Αριστοτέλης Βαλαωρίτης – Ευθύμιος Βλαχάβας

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879) ήταν επικός ποιητής του αρματολισμού – ένας από τους πιο διακεκριμένους Επτανήσιους ποιητές του 19ου αιώνα-και πολιτικός. Ο Βαλαωρίτης χαρακτηρίστηκε εθνικός ποιητής, καθώς ύμνησε με επικά χαρακτηριστικά των αγώνα τον επαναστατημένων Ελλήνων. Επιπλέον, ασχολήθηκε ενεργά και με την πολιτική, αφού έγινε βουλευτής της «Ιονίου Πολιτείας» και για μια περίοδο επτά ετών πάλεψε για την ελευθερία των Επτανήσων.

Ο Βαλαωρίτης ήταν μια από τις σημαντικότερες μορφές της ελληνικής λογοτεχνίας τον 19ο αιώνα και πέρασε μια ζωή με πολλές περιπέτειες. Στην ελληνική γραμματεία έχει αφήσει το στίγμα του ποιητή που ύμνησε τον αγώνα των αρματωλών και ήταν ένας από τους κυριότερους εκφραστές της επτανησιακής σχολής.

Μνημόσυνα (1857) και έτερα ποιήματα

ΤΑ ΔΥΟ ΒΟΥΝΑ
Βλαχάβα, ποιὸς σ’ ἐγέννησε, ποιὰ μάνα, ποιὸς πατέρας!
…………………………………………………………………………….
Ὁ Ὄλυμπος ἀγάπησε τὴν ὄμορφη τὴν Ὄσσα,
τὴν Ὄσσα τὴν περήφανη τὴν πολυγυρεμένη.
Χρόνους πολλοὺς τὴν ἔβλεπε μ’ ἐρωτεμένο μάτι
κ’ ἐκείνη σὰν κ’ ἐντρέπεται καὶ σὰν καὶ τὸν φοβᾶται.

Μιὰ νύχτα ἦταν ἄνοιξι, χαρὰ Θεοῦ, γαλήνη·
λάμπουν τἀστέρια τοὐρανοῦ, τὸ φῶς τους τρεμουλιάζει,
σὰν νἆχαν ἔρωτα κρυφὸ καὶ φλογοκαρδιοχτύπι.
Βελάζουνε τὰ πρόβατα, λαλοῦνε τὰ κουδούνια
τοῦ κοπαδιοῦ, ποὺ βόσκοντας διαβαίνει τὸ λιβάδι,
καὶ κἄπου κἄπου ἀκούεται τοῦ πιστικοῦ φλογέρα
νά ναναρίζῃ ἐρωτικὰ τὰ δέντρα, τὰ λουλούδια.
Μοσχοβολάει ὁ ἀνασασμὸς τῆς δάφνης, τῆς μυρτούλας,
κι’ ὁ κρίνος ὁ περίχαρος ἀπ’ τὸ νερὸ προβαίνει
σὰν πρόσωπο παρθενικό, ποὺ δὲν τὸ βλέπει ὁ ἥλιος,
γέρνει καὶ καθρεφτίζεται καὶ κάνει τὴν ἀγάπη
κυττάζοντας τὸν ἴσκιο του στοῦ ποταμοῦ τὰ βάθη.
Γλυκὸς γλυκὸς ἀντίλαλος ἔφερνε τὸ τραγοῦδι
τοῦ Κλέφτη, ποὺ θυμήθηκε τὸ Χρῆστο τὸ Μιλλιώνη·
κι’ ἀγέρας, δέντρα καὶ νερὰ μένουνε, λησμονιῶνται
καὶ στέκουν κι’ ἀκουρμαίνονται γιὰ τὸν παληό τους φίλο.
Στάζ’ ἡ δροσοῦλα διάφανη σὰν τοῦ παιδιοῦ τὸ δάκρυ,
λὲς κ’ ἔπιασε παράπονο τὴ νειόνυφη τὴν πλάση,
πἄκουσε τὸ μνημόσυνο τοῦ Χρήστου τοῦ Μιλλιώνη.

Γιατί, βουνά μου, ἀνάμεσα τόσης χαρᾶς κι’ ἀγάπης,
ἀνάμεσα τόσης ζωῆς καὶ τόσης ἁρμονίας
δὲν ἄκουσε νὰ κελαδῇ μὲς στῆς ἰτιᾶς τὰ φύλλα
καὶ μὲς στὸ φλοῖσβο τοῦ νεροῦ ἐλευθεριᾶς ἡ αὔρα;…

Τέτοια νυχτιὰν ἐδιάλεξεν ὁ Ὄλυμπος στὴν Ὄσσα
νὰ δείξῃ τὴν ἀγάπη του, νὰ πῇ τὸν ἔρωτά του.
Κυττάξετε τὸ σαστικὸ πῶς εἶναι στολισμένος!
Κάτασπρη ἡ χήτη του, μακριὰ στ’ ἀνδρειωμένα νῶτα
περήφανα τοῦ στέρνεται καὶ γλυκοκυματίζει.
Τήνε χτενίζουνε χρυσαῖς τοῦ φεγγαριοῦ ἀχτίδες
καὶ φαίνεται ξανθὴ ξανθὴ καὶ φλωροκαπνισμένη.
Φορεῖ φλοκάτη σύγνεφα σὰν τὸν ἀφρὸ δροσᾶτα,
καὶ τοῦ Μαϊοῦ τὴν καταχνιὰ φορεῖ γιὰ φουστανέλλα.
Σπιθοβολοῦν καὶ λάμπουνε στὴ μέση του, στὸν ὦμο
ἀστροπελέκι γιὰ σπαθί, βροντὴ γιὰ καρυοφύλλι.
Χαρὰ στὴν κόρη π’ ἀγαπᾷ ὁ Ὄλυμπος ὁ κλέφτης!

