Παράλληλες Πολιτικές Πραγματικότητες στο Κβαντικό μας Πολιτικό Σκηνικό

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Βασίλης Δημ. Χασιώτης

«Αλλά οι κεφαλές, για όνομα του Θεού, οι κεφαλές. τους συλλογίζεσαι κι έχεις όρεξη για κλάματα. Τώρα έγινε ό,τι έγινε και τίποτε δεν μπορεί ν’ αλλάξει όσο να λευτερωθεί ο τόπος. Η μόνη παρηγοριά είναι ότι, σαν φτάσουμε στο τέλος της μεγάλης περιπέτειας, όλοι ετούτοι θα έχουν σαρωθεί από εκείνους που ζούνε το σημερινό δράμα της σκλαβιάς. Εκείνους που, καθώς φαντάζομαι, θα είναι σε θέση να μιλήσουν τη λαλιά της Ελλάδας.»
Γιώργος Σεφέρης

(Χάγκεν Φλάϊσερ : Στέμμα και Σβάστικα, Η Ελλάδα της Κατοχής και της Αντίστασης, 1941-1944, εκδ. ΤΟ ΒΗΜΑ, Αθήνα, 2009, Τόμος Α΄, σελ. 190)

Ο Πλάτων, στο 7ο Βιβλίο της «Πολιτείας» του, παραθέτει την αλληγορία του Σπηλαίου, για να υπογραμμίσει τις συνέπειες της απουσίας της γνώσης (σαν αποτέλεσμα της έλλειψης παιδείας) αλλά και της ευθύνης των ηγετών (που στη προκειμένη περίπτωση είναι οι φιλόσοφοι) προκειμένου να βγάλουν από τον κόσμο των ψευδαισθήσεων τον κόσμο και να τον φέρουν στον «πραγματικό» κόσμο του φωτός.

Όπως σε όλα τα σπήλαια, όταν εισέρχεσαι αφήνεις πίσω σου το φως της ημέρας και βρίσκεσαι σε ένα χώρο στον οποίο εκείνο που αποτελεί συστατικό στοιχείο του περιβάλλοντός του, είναι η απουσία του (φυσικού) φωτός, του «ήλιου», υποθέτοντας ασφαλώς, πως μιλάμε για ένα σπήλαιο μέσα στο οποίο δεν υπάρχει καμία άλλου είδους δίοδος (π.χ. ρωγμές ή άλλα ανοίγματα) εισόδου του φωτός του ήλιου.

Όμως, το Σπήλαιο του Πλάτωνα (που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της γης και που συνδέεται με την έξοδό του, πάνω στην επιφάνεια της γης, μέσω ενός δύσβατου μονοπατιού) είναι κάπως «διαρρυθμισμένο» για τις ανάγκες της αλληγορίας. Πρώτα απ’ όλα μέσα σ’ αυτό βρίσκονται κάποιοι άνθρωποι, (οι δεσμώτες), οι οποίοι ποτέ τους δεν βρέθηκαν εκτός του σπηλαίου, και επομένως ποτέ τους δεν αντίκρισαν το «πραγματικό» φως του ήλιου. Αντ’ αυτού, εκείνο που αντικρίζουν, στο βάθος του σπηλαίου, είναι διάφορες σκιές. Οι άνθρωποι αυτοί, ουσιαστικά, είναι καταδικασμένοι να βλέπουν μόνο τις σκιές, χωρίς καμία δυνατότητα να μπορούν να στρέψουν το κεφάλι τους προς τα πίσω, προς την κατεύθυνση της εισόδου της σπηλιάς και επομένως προς την κατεύθυνση του φωτός του ήλιου. Για να εξασφαλιστεί πως δεν μπορούν να στρέψουν το κεφάλι τους προς τα πίσω, είναι αλυσοδεμένοι από τα πόδια και το λαιμό. Οι σκιές τώρα, που βλέπουν μπροστά τους, οι οποίες αναπαριστάνουν διάφορα αντικείμενα, όπως οι φιγούρες στα γνωστά μας θέατρα σκιών, αυτές είναι δημιουργήματα άλλων ανθρώπων, (των θαυματοποιών), οι οποίοι έχουν σαν αποστολή τους, να διατηρούν