Η Μάχη του Βερολίνου ήταν η τελευταία μάχη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη. Διεξήχθη κατά το χρονικό διάστημα 16 Απριλίου έως 2 Μαΐου 1945, ανάμεσα στους Γερμανούς και τους Σοβιετικούς και είχε ως αποτέλεσμα την οριστική ήττα και παράδοση της Ναζιστικής Γερμανίας και το τέλος του πολέμου στην Ευρώπη.
Ο Μιχαήλ Μίνιν υπήρξε ο πρώτος σοβιετικός στρατιώτης που ύψωσε την κόκκινη σημαία με το σφυροδρέπανο στη στέγη της γερμανικής Βουλής (Ράιχσταγκ), κατά τη διάρκεια της Μάχης του Βερολίνου (16 Απριλίου – 2 Μαΐου 1945).
Δυνάμεις των Αντιπάλων
Σοβιετικοί΄2,500,000 στρατιώτες, 6.300 τεθωρακισμένα, 8.400 αεροσκάφη, 22.000 πυροβόλα
Γερμανοί: 500.000 στρατιώτες, 75.000 άτομα της Χιτλερικής Νεολαίας και δυνάμεις της Λαϊκής πολιτοφυλακής.
Λίγο πριν τη μάχη
Στις 3 Απριλίου 1945, ο Στάλιν μαζί με τον Γκεόργκι Ζούκοφ και τον Ιβάν Κόνιεφ, ύστερα από σύσκεψη και υποβολή των εισηγήσεων των δύο τελευταίων στον ηγέτη της ΕΣΣΔ, κατέστρωσαν τα τελικά σχέδια της μάχης του Βερολίνου. Στο τέλος της σύσκεψης αποφασίστηκε ως ημερομηνία έναρξης της μάχης του Βερολίνου η 16η Απριλίου. Η ημερομηνία αυτή αποτελούσε άκρως απόρρητη πληροφορία και για το λόγο αυτό ανακοινώθηκε στους δύο στρατάρχες προφορικά.
Ο Γκεόργκι Ζούκοφ και ο Ιβάν Κόνιεφ, έσπευσαν να μεταβούν στις διοικήσεις των μετώπων τους. Μολονότι το διάστημα που μεσολαβούσε έως την έναρξη της μάχης ήταν πολύ μικρό, έπρεπε απαραίτητα να χρησιμοποιηθεί για την αναδιοργάνωση και ενίσχυση των σοβιετικών δυνάμεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλές από τις μεραρχίες τυφεκιοφόρων του στρατάρχη Ζούκοφ, αριθμούσαν μόλις 3.200 άνδρες, τη στιγμή που η κανονική σύνθεση τους προέβλεπε 10.000 – 12.000 άνδρες.
Ο Κόκκινος Στρατός σε αριθμούς
Στις όχθες του ποταμού Όντερ, του τελευταίου φυσικού εμποδίου πριν από το Βερολίνο, παρατάχθηκαν τελικά 140 σοβιετικές μεραρχίες, κατανεμημένες σε 20 στρατιές, οι οποίες αριθμούσαν 1.593.800 άνδρες, 6.300 άρματα μάχης και 22.000 πυροβόλα διαφόρων διαμετρημάτων. Η τεράστια αυτή δύναμη κρούσης υποστηριζόταν από 8.400 αεροσκάφη.
Εναντίον του Βερολίνου επρόκειτο να επιτεθούν τρία σοβιετικά μέτωπα: το 1ο Μέτωπο της Λευκορωσίας υπό τον στρατάρχη Ζούκωφ, το 1ο Μέτωπο της Ουκρανίας υπό τον στρατάρχη Ιβάν Κόνιεφ και το 2ο Μέτωπο της Λευκορωσίας υπό τον στρατάρχη Κονσταντίν Ροκοσόφσκυ.
