Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
ΔΕΔΟΜΕΝΟΝ 1
«Νηπιαγωγεία – Δημοτικά: Περιμένοντας τον δάσκαλο που δεν θα έρθει ποτέ
Στο «κόκκινο» βρίσκονται νηπιαγωγεία και δημοτικά σε Αθήνα, Αιτωλοακαρνανία και Λάρισα από πλευράς διδακτικών κενών. Συγκεκριμένα, στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση οι ελλείψεις δασκάλων φτάνουν τις 5.500, με την Α’ και Β’ Αθήνας να κατέχουν αρνητική πρωτιά, αφού το κουδούνι θα χτυπήσει με 623 κενά. Την ίδια ώρα, η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας έχει ξεκαθαρίσει ότι θα προσληφθούν περίπου 300 νηπιαγωγοί και δάσκαλοι, και 1.000 αναπληρωτές και ωρομίσθιοι, προκειμένου να τηρηθεί η αναλογία τού ένα προς δέκα στην Παιδεία, κάτι που ισχύει και στον υπόλοιπο δημόσιο τομέα. Οπως μπορεί να συμπεράνει κανείς, κάνοντας απλές μαθηματικές πράξεις, είναι προφανές ότι σε κάποιες περιοχές δεν θα καλυφθεί ούτε μία κενή θέση. Οι αριθμοί μιλάνε από μόνοι τους, ιδιαίτερα στην πρωτεύουσα. Εκεί οι κενές οργανικές θέσεις ανέρχονται σε 825, με το μεγαλύτερο πρόβλημα να εντοπίζεται στα δημοτικά. Αλλά και στη συμπρωτεύουσα οι ελλείψεις είναι τεράστιες, καθώς σε ανατολική και δυτική Θεσσαλονίκη 414 θέσεις νηπιαγωγών και δασκάλων θα είναι κενές με την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς.Σε έξι ακόμα περιοχές της Ελλάδας οι σχολικές μονάδες βρίσκονται στα όρια της διάλυσης εξαιτίας των ελλείψεων σε νηπιαγωγούς και δασκάλους, όπου οι άδειες οργανικές θέσεις ξεπερνούν τις 200: η Λάρισα με 271 διδακτικά κενά, η Αιτωλοακαρνανία με 250, οι Κυκλάδες με 227, η Αρτα με 221, η Ανατολική Αττική με 219 και τα Χανιά με 207. Στον αντίποδα, Αρκαδία, Ευρυτανία, Καβάλα, Καρδίτσα, Λευκάδα και Σάμος είναι οι μοναδικοί νομοί που οι ελλείψεις σε διδακτικό προσωπικό έχουν περιοριστεί σε μονοψήφιο αριθμό.Σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν από τις Διευθύνσεις Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, τα δημοτικά σχολεία είναι σε δυσχερέστερη κατάσταση, καθώς υπολείπονται κατά 2.600 δασκάλους. Στα νηπιαγωγεία, το αντίστοιχο νούμερο ανέρχεται σε 1.518, ενώ πρέπει να προστεθούν και οι 434 ελλείψεις σε εκπαιδευτικούς Φυσικής Αγωγής, 508 σε καθηγητές Αγγλικής Γλώσσας και 341 σε καθηγητές Μουσικής Αγωγής.»
(πηγή: http://www.dimokratianews.gr/content/1897/%CF%84%CE%B1-%CF%88%CE%AF%CF%87%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B1%CE%BD%CE%BD%CE%B1%CF%82-%CE%B4%CE%B5%CE%BD-%CE%AD%CF%86%CE%B5%CF%81%CE%B1%CE%BD-%CF%83%CF%85%CE%BD%CE%B1%CE%AF%CE%BD%CE%B5%CF%83%CE%B7 )
ΔΕΔΟΜΕΝΟΝ 2
Εδώ και καιρό ένα ζήτημα το οποίο ακούγεται και συζητείται είναι αυτό σχετικά με το νέο νομοσχέδιο όπου στο δημόσιο τομέα θα διορίζεται ένας στους πέντε υπαλλήλους που θα φεύγουν με σύνταξη, ως απαίτηση του ΔΝΤ για ελάφρυνση του δημοσίου τομέα. Από το νομοσχέδιο αυτό δεν είναι ξεκάθαρο ότι θα εξαιρούνται οι ιερείς της χώρας, οι οποίοι επιτελώντας λειτούργημα δεν μπορούν να υπαχθούν στον ίδιο κανόνα με τους δημόσιους υπαλλήλους. Οι ιερείς μας άλλωστε, μέχρι σήμερα θεωρούνταν κρατικοί και όχι δημόσιοι υπάλληλοι!
