπικότητα του Επιφανίου του Μεγάλου (361-403), και στα 431 στην Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσου ο Ρηγίνος επίσκοπος Κωνσταντίας φέρεται στα Πρακτικά της ως εξής: «πισκόπου Κωνσταντίας τς μητροπόλεως Κύπρου» και αλλού «κληρικος τος ν τ μητροπόλει [Κωνσταντία] οτε ν λλ πόλειχειροτόνησεν [ ντιοχείας], λλ σύνοδος τς μετέρας παρχίας συγκροτουμένη καθίστη τόν μητροπολίτην». Στην «ψφον» της συνόδου λέγεται: «προσήγγειλεν θεοφιλέστατος συνεπίσκοπος ηγνος καί o σύν ατθεοφιλέστατοι πίσκοποι τς Κυπρίων παρχίας». Δηλαδή εναλλάσσονται οι όροι «πίσκοπος Κωνσταντίας» και «πίσκοπος μητροπόλεως Κωνσταντίας» για τον ουσιαστικά πρωτόθρονο πια επίσκοπο της Κύπρου. Η Κωνσταντία φέρεται ως «μητρόπολις της Κύπρου» όπως στις επιγραφές των ειδωλολατρών Σαλαμινίων για τον Αδριανό στα 123 και 130 μ.Χ.

 Το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Κύπρου: Σημαντικότερο όμως πρακτικότεκμήριο της μητροπολιτικής ιδιότητας της Κωνσταντίας αποτελεί η επικοινωνία του κόμητος της Εώας Φλαβίου Διονυσίου προς τον κλήρο της Κωνσταντίας (21 Μαΐου431) από τον οποίο ζητεί να μη προβεί στην εκλογή μητροπολίτη διαδόχου του Τρωίλου Κωνσταντίας που είχε πεθάνει λίγο πριν. Ο Φλάβιος Διονύσιος αποκαλείτην Κωνσταντία «μητρόπολιν της Κύπρου», ενώ ο Κωνσταντίας Ολύμπιος στην «ληστρική σύνοδο» της Εφέσου στα 449 αυτοκαλείται Επίσκοπος Κωνσταντίας Μητροπόλεως Κύπρου. Πρώτη φορά ο Κωνσταντίας μαρτυρείται με τον πλήρη, έκτοτε σταθερό τίτλο του, Αγιώτατος και Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος σ’ επιγραφή των αρχών του 6ουαι. για τον Φιλόξενο, περσικής καταγωγής και ελληνοσυριακής παιδείας που διακρίθηκε για οικοδομικά έργα στην επισκοπή του και άλλοι εφεξής διάδοχοί του, π.χ. οι Πλούταρχος και Αρκάδιος στο πρώτο μισό του 7ουαι. Η αναγνώριση του αυτοκεφάλου της Εκκλησίας Κύπρου ως ενότητος από την Γ’ Οικουμενική Σύνοδο (431) και η επικύρωσή του αργότερα από τον αυτοκράτορα Ζήνωνα (488), μαζί με τα «κοσμικά» προνόμια που της εκχώρησε, ενίσχυσαν την κοσμική δύναμή της και προδίκασαν και προϊδέασαν τον μετέπειτα εθναρχικό ρόλο των αρχιεπισκόπων και των επισκόπων της.

 Κατά την περίοδο των αραβικών επιδρομών ο ρόλος αυτός ντε φάκτο αναπτύχθηκεσε σημαντικό βαθμό, εφόσον η κεντρική εξουσία του βυζαντινού κράτους δεν ασκούσε πλήρη και αποτελεσματική δικαιοδοσία στο νησί για τρεις αιώνες (649-963/4). Η έλλειψη επαρκούς ελέγχου επέτρεπε τις αποκλίσεις από την κυρίαρχη κρατική θέση, π.χ. στο θέμα της Εικονομαχίας, στο οποίο οι Κύπριοι ιεράρχες συνήθως ήσαν εικονολάτρες και όταν ακόμη στην Κωνσταντινούπολη επικρατούσε η Εικονομαχία. Οι αποκλίσεις και η ανεξαρτησιακή αυτή τάση, που παρατηρήθηκε και σε άλλες βυζαντινές επαρχίες που είχαν εκφύγει από τον έλεγχο της Κωνσταντινούπολης, εξηγούν την επιβολή, μετά την ανακατάληψη της Κύπρου στα 963/4 από τον Νικηφόρο Φωκά, της προχείρισης του αρχιεπισκόπου Κύπρου από τον αυτοκράτορα προτού εκλεγεί και ενθρονισθεί στην Κύπρο, χωρίς τυπική κατάργησητου αυτοκεφάλου, που είχε διατηρηθεί και κατά τη χειρότερη περίοδο της ιστορίας της Εκκλησίας του νησιού, κατά την μεταφορά του (μισού περίπου) πληθυσμού με τον αρχιεπίσκοπο στην Κύζικο και τα γύρω, στα 691-698 ή 705. Η αυτοκρατορική εξουσία και στις δυο περιπτώσεις διατήρησε τους τύπους αφού παραβίασε την ουσία. Η αρχιεπισκοπή έδρευε πάντοτε στην Κωνσταντία, που από τον 7οαι. λέγεται και Αμμόχωστος, και από εκεί μεταφέρθηκε στην Αρσινόη (πιθανώς μετά το 913), που μετονομάστηκε κι αυτή Αμμόχωστος. Φαίνεται ότι η σύγκρουση του ισχυρού αρχιεπισκόπου Νικολάου Μουζάλωνος (1107-1110/1111) με τον διοικητή Ευμάθιο, καθώς και ανάγκες διοικητικές και πολιτικοστρατιωτικές στα μέσα ή τέλη του 11ουαι., συνέβαλαν στη μετάθεση της πολιτικής πρωτεύουσας στη Λευκωσία, μακριάαπό την επιρροή των αρχιεπισκόπων. Τη δύναμή τους πιθανώς αποσκοπούσαν να περιορίσουν και τα στρατηγικής και κοινωνικής σημασίας πολλά μοναστήρια που ιδρύθηκαν με κρατική ενίσχυση κατά την περίοδο αυτή.

