Την οδοσύχναστη εξυμνώ Εκάτη, την τρίστρατη, την ερασμία,
Την ουρανία την γήινη και την θαλασσινή, κροκόπεπλη,
Την επιταφία, που με τις ψυχές νεκρών οργιοβακχεύει,
Την Πέρσεια, τη μοναχική, που με τα ελάφια αγάλλεται,
Νυχτερινή, σκυλοσυνόδευτη, αήττητη βασίλισσα,
Ουρλιαχτική, ξαρμάτωτη, αυτή που ακαταμάχητη έχει την όψη,
Την ταυροπόλο, την κλειδούχο όλου του κόσμου άνασσα,
Ηγεμονίδα, νύμφη, παιδοτρόφο , ορεισύχναστη,
Την κόρη αυτή θερμοπαρακαλώντας να βρεθεί στις όσιες τελετές
Ευμενική προς τον ποιμένα πάντοτε με χαρούμενη διάθεση.
Ορφικός Ύμνος της Εκάτης.
Η Εκάτη ήτο χθόνια θεότητα των προγόνων μας, την οποία παρουσίαζαν ως τρίφορφον ,
έχουσα τρία ενωμένα σώματα, φέροντα τρεις κεφαλάς. Οι αρχαίοι πίστευαν ότι σαν σεληνιακή θεότητα όπως ήτο, εξήρχετο κατά το σκότος της νύχτας μέσα από τα μνήματα , που ήτο η κατοικία της, και επορεύετο εις τας τριόδους –τα τρίστρατα-,και ενίοτε και εις τας διαύλους. Συνοδοί της ήτο οι κύνες, οι υλακές των οποίων προκαλούσαν ρίγη φρίκης εις τους ανθρώπους, την παλαιά αυτή εποχή.
Κάτω από το ωχρό φως της Σελήνης έπαιρνε την μορφή διαφόρων φασμάτων, και με την συντροφιά και άλλων καταχθόνιων πλασμάτων, επλησίαζε τας εισόδους των πόλεων. Για να την εξευμενίσουν , θυσίαζαν εις τα τρίστρατα θηλυκούς κύνες, τα ουρλιαχτά των οποίων πάγωναν το αίμα. Οι μάγισσαι, τελώντας οργιαστικές τελετές, απήγγελλον μαγικάς φράσεις και καλούσαν εις την γη, τας ψυχάς των νεκρών.
Ακόμη την εσπέρα κάθε τελευταίας ημέρας του μηνός, απέθεταν επί των βωμών της, στη βάση των αγαλμάτων της, διαφόρους τροφάς, για να θρέψουν το θείο σώμα της. Τας τροφάς αυτάς , έτρωγαν οι πεινώντες πένητες, και εκαλούντο ‘’Εκάτης δείπνα’’.
Αλλά επειδή αποτελούντο από περισσεύματα και απορρίμματα, και οτιδήποτε άλλη άθλια τροφή, η φράση ‘’Εκαταία δείπνα’’, έφθασε να σημαίνει κάθε τι ακάθαρτον και αισχρόν.
Η Ηώς (Αυγή), ήτο θεότητα η οποία ανήγγειλε τον ερχομό της ημέρας , και διέλυε το σκότος που τρόμαζε πάντα τους ανθρώπους. Μαζί με το σκότος, αποσύροντο εις τας κρύπτας τους και τα νυκτόβια ζώα , όπως οι ύαινες, οι λύκοι και τα τσακάλια, και έπαυον οι υλακές και τα ουρλιαχτά τους.
Οι πρόγονοί μας εφαντάζοντο την Ηώ ως ωραία λαμπροφανή νέα, ροδοδάκτυλη, λευκόπτερο, κρατούσα εις τας χείρας της , υδρία, η οποία πετούσε εις τον ουρανό, βάφοντας τον ορίζοντα με χρυσορόδινους χρωματισμούς. Έφερνε την ελπίδα και την αγαλίαση στους θνητούς και τους προετοίμαζε για τα ειρηνικά τους έργα, καθώς και την έγερση όλων των άλλων πλασμάτων, σε στεριά και θάλασσα.