Αν κάτι τέτοιο λεγόταν πριν από μερικά χρόνια ίσως σε πολλούς να φαινόταν αστείο. Να που όμως φτάσαμε στο σημείο να κυβερνούν οι “αγορές” και την πνευματική μας ζωή. Αν η κυβέρνηση προχωρήσει σε ένα τέτοιο νομοσχέδιο χωρίς να εξαιρέσει από αυτό τους ιερείς, τότε τα πράγματα για την Ελλάδα θα είναι πολύ δύσκολα.
Κατά πρώτον το γεγονός ότι θα διορίζεται 1 στους 5 σημαίνει ότι, όταν θα παίρνουν σύνταξη ορισμένοι ιερείς, θα διορίζονται στη θέση τους πολύ λιγότεροι. Άρα οι ιερείς θα είναι αρκετά λιγότεροι και θα προκύψουν σαφώς σημαντικά λειτουργικά κενά. Αρκετές ενορίες θα ερημώσουν λόγω έλλειψης ιερέων, ενώ στα χωριά και στις ακριτικές περιοχές δεν θα βρίσκονται ιερείς ούτε για να κηδέψουν τους νεκρούς.
Εκείνο που επίσης δεν διευκρινίζεται είναι, αν στην αναλογία αυτή 1 προς 5 ή προς 10, θα αντιστοιχούν πάντοτε ιερείς. Αν δηλαδή από κάθε δημόσια υπηρεσία όταν απολύονται πέντε υπάλληλοι, θα διορίζεται ένας νέος υπάλληλος στην ίδια υπηρεσία ή σε άλλη. Για παράδειγμα, αν συνταξιοδοτηθούν 50 ιερείς δημόσιοι υπάλληλοι, θα διορισθούν 10 νέοι ιερείς από την Εκκλησία ως δημόσιοι υπάλληλοι, ή το Κράτος μπορεί να διορίσει 5 στρατιωτικούς και 5 ιατρούς διότι ίσως εκείνη την ώρα αυτούς να έχει ανάγκη; Επομένως από όσους ιερείς έφυγαν, η Εκκλησία μπορεί να μην αντικαταστήσει κανέναν, πράγμα που οδηγεί στην ερήμωση πολλών ενοριών, όπως ήδη προαναφέρθηκε.
Το παραπάνω ζήτημα όμως ενέχει κι έναν άλλο προβληματισμό. Αν η Εκκλησία συνεχίζει να χειροτονεί χωρίς να διορίζει, τότε οι νέοι κληρικοί δε θα πληρώνονται, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα οι ίδιοι και οι οικογένειές τους, οπότε να αναζητούν μια επιπλέον εργασία. Σε περίπτωση λοιπόν που ένας ιερέας είναι ξαφνικά εργαζόμενος θα μπορεί να εργαστεί με το ράσο του; Αν είναι δάσκαλος ή γιατρός τότε θα μπορεί γιατί μέχρι και σήμερα κάτι τέτοιο ισχύει. (Εκτός κι αν στην περίπτωση του δασκάλου το νέο πολυπολιτισμικό σχολείο θεωρήσει ότι το ράσο προσβάλλει όσα παιδιά είναι αλλόθρησκα.) Τι θα γίνει όμως στην περίπτωση που ένας ιερέας για να εξασφαλίσει τα προς το ζην αναλάβει μια θέση σε μια υπηρεσία, μια επιχείρηση ή ασκήσει ένα χειρωνακτικό επάγγελμα; Μήπως απαιτηθεί να βγάλει το ράσο προκειμένου να εξισωθεί με τους συναδέλφους και τους συνεργάτες του; Μήπως απαιτηθεί να κόψει και τη γενειάδα του προκειμένου η εικόνα του να εξομοιωθεί με όλους τους άλλους; Μήπως χωρίς να το καταλάβουμε φτάσαμε σε μια κοινωνία στην οποία πλέον δε θα μπορούμε να ξεχωρίσουμε ούτε τον ιερέα; Μήπως οδηγούμαστε σε μια κοινωνία δυτικού τύπου όπου ο ιερέας θα είναι ένας σαν όλους μας και απλώς θα ασκεί και τα λειτουργικά του καθήκοντα; Τελικά θα επιτρέψουμε τα κοσμικά και τα οικονομικά κριτήρια να υποβιβάζουν τόσο την ιερωσύνη στην πατρίδα μας, όσο δεν την υποβίβασε ούτε η Τουρκοκρατία;
