Το ακάνθινο στέμμα της Ελλάδας

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ήταν ένας από τους νέους, μιας νέας εποχής, που ανέτειλε μετά το τέλος ενός παγκόσμιου πολέμου και έναν φρικτό εμφύλιο σπαραγμό. Ήταν η εποχή ανέμελη, μίας ευφορίας γενικής που κάποιοι την εννόησαν και ως απελευθέρωση από τις συμβάσεις του παρελθόντος.

Την έζησαν οι νέοι της δεκαετίας του ΄60 όλοι όσοι πίστεψαν πως θα μπορούσαν να αλλάξουνε τα πάντα, δίχως να βλέπουν πως το παλιό δεν είχε οριστικά πεθάνει και τελικώς ήταν το παρελθόν, που εξεδικήθη «δι΄απαισίων ωμοτήτων.»

Το ανέφικτο του εγχειρήματος το διαπίστωσε εκείνη η γενιά αργότερα -εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις κάποιων εμμονικών- και έκανε τελικώς τις αναγκαίες προσαρμογές. Μόνον που «εκείνος ο νέος» επέπρωτο να γίνει ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος Β΄, σε μία χώρα όπου η μοναρχία ήταν δύσκολο να μακροημερεύσει.

Το Στέμμα της Ελλάδος ήταν κυριολεκτικώς ακάνθινο. Όχι εξ αιτίας μίας δυσαρμονίας λαού και Βασιλέως, αλλά ανηλεούς διαπάλης κομματαρχών -ή ακριβέστερα φυλάρχων- που ήθελαν να καταστήσουν τον Βασιλέα όργανο των πολιτικών επιδιώξεών τους και συνεργό της εξοντώσεως των αντιπάλων τους.

Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι όταν ο Όθωναςεισήλθε στο Ναύπλιο τον Ιανουάριο του 1833, δεν υπήρχε συντεταγμένη πολιτική ηγεσία να τον υποδεχθεί. Το κλειδί της πόλεως παρέδωσε στον νεαρό μονάρχη ο επί κεφαλής των Γάλλων αξιωματικών, αφού προηγουμένως και επί δέκα τέσσερις ημέρες εμαίνετο ο πόλεμος των κομμάτων που αγωνίζονταν να καταλάβουν το Άργος, ώστε να επιβάλλουν τους όρους τους στον Όθωνα.

Έτσι άρχισε η περιπέτεια του Στέμματος στην Ελλάδα, για να συνεχισθεί αργότερα με την σύγκρουση του Ελευθέριου Βενιζέλου με τον Βασιλέα Κωνσταντίνο Α΄, τον Εθνικό Διχασμό, που ακολούθησε και την Μικρασιατική Καταστροφή. Ο κίνδυνος της επικρατήσεως των κομμουνιστών ήταν η λόγος που η βαθύτατα διαιρεμένη αστική τάξη της Ελλάδος αναγκάσθηκε να συσπειρωθεί γύρω από τον Γεώργιο Β΄, που επέστρεψε στην Ελλάδα μετά από δημοψήφισμα τον Σεπτέμβριο του 1946.

Ο Βασιλεύς Παύλος που ανήλθε στον θρόνο μετά τον θάνατο του αδελφού του, Γεωργίου Β΄ την 1ηΑπριλίου 1947, ήταν ένας φιλελεύθερος Βασιλιάς, εναρμονισμένος με το κλίμα της εποχής, που ακολούθησε την συντριβή του ακραίου εθνικισμούτης Γερμανίας και της Ιταλίας. Στόχος του ήταν να γεφυρώσει το χάσμα Φιλελευθέρων και Μοναρχικών, αρχίζοντας από τα Ανάκτορα.

Η τοποθέτηση του αντιστρατήγουΚωνσταντίνου Βεντήρη, που είχε μετάσχει στο αποτυχημένο βενιζελικό κίνημα το 1935 και έλαβε το 1951 τον τίτλο του Επιτίμου Γενικού υπασπιστού του Βασιλέως Παύλου σκανδάλισετους Ηρακλείς του Στέμματος. Ανάλογες υπήρξαν κατά το παρελθόν οι αντιδράσεις όταν το 1947 ο Υποπτέραρχος Χαράλαμπος Ποταμιάνος -πρώην σύνδεσμος του Γεωργίου Β΄ με τον Γεώργιο Παπανδρέου κατά την κατοχή- ανέλαβε καθήκοντα Ιδιαιτέρου Γραμματέως του Βασιλέως Παύλου.