 Οι διωγμοί των Φράγκων: Οι διωγμοί της Εκκλησίας της Κύπρου από τους Φράγκους από το 1192 ως το 1260 και πέραν, οδήγησαν στη σταδιακή κατάργησητων 10 από τις 14 επισκοπές του νησιού και στην τυπική από τους Φράγκους κατάργηση και του τίτλου του Ορθόδοξου αρχιεπισκόπου που μεταφέρθηκε στα 1260 στη Σολιά δυνάμει της Bulla Cypria (Κυπριακή Διάταξη) ως απλός επίσκοπος, μετά τον θάνατο του τελευταίου φορέως του αρχιεπισκοπικού τίτλου Γερμανού Πησιμάνδρου, ο οποίος δέχθηκε συμβιβασμό με τους Λατίνους. Αλλά στη λαϊκήσυνείδηση των Ελλήνων Κυπρίων ο Σολίας επίσκοπος ήταν πάντα ο αρχιεπίσκοπός τους, εθνάρχης και αρχηγός της αντίστασης εναντίον των λατινικών καταπιέσεων. Η θέση του αυτή ενδυναμώθηκε από τη σταδιακή κάθοδο και αργότερα (14ος – 15οςαι.κ.ε.) οριστική εγκατάστασή του στη Λευκωσία, όπου είχε, με βάση την BullaCypria, το δικαίωμα να διατηρεί καθεδρικό ναό —του Αγίου Βαρνάβα. Σταδιακά οι θεσμοί της έδρας Σολίας και της έδρας Λευκωσίας συγχωνεύθηκαν και η «αρχιεπισκοπή» απλώς απαρτιζόταν από δυο σκέλη.

.

 Διωγμοί της Ορθόδοξης Εκκλησίας επί Τουρκοκρατίας

Με περιορισμένο ρόλοι ο Αρχιεπίσκοπος παρέμεινε εγκλωβισμένος οριστικά στη Λευκωσία, με δικαιοδοσία και σε περιοχές μόνο, που του ανήκαν κατά την περίοδοτης μειώσεως των εδρών σε 4, όπως Σολιά, Αμμόχωστος κλπ., αν και κατά καιρούςεμφανίζονται και επίσκοποι Σόλων (Βενιαμίν, Μακάριος 17ος αι.), Αμμοχώστου (Μωϋσής 17οςαι.). Ειδικός ρόλος αναγκαστικά ανετέθη στον αρχιεπίσκοπο (όπως και στους άλλους ιεράρχες) της Κύπρου από το 1571 κ.ε., ρόλος εκπροσώπου των ραγιάδων και εισπράκτορος των κρατικών φόρων που πρόσθεσε ακόμη ένα δυνατό στοιχείο στον εθναρχικό του ρόλο της προστασίας του λαού από πιέσεις, εγκατάλειψής του στο έλεος των Τούρκων και σκληρών διωγμών κατά του ιδίου του προσώπου του αρχιεπισκόπου και των περί αυτόν από τους Τούρκους. Τέτοιοι *διωγμοί συνέβαιναν είτε γιατί ο αρχιεπίσκοπος δεν εκτελούσε πιστά τις εντολές, που του ανετίθεντο, είτε γιατί τις υπερέβαινε, είτε γιατί δεν ήθελε να συγκρατεί το ποίμνιότου σε ειρήνη και πειθαρχία προς στον σουλτάνο κλπ.