Παρεμπιπτόντως, όταν ένας ιερέας εργάζεται το 8ωρο του ή και περισσότερο, συχνά δε θα είναι σε θέση ούτε τα βασικά καθήκοντα του να ασκεί, όπερ μεθερμηνευόμενον εστί πως πέρα από τον εσπερινό του Σαββάτου και τη Θεία Λειτουργία της Κυριακής, θα είναι λιγοστές οι υπόλοιπες ακολουθίες που θα τελεί, ενώ θα αντιμετωπίζει προβλήματα και στο ποιμαντικό του έργο. Καταλαβαίνετε τώρα γιατί καθιέρωσαν εδώ και χρόνια τον πολιτικό γάμο και πρόσφατα ψήφισαν το νομοσχέδιο της καύσης των νεκρών; Για να προχωρήσουν τώρα σε ένα μεγαλύτερο κτύπημα, για την αποχριστιανοποίηση της ζωής μας…
Συνεπώς αν η πολιτεία δεν απαλλάξει τους ιερείς από το νομοσχέδιο αυτό, σύντομα θα δούμε και θα αντιμετωπίσουμε σοβαρά προβλήματα λόγω της έλλειψης ιερέων ή της προσπάθειας υποβάθμισης του ρόλου του ιερέα από ένα αξιοσέβαστο και ιερό πρόσωπο μέσα στην κοινωνία σε ένα δυτικοφερμένο άτομο που θα ζει και θα εργάζεται όπως όλοι και απλώς τις Κυριακές θα ασκεί και το λειτούργημα του ιερέα.
Σε κάθε περίπτωση βέβαια, η στάση των ιερέων μας θα εξαρτήσει τις εξελίξεις. Αν δηλαδή στις μέρες μας οι ιερείς δεχτούν να αποβάλλουν το ράσο τους για οικονομικούς ή άλλους λόγους και να εκκοσμικεύσουν την εμφάνισή τους, θα είναι η πρώτη φορά στην ιστορία της Ελλάδας που θα ξεπέσουν σε τέτοια προδοσία του ιερού λειτουργήματός τους… Φευ!
Και λέμε η στάση των ιερέων μας, γιατί ξέρουμε καλά ότι η αποβολή του ράσου για λόγους εργασίας είναι κάτι το αδιανόητο για τους μοναχούς που, πολλές φορές εργάζονται σκληρά σε διάφορα διακονήματα, χωρίς ποτέ να βγάζουν τα εσώρασα (αντερί) τους! Θα ακολουθήσουν άραγε οι παπάδες μας αυτό το παράδειγμα;
πηγή: Βασίλης Κύρος – Φιλόλογος
ΝΕΑΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΕΣΥ τ.67
ΑΠΡ.-ΙΟΥΝ. 2011
ΤΡΙΚΟΡΦΟ ΦΩΚΙΔΟΣ
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ 1:
Η χώρα στερείται των υπηρεσιών τόσο διδασκάλων όσο και λειτουργών ιερέων. Ιδίως η επαρχία βαριανασάνει…
ΔΕΔΟΜΕΝΟΝ 3
Μεγάλη η προσφορά στην Παιδεία του Ιεροδιδασκαλείου Βελλάς…
Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Π. ΦΩΤΕΙΝΗΣ,
Καθηγητής Φιλοσοφίας
Η ίδρυση του Ιεροδιδασκαλείου Βελλάς Ιωαννίνων είναι αποκλειστικό έργο της μεγαλοφυίας και καλοκαγαθίας του μακαριστού Σπυρίδωνος Βλάχου, Μητροπολίτη Βελλάς και Κονίτσης, Ιωαννίνων και Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος. Η ιδιοφυία, η σωφροσύνη, η οξυδέρκεια, η σύνεση, η σοφία και η ευέλικτη διπλωματία είναι τα σπάνια προτερήματα, που συγκροτούν την ηγετική προσωπικότητα του Ηπειρώτη Ιεράρχη, ο οποίος υπόσχεται πλούσιο εκκλησιαστικό, φιλανθρωπικό, κοινωνικό και εθνικό έργο.