Κρυφομιλοῦνε τὰ βουνά, ὁλονυχτῆς ρωτιῶνται.
Καὶ σὰν ἐβγῆκε ὁ αὐγερινὸς κι’ ἀρχίσανε τὰ ρόδα
νὰ ξεφυτρώνουν τῆς αὐγῆς ψηλὰ στὰ κορφοβούνια,
ὁ Ὄλυμπος ἐκύτταξε τὴν ὤμορφη τὴν Ὄσσα,
τὴν εἶδε ποὺ κοκκίνιζε σὰ ντροπαλὴ παρθένο,
καὶ γέρνει, γέρνει τὴν κορφὴ καὶ τὴ φιλεῖ στὸ στόμα.
Κ’ εὐθὺς μ’ ἐκεῖνο τὸ φιλί, ποὖναι ζωὴ καὶ φλόγα,
ἀνάφτουν, ζωνταντεύουνε τῆς νειόνυφης τὰ σπλάχνα,
καὶ δὲν ἐπέρασε καιρός, χρόνοι πολλοὶ καὶ μῆνες
πἀκούστηκε σὰ μιὰ βοὴ μὲς στ’ Ἄγραφα, στὸν Πίνδο
τἀρματωλοῦ τὸ πάτημα τοῦ φοβεροῦ Βλαχάβα,
καὶ νὰ φωνάζουν ἀητοί, νὰ σκούζουνε γεράκια:
«ἀνοῖξτε, λόγγοι, νὰ διαβῇ, μεριᾶστε τὰ κλαριά σας
καὶ θὰ περάσῃ τὸ στοιχειό, ὁ δράκοντας τῆς Ὄσσας!»

Ὤχ! μάνα, τ’ εἶναι πὤπαθες, τὶ σὤμελε, πατέρα,
τὸ γυιό σας τὸ μονάκριβο νὰ μὴ τόνε χαρῆτε!
Πόσαις φοραῖς τὸν εἴδατε ἀπὸ ψηλὰ στὴ μάχη
νὰ στρώνῃ δρόμο τὰ κορμιὰ κ’ ἐπάνω νὰ διαβαίνῃ!
Πόσαις φοραῖς ἡ Ὄσσα του, σὰν ἦταν διψασμένο
τὤδωσ’ ἀθάνατο νερὸ ἀπ’ τὰ λευκὰ της στήθια
καθὼς βυζαίνει τὸ παιδὶ τῆς μάνας του τὴ ρῶγα!
Καὶ πόσαις ἄμετραις φοραῖς τοῦ στρώσατε τὴ φτέρη
καὶ τὰ κλαριὰ τοῦ πλάτανου νὰ κοιμηθῇ στὸν ἴσκιο,
καὶ σεῖς τὸν ἐκυττάζατε κ’ ἐλέγετε τὰ δυό σας:
«Χαρὰ στὸ γυιὸ ποὺ κάμαμε, χαρὰ στὸ παλληκάρι
οἱ δυὸ κακογεράματοι, οἱ μαυροκαρδισμένοι,
σοῦ δώκαμε τὸ γάλα μας, πάρε καὶ τὴν εὐχή μας,
μὴ ξανανειώσουμε κ’ ἐμεῖς κ’ ἀναστηθοῦμε πάλαι.»
Καὶ τώρα, γέρο Ὄλυμπε και μαυρισμένη Ὄσσα,
πῶς ἔπεσε, πῶς βρίσκεται στ’ Ἀλήπασα τὰ νύχια;

Ἀκόμα δὲν ἐτέλειωσε, βουνά μου, ἡ καταδίκη.
Εἶναι βαρειά, πολὺ βαρειὰ ἡ ἄσπλαχνη κατάρα,
κι’ ἀκόμα δὲν ἐκλείσανε τὰ τετρακόσα χρόνια!

Δεμένο μὲς στὰ Γιάννινα τὸ σέρνουν τὸ θηρίο
μὲ τόσαις τόσαις ἄλυσαις, ποὺ λὲς ὅτι φοβοῦνται
τὰ σίδερα καὶ τὰ σχοινιὰ μὴ κόψῃ, μὴ χαλάσῃ
καὶ πάρῃ πάλαι τὰ βουνὰ καὶ ποιὸς τὸ μεταπιάνει;
Γλήγορα τὰ μαρτύρια, γλήγορα τὴν κρεμάλα!…
Ἀλήπασα, ξεθύμανε, κ’ ἡ ὤρα σου πλακώνει.

Ο ΠΝΕΜΑΤΙΚΟΣ
Ἀπ’ τὰ πολλὰ μαρτύρια, ἀπ’ τὸν πολὺ τὸν πόνο,
ὁ Θύμιος ἀπόστασε καὶ τὸν ἐπῆρ’ ὁ ὕπνος.
Τὸν ἔχουνε γονατιστὸν σὲ κοφτερὰ στουρνάρια,
τὰ χέρια του πιστάγκωνα, βαρειὰ σιδερωμένα.
Γυρμένο τὸ κεφάλι του εἰς τὰ πλατειά του στήθια,
σὲ ζωντανὸ προσκέφαλο κοιμᾶται, ξαποστένει,
ἀπ’ τὸ μακρύ τό γένι του, σὰν ἀπὸ μαύρη βρύση,
στάζει ὁ ἵδρωτας βροχή, τὸ γαῖμά του ἀναβράει.
Ἄν ἔχει ὁ τάφος ὄνειρα, τὶ ὄνειρα νὰ βλέπῃ;…

Κοιμῶνται κ’ οἱ φονιάδες του στὸ χῶμα ξαπλωμένοι,
σὰ λύκοι ποὺ χορτάσανε καὶ τώρα ροχαλιάζουν.