τους δεσμώτες στη κατάσταση της άγνοιας. Για τη δημιουργία των σκιών, οι θαυματοποιοί έχουν υψώσει ένα μικρό τοίχος παράλληλα προς την είσοδο της σπηλιάς, που χωρίζει τον θάλαμο των δεσμωτών από την δίοδο εξόδου της σπηλιάς ενώ μια φωτιά καίει πίσω από το τοίχος και σε ύψος λίγο παραπάνω απ’ αυτό, έτσι ώστε, οι θαυματοποιοί, να μπορούν να προβάλουν τις φιγούρες τους ως σκιές, (χωρίς οι ίδιοι να φαίνονται), και να παράγουν ήχους ή ομιλίες ανάλογα με το τι παριστούν οι σκιές (π.χ., ζώα ή ανθρώπους), ακριβώς στην απέναντι πλευρά του σπηλαίου, προς την οποία είναι υποχρεωμένοι να κοιτούν οι δεσμώτες. Αυτές οι σκιές και οι φωνές τους, τις οποίες οι θαυματοποιοί δίνουν και διάφορα ονόματα, είναι οι μόνες παραστάσεις που οι δεσμώτες γνωρίζουν ως πραγματικότητα, και αγνοούν την ύπαρξη του κόσμου εκτός της σπηλιάς. Τώρα, αν τύχαινε και κάποιος δεσμώτης μπορούσε να ελευθερωθεί και να δραπετεύσει στον «πάνω» κόσμο, έξω από τη σπηλιά, ασφαλώς και θα χρειάζονταν κάποιο χρόνο προκειμένου να απαλλαγεί από την προηγούμενη εμπειρία του τον κόσμο των σκιών στο σπήλαιο, και να αρχίσει να αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα έξω από τη σπηλιά. Κι αν τώρα, αποφάσιζε να επιστρέψει στη σπηλιά για να περιγράψει στους πρώην συνδεσμώτες του την πραγματικότητα που αυτός ανακάλυψε και βίωσε έξω από τη σπηλιά, τότε, είναι πολύ πιθανό, να αντιμετώπιζε από τους υπόλοιπους δεσμώτες, την χλεύη και την αμφισβήτηση, μιας και γι΄ αυτούς, η μόνη γνωστή τους πραγματικότητα είναι αυτή των σκιών που τους προβάλουν οι θαυματοποιοί του σπηλαίου. Είναι ο δύσκολος δρόμος των ηγετών.
Ασφαλώς η παραπάνω περιγραφή του πλατωνικού σπηλαίου δεν είναι πλήρης, όμως, εδώ εστιάζουμε σε ό,τι μας είναι χρήσιμο για τις ανάγκες του παρόντος άρθρου. Η αλληγορία του πλατωνικού σπηλαίου, έχει αποτελέσει αντικείμενο εμβριθών φιλοσοφικών και όχι μόνο αναλύσεων, του δύσκολου και αμφίρροπου αγώνα του ανθρώπου για να κατακτήσει το αγαθό της γνώσης και της αλήθειας αλλά και εκείνων που αντιμάχονται την προσπάθεια αυτή.
Κάθε λαός και κάθε χώρα, θα έλεγα ότι διαθέτουν το δικό τους «Σπήλαιο», εντός του οποίου, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, ενδημούν κάθε είδους «εθνικές σκιές» και «εθνικές ψευδαισθήσεις». Σε άλλες χώρες περισσότερο, αλλού λιγότερο. Όμως, με εξαίρεση εκείνους τους λαούς και εκείνες τις εθνικές ηγεσίες που έχουν ήδη εναποθέσει τις ελπίδες και τα οράματά τους σε τρίτους, οι υπόλοιποι, γνωρίζουν πολύ καλά την σκληρή πραγματικότητα : πρώτα εσύ θα σώσεις τον εαυτό σου, διαφορετικά, κανείς «ξένος» δεν θα το κάνει αυτό για λογαριασμό σου. Στη πολιτική και κυρίως στη διεθνή πολιτική ιεραπόστολοι δεν υπάρχουν.
