Οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές που δώρισε το 1961 η CIA στην Ελλάδα για να φακελώσει τους πολίτες

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

1958. Το γεγονός της εντυπωσιακής ανόδου της Αριστεράς στην Ελλάδα, μετά τις εκλογές, υπογραμμίστηκε ιδιαίτερα από την κοινή γνώμη και τα διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης και προκάλεσε σοβαρή ανησυχία στις ΗΠΑ.

Ο διευθυντής της CIA, εξέφρασε «την ανησυχία της υπηρεσίας του» για την επίδειξη δύναμης της ΕΔΑ.

Την ίδια ώρα, οι αξιωματούχοι του Στέιτ Ντιπάρτμεντ πίστευαν ότι η αύξηση της δύναμης της ΕΔΑ ωφελούσε τα σοβιετικά συμφέροντα και την πρόθεση της Μόσχας να «ωθήσει την Ελλάδα προς την ουδετερότητα». Όπως διαπίστωσε ο Γιάννης Κάτρης μελετώντας τα αμερικανικά αρχεία, η CIA αμέσως μετά το αποτέλεσμα των εκλογών του 1958 δυνάμωσε αισθητά την παρουσία της στην Ελλάδα εφαρμόζοντας μεθόδους που νωρίτερα είχε χρησιμοποιήσει στη Λατινική Αμερική.

Το εκλογικό πραξικόπημα του 1961 αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στα επιτελικά σχέδια του Λάφλιν Κάμπελ, αρχηγού τότε του σταθμού της αμερικανικής υπηρεσίας στην Αθήνα. Μιλάμε για μια εποχή κατά την οποία οι ξένοι πράκτορες οργίαζαν στην Ελλάδα, θεωρώντας τη χώρα περίπου ως «ξέφραγο αμπέλι», λόγω της στάσης που είχαν τηρήσει όλες οι μετακατοχικές κυβερνήσεις.

Μόνο η CIA εκείνη την εποχή διέθετε στη χώρα 300 με 400 πράκτορες που δρούσαν στον κρατικό μηχανισμό, στο Στρατό, στα Σώματα Ασφαλείας και αλλού. Ένας από αυτούς μάλιστα ήταν ο μετέπειτα δικτάτορας, συνταγματάρχης Γεώργιος Παπαδόπουλος.

Χαρακτηριστικό επίσης είναι ότι, όπως αποκαλύφθηκε πολλά χρόνια αργότερα από τον πρώην αρχηγό της Κ.Υ.Π. (Κρατικής Υπηρεσίας Πληροφοριών), Αλέξανδρο Νάτσινα, οι «σύμμαχοι» Άγγλοι είχαν στήσει κανονική επιχείρηση για την παρακολούθηση των κινήσεων του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που περιελάμβανε και την υποκλοπή των τηλεφωνικών του συνομιλιών στην πρωθυπουργική κατοικία. Ήταν τέτοιο δε το θράσος των πρακτόρων της Ιντέλιτζενς Σέρβις, ώστε το μαγνητόφωνο στο οποίο καταγράφονταν οι συνδιαλέξεις του Έλληνα πρωθυπουργού βρισκόταν εγκατεστημένο στη βρετανική πρεσβεία.

Λίγο μετά τις εκλογές του 1958 λοιπόν, και το εντυπωσιακό ποσοστό της Αριστεράς, άρχισε μια συντονισμένη προσπάθεια από τους Αμερικανούς, το επίσημο κράτος, αλλά και διάφορους παρακρατικούς κύκλους, για την αντιμετώπιση της λεγόμενης «κομμουνιστικής απειλής».

Όπως παραδέχθηκε αργότερα ο ίδιος ο Καραμανλής:
«Μετά τις εκλογές του 1958, που έφεραν την ΕΔΑ δεύτερο κόμμα, είχε δημιουργηθεί μία εύλογη ανησυχία στα Ανάκτορα και σε ορισμένους στρατιωτικούς κύκλους. Και είχε γίνει η σκέψις, εν όψει των νέων εκλογών, να ασκηθεί ψυχολογική πίεσις επί των κομμουνιστών για να συμπτυχθεί η δύναμίς των».

Με τον «μπαμπούλα» της ανόδου της ΕΔΑ, και με την παρότρυνση και του ξένου παράγοντα, ενεργοποιήθηκε σταδιακά ολόκληρος ο κρατικός μηχανισμός.

Τον Ιούλιο του 1959, δημιουργήθηκε η Γ.Δ.Ε.Α. (Γενική Διεύθυνση Εθνικής Ασφαλείας), που ανέλαβε πλέον επίσημα το συντονισμό των κρατικών υπηρεσιών που ασχολούνταν με τη δίωξη της Αριστεράς. Για τον ίδιο σκοπό, ένα χρόνο αργότερα, στις 30 Αυγούστου του 1960, συγκροτείται η Δευτεροβάθμια Επιτροπή Πληροφοριών και Διαφωτίσεως, που ήταν υπό την εποπτεία του αρχηγού Γ.Ε.ΕΘ.Α. (Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας) και στην οποία συμμετείχαν ο αρχηγός Γ.Ε.Σ. (Γενικού Επιτελείου Στρατού), οι αρχηγοί των Σωμάτων Ασφαλείας , οι διοικητές της ΚΥΠ και της ΓΔΕΑ, καθώς και εκπρόσωπος της Υπηρεσίας Πληροφοριών του Υπουργείου Προεδρίας.

Την εποχή εκείνη γνώριζε την αποθέωσή του και το καθεστώς των φακέλων και των πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων. Την περίοδο 1960-1961 ο αριθμός των «φακελωμένων» πολιτών ξεπερνούσε το 1.500.000. Για τη διευκόλυνση των Αρχών μάλιστα, λίγο πριν από τις εκλογές του ’61, η CIA προμήθευσε την ΚΥΠ και την Αστυνομία με άγνωστους μέχρι τότε στην Ελλάδα ηλεκτρονικούς υπολογιστές και μηχανήματα αποδελτίωσης, που εκσυγχρόνισαν το σύστημα παρακολούθησης των αριστερών.
Υπερήφανο και ευγνώμον το ελληνικό κράτος, τέλεσε επίσημα εγκαίνια στην έδρα της ΚΥΠ, παρουσία στελεχών της CIA, εκπροσώπων του Τύπου και άλλων προσκεκλημένων.

Απόσπασμα από το βιβλίο: «Μελανές κηλίδες στην ιστορία της Θεσσαλονίκης», Σπύρος Κουζινόπουλος, εκδόσεις IANOS

mixanitouxronou

ΔΗΜΟΦΙΛΗ