Οι αντιρρήσεις του Βασιλέα Παύλου για την κάθοδο του Αρχιστρατήγου Αλέξανδρου Παπάγου στη πολιτική, που υποστήριζαν οι Αμερικανοί, κάποιοι ισχυροί επιχειρηματικοί παράγοντες τηςχώρας και ορισμένοι εκδότες, προκάλεσε δυσφορία σε ομάδα αξιωματικών. Έτσι, όταν στις 28 Μαΐου 1951 ο Παπάγος ανακοίνωσε την παραίτησή του από την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων, την επομένη εξεδηλώθη κίνημα αξιωματικών -κυρίως του ΙΔΕΑ -μία στρατιωτική οργάνωση που απεχθάνονταν ο Παύλος.

Ήταν το πρώτο -ήπιας μορφής- κίνημα Ελλήνων αξιωματικών εναντίον του Στέμματος από την επανάσταση του Στρατιωτικού Συνδέσμου το 1909, που επέβαλε στην ελληνική πολιτική σκηνή τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Η μετάβαση του Παπάγου στο Πεντάγωνο κατέστειλε αμέσως το κίνημα των υποστηρικτών του, επί κεφαλής των οποίων ήταν ο Αλέκος Χριστέας ο εξ απορρήτων συνεργάτης έπειτα από χρόνια του δικτάτορα Γεωργίου Παπαδόπουλου. Οι κινηματίες ήξεραν να περιμένουν.

Αλλά και ο Βασιλέας Παύλος είχε υπομονή. Και έτσι όταν την νύχτα της 4ης Οκτωβρίου 1955πέθανε ο Παπάγος -ενώ ήταν ακόμη πρωθυπουργός- δίχως να αναμένει το αποτέλεσμα της εκλογής του νέου ηγέτη και πρωθυπουργού από τους βουλευτές του Ελληνικού Συναγερμού, αξίωμα που διεκδικούσαν οι δύο τελευταίοι αντιπρόεδροι του κόμματος, Στέφανος Στεφανόπουλος και Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ανακοινώθηκε ότι ο Βασιλεύς είχε ορίσει πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.

Η απόφαση του Βασιλέα Παύλου υπήρξε ριζοσπαστική και είχε ως στόχο να θέσει οριστικώς στο περιθώριο το παλαιό πολιτικό καθεστώς, που είχε εμπλακεί σε μία αέναη διαπάλη και να αναδείξει στην ηγεσία της συντηρητικής παρατάξεως ηγέτη προερχόμενο από την επαρχία,δραστήριο και δυναμικό, εκτός του αθηναϊκού κατεστημένου.

Τρία χρόνια αργότερα, στις 12 Δεκεμβρίου 1958, δημοσίευμα της εφημερίδος ο «Νεολόγος των Πατρών» ανέφερε ότι ο Καραμανλής πριν από την ανάληψη της εξουσίας είχε υπογράψει μνημόνιο δεσμεύσεώς του έναντι των Βρετανών και των ΗΠΑ περί της λύσεως του Κυπριακού. Αρχιτέκτωντου εγχειρήματος εκείνου φέρεται ο Παναγιώτης [Τάκης] Πιπινέλης. Ίσως να ισχύουν και οι δύο εκδοχές. Δεν έχει όντως και τόση σημασία.

Οι σχέσεις του Κ. Καραμανλή με τα Ανάκτορα υπήρξε αρμονικότατη, αλλά όταν οι εκλογές του 1958 ανέδειξαν την ΕΔΑ σε Αξιωματική αντιπολίτευση με ποσοστό 24% δημιουργήθηκε η ανάγκη ανασυγκροτήσεως του Κέντρου, η συμφιλίωση του Σοφοκλή Βενιζέλου και Γεωργίου Παπανδρέου και η συμβολή του Βασιλέως Παύλου για την επίτευξη αυτού του στόχου υπήρξε καθοριστική.

