Βασίλης Βιλιάρδος
Μία χώρα μπορεί να επιλύσει το πρόβλημα της υπερχρέωσης της χωρίς να χρεοκοπήσει, με τους εξής τρεις τρόπους:
(α) Με τον πληθωρισμό, πολύ περισσότερο σε συνδυασμό με την υπερφορολόγηση – κυρίως μέσω της διατήρησης των ίδιων συντελεστών έμμεσων φόρων, όπως ο ΦΠΑ, στις αυξημένες τιμές,
(β) με την πολιτική λιτότητας και
(γ) με την επίτευξη πλεονασμάτων στο εμπορικό ισοζύγιο και ιδίως στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της.
Εν προκειμένω, με τον πρώτο τρόπο που εφαρμόζει σήμερα η Ελλάδα, σαν μα μην έμαθε τίποτα από τα τρία διαδοχικά μνημόνια (μοναδική περίπτωση στην παγκόσμια ιστορία), ληστεύονται και εξαθλιώνονται οι Πολίτες, αφού καταρρέουν οι πραγματικοί τους μισθοί (=σε όρους αγοραστικής αξίας και μετά φόρων) – οπότε οι θετικές του επιδράσεις στο χρέος έχουν ημερομηνία λήξης, όταν η ανθεκτικότητα στην ακρίβεια και η φοροδοτική ικανότητα των Πολιτών εξαντλούνται.
Όσον αφορά το δεύτερο τρόπο, η χώρα βυθίζεται στην ύφεση, η ανεργία αυξάνεται, οι χρεοκοπίες Πολιτών και επιχειρήσεων κλιμακώνονται, οι επενδύσεις μειώνονται, το ΑΕΠ καταρρέει, το κόστος εργασίας ανά μονάδα παραγομένου προϊόντος αυξάνεται κοκ. – όπως έχουμε διαπιστώσει στην Ελλάδα, σχεδόν από την πρώτη ημέρα των μνημονίων.
Ο τρίτος τρόπος είναι ο μοναδικός βιώσιμος – πόσο μάλλον όταν η μείωση του εμπορικού ελλείμματος αυξάνει ταυτόχρονα το ΑΕΠ, αφού αποτελεί τον τέταρτο συντελεστή του (ΑΕΠ= κατανάλωση + ιδιωτικές επενδύσεις + δημόσιες δαπάνες + εμπορικό ισοζύγιο).
Για να καταλάβουμε τι σημαίνει, εάν είχαμε ισοσκελισμένο εμπορικό ισοζύγιο, όχι πλεόνασμα όπως άλλες χώρες αλλά απλά ισοσκελισμένο (=+-0), τότε το ΑΕΠ μας το 2024 θα αυξανόταν αυτόματα στα 272,2 δις € από 237,6 δις € (=237,6 δις € + 34,6 δις €) – ενώ τα δημόσια έσοδα κατά 10 δις € (=34,6Χ29%), χωρίς υπερφορολόγηση.
Κάτι τέτοιο απαιτεί όμως παραγωγικές και καινοτόμες επενδύσεις, οι προϋποθέσεις των οποίων είναι γνωστές (=γρήγορη απόδοση δικαιοσύνης, μηδενική διαφθορά, ελάχιστη γραφειοκρατία κλπ.) – ενώ μέσω αυτών των επενδύσεων αυξάνεται η παραγωγικότητα της εργασίας (οπότε οι μισθοί), η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και οι εξαγωγές, παράλληλα με τη μείωση των εισαγωγών.
Η «διαδικασία» αυτή στη συνέχεια αυξάνει το ΑΕΠ και άρα τα φορολογικά έσοδα του δημοσίου, όπως ήδη αναφέραμε – χωρίς την υπερφορολόγηση των Πολιτών.
Δυστυχώς, ορισμένες μόνο χώρες καταλαβαίνουν τη σημασία των πλεονασμάτων των ισοζυγίων για την οικονομία τους – στις οποίες δεν ανήκει δυστυχώς η Ελλάδα, με κριτήριο τα θηριώδη ελλείμματα και των δύο ισοζυγίων της το 2024 (-34,6 δις € το εμπορικό ισοζύγιο και -15,3 δις € το τρεχουσών συναλλαγών), τα οποία συνεχίζονται το 2025.
Οι χώρες που το καταλαβαίνουν στην Ευρώπη είναι κυρίως η Γερμανία (+5,7% του ΑΕΠ της πλεόνασμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών), η Ολλανδία (+9,1%), η Ελβετία (+5,1%), η Δανία (+12,1%), η Σουηδία (+6%) και η Νορβηγία (+16,7%) – η Ιρλανδία επίσης (17,2%), αλλά για διαφορετικούς λόγους. Οι τρεις σκανδιναβικές χώρες έχουν βέβαια κρατήσει τα εθνικά τους νομίσματα που προφανώς είναι ισχυρά, λόγω των πλεονασμάτων των ισοζυγίων τους – ενώ ανάλογα υψηλοί είναι οι μέσοι μισθοί των εργαζομένων τους.
Η αιτία τώρα που η Γαλλία ευρίσκεται σχεδόν ακυβέρνητη, είναι η Γερμανία – ο αθέμιτος ανταγωνισμός της δηλαδή από τη γειτονική χώρα (=μισθολογικό dumping, με τη διατήρηση των μισθών κάτω από την παραγωγικότητα των εργαζομένων), με την οποία έχει πια συνεχή ελλείμματα ισοζυγίων.
Η δεύτερη αιτία είναι το ότι, σχεδιάζει να καταπολεμήσει τα ελλείματα του προϋπολογισμού της, μέσω ενός μαζικού προγράμματος λιτότητας – το οποίο όμως, όπως ασφαλώς γνωρίζουν οι Γάλλοι, εάν πράγματι δρομολογηθεί, θα την οδηγήσει σε μία ανάλογη καταστροφή, με αυτήν που βιώσαμε στην Ελλάδα.
Πόσο μάλλον όταν ασφαλώς δεν το χρειάζεται, αφού το 2024 είχε μεν χρέος στο 113% του ΑΕΠ, αλλά ελαφρύ πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της (0,4%) – το οποίο θα μπορούσε να αυξήσει με τη σωστή πολιτική, αφού διαθέτει παραγωγική βάση (μεταποίηση, βιομηχανία), έτσι ώστε να περιορίσει το έλλειμμα του προϋπολογισμού της.
Δυστυχώς φαίνεται πως η ΕΚΤ, «πιόνι» των αγορών, δεν θα στηρίξει τα ομόλογα της χώρας, απλά και μόνο για να της επιβάλει την πολιτική λιτότητας εκβιαστικά, όπως συνέβη και στην Ελλάδα – ενώ σε μία σύγκρουση αγορών και Πολιτών, οι πιο αδύναμοι είναι συνήθως οι Πολίτες.