*Ένα μόνο μικρό παράδειγμα από τα μύρια εγκλήματα τους

9.7.1821: Ο Αρχειεπίσκοπος Κυπριανός  απαγχονίζεται και κατασφάζονται τρείς μητροπολίτες και χιλιάδες άλλοι κληρικοί και λαϊκοί λόγω της βοήθειας ,που πρόσφεραν στην Ελληνική Επανάσταση.

Εκατοντάδες εθελοντές Κύπριοι συμμετείχαν t;ote και πολλοί από αυτούς έπεσαν μαχόμενοι.

Η συνέχεια υπήρξε δραματική. Στα χέρια του Κουτσιούκ Μεχμέτ βρίσκονταν ήδη μερικές από τις προκηρύξεις της επαναστατημένης Ελλάδας που είχε φέρει στηνΚύπρο ο Κύπριος Αρχιμανδρίτης Θεοφύλακτος Θησέας στις αρχές Απριλίου 1821.                                              Αφού λεηλάτησε και κατέστρεψε τα πάντα ο ΚουτσιούκΜεχμέτ έθεσε σε εφαρμογή το χειρότερο των σχεδίων του που προέβλεπε τον αποκεφαλισμό 486 προκρίτων της νήσου μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν και ο Αρχιεπίσκοπος και πολλοί Ιεράρχες, απλοι κληρικοί και λαϊκοί.                                                                                               Τον κατάλογο είχε υποβάλει προηγουμένωςΚουτσιούκ Μεχμέτ στον Σουλτάνο και σαν έφθασε η απάντηση της Πύλης έκανε αυτό που ονειρευόταν.                                                                                                                 Ομως ο Κουτσιούκ Μεχμέτ για να καταστήσει όλους συνυπεύθυνους της σφαγής που προγραμμάτιζε κάλεσε τους αγάδες σε σύσκεψη και τους είπε σύμφωνα με τον Ι. Φιλήμονα (Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήνα 1860): «Διά την ασφάλειαν της νήσου θεωρώ επαρκούσαν μόνην την σφαγήν του Αρχιεπισκόπου, των Μητροπολιτών και εγκριτωτέρων».                                                                                                          

 

Η Εκκλησία επί Αγγλοκρατίας.                                                                         Οεθναρχικός ρόλος του αρχιεπισκόπου, δίκοπο μαχαίρι και πολύπτυχη λειτουργία, συνεχίστηκε και επί Αγγλοκρατίας, οπότε ο αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος υποδεχόμενοςτον πρώτο Άγγλο κυβερνήτη στις 30 Ιουλίου 1878, διερμήνευσε τους πόθους των Κυπρίων για δίκαιη διοίκηση και εθνική αποκατάσταση σε κλειστά ώτααποικιοκρατών.

:                                                             

Η απογοήτευση από την αγγλική διοίκηση και η άρνηση ικανοποιήσεως του αιτήματος για εθνική αποκατάσταση και ΕΝΩΣΗ, καθώς και η δυσαρέσκεια για τη μείωση ή κατάργηση αρκετών δικαιωμάτων, οδήγησαν στην ανάληψη σκληρών αγώνων του κυπριακού λαού, υπό την καθοδήγηση της Εκκλησίας, για την αποτίναξη του αγγλικού ζυγού, και στην ανεξαρτησία της Κύπρου με σκοπό την ΕΝΩΣΗ, που απέληξαν στον αγώνα της ΕΟΚΑ (1955-1959  υπό την ηγεσία του Γεώργιου Γρίβα, ο οποίος πιστός Χριστιανός ήταν.                                                                                Από το 1977 κ.ε., το ενδιαφέρον των Αρχιεπισκόπων Χρυσοστόμου Α΄ και Χρυσοστόμου Β΄ στα εθνικά και πολιτικά ζητήματα διατηρείται ζωηρό και η φωνή και οι απόψεις τους λαμβάνονταν υπόψιν από την πολιτική ηγεσία του τόπου.

Περί «Νέας Ιουστινιανής» υπάρχουν δύο εκδοχές. Η μεν πρώτη λέει ότι οι Βυζαντινοί Κύπριοι μετοίκησαν για να ενισχύσουν την άμυνα του Βυζαντίου, η δε άλλη όπως αναφέρετε πιο κάτω:

Η χρονογραφία του Θεοφάνους γράφει:

