Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Ο Αντίκτυπος του νου

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

 

Μικρά διηγήματα – ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΜΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ, ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ

Στου Καρμάνη τό καπηλειον, όπου εγίνοντο άφθονοι σπονδαί εις τόν Διόνυσον, εσύχναζον καί τινες Ιταλοί σιμά εις τούς δικούς μας, μέ τούς οποίους ειχαν φιλικάς σχέσεις. Αλλ᾿ οι πλέον αχώριστοι ησαν ο Αντώνιος Αλμπέργος, Σικελιώτης από τήν Κατάνην, μέ ηλιοκαη Ελληνοϊταλικήν όψιν, φέρων τήν λάβαν της Αίτνης εις τήν μορφήν καί εις τήν ψυχήν, σφραγιδοποιός, καί εν μέρει καλλιτέχνης· ο Σαββατινος, ή Σαλβατωρος, ή Σάλβος, ή Σάββας, Εβραιος από τήν Κέρκυραν, ομιλων ικανάς γλώσσας, καί εξασκων πολλάς τέχνας· καί ο Λύσανδρος Παπαδιονύσης, από τούς δικούς μας.

Απο το papadiamantis.org

Τρεις άνθρωποι, τρία θρησκεύματα, τρεις φυλαί. Ως κοινόν γνώρισμα ειχον μεγάλην κλίσιν εις τά γιουβέτσια, τά οποια παρήγγελλον εις όλους τούς γειτονικούς φούρνους, μέ μακαρόνια πολύ χονδρά, ραβδωτά, τά οποια τινές ονομάζουν, δέν ηξεύρω διατί, σέλινα. Ο Αντώνιος Αλμπέργος, πρίν ακόμη ο Σάββας αρχίση νά μεταβιβάζη εις τά πιάτα, προήρπαζε, κατά τό ρημα του Σαμοσατέως, όχι ολίγα ζεστά καυτά μέ τά δάκτυλα.

Επερίσσευεν όμως πάντοτε μεζές καί δι᾿ άλλους Ιταλούς, όσοι ήρχοντο κατόπιν· ο Άντζελο Μασσίνι, αμαξοπηγός· ο υψηλός καί τεράστιος Πίντο, ή Πίνδος, όστις ως κυριώτερον επάγγελμα, κατά τούς χρόνους αυτούς της παρακμης, ειχεν, άμα επλησίαζε λαϊκή τις εορτή, νά παίρνη σημειώσεις από τίς γειτονιές, καί νά συντάττη κατάλογον, ποιοι καί πόσοι εώρταζον, Γιάννηδες, λ.χ. Γιώργηδες, ή Κωσταντηδες· ή ποιαι καί πόσαι Μαρίαι ή Ελέναι ή Κατίναι· καί, τήν πρωίαν της εορτης, νά οδηγη τόν θίασόν του, τούς πλανοδίους μουσικούς, εις τά πρόθυρα, εις τήν σκάλαν της οικίας του εορτάζοντος τ᾿ όνομά του, διά νά τονίσουν χαρμόσυνον μέλος, καί λάβουν ως αμοιβήν χαρτίνην δραχμήν ή καί δίδραχμον.

Μαζί μ᾿ αυτούς ήρχετο καί άλλος Ιταλός Αντώνιος, ως επάγγελμα έχων τά εμπετάσματα καί τόν ευτρεπισμόν οικιων ή δωματίων. Καί σιμά εις τούτους εις γέρων παλαιός Ιταλοκερκυραιος, κατασκευαστής εστιων καί επιχρίστης, ο μπαρμπα-Νιόνιος ο Πούπης.

Όλοι τόν εγνώριζον τόν Ισραηλίτην Σάλβον ή Σαββατινον. Εις όλους ειχε προσφέρει εκδουλεύσεις. Οι πλειστοι εξ όλων ούτ᾿ επάτουν ποτέ εις τήν φραγκοκκλησιάν. Μόνος ο Αντώνιος Αλμπέργος εκκλησιάζετο άπαξ του έτους, τήν ημέραν του Πάσχα. Ο γέρων Πούπης, καίτοι Δυτικός, εμίσει τρομερά τούς «φλάρους», όπως τούς ωνόμαζεν, ενίοτε δέ εισήρχετο εις ελληνικούς ναούς. Τήν ημέραν του Πάσχα των ορθοδόξων, τό ειχε τάξιμον νά οδοιπορη πεζός από τάς Αθήνας εις τόν Πειραια, άμα ενύκτωνε τό Μέγα Σάββατον, διά ν᾿ ακούση τήν Ανάστασιν εις τόν ναόν του Αγίου Σπυρίδωνος. Έτρεφεν ως Κερκυραιος ευλάβειαν εις τόν Άγιον.