Οι Γερμανικές δυνάμεις σε αριθμούς
Έως τις αρχές Δεκεμβρίου του 1944, οι Σοβιετικοί είχαν ολοκληρώσει την κατάληψη της Πολωνίας και είχαν εισβάλει στην Ανατολική Πρωσία. Για την αντιμετώπισή τους οι Γερμανοί διέθεταν 99 ετοιμοπόλεμες μεραρχίες, ενώ άλλες 38, υπό τον στρατηγό Βάιλερ, βρίσκονταν στην Ουγγαρία, στα περίχωρα της Βουδαπέστης, που απειλείτο από τους Σοβιετικούς.
Οι επίλεκτες μονάδες των Waffen SS, μάλιστα, όπως η 1η Μεραρχία Πάντσερ «Leibstandarte Adolf Hitler», η 2η Μεραρχία «Das Reich» και η 3η Μεραρχία «Totenkopf», αντί να υπερασπίζονται τα πάτρια εδάφη, μάχονταν στο πλευρό των απρόθυμων και δύσπιστων Ούγγρων συμμάχων τους. Παρά τις παραινέσεις του στρατηγού Χάιντς Γκουντέριαν για αποστολή περισσότερων ενισχύσεων στο Ανατολικό Μέτωπο, ο Χίτλερ αποφάσισε να αποσύρει 62 μεραρχίες, τις οποίες χρησιμοποίησε στη μάχη του θύλακα των Αρδεννών, με αποτέλεσμα να παραμείνουν εκεί μόνο 37 μεραρχίες σύνθεσης.
Στις αρχές του 1945, μία γερμανική μεραρχία πεζικού αριθμούσε 10.500 άνδρες, ενώ μία μεραρχία πάντσερ αποτελείτο από 95 άρματα μάχης. Οι μονάδες, όμως, που έλαβαν μέρος στη μάχη του Βερολίνου ήταν στην πλειοψηφία τους καταπονημένες και μειωμένης σύνθεσης. Παρόλα αυτά, στις αρχές Μαρτίου, με διαταγή του Χίτλερ, δημιουργήθηκε η Ομάδα Στρατιών «Βιστούλας» (η ονομασία αυτή προκαλεί απορία, καθώς οι γερμανικές δυνάμεις απείχαν εκατοντάδες χιλιόμετρα από τον ποταμό Βιστούλα, το παλαιό σύνορο Πολωνίας-Πρωσίας). Ο σχηματισμός αυτός αποτελείτο από την 3η Στρατιά Πάντσερ, υπό τον στρατηγό Χάσο φον Μαντόιφελ, ο οποίος μετά τον Γκουντέριαν και τον Ρόμμελ, θεωρείτο ο καλύτερος ίσως στρατηγός τεθωρακισμένων του Γερμανικού Στρατού, ενώ στο παρελθόν είχε διοικήσει την επίλεκτη Μεραρχία «Grossdeutschland», και την 9η Στρατιά υπό τον τραχύ αλλά ικανό στρατηγό Τέοντορ Μπούσε. Διοικητής της Ομάδας Στρατιών «Βιστούλας» ήταν ο ικανότατος και με μεγάλη εμπειρία στο Ανατολικό Μέτωπο στρατηγός Γκόταρντ Χάινριτσι.
Στα νότια της Ομάδας Στρατιών «Βιστούλας» βρισκόταν η Ομάδα Στρατιών «Κέντρο», η οποία προστάτευε τη δίοδο προς τη νότια Γερμανία και τη Βαυαρία και τελούσε υπό τις διαταγές του ευνοούμενου στρατηγού του Χίτλερ, του σκληροτράχηλου αλλά με περιορισμένη στρατηγική αντίληψη στρατάρχη Φέρντιναντ Σαίρνερ.
Στην περιοχή του ποταμού Έλβα, απέναντι από τις εμπροσθοφυλακές των Αμερικανών, είχε παραταχθεί η 12η Στρατιά υπό τον στρατηγό Βάλτερ Βενκ, η οποία περιελάμβανε υπολείμματα διαφόρων μονάδων και αριθμούσε μόλις 55.000 άνδρες. Η στρατιά αυτή αποτελούσε την τελευταία ελπίδα του Χίτλερ για τη σωτηρία του Βερολίνου. Κατά τη διάρκεια της μάχης ο Φύρερ διέταξε τη 12η Στρατιά να σπεύσει προς ενίσχυση της φρουράς της πρωτεύουσας του Γ΄ Ράιχ, κάτι που δεν κατέστη δυνατό νωρίτερα από τις 2 Μαΐου 1945, όταν η μάχη είχε πλέον κριθεί υπέρ των Σοβιετικών.