Ο αοίδημος Μητροπολίτης της ακριτικής Μητροπόλεως Βελλάς και Κονίτσης, εμφορούμενος με αγαθά εθνικά και ανθρωπιστικά οράματα, από την αρχή της ποιμαντορίας του επιδίδεται “ψυχή τε και σώματι” στο θεάρεστο έργο της παιδείας. Το κίνητρο που ωθεί το ρασοφόρο ηγέτη της Ηπείρου στο έργο της παιδείας είναι το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του για την τύχη του Ελληνισμού της Βορείου Ηπείρου, διότι γνωρίζει σαφώς ότι το πολιτικό μέλλον της είναι αμφίβολο. Εντούτοις, οι Έλληνες της Βορείου Ηπείρου, παρά τα πολλά εμπόδια και τις δυσκολίες στην άμεση συμμετοχή τους στην ελληνική κουλτούρα, κατόρθωσαν να διαφυλάξουν ανέπαφη την ελληνικότητά τους και να κρατήσουν αμόλυντα τα ήθη και έθιμα των προγόνων τους.Η επιτακτική ανάγκη για τη διατήρηση της ελληνικής γλώσσας, της ελληνορθόδοξης παράδοσης και της χριστιανικής πίστης των Βορειοηπειρωτών, στην οποία συνέβαλαν τα μέγιστα οι ιεραποστολικές περιοδείες του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, αφυπνίζει το ανθρωπιστικό φρόνημο του Μητροπολίτη Βελλάς και Κονίτσης Σπυρίδωνος, που φιλοδοξεί να ιδρύσει μια αξιομνημόνευτη Σχολή στην ακριτική περιοχή της Ηπείρου.Ο μεγαλοπράγμων Ιεράρχης το Σεπτέμβριο του 1911 αξιώνεται να εγκαινιάσει τη Σχολή του Ιεροδιδασκαλείου Βελλάς, η οποία εξελίσσεται βαθμιδόν σε ένα προοδευτικό εκπαιδευτικό ίδρυμα, που συμπεριλαμβάνει Πρότυπο Δημοτικό Σχολείο, διετές Γυμνάσιο και εξατάξιο Ιεροδιδασκαλείο. Το Ιεροδιδασκαλείο Βελλάς είναι ένα απαράμιλλο πνευματικό Ίδρυμα, το οποίο λειτουργεί σύμφωνα με το αναλυτικό πρόγραμμα, που περιλαμβάνει όλα τα μαθήματα της Στοιχειώδους, της Μέσης και της Ανωτέρας Εκπαιδεύσεως. Το πρόγραμμα των δύο τελευταίων τάξεων του Ιεροδιδασκαλείου είναι εμπλουτισμένο με τα απαραίτητα μαθήματα της Παιδαγωγικής, της Διδακτικής, της Ψυχολογίας, της Φιλοσοφίας και της Θεολογίας για την πλήρη επιστημονική κατάρτιση και διαπαιδαγώγηση των διδασκάλων και ιερέων.Ο πρωταρχικός σκοπός της ίδρυσης του Ιεροδιδασκαλείου Βελλάς είναι η αποφοίτηση πεπαιδευμένων, μορφωμένων και κατηχημένων διδασκάλων και ιερέων για την επάνδρωση των ελληνικών σχολείων, και των χριστιανικών εκκλησιών της Βορείου Ηπείρου. Γι’ αυτό η επιλογή των ιεροσπουδαστών γίνεται ως επί το πλείστον από υποψήφιους Βορειοηπειρώτες, ώστε, αφού γαλουχηθούν με τα ελληνικά γράμματα, τα ιδανικά της μητρός Ελλάδος και τα νάματα της χριστιανικής παράδοσης, να επιστρέψουν στην πατρίδα τους για να επιτελέσουν το ιερό καθήκον της αποστολής τους.