Οι άλλοι, βλάσφημοι, υβρισταί, μέ τό Dio cane* καί Dio porco* εις τό στόμα, ησαν κατά τό μαλλον ή ηττον άθρησκοι. Αλλ᾿ όταν ο Σαλβατωρος ή Σαββατινος έλειπε, καί δέν ητο παρών, τόν εμνημόνευον απλως διά της φράσεως quello Ebreo, εκεινος ο Εβραιος.

Κοινως εις τούς δικούς μας ο Ισραηλίτης, ητο γνωστός υπό τό όνομα Σάββας. Ολίγοι ήξευραν ότι ητο Εβραιος. Είς τινας ο ίδιος ειχε διηγηθη ότι η οικογένειά του ειχε προσέλθει εις τόν Προτεσταντισμόν, καί ειχε δεχθη τό βάπτισμα ή ράντισμα εν Κερκύρα. Αλλ᾿ εις τόν Λύσανδρον Παπαδιονύσην ο μπαρμπα-Πούπης, όστις εφαίνετο νά γνωρίζη καλά ως συμπατριώτην του τόν Σάλβον, ειχεν ειπει ότι ουτος ητον Λέχος ― ούτε κάν Εβραιος σωστός· un bastardo Ebreo*.

Μίαν φοράν, ητον τήν 5 Δεκεμβρίου, ο μπαρμπα-Νιόνιος ηρώτησε πονηρως τόν Σαββατινον·

― Ντούγκουε, αμίκο*… τρατάρεις σήμερα; Δέν έχεις τ᾿ όνομά σου;

Τουτο επειδή ητον η μνήμη του Αγίου Σάββα. Καί συγχρόνως ο γέρων έπαιζε τήν ματιάν προσβλέπων τόν Λύσανδρον. Αργότερα εξήγησε πρός αυτόν, ότι τό καθαυτό όνομα του Εβραίου ητον, ως φαίνεται, Σαμπατίν, αλλά διά νά φαίνεται τάχα ως χριστιανός εις τούς πολλούς, τούς αδιαφόρους καί μή πολυπραγμονουντας, ειχεν ειπει ότι εκαλειτο Σάββας. Υπάρχουν άλλοι, ειπε, φέροντες όνομα Ιακώβ ή Ασήρ ή Γιουδά, οίτινες, ερωτώμενοι πως ονομάζονται, διά νά φαίνωνται μέν ως χριστιανοί, αλλά νά μή πατωσι καί τήν θρησκευτικήν των συνείδησιν, απαντωσιν Ηλίας ή Ζαχαρίας, εκλέγοντες μέ τρόπον μαστορικόν καί σοφιστικόν, όνομα κοινόν εις τά δύο θρησκεύματα.

Αλλ᾿ εις τόν Παπαδιονύσην ανεκοίνωσέ ποτε ο Σάββας ότι έφερε καί τό όνομα Μποχώρ, ως πρωτότοκος μεταξύ των αδελφων του καί ότι ητο εκ της φυλης του Λευί.

― Καί υπάρχουν ακόμη φυλαί; ηρώτησε δύσπιστος εκεινος.

Ο Σάββας μετά τινος δισταγμου κατένευσεν.

Κατά τάς ώρας των ρεμβασμων, όταν ο άνθρωπος εποτίζετο «οινον κατανύξεως», όπως λέγει ο Ψαλμός, κ᾿ εκάθητο μόνος παρά τήν γωνίαν, πολλάκις ήρχιζε νά υποψάλλη καθ᾿ εαυτόν, μέ φωνήν Άννης προσευχομένης, διάφορα μέλη της Συναγωγης, καθώς τό «Σόμερ Ισραέλ»*, καί τό Αλλελού-Γιάχ (Αινειτε τόν Ιεχωβά ή τόν Όντα). Καί πολλά ρητά απεμνημόνευε από τάς Γραφάς, συχνά δέ στενάζων απήγγελλε· Κι᾿ αβί βέ αμί ναδζαβού-νι. Ειτα επέφερε· β᾿ Αδωνάϊ δασπέ-νι· (ότι ο πατήρ μου καί η μήτηρ μου εγκατέλιπόν με, ο δέ Κύριος προσελάβετό με).