Ποιὸς εἶν’ ἐκειὸς ποὺ πέρασε σὰ φάντασμα, σὰν ἴσκιος;
Ράσο κατάμαυρο φορεῖ καὶ κάτου ἀπὸ τὸ ράσο
κἄτι βαστᾷ καὶ τρέμοντας στὸ γαῖμα μὴ γλιστρήσῃ
ἀγαλι’ ἀγάλια περπατεῖ, γυρεύει τὸν Βλάχάβα.
Τὸν ἄκουσε π’ ἀνάσαινε καὶ γονατίζει ἐμπρός του.

– Θύμιε, Θύμιε! μ’ ἀκοῦς; δὲν μὲ γνωρίζεις πλέον;
Ξύπνα κ’ ἡ ὥραις φεύγουνε… Ἐδείλιασες, φοβᾶσαι;

– Ἔχω καρδιὰ ‘πὸ μάρμαρο καὶ σιδερένια σπλάχνα
καὶ δείλια σὲ μὲ πλάκωσε, καὶ θάνατο δὲν τρέμω.
Ποιὸς εἶσαι σὺ ὁ ἄσπλαχνος, ποὺ δὲν ψυχοπονιέσαι
καὶ μοῦ χαλᾷς τὸν ὕπνο μου καὶ κόβεις τὤνειρό μου;

– Τρώγ’ ἡ σκουριὰ τὸ σίδερο καὶ τὸ νερὸ τὴν πέτρα,
κ’ ἐσένανε δὲ σ’ ἔφαγε τ’ Ἀλήπασα τὸ δόντι;
Βλαχάβα δὲν εἶμ’ ἄσπλαχνος, δὲν ἦλθα νὰ χαλάσω
τὸ ὕστερό σου ὄνειρο, τὸν ὕπνο σου νὰ κόψω.
Ἀκόμα δὲν μ’ ἐγνώρισες; ἀκόμα δὲν ἀνοίγεις
τὰ μάτια σου γιὰ νὰ ἰδῇς, τὸ στόμα νὰ μοῦ δώσῃς
ἕνα φιλί, γλυκὸ φιλί, στερνὴ παρηγοριά μου;

– Ἔχω τὰ μάτια ὁλάνοιχτα καὶ δὲ σὲ βλέπ’ ὁ μαῦρος.
Μοῦ κόψανε τὰ βλέφαρα ἐψὲς μὲ τὸ μαχαῖρι
καὶ μοῦ τὰ σκοτειδιάσανε μὲ σίδερο ἀναμμένο.
Δὲ σὲ χωρίζ’ ὁ δύστυχος! Μοῦ χύσανε μολύβι
μέσα στ’ αὐτιὰ καὶ σὰ βοὴ μὤρχεται ἡ φωνή σου.
Μοῦ φαίνεται τρισκότειδο… Πὲς μου τὶ ὥρα νἆναι;
Ἐνύχτωσε ἤ στὰ βουνὰ ἀκόμα λάμπ’ ὁ ἥλιος;…
Πόσον ἀργὰ ποὺ φεύγουνε ἡ ὥραις σὰν μετροῦνται
μὲ πόνους, μὲ μαρτύρια καὶ μ’ ἄσπλαχνη ἀγωνία!
Πές μου, ποιὸς εἶσαι; σίμωσε ν’ ἀκούσω τὤνομά σου.

– Ὤ δυστυχία μου! δὲν μ’ ἀκοῦς; δὲ βλέπεις τὸ Δημήτρη;

Ἀναστενάζει τὸ θεριό, ταράζεται νὰ κόψῃ
ταῖς ἄλυσαις ποὺ δένουνε τὰ μουδιασμένα χέρια,
γιὰ ν’ ἀγκαλιὰζει ἀδερφικὰ τὸν ἅγιο του τὸ φίλο.
Τοῦ κάκου ν’ ἀνδρειεύεται… Τὰ σίδερα χτυπᾶνε
κ’ ἐκείν’ ἡ ἄγρια κλαγγὴ λὲς κ’ ἦταν περιγέλιο.

– Δημήτρη μου, πνεματικέ… εὐχαριστῶ σε, Πλάστη,
ποὺ μὤστειλες ἀνέλπιστα κ’ ἐδῶ τὸν ἄγγελό σου!
Κλᾶψε γιὰ μέ, Δημήτρη μου, τὰ μάτια μου τὰ μαῦρα,
δὲ βλέπεις, τὰ χαλάσανε καὶ δὲ μπορῶ νὰ κλάψω.
Ἔλα σιμά μου, ἐδῶ σιμά, δὸς μου φιλιὰ χιλιάδες.

Ἐδάκρυζ’ ὁ καλόγερος. Τὰ γόνατὰ του τρέμουν
σὰ νἆταν φιλοκάλαμο ποὺ τὸ φυσάει ἀγέρας.