Τα γεγονότα της Μάχης του Βερολίνου – Χρονοδιάγραμμα
16-19 Απριλίου 1945: Βομβαρδισμός του Βερολίνου από Σοβιετικά πυροβόλα και εκτοξευτές ρουκετών «Κατιούσα» (Katyusha), παράλληλα ξεκινά η επίθεση του 1ου και 2ου Λευκορωσικού Μετώπου.
20 Απριλίου 1945: Οι βομβαρδισμοί του Βερολίνου συνεχίζονται με αμείωτη ένταση, ενώ ο Χίτλερ από τις 16 Ιανουαρίου 1945 βρίσκεται στο καταφύγιό του στα υπόγεια της Καγκελαρίας με το επιτελείο του, τους πιστούς ακολούθους του και τη μέλλουσα σύζυγό του.
21 Απριλίου 1945: Ο Χίτλερ αναλαμβάνει ο ίδιος τη στρατιωτική διοίκηση του Βερολίνου. Αποφασίζει την οχύρωση της πόλης. Το Βερολίνο και τα προάστιά του χωρίστηκαν σε 8 τομείς άμυνας. Ο έλεγχος των 7 εσωτερικών τομέων ήταν υπό τις διαταγές του στρατηγού Χέλμουτ Βάϊτλινγκ, ενώ τον 8ο είχε αναλάβει ο υποστρατηγός (Brigadeführer) των SS Μόνκε (Wilhelm Mohnke). Οι μόνες διαθέσιμες δυνάμεις για την υπεράσπιση του Βερολίνου είναι η 18η και η 20η μεραρχία Γρεναδιέρων που αποτελούνταν από Γάλλους εθελοντές SS, η τεθωρακισμένη μεραρχία των SS Nordland που αποτελούνταν από Νορβηγούς εθελοντές SS, ένα τάγμα πεζικού της διαλυμένης Μεραρχίας των SS Καρλομάγνος (Γάλλοι εθελοντές), κατάλοιπα της Μεραρχίας «Αθούλ» (Ισπανοί εθελοντές) ενώ παράλληλα με αυτές τις δυνάμεις, υπήρχαν 8 τάγματα χαμηλής μαχητικότητας της Εθνοφυλακής (Volksturm) και μερικές χιλιάδες πλημμελώς εξοπλισμένων μελών της Χιτλερικής Νεολαίας.
22 Απριλίου 1945: Οι προφυλακές των Σοβιετικών βαδίζουν μέσα στο Βερολίνο, προετοιμάζοντας το έδαφος για την εισβολή των οκτώ στρατιών του Ζούκωφ και των 7 στρατιών του Κόνιεφ. Οι Σοβιετικοί ανέρχονταν σε 1.285.000 στρατιώτες, 14.600 πυροβόλα και 2.130 τανκς. Συντρίβει τις δυνάμεις των 5 πρώτων τομέων άμυνας του στρατηγού Χέλμουτ Βάιτλινγκ, το 3ο σώμα τεθωρακισμένων του στρατηγού Ρυμπάλκο με αποτέλεσμα να προελάσει 60 χιλιόμετρα μέσα σε λίγες μόνο ώρες.
23-28 Απριλίου 1945: Η προέλαση των Σοβιετικών συνεχίζεται συντρίβοντας όλες τις εναπομείνασες δυνάμεις αντίστασης των Γερμανών. Ο Χίτλερ ελπίζει ότι αν η στρατιά του Βενκ φύγει από τον Έλβα και έρθει στο Βερολίνο, ο Ζούκωφ θα συντριβεί. Στέλνει διαταγή στον Βενκ να βαδίσει στην πόλη, και να καταφέρει ένα αποφασιστικό χτύπημα στον Κόκκινο Στρατό, αλλά, αν και η διαταγή του επιδόθηκε από τον στρατάρχη Βίλχελμ Κάιτελ, δεν εκτέλεσε την εντολή του Χίτλερ για μια σειρά από στρατηγικούς λόγους.