Αλλ᾿ εις τάς ομιλητικάς του ώρας εφαίνετο τέλειος κοσμοπολίτης. Έτρωγε κ᾿ έπινεν, όχι μέ απληστίαν, αλλά μέ άκραν κοσμιότητα καί ταπείνωσιν, μετά Ιταλων καί Ελλήνων.

Δέν τόν έμελεν άν ο χαχάμης* ειχεν επιθεωρήσει τά κρέατα, ή άν ταυτα ησαν από τά πρόσθια ή τά οπίσθια του προβάτου. Διηγειτο ότι άλλοτέ ποτε ητον τσαγγάρης, αυτή υπηρξεν η πρώτη τέχνη του. Εφαίνετο τώρα ώς ηλικίας 45 ετων. Σήμερον, εκτός ολίγων μικρομεσιτειων οπού έκαμνε, πότε πωλων, κατά παραγγελίαν των, τά σύνεργα, πότε μικρά τεχνήματα, κ᾿ ενίοτε τά παλαιόρρουχα διαφόρων Ιταλων, τούς οποίους ειχε ρημάξει τό «κεσάτι», κατόπιν της επιστρατείας της τότε, εβοήθει τόν Αντώνιον, τόν αγνώστου επωνύμου, εις τήν εργασίαν των εμπετασμάτων καί ευτρεπισμων. Άλλοτε εισήρχετο ως μισθωτός νοσοκόμος εις οικίας αρρώστων Ιταλων, Γερμανων ή Γάλλων ― πρῴην ηθοποιων, μουσικων καί άλλων τοιούτων.

Από τόν ειρημένον Ατώνιον εκέρδιζε περισσοτέρας ύβρεις, απειλάς καί προπηλακισμούς παρά χρήματα. Από τό έργον του κατ᾿ οίκους νοσοκόμου έπαιρνε λεφτά, τά οποια ήθελε νά χαρη ύστερον εν ανέσει καί ραστώνη εις τό γνώριμον καπηλειον.

*
* *

Μόνος ο Αντώνιος Αλμπέργος ο Κατανέζος, όστις ητον, ως ωμολόγει ο ίδιος, πολύ οριτζινάλε*, αλλά πραος καί φιλάνθρωπος, εφαίνετο νά τρέφη αληθη στοργήν πρός τόν Σαββατινον. Μαζί έτρωγαν όλα τά γιουβέτσια, μέ τά μακαρόνια τά χονδρά καί ραβδωτά, καί ο Παπαδιονύσης τρίτος. Οι τρεις αυτοί «τό ειχαν δίπορτο». Έκαμναν μαζί Χριστούγεννα αλλα Φράγκα, πρωτοχρονιάν αλλα νόβα, καρναβάλι αλλα Ιταλιάνα, κτλ. Καί πάλιν μαζί έκαμναν Χριστούγεννα αλλα Γρέκα, Άι-Βασίλη αλλα βέκια, κι Απόκριες. Κατόπιν πάλιν Πάσχα αλλα Φράγκα, Πάσχα αλλα Γρέκα, μαζί πάντοτε. Αλλ᾿ ο Σαββατίν ητο πλέον κερδισμένος απ᾿ όλους. Καί τάς χριστιανικάς εορτάς όλας μαζί τους εώρταζε, καί ποτέ δέν έλεγεν εις τούς φίλους του πότε αυτός ειχε Σκηνοπηγίαν, πότε Άζυμα, καί πότε Πεντηκοστήν. Αλλ᾿ όμως ειναι βέβαιον ότι, καί οι δύο, δέν θά ήθελον ποτέ νά συμμετάσχωσι των εορτων του, καί άν ειχε.

Ο Αλμπέργος, κερδίζων αρκετά από τήν τέχνην του, εξώδευεν αφειδως εις φαγοπότια καί άλλας απολαύσεις. Ητο χηρευμένος καί άτεκνος. Έδιδεν εις τόν Σάββαν όλα τά παλαιά καπέλα του, σακκάκια, γελέκα κτλ. Κάποτε του έδιδε λεπτά «δανεικά κι αγύριστα». Μίαν νύκτα ο Σάββας ευρέθη αίφνης άστεγος. Εξήρχετο από υπερωον ξενωνος, όπου ειχε νοσηλεύσει ένα Γερμανόν διορθωτήν πιάνων. Εν τω μεταξύ, ο ιδιοκτήτης του ιδικου του δωματίου, όπου ειχε τά ρουχά του, ειχε διαρρήξει τήν θύραν, καί του τά ειχε πετάξει έξω αυθαιρέτως, λόγω ότι καθυστέρει δύο μηνων ενοίκια.