Όμως, τρεχόντως, ποιο είναι το δικό μας, «Σπήλαιο», ποιος είναι ο δικός μας κόσμος των «Εθνικών μας Σκιών», των «Εθνικών μας Ψευδαισθήσεων»;
Σημειώστε αυτό το «τρεχόντως», διότι ιστορική αναδρομή στα ζητήματα αυτά, είναι αδύνατη στα πλαίσια ενός άρθρου, έστω και υπό την μορφή του «αδρού περιγράμματος», πόσο μάλλον, όταν ακόμα και στα πλαίσια της «τρέχουσας πραγματικότητας», η αναφορά μας και πάλι δεν μπορεί παρά να φέρει το χαρακτηριστικό του «αδρού» και του «ενδεικτικού».
Στο δικό μας εθνικό «Σπήλαιο», πράγματι υπάρχουν «δεσμώτες», «θαυματοποιοί» και ασφαλώς «σκιές».
Σημειώστε πως, κατά την προσωπική μου πάντοτε άποψη περί τα πράγματα, εξ ορισμού, εδώ ενδημούν δύο «πραγματικότητες». Μια φαντασιακή, αυτή των δεσμωτών και μια πραγματική, αυτή των θαυματοποιών, οι οποίοι γνωρίζουν τον κόσμο των ψευδαισθήσεων που αποτελεί την «πραγματικότητα» των δεσμωτών, όπως γνωρίζουν και την ύπαρξη του «έξω» όντως πραγματικού κόσμου. (Οι φιλοσοφικές, και όχι μόνο, προσεγγίσεις αυτού του «όντως πραγματικού», δεν θα μας απασχολήσουν εδώ προκειμένου να εστιάσουμε στην συμβατική αντίληψη του τι είναι και τι δεν είναι «πραγματικό». Αφού ορίσουμε το τι είναι ψευδαίσθηση, στο επίπεδο της κοινής αντίληψης περί αυτήν, αίσθηση είναι το αντίθετό της).
Αυτές οι δύο «πραγματικότητες», υπάρχουν ταυτόχρονα και εξελίσσονται παράλληλα.
Ο κόσμος των Σκιών των δεσμωτών, είναι για τους Δεσμώτες τόσο «αυτονοήτως» πραγματικός όσο πραγματικός είναι ο κόσμος του Φωτός έξω από το Σπήλαιο. Οι δύο κόσμοι, μπορεί να συνυπάρχουν αγνοώντας ο ένας την ύπαρξη του άλλου, για διάφορους λόγους, (π.χ., ένας είναι αυτός που και στην αλληγορία του Σπηλαίου του Πλάτωνα αναφέρεται, η «απαιδευσία» των Δεσμωτών που υπογραμμίζει ταυτόχρονα και την αποστολή του ηγέτη (φιλοσόφου εν προκειμένω) να οδηγήσει μέσω της παιδείας τους Δεσμώτες «έξω» στο «πραγματικό φώς»), όμως, οι παραπάνω δύο παράλληλες πραγματικότητες, μπορεί και να συναντώνται που και που ή ακόμα και να συμπίπτουν και συμπορεύονται ως «ενιαία» αίσθηση της πραγματικότητας, για κάποιο χρόνο, (από λίγο έως πολύ), οπότε εκεί, μέσα σε μια κατάσταση ανείπωτης σύγχυσης, εκείνο που επικρατεί, είναι ο κόσμος της καθολικής ψευδαίσθησης. Τώρα, το ότι τόσο ο Κόσμος των Δεσμωτών όσο και ο «έξω» Κόσμος που ζει στο «Φως», μπορεί εν τούτοις, και οι δύο να βρίσκονται σε ένα καθεστώς ψευδαισθήσεων, κι αυτό αποτελεί μια εκδοχή καθόλου απίθανη, ίσως μάλιστα το αντίθετο. Στη τελευταία αυτή περίπτωση, τούτο οφείλεται στο πώς εννοιολογεί και αντιλαμβάνεται ο καθείς την «πραγματικότητα», ή υπάρχει και το ενδεχόμενο αντιστροφής της πραγματικότητας, δηλαδή, το να «βλέπεις» το «Φως» δεν σημαίνει πως αντιλαμβάνεσαι και το περιεχόμενο και τη σημασία του, όπως και το να «βλέπεις» «Σκιές», δεν σημαίνει πως δεν υποψιάζεσαι πως «κάτι» δεν πάει καλά με την μονότονα «σκιερή» πραγματικότητα.
