Ο Σαλβαδόρ Λούρια (13 Αυγούστου 1912 – 6 Φεβρουαρίου 1991) ήταν Ιταλός μικροβιολόγος και κάτοχος του Νόμπελ Ιατρικής για την πρωτοπόρο εργασία του με τους Μαξ Ντελμπρούκ και Άλφρεντ Χέρσεϊ στον τομέα της μοριακής βιολογίας.
Το πραγματικό του όνομα ήταν Σαλβατόρε Λούρια. Γεννήθηκε στο Τορίνο της Ιταλίας από μία εβραϊκής καταγωγής οικογένεια. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο. Εκεί συναντήθηκε με δύο ακόμη μελλοντικούς νομπελίστες: την Ρίτα Λέβι Μονταλτσίνι και τον Ρενάτο Ντουλμπέκο. Αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο το 1935.
Από το 1936 έως το 1937, υπηρέτησε στον ιταλικό στρατό σαν στρατιωτικός ιατρός. Στη συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα ραδιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης. Εκεί ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τις θεωρίες του Μαξ Ντελμπρούκ για το γονίδιο σαν μόριο άρχισε να διατυπώνει μεθόδους για τον έλεγχο της γενετικής θεωρίας μέσω των βακτηριοφάγων, ιοών που προσβάλλουν τα βακτήρια.
Το 1938, έλαβε υποτροφία για να σπουδάσει στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, όπου σκόπευε να συνεργαστεί με τον Ντελμπρούκ. Λίγο μετά τη λήψη του βραβείου το φασιστικό καθεστώς του Μπενίτο Μουσολίνι απέκλεισε τους Εβραίους από τις υποτροφίες για επιστημονική έρευνα . Χωρίς την απαραίτητη χρηματοδότηση για να εργαστεί είτε στις ΗΠΑ, είτε στην Ιταλία, ο Λούρια εγκατέλειψε την πατρίδα του και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι το 1938.
Καθώς τα ναζιστικά γερμανικά στρατεύματα έμπαιναν στη Γαλλία, ο Λούρια κατέφυγε με το ποδήλατό του στη Μασσαλία όπου και έλαβε βίζα μετανάστευσης για τις ΗΠΑ.
Ενασχόληση με τους φάγους
Ο Λούρια έφτασε στη Νέα Υόρκη στις 12 Σεπτεμβρίου του 1940 και σύντομα άλλαξε το όνομά του. Με τη βοήθεια του φυσικού Ενρίκο Φέρμι, που γνώρισε την περίοδο που βρέθηκε στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης, έλαβε υποτροφία από το Ίδρυμα Ροκφέλερ για το Πανεπιστήμιο της Κολούμπια. Σύντομα γνώρισε τους Ντελμπρούκ και Χέρσεϊ, με τους οποίους συνεργάστηκε σε πειράματα στο Εργαστήριο του Κολντ Σπρινγκ Χάρμπορ και στο εργαστήριο του Ντελμπρούκ στο Πανεπιστήμιο του Βάντερμπιλτ.
Το περίφημο πείραμά του με τον Ντελμπρούκ το 1943, γνωστό σαν Πείραμα των Λούρια και Ντελμπρούκ, απέδειξε στατιστικά ότι η κληρονομικότητα στα βακτήρια μάλλον ακολουθεί τους νόμους του Δαρβίνου και όχι του Λαμάρκ και ότι τα μεταλλαγμένα βακτήρια, τα οποία παρουσιάζονται τυχαία, μπορούν να έχουν ιογενή αντίσταση χωρίς την παρουσία του ιού.
Η θεωρία ότι η φυσική επιλογή επηρεάζει τα βακτηρία έχει σοβαρότατες συνέπειες, για παράδειγμα, εξηγεί πώς τα βακτήρια αναπτύσσουν ανθεκτικότητα στα αντιβιοτικά.