Ο αρχηγός της γερμανικής πολεμικής αεροπορίας (Luftwaffe) Χέρμαν Γκαίρινγκ με μήνυμά του ζητά από τον Χίτλερ να του μεταβιβάσει τις εξουσίες του Φύρερ. Ο Χίτλερ γίνεται έξαλλος και διατάσσει τη σύλληψη του με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας και ακολουθεί ο αρχηγός της SS Χάινριχ Χίμλερ. Στις 28 Απριλίου ο Χίτλερ μαθαίνει ότι ο Μπενίτο Μουσολίνι εκτελέστηκε από Ιταλούς αντιφασίστες και, μη θέλοντας να πέσει ζωντανός στα χέρια των Σοβιετικών, αποφασίζει την αυτοκτονία του.
30 Απριλίου 1945: Οι Σοβιετικοί έχουν φτάσει σε απόσταση αναπνοής από την Καγκελαρία, και παράλληλα πολιορκείται και το Ράιχσταγκ. Στις 3:30΄ το μεσημέρι, ο Χίτλερ και η σύζυγός του Εύα Μπράουν αυτοκτόνησαν, η μεν Μπράουν με κάψουλα υδροκυανίου, ο δε Χίτλερ αυτοπυροβολήθηκε στον κρόταφο. Τα πτώματα τους κάηκαν και ό,τι απέμεινε τάφηκε στον κήπο της Καγκελαρίας στον λάκκο που είχε ανοίξει μια οβίδα.
Η ύψωση της Σοβιετικής σημαίας στο Ράιχσταγκ
Το βράδυ της 30ης Απριλίου γύρω στις 22:50 μια μικρή ομάδα Σοβιετικών λοχιών ανεβαίνουν στην ταράτσα του κτιρίου και υψώνουν τη Σοβιετική σημαία, ο λοχίας που τοποθέτησε τη σημαία σε ένα από τα αγάλματα της ταράτσας του Ράιχσταγκ ήταν ο Μιχαήλ Μίνιν. Η σκηνή επαναλήφθηκε την επόμενη μέρα, 1η Μαΐου, για να εκδοθεί σε φωτογραφία με άλλους πρωταγωνιστές.
Ο επίλογος της Μάχης του Βερολίνου
Η μάχη του Βερολίνου τελείωσε με παράδοση της πόλης στους Σοβιετικούς, με τεράστιες απώλειες και για τις δύο πλευρές.
Αναλυτικά:
Σοβιετικοί
Νεκροί: 78.291
Τραυματίες: 274.184
Συνολικά: 352.475
Γερμανοί
Νεκροί: 92.000 – 100.000 στρατιώτες
Τραυματίες: 220.000 στρατιώτες
Αιχμάλωτοι: 479.298
Άμαχοι
Επιπλέον 95.000 Βερολινέζοι έχασαν τη ζωή τους, εκ των οποίων 11.000 υπέστησαν καρδιακή προσβολή και 6.400 αυτοκτόνησαν. Όσον αφορά στο ζήτημα βιασμών των Γερμανίδων από τον Σοβιετικό στρατό, φέρεται ότι η πλειονότητα των επιθέσεων έγινε στη σοβιετική ζώνη κατοχής με πολύ υψηλό αριθμό βιασμών. Φωτογραφίες γυναικών που βιάστηκαν ή σκοτώθηκαν αναφέρεται ότι εκτίθεντο σε δημόσια θέα. Ωστόσο, Ρώσοι ιστορικοί θεωρούν πως αν και υπήρξαν περιπτώσεις τέτοιων υπερβολών, ο Κόκκινος Στρατός στο σύνολό του χειρίστηκε με σεβασμό τον γερμανικό πληθυσμό.