Στη χώρα μας, και όχι μόνο αυτή, αλλά, είναι αυτή που εδώ μας ενδιαφέρει, εδώ και πολλά χρόνια, με αποκορύφωση πάντως την προηγούμενη δεκαετία και δώθε, νομίζω ότι δεν υπερβάλλω, αν ισχυριστώ, πως ο ελληνικός λαός, βρίσκεται μέσα στο Σπήλαιο των Σκιών, των Ψευδαισθήσεων, στο ρόλο του Δεσμώτη.
Όμως, σε αντίθεση με το Σπήλαιο του Πλάτωνα, εδώ, οι Δεσμώτες, έχουν συναίσθηση της πραγματικότητάς τους, πράγμα που οδηγεί στο βασίλειο του παραλόγου, διότι δεν είναι μακράν ο χρόνος, που ζούσαν πολύ πιο ανθρώπινα, και ασφαλώς, δεν γεννήθηκαν μέσα στο Σπήλαιο, αλλά οδηγήθηκαν σ’ αυτό, κι αυτή η Κάθοδος, είναι νωπή στη μνήμη τους. Μάλιστα δε, οι «αλυσίδες» που τούς έχουν περάσει στο λαιμό και στα πόδια, ώστε να μην μπορούν να γυρίζουν το πρόσωπό τους προς το «Φως», μπήκαν με τη δική τους βούληση, αφού επέλεξαν εκείνους του ηγέτες, που δεν τους υπόσχονταν τίποτα άλλο παρά το ότι θα τους αλυσόδεναν, για το δικό τους καλό ασφαλώς. Αυτό το τελευταίο, ήταν που τελικώς οι Δεσμώτες αποδέχτηκαν ως μια αναγκαιότητα σε βάρος τους.
Πώς όμως έγινε αυτό; Εδώ μπαίνουμε στη σημασία των «Σκιών» που προβάλλονταν κι εξακολουθούν να προβάλλονται μέσα στη Σπηλιά μπρος τα μάτια των Δεσμωτών. Οι «Σκιές» αυτές, που προβάλλονται στα πλαίσια ενός καλά μελετημένου σεναρίου στο Θέατρο των Ψευδαισθήσεων, έργο επιστημονικής προπαγάνδας που επαναλαμβάνει συνεχώς τα ίδια και ίδια επιχειρήματα, που ενισχύουν ή προσπαθούν να ενισχύσουν το αίσθημα αυτοενοχοποίησης των Δεσμωτών, για τα δεινά της Χώρας τους αλλά και των ιδίων, το λογαριασμό των οποίων καλούνται τώρα, «δικαίως» να πληρώσουν, παράλληλα δε, επιχειρούν να δημιουργήσουν μια θετική προοπτική που θα ξεπηδήσει από τη «κοινή προσπάθεια». Βέβαια, εδώ έχουμε το παράδοξο, που προκύπτει από τις δημοσκοπήσεις. Αυτός ο ίδιος λαός, που με τη συγκατάθεσή του, (μέσω των εκλογών), κατέστησε παντοδύναμο κοινοβουλευτικά το Μνημονιακό Τόξο, και που το έδωσε την «δημοκρατική νομιμοποίηση» να τον αλυσοδέσουν, είναι αυτός ο ίδιος λαός, που αμφισβητεί σε πολύ μεγάλο ποσοστό, και την λογική των Μνημονίων, αμφισβητεί ότι συμμετείχε στα μεγάλα «πάρτι» που μοιράζονταν δισεκατομμύρια και που, όπως ισχυρίζεται η Μνημονιακή πλευρά, και, όπερ και σπουδαιότερο, είναι αυτός ο ίδιος λαός, που αμφισβητεί, τόσο την ικανότητα όσο και την ηθική ακεραιότητα του Παλαιοκομματισμού, που αποτελεί το σταθερό Σύστημα Πολιτικής Εξουσίας της χώρας, αλλά, ταυτόχρονα, να τον επιβραβεύει και κυρίως να τον ενισχύει, αναγορεύοντάς το σε «θαυματοποιό» για να χρησιμοποιήσω την πλατωνική αλληγορία.