– Πές μου, πατέρα, μοναχὸς ἦρθες ἐδῶ σ’ ἐμένα,
ἤ μὤφερες κανένανε πιστόνε σύντροφό μας;
Ποιὸς εἶν’ αὐτὸς ποὺ μὲ φιλεῖ, τὸ στόμα ποὺ μοῦ γλείφει;

– Μ’ ἐπῆρ’ ἀκλούθα ὁ σκύλος σου κ’ ἦλθε μ’ ἐμὲ νὰ σ’ εὕρῃ
ὁ δύστυχος σὰ σ’ ἔχασε, μ’ ἀγάπησε γιὰ σένα.

– Θεέ μου παντοδύναμε!… τὶ τόση καλωσύνη;
Δημήτρη μου, ἄν μ’ ἀγαπᾷς, μὴ τόνε παραιτήσῃς,
κι’ ἀπ’ τὸ ψωμὶ ποὺ τρώγαμε δίνε του νὰ χορτάσῃ…
Πατέρα μου, πνεματικέ, τρεῖς μέραις μὲ σκοτώνουν
καὶ δὲ μοῦ δώκανε νερό, πεθαίνω ἀπὸ τὴ δίψα.

– Ἐδίψασε καὶ ὁ Χριστὸς εἰς τὸ σταυρό του ἐπάνω
καὶ τὤδωκαν νὰ πιῇ χολή, τὰ δάκρυα τοῦ κόσμου.
Κ’ ἐγὼ σοῦ φέρνω οὐράνιο νερὸ νὰ ξεδιψάσῃς.
Πιέ το, παιδί μου, χόρτασε. Ἡ βρύσι ποὺ τὸ δίνει
ποτέ της δὲν ἐστρέφεψε, ποτὲ δὲ θὰ στρεφέψῃ.
Εἶν’ ἡ καρδιὰ τοῦ Ἰησοῦ ὠκεανὸς μεγάλος.
Παιδί μου, μὴν ἁμάρτησες; Ἀνάμεσα στὸν πόνο
μὴ σὤφυγε παράπονο, μὴ δάκρυ, μὴ κατάρα;

– Ὄχι, πατέρα, πίστεψε. Δὲ μὤφυγ’ ἕνας λόγος,
ποὺ νἄτανε βαρύγνωμο γιὰ τὴ σκληρή μου μοῖρα.
Ἐψὲς τὸ βράδυ μοναχὰ μοῦ πέρασ’ ἀπ’ τὴ μνήμη
τὸ αἷμα τ’ ἀξετίμητο τοῦ Ὄλυμπου, τοῦ Πίνδου,
γιατί, πατέρα, ἠθέλησα νὰ ἰδῶ τὴ Θεσσαλία
ἐλεύθερη, στὰ σύγνεφα νὰ σκώσῃ τὸ κεφάλι…
Πνεματικέ, τὶ ὤμορφη ὁποὖναι ἡ Θεσσαλία!
Ἐψές τὴν ἐθυμήθηκα, τὴν εἶδα στὤνειρό μου
σὰ μιὰ παρθένο ἀγγελικὴ τὰ μαῦρα φορεμένη.
Ἐχτύπησ’ ἡ καρδοῦλά μου… ἀστόχησα τὸν Πλάστη
κ’ ἐδάκρυσε τὸ μάτι μου… Μὴν ἔκαμ’ ἁμαρτία;…

– Ὄχι, παιδί μου, μὴ φοβοῦ, τὸ αἷμα τὸ δικό μας
σὰν τὴ βροχὴ τῆς ἄνοιξης τὸ χῶμα θὰ ποτίσῃ,
γιὰ νὰ φυτρώσῃ ἐλευθεριά, ἐπλάκωσεν ἡ ὥρα…
Ἐμεῖς θὲ νὰ κοιμώμεθα βαθειὰ βαθειὰ στὸ μνῆμα
καὶ θὰ ν’ ἀκοῦμε τὴ βοὴ τοῦ φοβεροῦ πολέμου,
τόν κρότο, τὴν ποδοβολή, τὴ χλαλοὴ τῆς νίκης
ἐπάνω ἀπὸ τὸ χῶμα μας νὰ τρέχῃ, νὰ διαβαίνῃ,
καὶ τὰ παιδιὰ μας θἄρχονται ἐλεύθερα, Βλαχάβα,
νὰ μᾶς σχωροῦν στὴν ἐκκλησιὰ καὶ νὰ μᾶς μνημονεύουν.

Ἐσίγησ’ ὁ καλόγερος. Τὸ Θύμιο κυττάζει
καὶ βλέπει ποὺ τὰ λόγια του τὸν εἴχανε ταράξει,
κ’ ἔτρεμεν ὅλος κι’ ἄρχιζε σὰ νὰ ψυχομαχάῃ.
Τὸ χέρι του ἅπλωσ’ ὁ παπᾶς ἐπάνω στὸ κεφάλι
καὶ τοῦ διαβάζει μιὰν εὐχὴ καὶ τρὶς τὸν εὐλογάει.

– Παιδί μου, σχώρεσε κι’ αὐτούς, ποὺ σ’ ἔχουν μαρτυρὲψει.

– Καλήτερα τὴν κόλαση παρὰ νὰ τοὺς σχωρέσω.

