Τι είπε ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας και Ακαδημαϊκός κατά την επίσκεψή του στους κοινοβουλευτικούς συντάκτες
Το μεσημέρι της 9ης Δεκεμβρίου ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας και Ακαδημαϊκός Προκόπης Παυλόπουλος βρέθηκε, κατά την προσφιλή του τακτική, στην αίθουσα κοινοβουλευτικών συντακτών της Βουλής λίγο πριν ανέβει στην Αίθουσα Γερουσίας για τα εγκαίνια της Έκθεσης «Το δικό μας Σύνταγμα», με αφορμή την συμπλήρωση 50 χρόνων από την θέσπιση και την έναρξη ισχύος του Συντάγματος του 1975.
Βασιλης Σκουρής από το dnews.gr
Όπως είναι φυσικό – πάντα το συνήθιζε ο Προκόπης Παυλόπουλος ως Βουλευτής μεταξύ 1996-2014 – δεν αρνήθηκε να απαντήσει στις ερωτήσεις των, πολύ γνώριμων σε αυτόν, Κοινοβουλευτικών Συντακτών οι οποίοι του έθεσαν, προφανώς και λόγω αρμοδιότητας, ερωτήματα για την επικείμενη αναθεώρηση του Συντάγματος.
Κοινό χαρακτηριστικό των απαντήσεων αυτών είναι ότι παγίως ο Προκόπης Παυλόπουλος θεωρεί ότι, δυστυχώς, ορισμένες από τις αναθεωρητικές πρωτοβουλίες ξεκίνησαν όχι γιατί οι αναθεωρηθείσες διατάξεις του Συντάγματος είχαν ανάγκη από αναθεώρηση.
Αλλά διότι κυρίως οι εκάστοτε Κυβερνήσεις δεν είχαν την βούληση να τις εφαρμόσουν κατά το γράμμα τους και το πνεύμα τους, μάλλον επειδή τούτο δεν τους συνέφερε πολιτικώς. Δηλαδή θεσπίσθηκαν κυρίως με βάση μικροκομματικά κριτήρια και ανάλογες σκοπιμότητες, κάτι το οποίο υπονομεύει σοβαρά την κανονιστική ισχύ και το πολιτικό κύρος του Συντάγματος.
Είπε λοιπόν, μεταξύ άλλων και σε γενικές γραμμές, ο Προκόπης Παυλόπουλος:
«Πριν απ’ όλα ας μου επιτραπεί να σας καταθέσω, φυσικά εν συντομία, την προσωπική μου εμπειρία. Δοθέντος ότι την μεν αναθεώρηση του Συντάγματος του 1986 την βίωσα ως Καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, στις δε αναθεωρήσεις του Συντάγματος του 2001 και 2008 συμμετείχα ενεργώς ως μέλος των αντίστοιχων αναθεωρητικών Βουλών.
Στην αναθεώρηση μάλιστα του Συντάγματος του 2001 μετείχα ως Εισηγητής αρχικώς και, στην συνέχεια, ως Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας, τότε Αξιωματικής Αντιπολίτευσης.
Τέλος, την αναθεώρηση του Συντάγματος του 2019 την βίωσα ως εν ενεργεία Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο οποίος ναι μεν κατά τον εκ του Συντάγματος ρόλο του δεν μετείχε, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, θεσμικώς στην αναθεωρητική διαδικασία. Πλην όμως εκ συνταγματικού καθήκοντος την παρακολούθησα καθ’ όλη την διάρκειά της, ήτοι και στις δύο φάσεις της, πολλώ μάλλον όταν μεταξύ των αναθεωρητέων διατάξεων περιλαμβάνονταν και οι περί εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας ρυθμίσεις του ισχύοντος Συντάγματος.
Υπ’ αυτό το βιωματικό πρίσμα θεωρώ ότι από τις κατά τ΄ ανωτέρω τέσσερις αναθεωρήσεις του Συντάγματος μόνον εκείνες του 2001 και του 2008 – η τελευταία οπωσδήποτε ελλιπής λόγω των πολιτικών συνθηκών και σκοπιμοτήτων της εποχής- ολοκληρώθηκαν με πλήρη τήρηση του γράμματος και του πνεύματος των διατάξεων του άρθρου 110 του Συντάγματος. Δηλαδή με πλήρη τήρηση όχι μόνο των διαδικαστικών αλλά και των ουσιαστικών, στην ολότητά τους, προϋποθέσεων αναθεώρησης του Καταστατικού μας Χάρτη.