Έτσι, μέσα σ’ αυτό το Σπήλαιο των Εθνικών μας Σκιών, των Εθνικών μας Ψευδαισθήσεων, ο Δεσμώτης ελληνικός λαός, φαίνεται πως δεν έχει καν την διάθεση της απόδρασης, αν κρίνουμε τις πολιτικές του επιλογές. Από την άλλη, αυτό που αποκαλείται «Ηγεσία» στο επίπεδο της πολιτικής εξουσίας, δεν είναι παρά η «Ηγεσία» του Παλαιοκομματισμού, με ό,τι αυτό σημαίνει, και σημαίνει, πάνω απ’ όλα, πως απλά, εδώ, δεν υπάρχει «Ηγεσία» που να είναι αντάξια των απαιτήσεων του Έθνους, της Δημοκρατίας, της Πατρίδας. Διότι η «Κρίση» που «επισήμως» εκδηλώθηκε το 2010, μόνο δημοσιονομική δεν ήταν. Ο δημοσιονομικός της χαρακτήρας, δεν αποτελούσε παρά την κορυφή του παγόβουνου της ενδημούσας πριν τη δεκαετία του 2010 απαξίωσης του πολιτικού συστήματος και ιδίως αυτό της εξουσίας, μια απαξίωση πολύπλευρη και πολυεπίπεδη, μια απαξίωση καθολική, που μόλυνε ο,τιδήποτε έρχονταν σε επαφή μαζί της, πλήρως υποταγμένο σε Κέντρα έξω από τη Χώρα, και ιδίως στο Βερολίνο, που είχε αναλάβει την άλωση της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Εθνικής (Δημόσιας και Ιδιωτικής) Οικονομίας, την αποσάθρωση της Κοινωνικού Κράτους, τον ευτελισμό της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Αυτές οι παράλληλες πολιτικές «πραγματικότητες», εγκαθιδρύουν μια άλλη πραγματικότητα, αυτή των Ψευδαισθήσεων και του Παραλόγου. Όλο αυτό το πλέγμα της γνώσης των Δεσμωτών, του λαού δηλαδή, πως είναι θεατής ενός μονότονου έργου που βλέπει εδώ και δεκαετίες, με τους ίδιους και ίδιους συντελεστές, με τους ίδιους και ίδιους πρωταγωνιστές, με τους ίδιους και ίδιους σεναριογράφους, με το ίδιο πάντα σκηνικό, όλο αυτό το πλέγμα των διαχρονικών αρών των Δεσμωτών κατά των ίδιων των πολιτικών του ηγεσιών που τις θεωρούν υπεύθυνες για τις αλυσίδες τους, τις θεωρούν ανεπαρκείς και πολιτικά αμοραλιστικές, αλλά ταυτόχρονα, είναι οι ίδιοι αυτοί οι Δεσμώτες που επιλέγουν αυτές τις ηγεσίες που ούτε όραμα, ούτε ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον είναι σε θέση να τους προσφέρουν, είτε διότι δεν μπορούν είτε διότι απλά δεν διαθέτουν τέτοια οράματα και ελπίδες συμβατά με τις προσδοκίες των Δεσμωτών, αν όλα τα παραπάνω ισχύουν, τότε ζούμε ως λαός, ταυτόχρονα σε διαφορετικές πραγματικότητες, σε ένα κβαντικό πολιτικό σύστημα, όπου, όπως συμβαίνει στη κβαντική φυσική, μπορείς ταυτόχρονα να υπάρχεις κι εδώ κι εκεί, να περιφέρεσαι γύρω από ένα πυρήνα σε διαφορετικές τροχιές ταυτόχρονα, και να βιώνεις ταυτόχρονα παράλληλες πολιτικές ζωές, όπου φανταστικό, πραγματικό, ψευδαίσθηση και παράλογο, όπως και αν τα ορίσεις, δεν εναλλάσσονται απλά αλλά συνυπάρχουν στο Εθνικό μας Σπήλαιο.