Στο Taken by Force, ο J. Robert Lilly αναφέρει επίσης υψηλό αριθμό βιασμών στο Βερολίνο και στη Γερμανία γενικότερα από τους Αμερικανούς στρατιώτες, πολλοί από τους οποίους έγιναν ομαδικά υπό την απειλή όπλων. Αναφορές βιασμών έγιναν και για τους Βρετανούς και τους Γάλλους στρατιώτες των δυνάμεων κατοχής.
Η Γερμανία συνθηκολόγησε άνευ όρων στις 8 Μαΐου 1945.
Μιχαήλ Μίνιν
Ο Μιχαήλ Μίνιν (Mikhail Minin) γεννήθηκε το 1922 στην πόλη Βανίνο της ρωσικής Άπω Ανατολής. Τον Ιούνιο του 1941 κατατάχθηκε εθελοντής στον Κόκκινο Στρατό και πολέμησε τους Ναζί στο Λένινγκραντ, όπου τραυματίστηκε. Μετά την αποθεραπεία του, ακολούθησε τη μονάδα του ως το Βερολίνο.
Στις 30 Απριλίου 1945, μέρα της αυτοκτονίας του Χίτλερ, ο λοχίας Μίνιν ήταν μεταξύ των πρώτων που εισέβαλαν στο κτίριο του Ράιχασταγκ και ο πρώτος που ύψωσε τη σοβιετική σημαία με το σφυροδρέπανο στη στέγη του, μαζί με τους λοχίες Ζαγκίτοφ, Μπαμπρόφ και Λισιμένκο. Το ρολόι εκείνη την ώρα έδειχνε 22:40, αλλά δεν βρέθηκε μία κινηματογραφική ή φωτογραφική κάμερα να απαθανατίσει και να πιστοποιήσει τη σκηνή. Η ιστορική φωτογραφία του Χαλντέι τραβήχτηκε δύο μέρες αργότερα.
Την εντολή για την ανύψωση ακόμη κι ενός κόκκινου πανιού στο εμβληματικό κτίριο του Βερολίνου την είχαν δώσει οι ανώτεροί του (ίσως ο στρατάρχης Ζούκοφ), ως σύμβολο της νίκης των Σοβιετικών, παρά τη διαταγή του Στάλιν να μην αναρτηθεί καμία σημαία πριν από την 1η Μαΐου. Ίσως γι’ αυτό το λόγο ο Μίνιν και οι τρεις συμπολεμιστές του (Ζαγκίτοφ, Μπαμπρόφ, Λισιμένκο), παρότι είχαν προταθεί δεν τιμήθηκαν με τον κορυφαίο τίτλο του Ήρωα της Σοβιετικής Ένωσης και δεν παρέλαβαν ποτέ το αστέρι που τον συνοδεύει.
Στην επίσημη ιστοριογραφία δεν αναφερόταν πουθενά το όνομά του και η συμμετοχή του στη μάχη του Βερολίνου. Η ταυτότητά του έγινε γνωστή μόλις πριν από λίγα χρόνια, έπειτα από σχετική έρευνα του Ινστιτούτου Ιστορίας του ρωσικού υπουργείου Άμυνας.
Τις τιμές και τη δόξα έκλεψαν οι στρατιώτες που εισήλθαν την επομένη μέρα στο Ράιχσταγκ και ύψωσαν επισήμως τη σημαία της Σοβιετικής Ένωσης στο ψηλότερο σημείο του κτιρίου. Τη σκηνή απαθανάτισε με τον φακό του ο Γεβγκένι Χαλντέι, σε μία από τις ιστορικότερες φωτογραφίες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (2 Μαΐου 1945). Στη φωτογραφία δεν εικονίζεται, όπως γενικώς πιστεύεται, ο Μίνιν, αλλά ο γεωργιανός λοχίας Μελίτων Καντάρια, συμπατριώτης του σοβιετικού ηγέτη.
Μετά τον πόλεμο, ο Μίνιν συνέχισε τη θητεία του στο στρατό και το 1969 αποστρατεύτηκε με τον βαθμό του συνταγματάρχη. Από τότε και ως τον θάνατό του στις 10 Ιανουαρίου 2008, έζησε στην πόλη Πσκοφ της Δυτικής Ρωσίας.