Ο Σάλβος δέν ειχε που τήν κεφαλήν κλίνη. Εξεμυστηρεύθη τήν δυσχέρειάν του εις τόν Αλμπέργον. Ο Ιταλός προθύμως του προσέφερε ξενίαν. Ο κάπηλος παρακληθείς επέτρεψε ν᾿ ακουμβήση ο Σάββας προσωρινως τά παραπεταμένα πράγματά του εις τό υπόγειον των οίνων, καί οι δύο διευθύνθησαν περί ώραν ενδεκάτην εις τό οίκημα του Αλμπέργου.

Ητον εις μίαν πάροδον της οδου Αιόλου, πρός τό ανατολικόν μέρος. Μόλις ειχον αποκοιμηθη, φωναί καί θόρυβος τούς εξύπνησαν. Ο οικοδεσπότης τούς έκρουε τήν θύραν, μέ απόφασιν νά τήν σπάση.

― Ξυπνατε!… τρεχατε!… Καιόμαστε!

Μεγάλη φλόξ τούς εθάμβωσε, καί καπνός τούς έπνιγε. Η οικία ειχε κολλήσει φωτιάν πρός τήν μίαν γωνίαν, εις ένα θάλαμον παραπέρα από τό χώρισμα τό οποιον κατειχεν ο Αντώνιος. Ητον μεσάνυκτα περασμένα.

Ο Ιταλός εφόρεσεν εν τάχει υποδήματα, περισκελίδα, κ᾿ επανωφόρι ―μόνον τό κολάρο μέ τόν λαιμοδέτην εξεχνουσε― κ᾿ ηθέλησε νά τρέξη εις βοήθειαν. Ο Σάββας, όστις ειχε κοιμηθη μέ τά φορέματά του, ως εικός, όπως στρατιώτης του μεταβατικου, ωσάν νά εγνώριζε τό μέλλον, εστάθη κ᾿ εκοίταξε κατά τήν πόρταν, τόν διάδρομον, καί τήν σκάλαν.

― Τώρα, έρκομαι!… Νερό έκει;… Α, πεκκατο*! Όλοι νά ντώσουμε βοήτεια, έκραζεν ο Αντώνιος.

― Τρεχατε, γρήγορα! στήν πόρτα! έκραζεν ο σπιτονοικοκύρης. Εσεις, καί τά πράγματά σας νά γλυτώσετε!… Μή σας μέλη γιά τό σπίτι!

Καί μέ τάς χειρας ώθει τόν Αντώνιον πρός τήν σκάλαν, κ᾿ ετράβα πρός τά έξω τήν κασσέλαν του Ιταλου, τήν τράπεζαν μέ τά εργαλεια, καί τάς σινδόνας του.

Ο Σάββας επηρε τό καπέλο του, καί ήδη διευθύνετο πρός τόν διάδρομον καί τήν εξώπορταν.

― Σάλβο! Σάλβο! ντόβε βάϊ; έκραζεν ο Ιταλός. Ντά-μι ούνα μάνο. (Που πας; δός μοι χειρα βοηθείας.)

Ο σπιτονοικοκύρης επέμενεν ότι έπρεπε νά φύγουν τό ταχύτερον. Ητον κατά Μάρτιον. Ο Αντώνιος ειχε προπληρώσει καί τήν τριμηνίαν.

― Τρέξατε!… γρήγορα!… Τά πράγματα νά γλυτωστε!

Ο Αλμπέργος εξηκολούθει νά φωνάζη·

― Μά, Σάλβο!… ουν πόκο ασσιστάντσα. (Ολίγην βοήθειαν.)

Καί ο Εβραιος εις απάντησιν·

― Μά δέν εκατάλαβες ακόμα;… νόν άι καπίτο;… Νόν [τσ᾽] έ ασσιστάντσα, μά σικουράντσα. (Δέν έχει βοήθειαν, έχει ασφάλειαν.)

*
* *

Ώς τόσον, του αγαθου Καταναίου εκάησαν τά μισά ρουχά του από τήν πυρκαϊάν, καί τινα μικρά εργαλεια της τέχνης του έγιναν άφαντα. Αργότερα ο Αλμπέργος εξωμολογειτο τό παράπονόν του εις τόν Λύσανδρον Παπαδιονύσην.

―Ά, κόζα βολέτε;… μά κουέλλι Εμπρέι, νόν σί μάντζα. (Αυτοί οι Εβραιοι, δέν τρώγονται.)

Ειχε χαλάσει η καρδιά του, καί πολύς παρηλθε χρόνος εωσότου αρχίση πάλιν νά τόν χωνεύη. Καί ποτέ ο Σάλβος δέν ανέκτησε τήν προτέραν του εύνοιαν.