Οι πρώτοι δέκα ιεροσπουδαστές της τάξης του 1926-27, που αποφοίτησαν το 1932 είναι Βορειοηπειρώτες, στους οποίους προστίθενται πολύ λίγοι Νοτιοηπειρώτες στις επόμενες τάξεις. Δηλαδή, το 75% περίπου των αποφοίτων της προπολεμικής περιόδου, από το 1932 μέχρι το 1943, είναι Βορειοηπειρώτες, πολλοί από τους οποίους επέστρεψαν στην πατρίδα τους, και προσέφεραν επαξίως την υπηρεσία τους στα Ελληνικά σχολεία. Μεταξύ των διακεκριμένων διδασκάλων, που εργάστηκαν στη Βόρειο Ήπειρο, είναι ο Νικόλαος Παπανικολάου, προϊστάμενος Παιδείας των Αγίων Σαράντα, ο Θωμάς Σταθάς, διευθυντής του Λυκείου Τσερκοβιτσών, ο Βασίλειος Παρτάλης, διευθυντής του Λυκείου Αγίων Σαράντα, ο Σπυρίδων Τζιάς, δημοσιογράφος και συγγραφέας, και άλλοι αντάξιοι στα εκπαιδευτικά τους καθήκοντα.Ενώ, το 90% των αποφοίτων της μεταπολεμικής περιόδου, από το 1953 μέχρι το 1987, που καταργήθηκε το Παιδαγωγικό Τμήμα το Ιεροδιδασκαλείου, είναι Νοτιοηπειρώτες, οι οποίοι ως εκλεκτοί διδάσκαλοι προσφέρουν την υπηρεσία τους στα σχολειά της Ηπείρου, και κατ’ επέκταση της ελληνικής επικράτειας. Αλλά, είναι αρκετοί οι φιλόδοξοι απόφοιτοι του Ιεροδιδασκαλείου Βελλάς, που ακολούθησαν ανώτατες σπουδές, και κατόρθωσαν να γίνουν καθηγητές Μέσης Εκπαιδεύσεως, Παιδαγωγικών Ακαδημιών και Πανεπιστημίων, καθώς και γιατροί, δικηγόροι, οικονομολόγοι και πολιτικοί.Τέλος, ένας μικρός αριθμός αποφοίτων του Ιεροδιδασκαλείου Βελλάς, ως διδάσκαλοι καθηγητές, προσέφεραν την υπηρεσία τους στα σχολεία του απόδημου ελληνισμού, μεταξύ των οποίων δίδαξαν στα ελληνικά σχολεία της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αμερικής. Συγκεκριμένα, κατά τη δεκαετία του 1960 παράλληλα με τις σπουδές μου για το πτυχίο φιλολόγου, Master’s και διδάκτορος της φιλοσοφίας, υπηρέτησα ως διδάσκαλος στο απογευματινό Σχολείο του Αγίου Δημητρίου της Νέας Υερσέης, ως καθηγητής στη Σχολή Αργυρίου Φάντη και στην Ακαδημία του Αγίου Βασιλείου, και ως διευθυντής στη Σχολή Αγιου Δημητρίου της Νέας Υόρκης, καθώς επίσης το 1975-76 στη Σχολή Κοραή του Σικάγου.