– Βλαχάβα, ἐβλαστήμησες, ἔδιωξες τὸ Θεό σου.
Συχώρεσέ μου… Τ’ εἶσαι σὺ καὶ θὰ γενῇς ἀντάρτης;
Ἐμπρὸς σὲ κεῖνο πὤχυσες, τὸ αἷμα σου δὲν εἶναι
παρὰ μικρὴ σταλαματιὰ σ’ ἕνα βαθὺ ποτάμι,
κι’ ἀκόμα δὲν ἐχόρτασες; Ποιὸς εἶσαι σύ, Βλαχαβα;

– Εἶμαι παιδὶ τοῦ Ὄλυμπου, δὲ μὲ γνωρίζεις τάχα;

– Βλαχάβα, ἤ συχώρεσε ἤ πάρε… τὸν… ἀφόρε…

Δὲν ἔσωσε ὁ καλόγερος καὶ μιὰ φωνὴ σβυσμένη
ἀκούστηκε, ποὺ πέταξε κρυφὰ κρυφ’ ἀπ’ τὸ στόμα
τοῦ Θύμιου καὶ πὤλεγε· «Θεέ μου, σχώρεσέ τους».
Ἐνίκησ’ ὁ καλόγερος τἄγριο τὸ λιοντάρι.

– Μεταλαμβάνει τοῦ Θεοῦ ὁ Θύμιος ὁ δοῦλος…

Τὰ μαραμμένα χείλη του ὁ μάρτυρας ἀνοίγει
καὶ καταπίνει μιὰ ζωὴ γι’ ἄλλη ζωὴ ποὺ φεύγει.

– Πατέρα μου πνεματικέ, θέλ’ ἀπὸ σὲ μιὰ χάρη·
μὲς στὴν κορφὴ τοῦ κεφαλιοῦ ἔχω χρυσαῖς τρεῖς τρίχες,
ξερρίζωσέ ταις, πάρε ταις καὶ σύρ’ ἀπ’ ὄνομά μου
νὰ δώσῃς μιὰ τοῦ Ὄλυμπου, νὰ δώσῃς μιὰ τοῦ Πίνδου
καὶ τὴ στερνὴ τῆς μάνας μου τῆς Ὄσσας νὰ τὴ δώσῃς.
Καὶ πές τους πὼς κληρονομιὰ στὸν κόσμο δὲν εἶχ’ ἄλλη,
καὶ πὼς μ’ αὐταῖς τοὺς ἔστειλα τὰ νειῶτα, τὴν ἀνδρειά μου,
γιὰ νὰ μὴν ἔλθουνε μ’ ἐμὲ στὸ λάκκο καὶ ταῖς φάγῃ
τὸ χῶμα, ποὖναι λαίμαργο καὶ πὥλα καταπίνει…
Νὰ ταῖς φορέσουν φυλαχτό… νὰ μὴ μὲ λησμονήσουν…
νὰ θυμηθοῦν… πἀρνήθηκα.. γι’ ἀγάπη τους… τὸν κόσμο.

Γέρνει μὲ μιᾶς τὸ μέτωπο, γέρνει κι’ ἀποκοιμιέται,
τὸν εὐλογάει ὁ παπᾶς, στερνὸ φιλὶ τοῦ δίνει,
κ’ ἐκεῖ ποὺ τὸν ἐφίλησε, κρυφὰ κρυφὰ τοῦ λέει·
«παιδί μου, αὔριο κ’ ἐγὼ θὰ νἄλθω στὸ πλευρό σου.»

Φεύγει ὁ παπᾶς· τὸ λείψανο ἔμεινε μοναχό του·
οἱ λύκοι δὲν ἐξύπνησαν, τριγύρω του κοιμῶνται,
λὲς καὶ τὸ παραστέκουνε, λὲς καὶ τὸ ξενυχτᾶνε.

ΤΟ ΛΕΙΨΑΝΟ
Τρεῖς μέραις μές στὰ Γιάννινα σέρνουνε τὸ κορμί του
τἀνάσκελα, τἀπίστομα καὶ τὸ ποδοκυλοῦνε.
Ἀκοῦς στὴν πλάκα νὰ χτυπᾷ τὸ φοβερὸ κεφάλι
καὶ βλέπεις νὰ μπερδεύεται κἄποτε στὰ λιθάρια
ἡ χήτη του κατάμαυρη σὰν τὸ φτερὸ κοράκου.
Τραβοῦν, τραβοῦν οἱ ἄπιστοι πάντοτε βλαστημῶντας
βλαστήμιαις ποὺ ταῖς ἄκουσεν ὁ ἅδης καὶ ζηλεύει.

Καὶ τέτοια ἦταν ἡ ὁρμή, τὸ τρέξιμο, ἡ μανία,
ποὺ ξεκολλοῦν, ποὺ πέφτουνε ἡ τρίχες μὲ τὸ δέρμα
κουβαριασμέναις, λιγδεραῖς, μὲ γαῖμα ζυμωμέναις.