Ευτυχως, τάς ημέρας εκείνας ο Σαββατίν συνέσφιγξε πολύ τούς φιλικούς δεσμούς του μέ τόν γέρο-Πούπην τόν Κερκυραιον. Ουτος κατ᾿ εκεινον τόν χρόνον ειχεν επανακάμψει από έν ταξίδι εις Σμύρνην, όπου ειχε διατρίψει πολλούς μηνας. Τόν παλαιόν καιρόν ειχε φθείρει εις τήν Σμύρνην όλα τά νιατά του. Ειχε γλεντίσει κόσμον εκει, αλλ᾿ ειχεν όμως κάμη καί πολλούς καυγάδες κατά καιρούς, μέ Λεβαντίνους, μέ Αρμενίους καί μέ Εβραίους… Καμμίαν εκ των φυλων τούτων δέν εχώνευεν. Όλους τούς ωνόμαζε «σκυλιά».

Τώρα, εις τά γηράματά του, εβάστα καλά καί ητον γερός ακόμη, καίτοι εβδομηκοντούτης. Εκάλυπτε τήν μικράν καμπούραν του μέ σάλι σπαλετοειδως περί τόν τράχηλον, ειχε λευκόν υπογένειον, καί η όψις του εμειδία. Εφόρει πότε ειδος κούκκου ή κασκέτου εις τήν κεφαλήν, πότε ημίψηλον ή ρεμπούπλικαν. Συνήλλαζε καθημερινως διάφορα σουρτουκα, ζακέδες καί σακκάκια, καί η ιματιοθήκη του ητο πλουσία.

Τό τελευταιον ταξίδι εις Σμύρνην, εις τά 1890, ιδού πως τό ειχε κάμη. Ο μπαρμπα-Πούπης ειχε δύο αδελφάς εις τάς Αθήνας, τήν Νίναν καί τήν Κιάραν. Η πρώτη τούτων ητο ιδιοκτήτρια οικιων, κατά τήν οδόν Σ… Ο Πούπης ητον χηρευμένος καί άτεκνος.

Η Νίνα, άτεκνος επίσης, ειχε σύζυγον τόν κ. Λακκοπόσταν, γέροντα μέ αξίαν καί μέ θέσιν κοινωνικήν. Ουτος ητον διευθυντής ενός των εξαρτημάτων του Πανεπιστημίου. Η Νίνα απέθανε κατά τό 1889. Ηλθαν οι φραγκοπαπάδες μετά πομπης καί τήν εσήκωσαν, επηγε καί ο μπαρμπα-Πούπης εφ᾿ αμάξης, μαζί. Ητον η πρώτη φορά πού επάτει τόν πόδα εις τόν Δυτικόν ναόν, ύστερον από πολλά έτη.

Όταν, μετά τήν κηδείαν, ανεγνώσθη η διαθήκη της θανούσης, καί ειδεν ο μπαρμπα-Πούπης ότι όλην τήν περιουσίαν τήν άφηνε νά τήν νέμηται ο σύζυγός της, καί η αδελφή Κιάρα, ηλικιωμένη, συζωσα μετά τινος Ιταλου, μετά δέ τόν θάνατον του συζύγου, τό καλύτερον από τά τρία σπίτια τό εχάριζεν εις τόν ιατρόν της, ένα όλως διόλου ξένον πρός αυτήν, ―όστις επί δεκαετίαν ειχεν εφαρμόσει επ᾿ αυτης έν φάρμακον, τό οποιον εκαυχατο ότι ειχεν εφεύρει κατά των νευρικων, των στομαχικων καί νεφριτικων αλγηδόνων― ο μπαρμπα-Πούπης ευλόγως εσκύλιασε. Έγινε πυρ καί μανία, έβγαζεν αφρούς. Εν τη μανία του ηπείλει νά φονεύση τόν ιατρόν, έβγαλε κ᾿ ένα μικρόν, γυρτόν ξυραφάν, καί τόν επέδειξεν… Εντούτοις δέν θά ητο ικανός νά τό κάμη. Ο ιατρός εφοβήθη, παρεπονέθη εις τήν αστυνομίαν… καί ο αστυνόμος διέταξε «νά τόν πάρουν μέσα» τόν μπαρμπα-Πούπην…

