Βασίλης Βιλιάρδος
Διευκρινιστικά και με απλά οικονομικά, ο πληθωρισμός και η ακρίβεια είναι δύο διαφορετικές έννοιες – αφού ο πρώτος σημαίνει άνοδο των τιμών αγαθών και υπηρεσιών, ενώ η δεύτερη τη σχέση τιμών και μισθών.
Επίσης διευκρινιστικά, ο πληθωρισμός έχει τις εξής δύο οδυνηρές συνέπειες: (α) την άνοδο των τιμών εις βάρος των πραγματικών μισθών/συντάξεων που σε όρους αγοραστικής αξίας μειώνονται και (β) τη μείωση της ανταγωνιστικότητας μίας χώρας της Ευρωζώνης, όταν ο μέσος πληθωρισμός των άλλων χωρών είναι χαμηλότερος – οπότε την αδυναμία αύξησης των ονομαστικών μισθών (στην ουσία πιέζονται ακόμη περισσότερο προς τα κάτω), έτσι ώστε να εξισορροπηθεί η απώλεια τους από τον πληθωρισμό.
Στην Ελλάδα τώρα, είμαστε αντιμέτωποι και με τις δύο συνέπειες του πληθωρισμού – δηλαδή με την άνοδο των τιμών και με την ακρίβεια. Γιατί; Επειδή ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή, δηλαδή ο συγκρίσιμος με τα άλλα κράτη της ΕΕ, αυξήθηκε το Μάϊο κατά 3,3% – ενώ στην Ευρωζώνη κατά 1,9%.
Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να καταπολεμηθεί βιώσιμα η ακρίβεια με την άνοδο των μισθών, παρά το ότι στο πραγματικό ωρομίσθιο έχουμε καταντήσει τελευταίοι στην ΕΕ, πίσω ακόμη και από τη Βουλγαρία – αφού έτσι καταρρέει η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας (=θα έκλειναν και οι υπόλοιπες μικρομεσαίες επιχειρήσεις), όπως ήδη φαίνεται από τα τεράστια ελλείμματα του εμπορικού μας ισοζυγίου (-34,6 δις το 2024 ή 14,5% του ΑΕΠ!) και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (-15,1 δις € ή 6,4% του ΑΕΠ) που αυξήθηκαν ακόμη περισσότερο στο πρώτο τετράμηνο του 2025 (-6,6 δις € το τρεχουσών συναλλαγών).
Ακόμη χειρότερα, στα περισσότερα άλλα κράτη ο πληθωρισμός προήλθε από την άνοδο των μισθών, οπότε της ζήτησης (στην Ανατολική Ευρώπη οι μισθοί αυξήθηκαν πάνω από 8% το 2024, στην Πολωνία 19%, στην Κροατία 14,2% και στη Βουλγαρία 13,9%) – ενώ στην Ελλάδα από τη ληστρική λειτουργία των καρτέλ.
Εκτός αυτού, η υπερφορολόγηση αφενός μεν αυξάνει τις τιμές (αφού μετακυλίεται στις τιμές από τις επιχειρήσεις), αφετέρου μειώνει ακόμη πιο πολύ τους πραγματικούς μισθούς – οπότε έχουμε πληθωρισμό, παρά τη μειωμένη ζήτηση, και ακρίβεια μαζί.
Όσον αφορά δε το ρυθμό ανάπτυξης μας (2,2% στο πρώτο τρίμηνο), στηρίχθηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου στην ιδιωτική κατανάλωση (οι υπόλοιποι συντελεστές του ΑΕΠ μας, οι δημόσιες δαπάνες, οι ιδιωτικές επενδύσεις και το εμπορικό ισοζύγιο, ήταν αρνητικοί) – η οποία όμως τροφοδοτήθηκε από τις αποταμιεύσεις των Ελλήνων, όπου είμαστε η μοναδική χώρα της Ευρώπης με αρνητικές αποταμιεύσεις.
Διευκρινιστικά εδώ τα εξής: (α) η αποταμίευση δεν έχει καμία σχέση με τις τραπεζικές καταθέσεις, αφού είναι η διαφορά μεταξύ αυτών που εισπράττουμε και αυτών που δαπανάμε (πχ. όταν δανειζόμαστε ή πουλάμε το σπίτι μας και βάζουμε αυτά τα χρήματα στην τράπεζα, αυξάνονται οι καταθέσεις αλλά όχι οι αποταμιεύσεις) ενώ (β) τα ακίνητα αποτελούν επίσης μία μορφή αποταμίευσης, όπου στην Ελλάδα η ιδιοκατοίκηση έχει μειωθεί από το 87% στο 61%.
Με απλά λόγια, ξοδεύουμε τις αποταμιεύσεις μας και πουλάμε τα σπίτια μας, για να επιβιώσουμε – όπου εάν δεν έχουμε τίποτα από τα δύο, φεύγουμε στο εξωτερικό.
Από την άλλη πλευρά, μπορεί μεν να περιορίσθηκε ο ρυθμός ανόδου του πληθωρισμού, να επιβραδύνθηκε δηλαδή, αλλά οι τιμές συνεχίζουν να αυξάνονται κάθε μήνα – οδηγώντας τη μικρομεσαία τάξη στην απόγνωση, αφού βλέπει κάθε φορά να ακριβαίνουν οι τιμές στα ράφια των Σουπερμάρκετ.
Από πολιτικής πλευράς τώρα, η συστημική κυβέρνηση δεν μπορεί να ελέγξει τα καρτέλ, αφού η ίδια διαπλεκόμενη τα στηρίζει – ενώ μαζί με την επίσης συστημική αξιωματική αντιπολίτευση, έχουν χρέη περί το 1 δις € και άρα μπορούν να εκβιάζονται.
Επομένως, αδυνατεί να δημιουργήσει συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού και ένα θετικό επιχειρηματικό περιβάλλον – για τη διενέργεια παραγωγικών επενδύσεων που θα οδηγούσαν στη μείωση των τιμών και στην αύξηση των μισθών, οπότε στην πτώση της ακρίβειας και στον ισοσκελισμό των ισοζυγίων.
Εκτός αυτού, ο πληθωρισμός «βολεύει» την κυβέρνηση, αφού αυξάνει τα φορολογικά έσοδα, με τη διατήρηση των ίδιων συντελεστών στις υψηλότερες τιμές και δημιουργεί υπερπλεονάσματα που ικανοποιούν τους δανειστές/εταιρίες αξιολόγησης – σημειώνοντας πως ακόμη και μία άνοδος των τιμών των καυσίμων λόγω του πολέμου στη Μέση Ανατολή, θα αύξανε τα δημόσια έσοδα μέσω του ΦΠΑ.
Μπορεί δε ο πληθωρισμός να επηρεάζει τις τιμές των προϊόντων το ίδιο για όλους, αλλά για όσους το εισόδημά τους είναι πολύ μεγαλύτερο από το μέσο μηνιαίο, όπως για τους υπουργούς ή/και βουλευτές, η επίπτωση είναι πολύ μικρότερη – αφού απλά περιορίζεται η δυνατότητα αποταμίευσης του πλεονάζοντος εισοδήματος τους, ενώ για τους φτωχότερους γίνεται δύσκολη η αξιοπρεπής επιβίωση.
Λογικά λοιπόν, το μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων οδηγείται σε αντισυστημικά κόμματα – σε ορισμένα απλά για λόγους διαμαρτυρίας, ενώ σε άλλα που είναι σοβαρά, διαθέτουν στελέχη και ένα ρεαλιστικό πρόγραμμα διακυβέρνησης, για λόγους επιβίωσης.