Ὤ τὶ κατάρα, Πλάστη μου, τὶ ἄσπλαχνη κατάρα!
Δὲ θἄλθῃ μέρα καὶ καιρὸς ποὺ τοῦ Βλαχάβα ἡ τρίχες
νὰ γένουν ἅλυσαις βαρειαῖς, σχοινί, θηλειά, κρεμάλα;

Ὀ Ὄλυμπος σὰν ἔμαθε τὸ μήνυμα τὸ μαῦρο
ἐσήκωσε ψηλὰ ψηλά, τὴν κορυφὴ στὰ γνέφη
νὰ ἰδῇ μέσα στὰ Γιάννινα τὸ Θύμιο τὸ γυιό του.
Κλεῖσε, βουνό, τὰ μάτια σου, πατέρα, μὴ κυττάζῃς
καὶ βλαστημήσῃς ἄθελα, τοῦ Πλάστου σου τὸ χέρι,
ποὺ σ ἔχτισε θεόρατο, ψηλότερο ἀπὸ τ’ ἄλλα
καὶ γίγαντα, γιὰ νὰ θωρῇς, ἀπὸ ψηλὰ νὰ βλέπῃς
νὰ σέρνωνται τὰ σπλάχνα σου καὶ νὰ καταφρονῶνται.
Μαυρίζει ὁ γέρο Ὄλυμπος, θολώνει, μελανιάζει
καὶ κρύβεται στὰ σύγνεφα κι’ ἀστράφτει καὶ βροντάει.
Εἶναι τρομάρα τοῦ βουνοῦ τἄγριο καρδιοχτύπι!

Ὡστόσο οἱ λύκοι τρέχουνε πάντα μ’ ὁρμή, μὲ βία
καὶ σέρνουνε τὸ πτῶμα του καὶ σκούζουν καὶ γελοῦνε.
Ἡ σάρκα του, τὰ σπλάχνα του, σπλάχνα ποὺ τἆχε ἀνάψει
φλόγα καὶ θέρμη ἄσβεστη, ἐλευθεριᾶς μανία,
σκορπᾶνε ἀπὸ τὰ στήθια του λαχταριστὰ κι’ ἀχνίζουν.
Ἄλλοι φονιάδες ἀκλουθοῦν τὸ λείψανο ἀπὸ πίσω,
βλαστήμιαις καὶ περίγελα ἀκοῦς γιὰ ψαλμῳδία.

Ἀνάμεσά τους φαίνεται κρυμμένος ἕνας σκύλος,
ποὺ συντροφεύει ἀπὸ μακρὰ τὴ φοβερὴ κηδεία.
Τὸ αἷμα μὴ τοῦ μύρισε κ’ ἦλθε νὰ ξεδιψάσῃ;…
Ὤ κλάψτε, κλάψτε τὸν πιστὸ τὸ σκύλο τοῦ Βλαχάβα!

Δειλιάζουνε καὶ ἡ τριχιὰ τοὺς κόβεται στὰ χέρια…
Τότ’ ἕνας γύφτος ἔσκουξε καὶ σταματῆσαν ὅλοι.
Ἔβγαλε τὸ μαχαῖρι του, τὸ λάρυγγα χαράζει
κι’ ἀφοῦ περνᾷ τὸ δάχτυλο μὲς στὴν τομὴ ποὺ χάσκει,
ἀνασηκώνει τεχνικὰ τὸ φοβερὸ κεφάλι,
καὶ μὲ δυὸ γύρους πὤδωκε στὸ κοφτερὸ λεπίδι,
τὸ χώρισε, τὸ σήκωσε, τὸ δείχνει… Φεύγουν ὅλοι.
Ρίχνει τὸ μάτι ὁλόγυρα, βλέπει σιμὰ μιὰ πέτρα,
ἐπάνω της τὸ πίθωσε καὶ ρίχνεται καὶ τρέχει.
Καὶ κάθε λόγο φεύγοντας γυρίζει καὶ κυττάζει
μὴ ζωντανέψ’ ἡ κεφαλὴ καὶ τόνε παρῃ ἀκλούθα.

Ἐνύχτωσε κ’ ἐφύγανε χορτᾶτα τὰ θερία.
Ὁ σκύλος μόνος ἔμεινε. Ξαπλώνεται στὸ χῶμα
καὶ βόγγει, βόγγει ὁ δύστυχος ἀπ’ τὴν πολλὴ τὴν πίκρα.
Σὰν ἦλθαν τὰ μεσάνυχτα μὲ μιᾶς ὀρθὸς πετιέται
καὶ μὲ τὸ στόμα μάχεται νὰ φθάσῃ τὸ κεφάλι.
Κ’ αἱμάτωνε καὶ πλήγιαζε τὰ ἔρμα του τὰ νύχια,
ποὺ ξεκολλοῦν καὶ πέφτουνε σγαρλίζοντας τὴν πέτρα.
Εἶναι ψηλά, δὲν ἔφθανε. Τεντώνεται, κρεμιέται,
γλυστρᾷ καὶ πέφτει, σκώνεται, ὁρμᾷ, πηδάει ἀκόμα
ἀνδρειωμένο πήδημα κι’ ἀνέλπιστ’ ἀνεβαίνει.
Ἀρπάζει μὲς στὰ δόντια του τὸ φοβερὸ κεφάλι
κι’ ἀντάμα φεύγουνε τὰ δυό, παίρνουν βουνὰ καὶ λόγγους.
Κ’ ἐκεῖθε ποὺ διαβαίνουνε, ξαφνίζονται τὰ δέντρα
καὶ τὄνα τ’ ἄλλο ρώταγε, ὁ πεῦκος τὰ πλατάνια,
τὸ κυπαρίσσι τὴν ἐτιὰ καὶ ἡ φτελιὰ τὴ δάφνη:
«Ποιὸς νἆν’ ἐκειὸς ποὺ πέρασε; μὴν ἦταν ὁ Βλαχάβας;»
Καὶ γέρνουνε νὰ τὸν ἰδοῦν, κ’ ἐκεῖνος πάντα φεύγει.
Καὶ πρὸς τὰ ξημερώματα φθάνει ψηλὰ στὴν Ὄσσα,
ψηλά, ψηλά, κατάκορφα, ἀνάμεσα στὰ χιόνια
καὶ σκάφτει λάκκονε βαθὺ καὶ χώνει τὸ κεφάλι
κ’ ἐκεῖ σιμά του ἁπλώνεται καὶ πέφτει νὰ πεθάνῃ.