«Τούτω τω έτει» [το 6183 από κτίσεως κόσμου] την προς Αβιμέλεχ ειρήνηνΙουστινιανός εξ ανοίας έλυσεν και γαρ την Κυπρίων νήσον αλόγως μετοικίσαι εσπούδασε και το σταλέν χάραγμα παρά Αβιμέλεχ νεοφανές όν και μηδέποτε γεγονός ου προσεδέξατο πλήθος δε Κυπρίων περώντων κατεποντίσθη, και από αρρώστιας ώλοντο• και οι λοιποί εστράφησαν εις Κύπρον».                                                                                                                         Από τον Θεοφάνη μέσω Παύλου του Διακόνου η παράδοση επιβιώνει μέχρι τον αρχιμανδρίτη Κυπριανό.                                                                        «Αλλά τι; Ιδού και άλλη δυστυχεστάτη καταστροφή της Νήσου, όχι υπό των Αρράβων, και βαρβάρων, αλλ’ από της οιήσεως και φρενολήπτου, και ακατάστατου γνώμης του καλού βασιλέως προερχομένη. Ο Ιουστινιανός με πρόφασιν, πως ο Αβιμέλεχ δεν του έστειλε τα νομίσματα τυπωμένα με εικόνα της Κωνσταντινουπόλεως (τότε διότι άρχισαν οι Άγαρηνοί να υπερηφανεύωνται, και να τυπώνουσι μονέδα) εταράχθη, και λύει την ειρήνην μετά του Αβιμέλεχ, τω έκτωχρόνω της βασιλείας του. Προστάσσει ο λαός της Κύπρου να μετατοπίση και μετοικίση εις τους τόπους όπου εξουσίαζεν, ειδέ παραιτείται αυτήν εις τάς χείρας των Αγαρηνών αβοήθητον. Τί θέλεις να κάμουν οι δυστυχείς Κύπριοι; Τρέχουσιν εις τα πλοία με βίαν γυναίκες, άνδρες, παιδία, γέροντες εκ πάσης ηλικίας, και τάξεως, στριμώνονται,στενοχωρούνται εις αυτά, και από την βίαν άλλοι μεν ενταφιάζονται εις το πέλαγος, άλλοι δε εκ στενοχώριας αρρωστούσι, και πολλοί αποθνήσκουσι, και άλλοι της ζωής το γλυκύ προκρίνοντες της βαρβάρων τυραννίας, επιστρέφουσινημίθνητοι εις την ελεεινήν Πατρίδα, μόλις, λέγω, το πολυστημόριον κατήντησεν εις το στενόν της Καλλιουπόλεως, ένθα και εκατοίκισεν έως της Κυζίκου».                                                                                                                 Ίσως και οι δύο εκδοχές να έχουν κάποια συγγενική σχέση