Ενώ κατά τις δύο άλλες βεβαίως και τηρήθηκαν οι διαδικαστικές προϋποθέσεις των διατάξεων του άρθρου αυτού, όμως οι αναθεωρητικές πλειοψηφίες στις δύο Βουλές απομακρύνθηκαν, έστω και εν μέρει, από τον θεσμικώς δέοντα σεβασμό του ρυθμιστικού πνεύματός τους. Σεβασμό ο οποίος έγκειται στην, δίχως άλλες πολιτικές σκοπιμότητες, επικαιροποίηση των διατάξεων του Συντάγματος, ώστε μέσα από την επιβεβλημένη προσαρμογή τους στις a posteriori ουσιώδεις μεταβολές της κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας να διατηρήσει την κανονιστική ικμάδα του ως υπέρτερης τυπικής ισχύος Καταστατικός Χάρτης. Καταστατικός Χάρτης ο οποίος συνιστά, ταυτοχρόνως, την βάση και την κορυφή της Έννομης Τάξης στο πλαίσιο των θεσμικών αντηρίδων της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας που εγγυώνται, προεχόντως, την ακώλυτη άσκηση των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου κατά τον θεσμικό προορισμό τους και την στήριξη των «δίδυμων» θεσμικών πυλώνων της Διάκρισης των Εξουσιών και του Κράτους Δικαίου.
Αντίθετα, λοιπόν, προς τις προμνημονευόμενες επιταγές των διατάξεων του άρθρου 110 του Συντάγματος, οι στόχοι των αναθεωρήσεων του Συντάγματος του 1986 και του 2019 ήταν πολύ περισσότερο πολιτικοί και εμφανώς λιγότερο θεσμικοί. Δοθέντος ότι από την μία πλευρά μέσω της αναθεώρησης του 1986 επιδιώχθηκε, και τελικώς επήλθε, κυρίως η κανονιστική απομείωση του εν γένει ρυθμιστικού ρόλου του Προέδρου της Δημοκρατίας και η εμπέδωση των βάσεων ενός καταδήλως πρωθυπουργοκεντρικού συστήματος.
Και, από την άλλη πλευρά, μέσω της αναθεώρησης του Συντάγματος του 2019 -και προκειμένου να αποφεύγεται εν πάση περιπτώσει η προσφυγή σε πρόωρες εκλογές- καταργήθηκε η αυξημένη πλειοψηφία που διασφάλιζε την ουσιωδώς συναινετική εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας. Και μάλιστα σε σημείο ώστε αυτή να καθίσταται εφικτή ακόμη και με την σχετική πλειοψηφία των Βουλευτών, άρα ακόμη και από μία περιστασιακή κυβερνητική πλειοψηφία. Γεγονός το οποίο, προδήλως, απομειώνει εξ αρχής το κύρος του Προέδρου της Δημοκρατίας, ενώ αυτός μπορεί να είναι καθ’ όλα άξιος σε ό,τι αφορά την άσκηση των καθηκόντων του.
Και σήμερα παρατηρούμε ότι σχεδιάζεται η αναθεώρηση των διατάξεων του άρθρου 90, ιδίως παρ. 5, του Συντάγματος για τις προαγωγές στην ηγεσία της Δικαιοσύνης, δηλαδή στον Άρειο Πάγο, στο Συμβούλιο της Επικρατείας και στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Και εδώ όμως δεν «φταίει» το Σύνταγμα για την «κακοδαιμονία» που επικρατεί ιδίως από το 2010 και ύστερα. Μία «κακοδαιμονία» που μπορεί να συμπυκνωθεί στο ότι οι προαγωγές αυτές δεν γίνονται αξιοκρατικά, αλλά με βάση μικροπολιτικά και, ακόμη χειρότερα, μικροκομματικά κριτήρια, γεγονός το οποίο οδηγεί και στην οφθαλμοφανή υποβάθμιση του κύρους της Δικαιοσύνης και των Λειτουργών της.
Τούτο σημαίνει ότι δεν «φταίει» η σχετική ρύθμιση του Συντάγματος αλλά η ουσιαστικώς καταχρηστική ερμηνεία και εφαρμογή της από τις εκάστοτε Κυβερνήσεις. Σήμερα δε σχεδιάζεται αναθεώρηση εν προκειμένω χωρίς καν να υπάρχει μία ήδη συγκροτημένη πρόταση ως προς τι πρέπει να γίνει για την αποκατάσταση των εγγυήσεων των αξιοκρατικών προαγωγών στην ηγεσία της Δικαιοσύνης. Με άλλες λέξεις απορρίπτουμε τις ορθές ρυθμίσεις του Συντάγματος και, με καταφανή αμηχανία, «ψάχνουμε» για τις, αμφιβόλου αποτελεσματικότητας, ρυθμίσεις που θα τις αντικαταστήσουν».