Χαρὰ στὸ χιονοκρέββατο, τὸ μνῆμα τοῦ Βλαχάβα!
Ἡ μάννα, ποὺ τὸν ἔκαμε, τὰ σπλάχνα της ἀνοίγει
καὶ σὰν παιδὶ μὲς στὴν κουνιὰ νὰ κοιμηθῇ τοῦ στρώνει.

Ἄχ! πότε θἄλθῃ ἕνας καιρὸς ὁ ἥλιος ν’ ἀνατείλῃ
τόσο ζεστὸς καὶ φλογερός, ποὺ τὸ βουνὸ ν’ ἀνάψῃ,
νὰ λυώσουνε τὰ κρούσταλλα καὶ τὰ πολλὰ τὰ χιόνια,
γιὰ νὰ φανῇ πάλαι ψηλὰ στὴ ράχη τὸ κεφάλι,
νὰ ξαφνιστοῦν τὰ Γιάννινα καὶ νὰ τὸ προσκυνήσουν,
ν’ ἀναστενάξ’ ἡ Ἀρβανιτιά, κι’ ἡ ἔρμη Θεσσαλία
νὰ ἰδῇ τὴ νεκρανάσταση καὶ νὰ τήνε γιορτάσῃ;

Μὲς στὴν κοιλιὰ τῆς μάννας σου, Βλαχάβα μου, κοιμήσου.
Θὰ νἄλθ’ ἡ ὥρα κ’ ἡ στιγμὴ τὴ μήτρα της ν’ ἀνοίξῃ
ἡ Ὄσσα ἡ περήφανη νὰ σὲ γεννήσῃ πάλαι·
καὶ θἄβγῃς ὁλοζώντανος καὶ θὰ νὰ ξεφυτρώσῃς
σὰ σπόρος ποὺ δὲ σέπεται θαμμένος μὲς στὸ χιόνι
κι’ ὁπ’ ὅσο στέκεται στὴ γῆ τόσο βαθειὰ ριζώνει.

[wikisource.org]

ΠρωτοσελιδαΕιδήσεις

Γιώργος Τσαλίκης: Ένιωσε πως τον σημαδεύουν με όπλο και διέκοψε τη συναυλία του – “Πήγα απο καρδιά, Νόμιζα οτι εδώ θα μείνω με φόντο...

Ένα απίστευτο περιστατικό συνέβη το βράδυ της Πέμπτης (11/12) στην Κόρινθο, όταν ο Γιώργος Τσαλίκης συμμετείχε σε χριστουγεννιάτικη συναυλία αλλά την διέκοψε, καθώς όπως δήλωσε...

Σάλος με την καταγγελία του Ευαγγελου Αντωναρου για πίτσα που παρήγγειλε: Η εταιρεία διανομής την παρέδωσε παγωμένη μετά από 71 λεπτά

Χρησιμοποιώ τακτικά την εταιρία διανομής WOLT. Έχω κάνει μέχρι σήμερα 400+ παραγγελίες. Το τελευταίο διάστημα όμως η εξυπηρέτηση έχει πιάσει πάτο. Προϊόντα που φθάνουν με...

Μαχαίρωσαν 14χρονο σε ενέδρα και κατέληξαν στη φυλακή

Οι δύο νεαροί, οι οποίοι κατηγορούνται ότι μαχαίρωσαν έναν 14χρονο στον Χολαργό, οδηγούνται στη φυλακή, μετά την ολοκλήρωση των απολογιών τους Κατά το κατηγορητήριο, οι...

Τέλος εποχής για ένα ιστορικό κτίριο της Αλεξανδρούπολης: Κατεδαφίστηκε η οικία της οικογένειας Μαλαματίνα

Κατεδαφίστηκε το πρωί της Παρασκευής 12 Δεκεμβρίου η οικία της οικογένειας Μαλαματίνα ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα και ιστορικά κτίρια της πόλης σηματοδοτώντας το...

Έσβησε στα 50 του χρόνια ο σκηνοθέτης Μιχάλης Ιγνατίου

Σε βαθύ πένθος βυθίστηκε ο τηλεοπτικός και δημοσιογραφικός κόσμος της Κύπρου και της Ελλάδας με την είδηση του θανάτου του σκηνοθέτη Μιχάλη Ιγνατίου Έφυγε από...

Μίκης Θεοδωράκης: Ο παγκόσμιος Ελληνας

Ο Μίκης Θεοδωράκης που γεννήθηκε στη Χίο στις 29 Ιουλίου 1925 και κατάγεται από την πλευρά του πατέρα του από τον Γαλατά Χανίων και από την πλευρά της...

54χρονος έπεσε από την ταράτσα – Τον βρήκαν νεκρό στο πάρκινγκ πολυκατοικίας

Ο 54χρονος βρέθηκε στο πάρκινγκ της πολυκατοικίας αιμόφυρτος Το συμβάν σημειώθηκε στην οδό 28ης Οκτωβρίου και σύμφωνα με όσα μεταδίδει το οnlarissa.gr, περίοικοι ειδοποίησαν την...