Πηγή: http://www.proinoslogos.gr/component/content/article/35-2010-06-08-07-37-24/7695-2011-10-06-08-36-32
ΔΕΔΟΜΕΝΟΝ 4
Στις 17 Νοεμβρίου 1874 ο υπουργός εκκλησιαστικών και δημοσίας εκπαιδεύσεως Ι. Βαλασόπουλος22 κατέθεσε στη Βουλή νομοσχέδιο «περί των εφημερίων του κράτους και περί δημοδιδασκάλων23». Η πρόταση του Ι. Βαλασόπουλου είναι να αναλάβει ο κλήρος την ευθύνη για τη λειτουργία των δημοτικών σχολείων. Στην εισηγητική του έκθεση ο Ι. Βαλασόπουλος για να υποστηρίξει την πρόταση του γράφει: «Μετά της κοινωνίας του ανθρώπου βαδίζει η θρησκεία· είναι αδύνατον να ύπαρξη κοινωνία, άνευ θρησκείας. Η ιδέα αύτη η τοσούτον υποχρεωτική, δια τον άνθρωπον, εκαλλιεργήθη καθ’ απαντάς τους αιώνας, αλλ’ υπό διαφόρους τύπους τελειότητας η δε υπεροχή της θρησκείας συμπαρομαρτεί τη υπεροχή του Έθνους. Τα έθνη εκείνα προώδευσαν και ευημέρησαν, τα οποία εκαλλιέργησαν πλειότερον την θρησκείαν (…). Η χριστιανική θρησκεία ήτο το κολοσσιαίον έργον, το οποίον η Ελλάς, καίτοι πεπτωκυία, ανήγειρε τη ανθρωπότητι (…). Η εκκλησία υπήρξεν η κιβωτός, εν ή η Ελλάς εναποταμίευσεν παν ό,τι είχε πολύτιμον, τον νοούν και την ελευθερίαν της (…). Ο Ελληνικός κλήρος ήτον ο ηγούμενος των αγαθών πράξεων και των ελευθέρων ιδεών (…) ήτον ο σημαιοφόρος του ιερού αγώνος. Άνευ του κλήρου η ελευθερία των Ελλήνων ήτο προβληματική αν όχι ακατόρθωτος». Στην περιγραφή της κατάστασης της εκπαίδευσης, ο Ι. Βαλασόπουλος, θα επιμείνει στην ποσοτική και οικονομική πλευρά. Άλλωστε το ζήτημα των δαπανών αποτελεί ένα από τα βασικά επιχειρήματα για την πρόταση του. «Καίτοι δε ηύξησεν ο αριθμός των δημοτικών σχολείων – γράφει ο Ι. Βαλασόπουλος – η εκπαίδευσις όμως του λαού δε εξετάθη, ως απαιτείται, εις όλον το Κράτος, η δε λειτουργούσα είναι φθίνουσα, εις βεβαίαν καταστροφήν αίτια δε της ταύτης καταστάσεως είναι:»
– η ανάμιξη των δασκάλων στην πολιτική, – οι πολιτικές καταδιώξεις εις βάρος των δασκάλων, – η μικρή αμοιβή που δεν ελκύει «δραστήριους και ευφυείς, οίτινες τρέπονται εις επικερδέστερα έργα».
Στις «αιτίες» αυτές προστίθενται: η κατάργηση της επιθεώρησης, αφού οι επιθεωρητές ήταν άμισθοι για το έργο αυτό και η έλλειψη σχολής μόρφωσης δασκάλων.
Ο Ι. Βαλασόπουλος υποστήριζε ότι «η οικονομία του νόμου τούτου, δια της αναθέσεως της δημοτικής εκπαιδεύσεως εις τους εφημέριους, αίρει τα αίτια της καχεξίας των δύο τούτων κλάδων, των επισπώντων δικαίως την μέριμναν παντός πολίτου ευφρονούντος, και πάσης κυβερνήσεως, μεριμνώσης περί της ευημερίας και της προόδου των διοικούμενων». Και καταλήγει: «Η διδασκαλία λοιπόν των πρεσβυτέρων λύει το ζήτημα της μισθοδοσίας του κλήρου και της μονιμοποιήσεως του δημοδιδασκάλου, η δε σύστασις του προτύπου και αϊ περί της αυστηρότητας των εξετάσεων ληφθείσαι εγγυήσεις θέλουν παράσχει όμιλον διδασκάλων γιγνωσκόντων το καθήκον. Τέλος η έμμισθος επιθεώρησις των σχολείων θέλει δώσει πέρας εις την παρούσαν κακήν κατάστασιν, δια της αυστηρός τιμωρίας των παραβαινόντων τα νενομισμένα».