Οι προστριβές του Καραμανλή με τα Ανάκτορα άρχισαν από το 1961, πέρασαν από διάφορες φάσεις. Και τελικώς όταν μετά τις εκλογές της 3ηςΝοεμβρίου 1963, ο Βασιλεύς έδωσε εντολή σχηματισμού κυβερνήσεως μειοψηφίας στον ηγέτη της Ενώσεως Κέντρου Γεώργιο Παπανδρέου, με δικαίωμα διαλύσεως της Βουλής, ο Καραμανλής ανακοίνωσε ότι αποσύρεται από την πολιτική.

Η ρήξη του Στέμματος με τον ηγέτη της Δεξιάς δεν είχε απλώς συντελεσθεί, αλλά ήταν οριστική. Στις 9 Δεκεμβρίου ο Καραμανλής εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου ανέμενε ένδεκα χρόνια. Έως ότου εκλήθη να αναλάβει εκ νέου την πρωθυπουργία μετά την Τουρκική εισβολή στη Κύπρο και την κατάρρευση του δικτατορικού καθεστώτος του Δημητρίου Ιωαννίδη.

Όταν μετά τον θάνατο του Βασιλέα Παύλου, στις 6 Μαρτίου 1964, το Στέμμα της Ελλάδος περιήλθε στον Βασιλέα Κωνσταντίνο Β΄ η πολιτική κατάσταση φαινόταν να έχει πλήρως ομαλοποιηθεί. Οι σχέσεις του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου με τον νέο Βασιλιά ήταν εξαιρετικές. Ο συνδυασμός ενός εμπειρότατου γηραιού πολιτικού του Κέντρου και ενός Βασιλέα που εμφορείτο από τον ενθουσιασμό της νέας μεταπολεμικής ελληνικής γενιάς αποτελούσε εγγύηση μίας συνυπάρξεως δημιουργικής. Μόνον που ελληνική πολιτική ζωή συνέχιζε να είναι ναρκοθετημένη.

Η πρώτη σκιά στις σχέσεις του Κωνσταντίνου δημιουργήθηκε όταν στις 18 Μαΐου 1965 η εφημερίδα της Λαρίσσης «Ημερήσιος Κήρυξ», όργανο του πρώην προέδρου της Βουλής Κωνσταντίνου Ροδόπουλου επί ΕΡΕ, σε δημοσίευμα της αναφερόταν στην ύπαρξη συνωμοτικής οργανώσεως ΑΣΠΙΔΑ, που ενέπλεκε τον Ανδρέα Παπανδρέου.

Η κρίση σταδιακώς οδήγησε σε οξύτατη πολιτική σύγκρουση της ΕΡΕ υπό την ηγεσία του Π. Κανελόπουλου με την κυβέρνηση και τελικώς στην ρήξη του Γ. Παπανδρέου με το Στέμμα.

Στην κρίσιμη συνάντηση, στα Ανάκτορα στις 14 Ιουλίου, ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος αρνήθηκε να υποκύψει στην απαίτηση του πρωθυπουργού να αναλάβει το υπουργείο Αμύνης ενώ η δικαιοσύνη διερευνούσε την εμπλοκή του γιού του -Ανδρέα- στον ΑΣΠΙΔΑ.

Ο Παπανδρέου θιγείς από την άρνηση του Βασιλέως υπέβαλε την παραίτησή του, που έγινε δεκτή αμέσως και ακολούθησε η παρωδία των κυβερνήσεων αποστασίας. Είχε αρχίσει πλέον η κατάρρευση της πολιτικής τάξεως της χώρας.

Παρεμπιπτόντως σημειώνεται ότι όταν το 1951, μετά την νίκη των Συντηρητικών, ο επανεκλεγείς πρωθυπουργός Ουΐστον Τσόρτσιλ υπέβαλε στον Βρετανό μονάρχη έναν κατάλογο υπουργών, όπου ο Ήντεν προορίζονταν ως αντιπρόεδρος της κυβερνήσεως, ο Βασιλεύς Γεώργιος ΣΤ΄ τον απέρριψε με το επιχείρημα πως δεν υπήρχε παρόμοιο προηγούμενο στην πολιτική ιστορία της Βρετανίας. Και ο Τσόρτσιλ, ο Πατέρας της νίκης του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, συνεμορφώθη.