*
* *

Ο γέρων Πούπης, μετ᾿ ολίγας ημέρας, απηλθεν εις Σμύρνην… τό περισσότερον διά νά ξεχάση τήν προσβολήν, τήν οποίαν υπέστη… Εγύρισεν από τήν Σμύρνην, καί ακόμη δέν τήν εξέχασεν. Αλλ᾿ έν τόν ειχε ταπεινώσει· τό ότι ειχεν εκπέσει πολύ, εν τω μεταξύ, καί μάλιστα οικονομικως. Ενόσω έζη η αδελφή του, η Νίνα, αύτη τόν διετήρει, τώρα όμως τόν ειχον παραμελήσει. Η επιζωσα αδελφή του, η Κιάρα, ήτις ειχε κληρονομήσει μέγα μέρος της περιουσίας, τόν απελάκτιζε καί «μονονουχί δικράνοις» τόν εξεώθει της οικίας. Ο οιονεί γαμβρός του, ο Ιταλός Γαετανος, μέχρι τινός τά ειχε καλά μέ τόν Πούπην, καί μαζί εκακολόγουν καθημερινως τόν άλλον συγγενη των, τόν χηρον της Νίνας. Ακολούθως, τά εχάλασαν οι δύο, καί τότε ο Πούπης εβελτίωσε τάς σχέσεις του μέ τόν γαμβρόν του, τόν Λακκοπόσταν. Ύστερον η Κιάρα, θυμωθεισα μια των ημερων, εδίωξε τόν οιονεί σύζυγόν της, τόν Γαετανον, καί λευκόθριξ ήδη, ρευματική, εξηκοντουτις, ενυμφεύθη ένα νέον καί εύρωστον, +++.

Όταν η Κιάρα απεδίωξε της οικίας τόν Ιταλόν, τότε ουτος τά διώρθωσεν εκ νέου μέ τόν μπαρμπα-Πούπην. Μαζί καί οι δύο ήρχισαν νά κακολογουν τήν αδελφήν του Πούπη, τήν Κιάραν.

Μέ τόν γαμβρόν του, τόν Λ…, ο Πούπης τά ειχεν ακόμη καλά. Ουτος, Λεβαντινος, κοσμογυρισμένος, μαλλον Φράγκος παρά Ρωμηός, έζη ως πίθηκος της πολυτελείας. Πάσχων εκ ρευματισμων ή ποδάγρας, ευρίσκετο κλινήρης από πολλων μηνων. Επί της κλίνης εξαπλωμένος, φορων βελουδίνην ρόμπαν, έφερε πέντ᾿-έξ δακτυλίδια, βαρειαν χρυσην καδέναν, εγκόλπιον ή μεδαλλιόν, κτλ. Ενίοτε δοκιμάζων νά εγερθη, εφόρει τήν μαύρην ρεδιγκόταν. Έφερε τότε επί της κομβιοδόχης του τάς «ροζέτας» δύο ή τριων παρασήμων, μέ τά οποια ητον «τιμημένος», ως καί δύο αριστεια. Όλ᾿ αυτά τά εφόρει επάνω του επί της κλίνης.

Ειχε κατηγορηθη δι᾿ απιστίαν ή κατάχρησιν, κ᾿ επειδή ητο ασθενής, ετέλει τήν προφυλάκισίν του οίκοι. Δύο χωροφύλακες εκ περιτροπης εφρούρουν τήν θύραν του. Ητο πλήρης πικρίας κατά της Ελληνικης Κυβερνήσεως, τήν οποίαν ειχεν υπηρετήσει. Ειχε λάβει εις μισθούς, συντάξεις, καί εκτάκτους αμοιβάς από τό ταμειον του Ελληνικου Κράτους άνω των διακοσίων χιλιάδων δραχμων. Τήν βιβλιοθήκην του καί μίαν συλλογήν του, πρίν αποθάνη, τά ειχε χαρίσει εις έν Αυστριακόν Πανεπιστήμιον.

*
* *

Διωγμένος από τό σπίτι πρό πολλου ητον ο μπαρμπα-Πούπης. Του έδιδον κατά μηνα κάτι τι οι οικειοί του, αλλά δέν τόν έφθανε διά νά ζη, ενίοτε του έστελλον ό,τι επερίσσευεν εκ του φαγητου της χθές, κρέατα βοδινά, ψητά του φούρνου, κρύα βραστά, καί τά τοιαυτα. Κατόπιν ηλάττωσαν τό χρηματικόν επίδομα· ειτα τό έκοψαν.