Ο Βαλασόπουλος υποστήριξε ότι «δια του συστήματος τούτου επανέρχεται ίσως μεσαίων, δια δε της μονιμότητας οι δημοδιδάσκαλοι κατασταθήσονται οκνηροί ασυμβίβαστος δε είναι η συγχώνευσις των δύω επαγγελμάτων, επειδή τα καθήκοντα αμφοτέρων είναι υψηλά και διάφορα1 τέλος υποστηρίζεται η ιεροκρατία εις την Ελλάδαν, αφού πανταχόθεν κατεβλήθη, και αφηρέθη από των ιερέων η εκπαίδευσις, επειδή εις χείρας αυτών μένει στάσιμος, ενώ εις χείρας λαϊκών διδασκάλων εποιήσατο τοσαύτας προόδους. Και τω όντι, πριν υποβάλω τον παρόντα νόμον, και ανέγνων και ήκουσα τοιαύτα επιχειρήματα· αλλά ταύτα φαίνονται μεν σπουδαία, δεν είναι όμως ουσιωδώς βάσιμα· έκρινα δε χρέος μου ν’ ανασκευάσω ταύτα, δια να μη αφήσω τον ελάχιστον δισταγμόν περί της επιτυχίας του έργου και περί της μεγάλης αυτού ωφελείας» (…) Η ανάθεσις της δημοτικής εκπαιδεύσεως εις τον κλήρον δεν είναι καινοφανές τι· από αμνημονεύτων χρόνων οι ιερείς ήσαν οι γραμματοφύλλακες πάντων των εθνών, ου μόνον κατά τα πρώτα αυτών βήματα, αλλά και εν τη αναπτύξει και ακμή των (…). Σήμερον δύναται να έχωσι κοσμικούς διδασκάλους, εφάμιλλους ή και κρείττονας· αλλά προ δεκαετηρίδων τινών και ουχί προ αιώνων την εις την πρόοδον ώθησιν έδιδε κατά το πλείστον ο κλήρος (…). Ανάγκη λοιπόν ν’ αρχίσωμεν και ημείς όθεν ήρχισαν και άλλοι (…). Ουδόλως λοιπόν νεωτερίζομεν έως ου δε φθάση το Έθνος εις την ακμήν, και τούτο απαιτεί χρόνου παρέλευσιν, μακρού ή οραχέως, κατά τας περιστάσεις, ανάγκη αναθέσωμεν εις τον κλήρον την δημοτικήν εκπαίδευσιν δια να βελτιώσωμεν αμφότερους τους κλάδους».
Πηγή: Σχέδια νόμων για την Εκπαίδευση 1870-1880
του Αποστόλη Ανδρέου
(http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&task=view&id=239&Itemid=29 )
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ 2
Όταν στο πρόσωπο του διδασκάλου, ευρίσκει κανείς και το ήθος και το σεβάσμιον νούν του ιερέως, τότε ίσως αι βάσεις της παιδείας να ήσαν στερεότερες εις ό, τι έχομεν καταχωρήσει εντός μας ότι αποκαλούμε αξιακό σύστημα.
ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΣΗ
Εφόσον η χώρα στερείται τα πρόσωπα και τις ιδιότητες του ιερέως και του παιδαγωγού, ας ενώσουμε αυτές τις ιδιότητες. Θα ήταν έξοχον από πλευράς παιδαγωγικής δάσκαλος και παπάς, ιδίως στην επαρχίαν να είναι το αυτό πρόσωπον. Τα παιδιά μας τότε σίγουρα θα ανατρέφοντο με ό,τι αγαθότερον υπάρχει και θα ετίθεντο τα θεμέλια της αναγεννήσεως της Ελλάδος από χριστοήθεις και αγαθούς πολίτας. Ας επανασυσταθούν τα ιεροδιδασκαλεία και ας παράξουν το πλέον ελπιδοφόρο λειτούργημα, προς όφελος της πολιτείας η οποία θα ιδή και το μέλλον της να προάγη αλλά και οικονομικώς στους δυο κλάδους να πετυχαίνει τους στόχους της αυτούς της περιστολής εξόδων εκ μισθοδοσιών.