Βεβαίως η Ελλάς δεν είναι Βρετανία. Η σύγκρουση με το Στέμμα προσδίδει αίγλη στους Έλληνες πολιτικούς. Την πρακτική αυτή εγκαινίασε ο Ελευθέριος Βενιζέλος, συγκρουόμενος αρχικώς με τον πρίγκηπα Γεώργιο στην Κρήτη και στη συνέχεια με τον Βασιλέα Κωνσταντίνο Α΄, με καταστροφικά αποτελέσματα για την Ελλάδα. Τον Βενιζέλο μιμήθηκε ο Κ. Καραμανλής, όταν ήρθε σε ρήξη με το Στέμμα, και εν τέλει ο Γ. Παπανδρέου. Όλως τυχαίως τόσο ο Καραμανλής όσο και ο Παπανδρέου είχαν αναδειχθεί πρωθυπουργοί με την παρέμβαση τουΒασιλέα Παύλου. Συμβαίνουν και αυτά στη χώρα μας.

Η φονική κομματική αντπαράθεση οδήγησε σε ανεξέλεγκτη ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνίας και ιδιαίτερα της νεολαίας. Η προσπάθεια του Στέμματος για μία προσέγγιση των ηγετών της ΕΡΕ και της Ενώσεως Κέντρου όταν εν τέλει ευδοκίμησε και εξαγγέλθηκε η ημερομηνία των εκλογών ήταν πλέον πολύ αργά. Και η χούντα των Συνταγματαρχών, που ήταν έτοιμη από καιρό, σε μία νύκτα κατέλαβε την εξουσία.

Κυβέρνηση της Δεξιάς, με πρωθυπουργό τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, ανέτρεψαν οι πραξικοπηματίες. Ουδέν είχε αντιληφθεί ο υπουργός Αμύνης, η ανώτατη ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων. Το κράτος είχε περιέλθη σε κατάσταση πλήρους αποσυνθέσεως, αλλά κανείς δεν αναζήτησε ευθύνες στους πολιτικούς που είχαν συντελέσει με κάθε τρόπο στην επελθούσαδιάλυση.

Η ευθύνη αποδοθηκε αποκλειστικά στον Βασιλέα Κωνσταντίνο διότι όρκισε την σπείρα των συνταγματαρχών. Και ήσαν πάρα πολλοί -ακόμη και πολέμιοι της μοναρχίας- που εξήραν τη στάση του Βασιλέα της Ισπανίας Χουάν Κάρλος όταν το 1981 εξεδηλώθη πραξικόπημα του αντισυνταγματάρχη Αντώνιο Τεχέρο, που φιλοδοξούσε να επιβάλει εκ νέου το καθεστώς του Φράνκο.

Μόνον που η ανάδειξη του Χουάν Κάρλος στο θρόνο προετοιμάσθηκε από τον Φράνκο και η ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων της Ισπανίας, που διαμορφώθηκε στα χρόνια του Φράνκο στήριξε τον Βασιλέα τα Ισπανίας. Αντίθετα ο Κωνσταντίνος ήταν μόνος, με υποταγμένη την στρατιωτική ηγεσία στη εξουσία των Συνταγματαρχών, απόλυτα απομονωμένος και πρακτικώς αδύνατον να εξουδετερώσει τους πραξικοπηματίες.

Το αποτυχημένο κίνημα του Κωνσταντίνου της 13ης Δεκεμβρίου το 1967 έχει αντιμετωπισθεί από πολλούς με χλεύη και ως «απόδειξη» της «ανικανότητος» του. Μόνον που ένας Βασιλιάς δεν είναι συνωμότης. Η αποτυχία του κινήματος οφείλεται στην ανικανότητα των στρατηγών, που είχαν αναλάβει να φέρουν σε πέρας το όλο εγχείρημα, να ελέγξουν τους υφισταμένους τους αξιωματικούς. Επρόκειτο για πλήρη ευτελισμό της ανωτάτης ηγεσίας του στρατεύματος. Υπεύθυνος αποκλειστικός εκ νέου εκρίθη ο Βασιλέας Κωνσταντίνος Β΄.