Από το 1943 έως το 1950, εργάστηκε στο Πανεπιστήμιο της Ινδιάνα. Ο πρώτος μεταπτυχιακό του φοιτητής ήταν ο Τζέιμς Γουάτσον, ο οποίος θα ανακάλυπτε με τον Φράνσις Κρικ τη δομή του DNA. Τον Ιανουάριο του 1947, ο Λούρια απέκτησε την αμερικανική υπηκοότητα.
Το 1950, μεταπήδησε στο Πανεπιστήμιο του Ιλλινόις. Ενώ μελετούσε το πως μία αποικία Escherichia Coli μπορούσε να εμποδίσει την αναπαραγωγή των φάγων, ανακάλυψε ότι ορισμένα βακτηριακά στελέχη παράγουν ένζυμα που κόβουν το DNA σε συγκεκριμένες αλληλουχίες. Αυτά τα ένζυμα είναι γνωστά σαν περιοριστικά ένζυμα και αναπτύχθηκαν σε ένα από τα κυριότερα όργανα της μοριακής βιολογίας.
Κατοπινό έργο
Το 1959, κατέλαβε την έδρα της μικροβιολογίας στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο Μασαχουσέτης (MIT). Εκεί, μετέφερε το κέντρο βάρους της έρευνάς του από τους φάγους στις κυτταρικές μεμβράνες και βακτηριοσίνες. Το 1963 στο Ινστιτούτο Παστέρ στο Παρίσι, ανακάλυψε ότι οι βακτηριοσίνες θέτουν σε κίνδυνο τη λειτουργία των κυτταρικών μεμβρανών. Επιστρέφοντας στη Μασαχουσέτη, το εργαστήριό του ανακάλυψε ότι οι βακτηριοσίνες το επιτυγχάνουν αυτό τρυπώντας τη μεμβράνη και επιτρέποντας σε ιόντα να περνούν μέσα από αυτές και να καταστρέφουν την ηλεκτροχημική κλίση των κυττάρων.
Το 1972, έγινε πρόεδρος του Κέντρου της έρευνας για τον καρκίνο του Τεχνολογικού Ινστιτούτου Μασαχουσέτης. Το τμήμα που ίδρυσε περιελάμβανε πολλούς μελλοντικούς νομπελίστες όπως ο Ντέιβιντ Μπάλτιμοουρ, ο Σουσούμου Τονεγκάουα, ο Φίλιπ Σαρπ και ο Ρόμπερτ Χόρβιτζ.
Πέρα από το βραβείο Νόμπελ, ο Λούρια εξέλαβε πλήθος βραβείων και βραβεύσεων. Έγινε μέλος της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ το 1960. Από το 1968 έως το 1969, διετέλεσε πρόεδρος της Αμερικανικής Ένωσης Μικροβιολογίας. Το 1969, βραβεύτηκε με το «Βραβείο Λουίζα Γκρος Χόρβιτς» από το Πανεπιστήμιο Κολούμπια μαζί με τον Μαξ Ντελμπρουκ. Βραβεύτηκε επίσης με το Εθνικό βραβείο Βιβλίου για το βιβλίο Life: the Unfinished Experiment. Έλαβε ακόμη το Εθνικό Μετάλλιο Επιστημών το 1991.
Σε όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του, ο Λούρια ασχολήθηκε με τα κοινά. Μαζί με τον Λίνους Πάουλινγκ διαμαρτυρήθηκαν το 1957 για τις δοκιμές των πυρηνικών όπλων. Ήταν εναντίον του Πολέμου του Βιετνάμ και υποστηρικτής του συνδικαλισμού.
Τη δεκαετία του 1970, αναμείχθηκε σε αντιπαραθέσεις για θέματά όπως η γενετική μηχανική, συνιστώντας μια συμβιβαστική θέση μέτριας εποπτείας και ρύθμισης και όχι την υπερβολική πλήρη απαγόρευση ή την πλήρη επιστημονική ελευθερία. Εξαιτίας της ανάμιξης του με τα κοινά, αποκλείστηκε από τη λήψη χρηματικής στήριξης από τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας για ένα μικρό διάστημα το 1969.
Πέθανε στο Λέξινγκτον της Μασαχουσέτης από καρδιακή προσβολή.