Έφυγε από τη ζωή η Μαρία Σαραντη, χήρα του ιδρυτή της εταιρείας ΑΚΡΙΤΑΣ ΑΕ

Η εταιρεία ΑΚΡΙΤΑΣ Α.Ε. επιθυμεί να ενημερώσει το επενδυτικό κοινό για την είδηση της απώλειας της Μαρίας Σαράντη, χήρα του ιδρυτή της εταιρείας Αθανασίου...

Κώστας Βαξεβάνης: Θρασίμια, μπιστικοί και παραγιοί του παρακράτους, που στα μουλωχτά αντριεύονται και στα φανερά δεν ξέρουν και δεν είδαν

Σε παρέμβαση του ο Κώστας Βαξεβάνης αναφέρει:  Ο Φραπές και οι όμοιοί του, απείλησαν τον Πάσχο Μανδραβέλη ότι θα έχει την τύχη του Καραϊβαζ για...

Άγιος Σπυρίδων: Από βοσκός, άγιος και προστάτης της Κέρκυρας

Ο Άγιος Σπυρίδων γεννήθηκε το 270 μ.Χ. στο τώρα κατεχόμενο χωριό Άσσια (Άσκια) της Κύπρου (και όχι στην Τριμυθούντα – σημερινή Τρεμετουσιά – όπως...

Γιατί ο Άγιος Σπυρίδωνας είναι ο πολιούχος άγιος του Πειραιά;

Το έτος 1735 ιδρύθηκε το Μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα, εκεί ακριβώς που είναι η σημερινή ομώνυμη εκκλησία, πάνω σχεδόν στα ερείπια του αρχαίου ναού...

Ο Άγιος Σπυρίδωνας και οι παραδόσεις

«Απ’ τ’ άγιου Σπυρίδωνα σπυρί-σπυρί μεγαλώνει η μέρα» λέγαν οι παλιοί…«Έπειτα απ’τη γιορτή τ’ Άη-Νικόλα, στις 12 του μήνα έρχεται ο Άη-Σπυρίδωνας, που ο...

Ετσι εμψύχωσε ο Ηλιόπουλος τα παλικάρια της ΑΕΚ πριν τον αγώνα: Σήμερα παίζετε στις ρίζες της ΑΕΚ, φέρτε τη νίκη, την χρειάζεται ο λαός...

Ο Μάριος Ηλιόπουλος δεν είχε λείψει από κανένα παιχνίδι της ΑΕΚ, σε καμία έδρα, για καμία διοργάνωση Αυτή την φορά ήταν αδύνατον να ταξιδέψει στην...

Φωταγώγηση Χριστουγεννιάτικου δέντρου στο Διδυμότειχο με τον Γιώργο Τσαλικη

🎄✨ ΦΩΤΑΓΩΓΗΣΗ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟΥ ΔΕΝΤΡΟΥ ΣΤΟ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ! ✨🎄 📍 Μπροστά στην Σχολή Ψυχολογίας 📅 Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2025 στις 17:30 το απόγευμα 🎤 Γιώργος Τσαλίκης LIVE!Ο Δήμος Διδυμοτείχου...

Αγώνας για να σωθεί η Βίλα Πατσούκα: Ένα από τα σπάνια διασωζόμενα κτίρια της Αλεξανδρούπολης του πρώτου μισού του 20ού αιώνα

Το εξοχικό κτίσμα, που ανεγέρθηκε το 1932 στη μέση της διαδρομής προς τη Νέα Χηλή, αποτελεί ζωντανή μαρτυρία της αστικής εξέλιξης της πόλης  Η βίλα...

Ραγδαίες εξελίξεις στην εξεταστική: Ο Φραπές απείλησε να σκοτώσει την Ζωή Κωνσταντοπουλου – θα την σκοτώσω – Θα της στρίψω το λαρύγγι

Η Ζωή Κωνσταντοπούλου καταγγέλλει τον Γιώργο Ξυλούρη ότι απείλησε τη ζωή της υποστηρίζοντας ότι κατά την έξοδό του από την αίθουσα της Εξεταστικής Επιτροπής της...

 «Στο Παρά Πέντε – 20 Χρόνια Μετά»: Πότε επιστρέφει το Παραπέντε στο Mega

 «Στο Παρά Πέντε – 20 Χρόνια Μετά» Η εκπομπή θα προβληθεί στο MEGA την Τρίτη 23 Δεκεμβρίου, στις 21.00, σε ένα εντυπωσιακό πλατό γεμάτο μουσική,...

Φραπές στην εξεταστική: Πειράζει που ο γιος μου έχει Porsche;

Μετά την Σεμερτζίδου και τον Μαγειρία που είχαν Ferrari (χάρις σε δωρεά της μητέρας του Μαγειρία στο γιο της…), αποκαλύφθηκε στην Εξεταστική ότι και...

Το Σάββατο 13/12 με την «δημοκρατία»: Τα σκοτεινά παρασκήνια του ΚΚΕ

Το Σάββατο 13.12 με την «δημοκρατία»: Τα σκοτεινά παρασκήνια του ΚΚΕ – H απόρρητη αναφορά των Βρετανικών μυστικών υπηρεσιών Μία ιστορία του ελληνικού κομμουνισμού από...

Νεκρή στα 55 της μόλις χρόνια η συγγραφέας φαινόμενο της σύγχρονης λογοτεχνίας, Σόφι Κινσέλα

Η συγγραφέας Σόφι Κινσέλα(Sophie Kinsella), μια από τις πιο αγαπημένες φωνές της σύγχρονης ελαφριάς λογοτεχνίας, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 55 ετών Την τραγική...

ΔΗΜΟΦΙΛΗ