Επ ευκαιρία ας αναφερθούμε και στους Κυπρίους αγίους η στη Νήσο των αγίων, όπως πολύ ορθά ονομάζεται η Κύπρος, ανατρέχουμε πίσω στους αιώνες όπου θα συναντήσουμε στο περίφημο Χρονικό του Λεόντιου Μαχαιρά (15ος αιώνας), την τιμητική για τον τόπο ονομασία που φαίνεται μέσα στην παράγραφο 13 του πιο πάνω έργου: «Χρήση εἶναι νάφουμίσουμε τήν ἁγία νῆσο καί ὅσον τη φουμίσω δέν θέλω πεῖνψέματα». Το εγκώμιο αυτό της Κύπρου από τον Λεόντιο Μαχαιράκατέστη σημείο αναφοράς για κάθε ειδικό ερευνητή πάνω στο θέμα της Κυπριακής Αγιολογίας αλλά και για κάθε Κύπριο, ο οποίος θέλει να αποτυπώσει την εκκλησιαστική εμπειρία που αποκομίζει κανείς στην Κύπρο μέσα από την τιμή των αγίων.
Η ονομασία αυτή που έδωσε ο Μαχαιράς στο νησί μας δεν μπορεί να θεωρηθεί υπερβολική ούτε φανταστική, γιατί αν ανατρέξουμε στο Κυπριακό Αγιολόγιο όπου παρουσιάζονται οι Κύπριοι άγιοι, θα διαπιστώσουμε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι στο νησί μας από τους αποστολικούς χρόνους μέχρι τον καιρό του Μαχαιρά αλλά και κατάτους μετέπειτα αιώνες μέχρι σήμερα, έζησε και αγίασε ένας μεγάλος αριθμός αγίων, που όλοι μαζί συνθέτουν το Κυπριακό Αγιολόγιο. Σ’ αυτότον κατάλογο που χαρακτηρίζεται από πολυποικιλότητα (τάξεις Αγίων, χρονικότητα, καταγωγή κ.λπ.), θα διαπιστώσει κανείς και τον ιδιαίτερο τρόπο σχέσεως των αγίων με την κοινωνία και τους πιστούς.
Στα ιερά χώματα της Κύπρου έζησαν και αγίασαν απόστολοι, (Βαρνάβας, Παύλος, Μάρκος, Λαζαρος, Άγιος Θεράποντας, Τίμωνκ.ά.π.), μάρτυρες, (Δημητριανός, Αριστοκλής, Αθανάσιος, οι δεκατρείς μάρτυρες μοναχοί της Μονής Καντάρας), ιεράρχες (Ηρακλείδιος, Μνάσων, Τυχικός, Σπυρίδωνας, Τύχων, Επιφάνιος Κωνσταντίας, Ιωάννης Ελεήμων, Λεόντιος Νεαπόλεως), όσιοι, (οι τριακόσιοι Αλαμάνοιάγιοι), νεομάρτυρες, (Μιχαήλ, Γεώργιος, Πολύδωρος, Φιλούμενος), γυναίκες αγίες (Φωτού, Ζηναΐδα και Φιλονίλλα, Μαύρα) κ.λπ.
Η παρουσία των αγίων κατά τις διάφορες περιόδους της ιστορίας της Κύπρου και της Εκκλησίας της, όπως και ο πολυποίκιλος εκκλησιαστικός, κοινωνικός, πολιτιστικός και πολιτικός τους ρόλος, λειτούργησε θετικά επηρεάζοντας άμεσα τη ζωή του λαού της Κύπρου.
Οι άγιοι αποτέλεσαν την παράκληση και την ελπίδα του λαού, είτε για καλύτερες μέρες στις δύσκολες ιστορικές συνθήκες, είτε για παρέμβαση του Θεού υπέρ των δεινοπαθούντων, είτε για τη μέλλουσα αιώνια ελπίδα της σωτηρίας, είτε ακόμα για παρηγορία από τις διάφορες επιδημίες που ενέσκυπταν κατά καιρούς, όπως χολέρα, ακρίδες, ξηρασία κ.λπ. που ταλαιπωρούσαν τον λαό.
Δυστυχώς όμως πολλοί από τους αγίους που έζησαν στον τόπο μας παρέμειναν άγνωστοι. Οι δύσκολες συνθήκες που πέρασε η Κύπρος με τις μακρές περιόδους της Λατινοκρατίας πρώτα, που δίωκε την Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου και της Τουρκοκρατίας, ύστερα, που καταδυνάστευσε για αιώνες τον τόπο, συντέλεσαν ώστε η μνήμη των αγίων να περιπέσει στη λήθη με αποτέλεσμα να μην τιμάται η μνήμη τους. Ακόμη ένας μεγάλος αριθμός δεν έτυχεν της ανάλογης τιμής σε ολόκληρη την Κύπρο, αλλά παρέμεινε σε πολύ αυστηρά τοπικά πλαίσια.
Για τους λόγους αυτούς η Εκκλησία της Κύπρου καθιέρωσε τα τελευταία χρόνια την κοινή εορτή Πάντων των εν Κύπρω διαλαμψάντων Αγίων κατά την πρώτη Κυριακή του μηνός Οκτωβρίου. Ο λόγος της πιοπάνω ημερομηνίας είναι απλός. Μέσα στον μήνα αυτό έχουμε τις περισσότερες εορτές Κυπρίων αγίων όπως των αγίων: Θεοδώρου Ταμασέως, Ιωάννου του Λαμπαδιστή, Ερμογένη, Κενδέα, Πολυχρονίου, τριάκοντα εννέα οσίων, Ανδρονίκου και Αθανασίας, Ιωνά, Ζηναΐδας και Φιλονίλλας, Επικτήτου, Θεοσεβίου Αρσινοΐτου, Θεράποντος ιερομάρτυρος, Σαββίνου επισκόπου, Μνάσωνος, Ιλαρίωνος του Μεγάλου, Βαρνάβα και Ιλαρίωνος, Ευλαλίου, Πάππου επισκόπου Χύτρων, Διομήδους, Θεράποντος οσίου, Αριστοβούλου εκ των Ο Ἀποστόλων κ.ά. Με την εορτή αυτή μας δίνεται η ευκαιρία να τιμήσουμε όλους τους γίους της Κύπρου, γνωστούς και αγνώστους, επιτελώντας έτσι το χρέος μας προς τους επώνυμους αλλά και ανώνυμους αγίους, που στήριξαν τούτο τον λαό, τούτο τον τόπο, σε κάθε εποχή και σε κάθε δυσκολία που αντιμετώπιζε.

*Δικαιολογημένα η Κύπρος ονομάστηκε «Νήσος των Αγίων», από διάφορους χρονογράφους και συγγραφείς, για το πλήθος των Αγίων οι οποίοι, είτε επέρασαν από το νησί είτε ετελείωσαν τη ζωή τους σ’ αυτό, είτε κατάγονταν από αυτό. Από τους αποστολικούς χρόνους μέχρι σήμερα αναγράφονται 240 γνωστοί Άγιοι της Κύπρου. Υπάρχουν και πολλοί άλλοι που είναι σήμερα άγνωστοι σ’ εμάς. Υπάρχουν επίσης και μερικοί άλλοι Άγιου που δεν αναφέρονται εδώ οι οποίοι λατρεύονται από τον κυπριακό λαό μεν αλλά δεν τους αναγνωρίζει η Εκκλησία της Κύπρου. Ο Θεός ανέδειξε τόσο πλήθος Αγίων στο μικρό μας νησί επειδή οι Κύπριοι είναι σπλαχνικοί, φιλόξενοι και πιστοί άνθρωποι, που ξέρουν να τιμούν τους Αγίους τους. Το ιστορικό μελέτημα «Κύπρος η Αγία Νήσος» περιλαμβάνει  στοιχεία 369 Κυπρίων Αγίων (συν του Αγίου Φιλούμενου που μαρτύρησε το 1979), ένα κατάλογο που δεικνύει τη πυκνότητα της χριστιανικής ζωής και παράδοσης της Κύπρου.

