Αβάσιμοι ενθουσιασμοί και οι αστήρικτες εξάρσεις για το πόσο καλά πηγαίνει η θνήσκουσα, στην πραγματικότητα, οικονομία μας

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Το πρόσφατο άρθρο της εφημερίδας Financial Times θα πρέπει να ιδωθεί ως δώρο Θεού. Και τούτο γιατί ενώ, η υπογράφουσα και όχι μόνο, έκρουα εδώ και καιρό με αγωνία τον κώδωνα του κινδύνου, για το που οδεύει η πλήρως ξεχαρβαλωμένη οικονομία μας, η μόνιμη αντιμετώπιση ήταν «στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα». Ενώ τώρα οι διαπιστώσεις της εγκυρότερης οικονομικής εφημερίδας της υφηλίου υπάρχει ελπίδα να εισακουστούν.

Της Μαρίας Νεγρεπόντη-Δελιβάνη

Δυστυχώς, ο κ. Πρωθυπουργός, αλλά και οι πέριξ αυτού αξιωματούχοι, επέμεναν να εμφανίζουν μια ονειρική, αλλά φευ ανύπαρκτη οικονομία, με δήθεν ταχείς αναπτυξιακούς ρυθμούς, με δήθεν αυξανόμενους μισθούς, με δήθεν διενέργεια σημαντικών επενδύσεων και με την προσέλκυση του θαυμασμού της υφηλίου, για τα δήθεν επιτεύγματά της.

Η ζοφερή πραγματικότητα, δυστυχώς, είναι αυτή που σε λίγες γραμμές αναλύουν οι Financial Times, και που συμπίπτουν ακριβώς με τα όσα ανάλογα εγώ, από κοινού με ελάχιστους Έλληνες οικονομολόγους, προσπάθησα, τα τελευταία χρόνια, να αναδείξω..

Είναι σαφές, ότι ουδείς έχει κέρδος να βαυκαλίζεται με φανταστικές επιτυχίες της οικονομίας. Αντιθέτως, οι ουτοπίες αυτές καταλήγουν σε αδικαιολόγητο εφησυχασμό και στη διαιώνιση της, χωρίς ελπίδα, επιδείνωσης της οικονομίας.

Θα αρκεστώ ,στο αρθρίδιο αυτό, στα ακόλουθα επιγραμματικά:

1.Η αντιμετώπιση της οικονομίας μας έχει, πρωτίστως, ανάγκη από μακρο οικονομολόγους, με σοβαρές και εξειδικευμένες σπουδές, οι οποίοι να καταρτίσουν ένα μακροχρόνιο πρόγραμμα. Η Κυβέρνηση, καθώς και το σύνολο της οικονομίας, έχει εμφανή έλλειψη αυτής της ειδικότητας, καθώς τα τελευταία χρόνια, ο αριθμός των νέων που την επιλέγουν έχει περιοριστεί, επειδή στρέφονται κυρίως προς σπουδές χρηματιστηριακές, ψηφιακές, λογιστικές, μάρκετινγκ και άλλες, που ασφαλώς βοηθούν την οικονομία, αλλά μόνον αφού αυτή σταθεί στα πόδια της. Ευελπιστώ, ότι με τα τόσα πανεπιστημιακά ιδρύματα που διαθέτει η χώρα, δεν θα υπάρξουν δυσκολίες εξασφάλισής τους.