Τον Ιούλιο του 1973 ο Γ. Παπαδόπουλος οργάνωσε δημοψήφισμα, που φυσικά το κέρδισεκαι κήρυξε έκπτωτο τον Βασιλέα Κωνσταντίνο. Μία χούντα ακροδεξιών στρατιωτικών, που χρόνια τώρα υποδύονταν τους Ηρακλείς του Στέμματος, κατέλυσαν την Βασιλεία στην Ελλάδα.

Και όταν τελικώς κατέρρευσε η χούντα μετά το εγκληματικό πραξικόπημα στην Κύπρο, ήρθε για μία φορά ακόμη η ώρα του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Νέο δημοψήφισμα προκηρύχθηκε για τις 8 Δεκεμβρίου 1974 κάτω από παράδοξες συνθήκες. Δεν επετράπη στον Βασιλέα Κωνσταντίνο να επιστρέψει στην Ελλάδα, να υπερασπισθεί τον εαυτό του.

Απαγορεύθηκε στους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας να υποστηρίξουν την Βασιλευομένη Δημοκρατία. Και όλα αυτά όταν το σύνολο των βουλευτών και στελεχών των άλλων κομμάτων διέσχιζαν απ’ άκρου εις άκρον την Ελλάδα φορτώνοντας του τα δεινά της χώρας, από συστάσεως του ελευθέρου κράτους. Κάτωαπ΄αυτές τις συνθήκες είναι άξιο απορίας ότι το 30,8% εψήφισε υπέρ της Βασιλευομένης Δημοκρατίας. Έτσι λειτουργούν τα πολιτικά πράγματα στην Ελλάδα. Τί να κάνουμε..

Ο Κωνσταντίνος αποδέχθηκε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Απέρριψε ασυζητητί τις προτάσεις δημιουργίας φιλοβασιλικού κόμματος. Τού ήταν αποκρουστική η ιδέα να γίνει η αιτία ενός νέου διχασμού. Αλλά η ανασφάλεια των Ελλήνων πολιτικών δεν είχε όρια. Έτσι όταν το 1993 επισκέφθηκε την Ελλάδα με την οικογένειά του, επιστρατεύθηκαν οι ένοπλες δυνάμεις για να αναχαιτίσουν τους «εισβολείς.»

Αυτή η μοίρα επιφυλάχθηκε στον τελευταίο Βασιλέα Κωνσταντίνο, μιας Δυναστείας πουβασίλευσε άνω από 100 χρόνια στην Ελλάδα στην διάρκεια των οποίων η Ελλάδα εμεγαλύνθη και έγιναν και σφάλματα ασφαλώς που έμειναν για πάντα ωσάν όσοι διαχειρίσθηκαν τα δημόσια πράγματα, να είναι όλοι τους υποδειγματικά αλάνθαστοι.

Όταν στις 10-11 Οκτωβρίου 1862 έγινε η έξωση του Όθωνος και ανέλαβε τη διοίκηση προσωρινή κυβέρνηση, ο Κανάρης που απρόθυμα μετέσχε σε αυτή, αφού ανέγνωσε την αλληλογραφία του έκπτωτου μονάρχη ανέκραξε εκείνο το περίπτυστον «εβγάλαμεν τα μάτια μας». Ήταν άλλες οι εποχές εκείνες.

Ήταν ο Βασιλέας Κωνσταντίνος άνθρωπος αισιόδοξος, χαρούμενος, γοητευτικότατος αφηγητής όταν αναφερόταν στο παρελθόν, λάτρευε την Ελλάδα και τους «κανονικούς ανθρώπους» και όταν μια μέρα στις αρχές των μνημονίων διέσχιζε ένα οργισμένο πλήθος ανέργων διαδηλωτών κατευθυνόμενος στην είσοδο της «Μεγάλης Βρετανίας», όπου και διέμεινε, τους είπε αυθόρμητα χαμογελώντας, όπως πάντα, «και εμένα με απολύσανε.» Και τον καταχειροκροτούσαν με ενθουσιασμό. Δεν ήταν πλέον ο Μεγαλειότατος, ο απόμακρος Βασιλιάς με την στραταρχική στολή την φορτωμένη με παράσημα, και τα διαγγέλματα. Ήταν ένας πάσχων Βασιλεύς, που πλέον αναπαύεται εν ειρήνη.​​​​​​​​​​​​​​

ΚΩΣΤΑΣ ΙΟΡΔΑΝΙΔΗΣ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