O Δημητρός Καραμπάτης (22 Σεπτεμβρίου 1899 – 3 Σεπτεμβρίου 1964) ήταν ένας πολυσύνθετος αθλητής στίβου του Πανιωνίου. Υπήρξε παγκόσμιος ρέκορντμαν ελληνικής δισκοβολίας, βαλκανιονίκης και κάτοχος πολλών πανελληνίων ρεκόρ. Εκτός από το στίβο διακρίθηκε σε ποικίλα αθλήματα: κολύμβηση, υδατοσφαίριση, καταδύσεις, βόλεϊ, πυγμαχία, άρση βαρών και ελληνορωμαϊκή πάλη. Είχε ύψος 1,84μ και βάρος κατά την αθλητική του ακμή 80 χλγρ.
Ο Καραμπάτης γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1899. Στα εφηβικά και νεανικά του χρόνια εργαζόταν σε ένα φούρνο. Την άνοιξη του 1917 είχε πάει να προπονηθεί στο στάδιο του Πανιωνίου, όπως πολλοί νέοι της πόλης. Ήταν ψηλόλιγνος και πολύ ταχύς. Εκεί τον πρόσεξε ο πρόεδρος του συλλόγου Δημητρός Δάλλας, ο οποίος αμέσως τον ενέταξε στο δυναμικό του σωματείου. Η εξέλιξή του ήταν ραγδαία.
Στους Πανιώνιους Αγώνες του 1918 ήταν νικητής σε δυο αγωνίσματα ενώ στους αγώνες του 1921 αναδείχθηκε πολυνίκης με πέντε πρωτιές και πανελλήνια ρεκόρ στα 100 και 200 μ. Επίσης, κατέκτησε δύο δεύτερες θέσεις. Ενδιάμεσα, το 1920, αναδείχθηκε πανελληνιονίκης στο δρόμο σταδίου (192 μ.). Τον Ιούλιο του 1922 πέτυχε παγκόσμιο ρεκόρ στην ελληνική δισκοβολία με 38,94 μ. Τρεις νίκες κατέκτησε και στους Κ΄ Πανιώνιους Αγώνες στην Αθήνα, το 1923. Συνολικά, αναδείχθηκε οκτώ φορές πανελληνιονίκης.
Στο τέλος της καριέρας αναδείχτηκε και βαλκανιονίκης κατακτώντας δυο ασημένια και δυο χάλκινα μετάλλια στους αγώνες του 1929, 1930 και 1931.
Συμμετείχε σε τρεις Ολυμπιάδες (1920, 1924 και 1928) και κατέρριψε ή ισοφάρισε τα πανελλήνια ρεκόρ των: 100 μ., 200 μ., δίσκου, ελληνικής δισκοβολίας και σφύρας. Επίσης, διακρινόταν στο πένταθλο και στη σφαίρα. Για τις πολλαπλές διακρίσεις του τιμήθηκε τρεις φορές με το Χρυσό Σταυρό του Πανιωνίου, ένα ετήσιο έπαθλο που είχε θεσπίσει ο σύλλογος για τον καλύτερο αθλητή της χρονιάς.
Στην καταστροφή του 1922 θεωρήθηκε χαμένος αλλά κατάφερε να ξεφύγει και να φτάσει στην Κύπρο, από όπου ειδοποίησε τηλεγραφικά ότι ζει. Από κει μετέβη στην Αλεξάνδρεια, όπου έμεινε για λίγο διάστημα, συμμετείχε σε αγώνες και κατέρριψε τα ρεκόρ Αιγύπτου στη σφαίρα και στη δισκοβολία. Έπειτα ήρθε στην Αθήνα, όπου συνέβαλε στην ανασυγκρότηση του Πανιωνίου ως αθλητής και ως έφορος του τμήματος στίβου.
Τη σεζόν 1924-1925 συμμετείχε νικηφόρα σε διεθνείς αγώνες πυγμαχίας και τον Οκτώβριο του ίδιου έτους εξελέγη αντιπρόεδρος στη νεοϊδρυθείσα «Ένωση Πυχμάχων Αθηνών». Αν και έλαβε μέρος ως ερασιτέχνης, επειδή το τουρνουά ήταν επαγγελματικό τιμωρήθηκε με αποκλεισμό ενός έτους από τις αθλητικές συναντήσεις. Έτσι το 1925 μετέβη στις ΗΠΑ προσκαλεσμένος του ελληνικού σωματείου Ολυμπιακός Σικάγου, όπου κατέκτησε πολλές νίκες σε αγώνες ρίψεων.
Παράλληλα με το στίβο, υπήρξε ενεργό στέλεχος των ομάδων κολύμβησης, καταδύσεων, υδατοσφαίρισης και βόλεϊ του Πανιωνίου. Επίσης, εργάστηκε ως αθλητικός συντάκτης και το 1928 διετέλεσε αντιπρόεδρος στο πρώτο Δ.Σ. της Ένωσης Αθλητικών Συντακτών.
Το 1925 η διάσημη Σμυρνιά φωτογράφος Nelly’s (Έλλη Σουγιουλτζόγλου-Σεραϊδάρη) τον απαθανάτισε σε μια σειρά με τίτλο: «Σπουδή ενός άνδρα στην Ακρόπολη», που έχει μείνει ιστορική.
Το 1936 εξελέγη πρόεδρος του Πανιωνίου Γ.Σ., τον οποίο υπηρέτησε για πολλά χρόνια ως το θάνατό του, από καρκίνο, στις 3 Σεπτεμβρίου 1964.
Η προτομή του υπάρχει στην είσοδο του Σταδίου του συλλόγου στη Νέα Σμύρνη, αφού υπήρξε σημαντική η συμβολή του στην δημιουργία του. Διετέλεσε, επίσης, πρόεδρος της Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας (ΕΠΟ) κατά τη διάρκεια του Β΄ παγκοσμίου πολέμου και έπειτα την Απελευθέρωση (1943-1946), αντιπρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Γυμναστικών Αθλητικών Σωματείων (ΣΕΓΑΣ) και μέλος του ΔΣ διαφόρων ομοσπονδιών.
Μετά την αποχώρηση του από το στίβο ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη δημοσιογραφία. Προπολεμικά εξέδωσε διάφορα αθλητικά έντυπα, ενώ συνεργάστηκε με τις εφημερίδες Εμπρός, Έθνος κλπ. Επίσης, δημοσίευσε μελέτες για τον αθλητισμό της αρχαίας Ελλάδας.