2.Αποτελεί πρωταρχικό θέμα η κατανόηση, ότι η ελληνική οικονομία, στην κρίσιμη περίοδο που τώρα διανύει, είναι εντελώς ανίκανη να επωφεληθεί από στιγμιαίες αυξήσεις ρυθμών ανάπτυξης, που είναι μη διατηρήσιμες, από τυχόν ενδιαφέρον ξένων για επενδύσεις, που όμως είναι παντελώς ακατάλληλες (και επομένως δεν θα έχουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα) για τις ανάγκες ανόρθωσης της οικονομίας. Είναι απολύτως αναγκαίο ένα ποσοστό ανώτερο του 20% του ΑΕΠ, να διατίθεται για τουλάχιστον 15 χρόνια από σήμερα για παραγωγικές, και καλά προγραμματισμένες επενδύσεις. Είναι αγωνιωδώς επιθυμητή η στενή συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα για την ανασύσταση των ημιθανών και άκρως επικίνδυνων ή και ήδη νεκρών υπηρεσιών κοινής ωφελείας.Είναι αδήριτη η ανάγκη να κατανοηθεί ότι πρόκειται για οικονομία-φάντασμα η ελληνική, καθώς βασίζεται σε υπέρμετρο βαθμό στον τουρισμό, και έχει αποδεκατίσει τους δύο άλλους βασικούς της τομείς. Είναι επείγον το θέμα πάταξης της απαράδεκτα υψηλής φοροδιαφυγής, η οποία είναι και η κυρίως υπεύθυνη για την επιβολή των μνημονίων. Είναι θέμα ζωής και θανάτου να δρομολογηθούν εκείνες οι επενδύσεις, που θα στηρίξουν την περαιτέρω ανάπτυξη, και που σε καμία περίπτωση δεν είναι οι διάφορες φανταχτερές που επιδιώκονται για λόγους εντυπώσεων, αλλά όχι για την εξασφάλιση υψηλής παραγωγικότητας και επεκτατικών συνεπειών στην οικονομία. Είναι επιβεβλημένο να αναζητηθούν τα ειδικά μας πλεονεκτήματα σε τομείς που να παράγουν ανταγωνιστικά προϊόντα, ώστε να περιοριστεί το μόνιμο έλλειμμα συναλλαγών μας. Πρέπει, επιτέλους, να βρεθούν τρόποι εκμετάλλευσης του θαλάσσιου πλούτου μας. Επιβάλλεται να επαναπατριστούν οι χιλιάδες μορφωμένοι νέοι, που εγκατέλειψαν την πατρίδα, για να προσφέρουν τις γνώσεις τους στην Ελλάδα. Είναι έγκλημα να εξακολουθήσουμε να παρακολουθούμε απαθείς τη φονική μείωση του πληθυσμού που μας οδεύει στην εθνική μας εξαφάνιση κλπ., κλπ., κλπ.

3.Εξυπακούεται, ότι τα όλως ενδεικτικά παραπάνω θα πρέπει να συνυπάρξουν με την αναθέρμανση πατριωτικού αισθήματος, και μακριά από ιαχές όπως «να καταστρέψουμε την Ελλάδα» ή «να είμαστε εμείς καλά και ας ψοφή ….η Ελλάδα». Διότι, αν δεν ανανήψουμε, από τη βαριά αρρωστημένη αυτή κατάσταση, δεν υπάρχει χώρος για ανάπτυξη μιας πατρίδας, που την πηγαίνουμε ηθελημένα σε εξόντωση.

4.Με το άρθρο των Financial Times, αλλά και με ένα πρόσφατο του Eric Toussaint (Pourquoi l’annulation de la dette….14.02.2024), η Κυβέρνησή μας θα όφειλε να σπεύσει να απαιτήσει ριζική αναθεώρηση του περιεχομένου των μνημονίων, που καταδίκασαν την Ελλάδα σε εξόντωση. Και όχι να εξακολουθεί, πειθήνια, να υπηρετεί μνημόνια, που εδρεύουν σε παράνομη και ανήθικη βάση.

Το περιεχόμενο του άρθρου των F.T. θα έπρεπε να με κάνει περήφανη, εφόσον επικυρώνει τις αμέτρητες φορές διατυπωμένες δικές μου διαπιστώσεις και προτροπές, αναφορικά με την ελληνική οικονομία. Και θα είμαι, πράγματι, ικανοποιημένη αν επιτέλους, εξαλειφθούν οι αβάσιμοι ενθουσιασμοί και οι αστήρικτες εξάρσεις για το πόσο καλά πηγαίνει η θνήσκουσα, στην πραγματικότητα, οικονομία μας, και αν αρχίσουμε από μηδενική βάση την ανοικοδομηση της. Είθε, να συνειδητοποιήσουμε το αδιέξοδο της οικονομίας μας, και να αγωνιστούμε για την ανατροπή του.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