Εις τόν Σάλβον, τόν Εβραιον, μέ τόν οποιον τά ειχε καλά, κατ᾿ αυτήν τήν εποχήν, ο Πούπης, έδιδεν ό,τι ειχε διά πώλημα, παλαιά εργαλεια, παλαιά αποφόρια, ενδύματα διατηρούμενα ακόμη. Διότι ο μπαρμπα-Πούπης εις τήν νεότητά του ητον «τσελεπής»* πολύ, καί ειχε πλουσίαν ιματιοθήκην. Ο Σαλβατωρος εφρόντιζε νά τά πωλη κ᾿ έφερεν εις τόν μπαρμπα-Πούπην τά χρήματα, τά οποια εξεκοκκάλιαζαν καθήμενοι τό βράδυ εις τό καπηλειον του Καρμάνη, καί κουτσοπίνοντες, λίαν ευαρέστως. Ο μπάρμπα-Πούπης ητον πλήρης ευτραπελίας γεροντικης. Τό ρετσινατο κρασί τό ωνόμαζε «σαμπάνια». Εις τό παιδί του καπηλείου έλεγε:

― Μωρέ παιδί, φέρε μας δυό σαμπάνιες!… Νά μπης μέσα στό βαρέλι, νά μας τό διαλέξης!…

Μαζί έτρωγαν, μαζί έπιναν, μέ τόν Σάλβον. Ποτέ δέν τά ειχαν τόσον καλά… Αίφνης ένα πρωί, κατά Μάρτιον μηνα, ενω επλησίαζε τό Πάσχα, έρχεται από τήν Κέρκυραν είδησις, καί τήν ανέγραφον όλ᾿ αι εφημερίδες, ότι οι εκει Εβραιοι ήρπασαν μικράν κορασίδα χριστιανήν, καί τήν έσφαξαν· της έπιαν τό αιμα!…

Άμα ήκουσεν ο μπαρμπα-Πούπης τήν είδησιν, ότι εις τήν πατρίδα του (όπου ειχε τριάντα χρόνους νά πατήση) συνέβη αυτό τό πραγμα, έγεινεν αμέσως πυρ καί μανία εναντίον των Εβραίων. Ώ! νά ειχεν ένα Εβραιον νά τόν πνίξη!…

Κατά συγκυρίαν, εκείνην τήν στιγμήν, εισήρχετο εις τό καπηλειον ο Σάλβος… Ιδού εις Εβραιος! Καί Εβραιος μάλιστα εκ Κερκύρας, εκειθεν όπου οι ομόθρησκοί του έπραξαν τό ανοσιούργημα…

Ο μπαρμπα-Πούπης εγείρεται, σφίγγει τάς πυγμάς απειλητικως, πάλλει ταύτας άνω καί κάτω κυκλοτερως, ως πρός πυγμαχίαν, καί εφορμα κατά του Σάλβου.

― Μωρέ σκυλί!…

Καί μπούπ! η μία πυγμή κατέπεσεν εις τόν ωμον του Εβραίου.

Ο Σάλβος δέν επρόλαβε νά είπη: «Τί έχεις; τί έπαθες;» μόνον ειπεν ώχ! καί ωπισθοχώρησεν. Η δευτέρα πυγμή του Πούπη θά εύρισκε παρ᾿ ολίγον τό στέρνον, αλλά κατέπεσεν εις τό κενόν. Ο Καρμάνης, ο κάπηλος, ο Λύσανδρος Παπαδιονύσης, όστις έτυχε νά ειν᾿ εκει, καί δύο άλλοι, παρενέβησαν, καί απεμάκρυναν τόν Σάλβον, έξω του καπηλείου. Ο μπαρμπα-Πούπης ήθελε νά τόν κυνηγήση εις τόν δρόμον, αλλά μετά κόπου τόν εκράτησαν.

*
* *

Πρός τήν εσπέραν της αυτης ημέρας, ο γέρων Κερκυραιος αισθανόμενος τήν ανάγκην νά δικαιολογηθη, έλεγε πρός τούς φίλους του:

― Δέν έχουν πίστη, μωρέ γυιέ μου· σέντσα φέδε*! Μωρέ, αυτό τό σκυλί, πόσα δέ μου ειχε φάγει, καί πως μου μπερδεύει τσού λογαριασμούς; Μιά μέρα του έδωκα κάτι νά πωλήση, ενω ειχα παρμένο κάπαρο, καί μου χάλασε τσή συμφωνίες. Κ᾿ ύστερα ο μουστερής ηρθε καί μου γύρευε εμένα τό κάπαρο ᾽πίσω!… Όρσε, ντούγκουε*!…

―Εσεις τά είχατε τόσο καλά, ετόλμησε νά είπη εις των παρεστώτων.