Ήτο προάγγελος για τον ερχομό του Φοίβου-Απόλλωνα, του χρυσού ήλιου, ο οποίος προβάλλει από τον ορίζοντα πάνω στο ολόλαμπρο χρυσό του άρμα, το οποίο σύρουν λευκοί ίπποι ή κύκνοι, και περιτρέχει την γη.
Ο Απόλλων ήτο ο κατεξοχήν Έλλην θεός, ωραίος νέος, δαφνοστεφής, αρχηγός των Μουσών (επιστημών, τεχνών), ως Μουσηγέτης. Με το φως και την ζεστασιά που προσέφερε στους θνητούς , έκανε την γη να καρπίζει και να χαροποιεί όλη την Πλάση.
Οι Έλληνες τον λάτρευαν ως Σωτήρα, Επικούρειο σε περιπτώσεις λοιμών, ως εξολοθρευτή των αρουραίων –Σμινθεύς-, που προκαλούν πάντα καταστροφές, ως Σαυροκτόνο, ως Εκηβόλο –ο ρίχνων εκ του μακρόθεν βέλη-. Ακόμη τον προσφωνούσαν Αλεξίκακο και Αποτρόπαιο, γιατί απομάκρυνε και απέτρεπε κάθε κακό.
Μαζί με την αδελφή του, Αρτέμιδα, απέκτειναν και έρριψαν εις τα Τάρταρα τον γίγαντα Τιτυό, γιατί επιχείρησε να προσβάλει την σεπτή μητέρα τους Λητώ, εξ ου και το όνομά του Τιτυοκτόνος.
Οι πρόγονοί μας μ΄αυτό το λυρικό και όμορφο τρόπο, μέσα από τους μύθους, προσωποποιούσαν με την τρισώματη τροπαιαστική μορφή της Εκάτης, και την συνοδεία των υλακτούντων κυνών της, που προκαλούσαν φόβο και δέος, παν τι κακό και σκοτεινό και υποχθόνιο.
Ενώ με την προσωποποίηση της χρυσοπέπλου και φωτοφόρου Ηούς, έσπειρον εις τας ψυχάς των ανθρώπων την ελπίδα και την πίστη, ότι πάντα μετά το βαθύ σκότος και τα γεννήματα αυτού, ήτοι την Μέγαιρα, την Έ χιδνα, τις Ύδρες, την Χίμαιρα, τις Άρπυιες, τις Λάμιες, τις Έμπουσες κ.λ.π., έρχεται με τον χαρμόσυνο ερχομό της Ηούς (Αυγής), και ο ολβιωδότης Παιάν, ο Πυθοκτόνος Απόλλων- Ήλιος.
Εισάκουσε, θεά , που φέρνεις τη βροτοφεγγή ημέρα,
Εσύ η αχτιδόλαμπη Ηώς, που ερυθραίνεσαι στον κόσμο,
Αγγέλτρια του μεγάλου θεού του μεγαλόπρεπου Τιτάνα,
Εσύ που της νυκτός τη ζοφερή μαυρόχρωμη πορεία
Με τις ανατολές σου ξαποστέλνεις στα κατάβαθα της γης.
Συ οδηγήτρια των εργασιών, του βίου των θνητών θεραπαινίδα,
Που χαίρεται μ΄αυτήν το γένος των θνητών ανθρώπων, ούτε κανείς υπάρχει
Που αποφεύγει τη δική σου όψη, την υπέρτατη που είναι,
Όταν αποτινάξεις απ΄τα βλέφαρα τον γλυκύν ύπνο,
Κάθε θνητός ευφραίνεται, κάθε ερπετό και τα΄άλλα είδη
Απ΄τα πτηνά και τα τετράποδα κι από τα πολυάριθμα θαλασσινά.
Γιατί παρέχεις στους θνητούς όλο τον βίο τον εργάσιμο.
Αλλά μακάρια, αγνή, είθε στους μύστες το ιερό φως ν΄αυξάνεις.
Ορφικός Ύμνος της Ηούς.
Με εκτίμηση.
Αγγελική Π.
.