Ως λαός φαίνεται να επιδοκιμάζουμε και ταυτόχρονα να αποδοκιμάζουμε τις ίδιες μας τις επιλογές.
Ως λαός φαίνεται να επιλέγουμε ως πραγματικότητα το Θέατρο Σκιών του οποίου όμως την πραγματικότητα αμφισβητούμε την ίδια στιγμή.
Υμνούμε ό,τι κοροϊδεύουμε και ό,τι θεωρούμε ανάξιο να εξυμνηθεί.
Ακολουθούμε ηγέτες τους οποίους όμως δεν θεωρούμε ηγέτες.
Εναποθέτουμε τις ελπίδες μας και τα οράματά μας σε ένα πολιτικό σύστημα εξουσίας, του οποίου οι ελπίδες και τα οράματά του, αν διαθέτει, δεν εφάπτονται καν με εκείνα των Δεσμωτών.
Εναποθέτουμε εν τέλει την ίδια τη ΖΩΗ μας, σε ένα πολιτικό σύστημα εξουσίας, που μόλις λίγα χρόνια πριν, με τα Μνημόνια, έδειξε πόσο φτηνά την κοστολογεί.
Αν όμως, υπάρχει ίχνος αλήθειας σε ό,τι παραπάνω ισχυριζόμαστε, τότε ως Έθνος, ως Λαός, ως Κοινωνία, ως Δημοκρατία και ως Χώρα, πρέπει να αναζητήσουμε εκ νέου τους προσανατολισμούς μας, να ανακαλύψουμε τους χαμένους ορίζοντές μας, τον βηματισμό μας, να ξαναχαράξουμε την πορεία μας.
Πώς θα γίνει αυτό;
Αυτό όμως το ερώτημα, δεν μπορεί να απαντηθεί με μια λέξη ή με μια πρόταση μονάχα.
Ένα είναι όμως βέβαιο : πως δεν θα μπορέσουμε για πολύ ακόμα να βρισκόμαστε χωρίς σοβαρές συνέπειες ταυτόχρονα και στη τροχιά των ψευδαισθήσεων και στη τροχιά της πραγματικότητας, και στον κόσμο των σκιών και στο κόσμο του φωτός. Μια συνέπεια αυτής της κβαντικής μας συμπεριφοράς, την ζήσαμε και εξακολουθούμε να τη ζούμε από ανάλογες επιλογές μας κατά το παρελθόν που μας οδήγησαν στο Μνημονιακό Καθεστώς το 2010.
Αν συνεχίσουμε έτσι, σίγουρα προετοιμάζουμε το επόμενο «2010». Και ο πλέον ασφαλής τρόπος για να αποφύγουμε ένα νέο «2010», ασφαλώς και δεν είναι να έχουμε στο τιμόνι του πλοίου τους ίδιους αξιωματικούς που το έριξαν στις ξέρες λίγα χρόνια πριν.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