Αΐδιος πρέπει να είναι και η ευγνωμοσύνη ημών των Κυπρίων προς τους δύο μεγάλους της Εκκλησίας μας Αποστόλους, τον Ταρσέα Παύλο και το συμπατριώτη μας Βαρνάβα, οι οποίοι συνέβαλαν τα μέγιστα διά να απαλλαγούν οι πρόγονοί μας από τη θρησκεία του δωδεκαθέου του Ολύμπου και να ενστερνισθούν την κοσμοσωτήρια θρησκεία του ενανθρωπήσαντος Υιού και Λόγου του Θεού.                                                                                  Ιδιαίτερη όμως ευγνωμοσύνη πρέπει να τρέφουμε προς τον ΑπόστολοΒαρνάβα, γιατί για χάρη του άρχισε την Α΄ του αποστολική περιοδεία από την Κύπρο ο Απόστολος των Εθνών Παύλος. Η Κύπρος τότε δεν ήταν συγκοινωνιακός κόμβος, ούτε κοσμοπολίτικο κέντρο. Όμως η καταγωγή του Βαρνάβα από τη Σαλαμίνα της Κύπρου και η αδελφική αδιάσπαστη φιλία που είχαν ανάμεσά τους, Παύλος και Βαρνάβας, καθώς και η αγάπη του Βαρνάβα προς τους συμπατριώτες του, συνέτειναν τα μέγιστα, ώστε η Κύπρος να είναι η αρχή της Α΄ αποστολικής περιοδείας του Αποστόλου των Εθνών Παύλου.                        Συνάμα όλα τα Χριστιανικά έθνη, πρέπει να αισθάνονται ευγνωμοσύνη προς τον Απόστολο Βαρνάβα, γιατί είναι το κύρος του Βαρνάβα μεταξύ των Αποστόλων και η φιλία του Βαρνάβα προς τον Παύλο που συνέτειναν, ώστε ο χορός των Αποστόλων να δεχθεί Ισαπόστολό τους τον μέχρι πρότινος τρομερό διώκτη της Εκκλησίας του Χριστού, Σαύλο, τον επικληθέντα κατόπιν στην Πάφο της Κύπρου, Παύλο, το μέγα κήρυκα του Χριστιανισμού στα Έθνη. Και το ιερό μοναστήρι του Αποστόλου Βαρνάβα δίπλα στην Αρχαία Ελληνική Σαλαμίνα, κατεχόμενο από τουρκομογγόλους                                                         Και ο Απόστολος Ανδρέας .. Όπως αναφέρει η ιστορική παράδοση, σε μια περιοδεία του, ο Απόστολος Ανδρέας πήγε και στην Κύπρο. Το καράβι, που τον μετέφερε στην Αντιόχεια από την Ιόππη, λίγο πρινπροσπεράσουν το γνωστό ακρωτήρι του αποστόλου Ανδρέα και τα νησιά, που είναι γνωστά με το όνομα Κλείδες, αναγκάστηκε να σταματήσει εκεί σ’ ένα μικρό λιμανάκι, γιατί κόπασε ο άνεμος. Τις μέρες αυτές της νηνεμίας τους έλειψε και το νερό.                                     Ένα πρωί, που ο πλοίαρχος βγήκε στο νησί κι έψαχνε να βρει νερό, πήρε μαζί του και τον απόστολο. Δυστυχώς πουθενά νερό. Κάποια στιγμή, που έφτασαν στη μέση των δύο εκκλησιών, που υπάρχουν σήμερα, της παλαιάς και της καινούργιας, που ‘ναι κτισμένη λίγο ψηλότερα, ο άγιος γονάτισε μπροστά σ’ ένα κατάξερο βράχο και προσευχήθηκε να στείλει ο Θεός νερό. Ποθούσε το θαύμα, για να πιστέψουν όσοι ήταν εκεί στον Χριστό. Ύστερα σηκώθηκε, σφράγισε με το σημείο του Σταυρού τον βράχο και το θαύμα έγινε. Από τη ρίζα του βράχου βγήκε αμέσως μπόλικο νερό, που τρέχει μέχρι σήμερα μέσα σ’ ένα λάκκο της παλαιάς εκκλησίας κι απ’ εκεί προχωρεί και βγαίνει από μια βρύση κοντά στη θάλασσα. Είναι το γνωστό αγίασμα. Το ευλογημένο νερό, που τόσους ξεδίψασε, μα και τόσους άλλους, μυριάδες ολόκληρες, που το πήραν με πίστη δρόσισε και παρηγόρησε. Και πρώτα-πρώτα το τυφλό παιδί του καπετάνιου το οποίο με θαύμα θεραπεύθηκε.           Η πηγή μέχρι σήμερα ρέει στο κατεχόμενο από τους βαρβάρους ιερό μοναστήρι μας. Ελπίζουμε κάποια στιγμή φωτιά και λαύρα να βγει για τους κάψει.                                                                                                                                 Και Απόστολος Βαρνάβας ήταν Κύπριος την καταγωγή, Ιουδαίος το γένος, από τη φυλή του Λευΐ. Υπήρξε συμμαθητής του Αποστόλου Παύλου στην περίφημη Σχολή του Νομοδιδάσκαλου Γαμαλιήλ, στα Ιεροσόλυμα. Έφερε το όνομα Ιωσής και όταν συναριθμήθηκε στον κύκλο των Αποστόλων, πήρε το όνομα Βαρνάβας, το οποίο ερμηνεύεται «Υιός Παρακλήσεως». Εκεί στην αγία πόλη των Ιεροσολύμων διέμενε και η έγγαμη αδελφή του Μαρία, στην οικία της οποίας, σύμφωνα με την παράδοση, τελέστηκε ο Μυστικός Δείπνος. Υιός της αδελφής του Μαρίας και ανεψιός του, ήταν ο Μάρκος, ο μετέπειτα Ευαγγελιστής, ο ακόλουθός τους στην περιοδεία τους στην Κύπρο, ως και η αιτία που χώρισαν τους ιεραποστολικούς τους δρόμους,  ο Παύλος και ο Βαρνάβας.                                                                                                                           Οι χριστιανοί της Κύπρου, αιώνες τώρα ζουν με την παράδοση και του Αγίου Λαζάρου. Νιώθουν τον Άγιο Λάζαρο δικό τους. Είναι κομμάτι από την ίδια τη ζωή τους. Τίποτα δεν μπορεί να βγάλει από τη ψυχή των Κυπρίων, πως ο Άγιος Λάζαρος ήρθε στην Κύπρο και έζησε ολόκληρη τη ζωή του μετά την ανάσταση, σ’ αυτό το νησί.                      Ένας λαός, που πέθαινε καθημερινά από τις ατέλειωτεςσυμφορές, βρήκε στον Άγιο Λάζαρο το σύμβολο της εν Χριστώ αναστημένης Ελπίδας.  Δυό χιλιάδες χρόνια αυτός ο λαός κατεβαίνειστον Άδη με τον Άγιο Λάζαρο και δεν απελπίζεται. Ανασταίνεται με τον Άγιο Λάζαρο δια του Ιησού Χριστού. Γεύεται μαζί του την πίκρα του θανάτου και τη χαρά της Ανάστασης.                                                                      Κι έγινε ο Ναός του στη Λάρνακα το σύμβολο της αναστημένης ζωής. Ενας συνεχής εγκαινιασμός της ψυχής για 1120 χρόνια. Για 11 και πλέον αιώνες στέκει εκεί αγέρωχος και επιβλητικός και μεγαλόπρεπος, κήρυκας του χαρμόσυνου μηνύματος της κοινής αναστάσεως.                                                                                                                 Το συναξάρι του Τριωδίου μας πληροφορεί πως ο ΑγιοςΛάζαρος ήλθε στην Κύπρο και έζησε εδώ στο νησί 30 χρόνια. Ηλθεστην Κύπρο μετά το διωγμό απο τους Ιουδαίους «εβουλεύσατο οι Αρχιερείς ίνα και τον Λάζαρον αποκτείνωσιν» Ολες οι πηγέςσιωπούν, λες και θέλουν να μιμηθούν τον Αγιο, που δεν είπε τίποτεγια την πέραν του τάφου ζωή.                                                                                    Η Παράδοση μαρτυρεί πως οι Απόστολοι Παύλος και Βαρνάβας χειροτόνησαν τον Αγιο Λάζαρο πρώτον Επίσκοπο Κιτίου.                                 Για τη ζωή και τη δράση του ως Επισκόπου, το συναξάριαναφέρει τα εξής: «Καλώς και Θεοφιλώς πολιτευσάμενος μετά τριακονταετή χρόνον της αυτού αναβιώσεως θνήσκει πάλιν».                                              Ο Αγιος Λάζαρος έδινε με τη ζωή και την παρουσία του τη μαρτυρία για τη νέα εν Χριστώ ζωή, η οποία φανερώθηκε δια του Ιησού Χριστού.                                                                                                                                 Η Ιερή Παράδοση συνδέει τις αλυκέςτης Λάρνακας με τον Αγιο Λάζαρο. Πεινασμένος, διψασμένος οδοιπόρος ο άγιος, βρέθηκε σ’ένα αμπέλι, ζήτησε ένα τσαμπί σταφύλι απο τον ιδιοκτήτη κι εκείνος αρνήθηκε. Είπε μάλιστα, πως το καλάθι που βρισκόταν εκεί, δεν περιείχε σταφύλι αλλά αλάτι. Βλέποντας ο Αγιος την καρδιά του ανθρώπου εκείνου χωρίς αγάπη και καλοσύνη,  αλλά γεμάτη από ψεύδος και υποκρισία, τα σπέρματα αυτά του θανάτου και του άδου , μετέτρεψε τον αμπελώνα σε λίμνη αλατιού.                                                        Εκτός από αυτά, υπάρχει και παράδοσητης επισκέψεως της ΥπεραγίαςΘεοτόκου στην Κύπρο και ειδικά στο Κίτιο, για συνάντηση του Λαζάρου. Η παράδοση αυτή με μαρτυρίες αγιορείτικης προελεύσεως, αναφέρει ότι ο Λάζαρος εθλίβετο πολύ που δεν έβλεπε τη Μητέρα του Κυρίου. Γι αυτό, ύστερα από σχετική συνεννόηση, έστειλε πλοίο στην Παλαιστίνηκαι την παρέλαβε μαζί με τον ευαγγελιστή Ιωάννη και άλλους μαθητές, για να τους φέρει στην Κύπρο. Πριν φθάσουν όμως εδώ μεγάλη τρικυμία και ενάντιος άνεμος τους παρέσυρε μέχρι το βόρειο Αιγαίο, στις ακτές του όρους Άθω (δηλαδή του Αγίου Όρους). Εκεί η Παναγία, μετέστρεψε στη χριστιανική πίστη τους ειδωλολάτρες κατοίκους και ζήτησε από τον Υιόν Της σκέπη και προστασία για όσους θα ασκούνται χριστιανικά στο όρος τούτο. Επειτα αναχώρησε και έφθασε, επί τέλους, στην Κύπρο, στο Κίτιο, όπου συνάντησε το Λάζαρο, στον οποίο έφερε δώρο επισκοπικό ωμοφόριο και επιμανίκια, τα οποία είχε κάμει με τα ίδιά της τα χέρια. Και αφού ευλόγησε την κατά Κίτιον Εκκλησία επέστρεψε στα Ιεροσόλυμα.                                           Απόσπασμα από λυρικό αφήγημα του Αντώνη Αντωνά.                                                             « Την Κύπρο σώστε, Ω! Θεέ, Χριστέ μας,/ τζιαί συ Τζιυκκώτισσα Παναγιά μας/ Εσύ της Κύπρου η μάνα Παναγιά, που απ΄την Κύπρο,/ όταν πέρασε,ςτον Άη Λάζαρο να δείς,/ πάνου στου *Τζιύκκου τα βουνά μαζί,/ (Εκεί είναι και Άγιο Θρονί της Παναγιάς μας.)/ τ΄ ανεβήκατε για να βλογήσετε,/ πιστούς Χριστιανού Κυπραίους,/ τα πεύκα ούλλα λύγισαν τζιαί υποκλιθήκαν./ Έλα πίσωΠαναγιά μας, συγχώρεση να δώσεις,/ για τις αμαρτίες μας τζιαί τούτην μόνον την φοράν,/ τους βάρβαρους θε να λυγίσεις τζιαί γονατίσεις,/ στα τιμημένα χώματα της Κύπρου, να θεοκαρβουνιάσουν,/Αυτοί οι βάρβαροι, που αμάχους κατάκαψαν,/ εκκλησιές λεηλατήσαν, ιερά και όσια καταπατήσαν…/………                                                             Kαι Εσύ Χριστέ Πανάγαθε, που Λάζαρο αναστήσας, Εσύ που τα εγκόσμια βάσανα εβίωσες, Εσύ που ματόβρεκτος  τον Γολγοθά ανέβηκες, Εσύ που του Σταυρού εβίωσες τα βάσανα και τον θάνατο, μ΄αγκάθινο στεφάνι, δες και της Κύπρου τα μαρτύρια, που είναι Εσταυρωμένη και δώσε απλόχερα, ανάπαυση…Και όπως Εσύ αναστήθηκες και τον θάνατο πατήσας και στην Κύπρο την πολύπαθη, κάνε το ευσπλαχνικό σου θαύμα και ευχή δώσε και σ΄ αυτή για ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΛΕΥΤΕΡΙΑ…..

Με ευλαβική επιμέλεια από Αντώνη Αντωνά.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