―Εγώ νά τά έχω καλά μ᾿ αυτό τό σκυλί!… Περ λ᾿ αμόρε*!

―Ετρώγατε κ᾿ επίνατε μαζύ…

― Αυτοί μας τρώγουν τούς κόπους μας, καί μας πίνουν τό αιμα… Δέν άκουσες ᾽στσού Κορφούς τί έκαμαν!

― Καί τί φταίει αυτός;… Αυτός δέν ητον εκει, γιά νά ξεύρη τί έκαμαν οι Εβραιοι!

― Αυτός δέν ητον;… Παντου βρίσκονται αυτοί, κ᾿ εις όλα ειναι μέσα… φτάν᾿ η χάρη τους!

*
* *

Τήν επαύριον ηλθεν είδησις ότι ο όχλος της Κερκύρας ειχε παρεκτραπη εις βιαιοπραγίας κατά των Εβραίων. Τήν τρίτην ημέραν η οχλαγωγία ειχε φθάσει εις βαθμόν λίαν επίφοβον. Τήν άλλην ημέραν αι ειδήσεις έλεγον ότι ενεργειται ανάκρισις ισχυρά. Τήν επομένην, ότι εξητάσθη τό πτωμα της σφαγείσης κόρης, καί ευρέθη ότι όλον τό αιμά της ειχε ροφηθη δι᾿ αλλοκότου μεθόδου, δι᾿ απειραρίθμων εντομων καί κοπίδων.

Τήν επιουσαν αι ειδήσεις έφερον ότι συνελήφθησαν τινές, ως ύποπτοι, ότι η εξουσία μετά μεγάλης δυσκολίας κρατει τήν τάξιν… Ύστερον ήρχισαν ν᾿ αναγράφωνται συγκεχυμένα καί αντιφατικά πράγματα… Ότι η νεκρά κόρη ευρέθη εφθαρμένη, ότι ο θάνατός της δέν προηλθεν εκ σφαγης, ούτε ειχεν εκμυζηθη τό αιμα της… Τέλος, ότι η κόρη δέν ητον χριστιανή, αλλ᾿ Εβραία…

Τήν ιδίαν ημέραν, καθ᾿ ήν ανεγράφετο εις τόν τύπον η τελευταία αύτη πληροφορία, ο Λύσανδρος Παπαδιονύσης συναντα τόν Σάλβον, όστις εφοβειτο πλέον νά συχνάζη εις τό καπηλειον του Καρμάνη ―επειδή ο μπαρμπα-Πούπης θά έσφιγγε πάλιν τούς γρόνθους, άν τόν έβλεπε―· τόν συνήντησεν εις έν μικρόν καφενειον εις τό άκρον της αυτης οδου. Ο Σάλβος, όστις εκάθητο εκει, ειδε τόν Λύσανδρον διερχόμενον, εσηκώθη, καί τόν έκραξε.

― Τί γίνεσαι, βρέ ψυχή;

Ο Σάλβος απήντησε μέ τήν έννοιαν, όχι ότι εφοβειτο, αλλά νά, διά νά μή δίδη αφορμήν καί γίνεται σκάνδαλον, καί θόρυβος, δίδει τόπον τη οργη, καί διά τουτο δέν εξαναφάνη αυτάς τάς ημέρας εις του Καρμάνη. Ο Λύσανδρος τόν εκοίταξε καλά-καλά. Του εφάνη ότι τό πρόσωπον του Ισραηλίτου έφερε διπλην έκφρασιν, ειχε δύο όψεις σχεδόν μαχομένας πρός αλλήλας. Εφαίνετο καί ευχαριστημένος καί λυπημένος. Τά όμματά του συννεφη υπό τάς οφρυς καί περί τά βλέφαρα, ειχον υγρόν τι καί συννεφωδες, ενω τό στόμα του σχεδόν εμειδία μετά πραότητος.

Ο Σάλβος ήρχισε νά του λέγη·

― Ειδες;… τί σου έλεγα εγώ;… Δέν σου ειχα ειπει άλλοτε ότι οι Εβραιοι δέν τό κάμνουν αυτό, πού τούς κατηγορουν… θυμασαι τί σου διηγούμην;

Ο Λύσανδρος έμεινε σύννους, προσπαθων ν᾿ αναπολήση.

― Δέν σου έλεγα ότι η μητέρα μου μιά φορά, ηυρε ένα παιδί χριστιανόπαιδο, πεταμένο στό δρόμο;…

― Που;

― Στήν Κέρκυρα.

―Έ;

― Καί αμέσως τό επηρε, καί τό παρέδωκε στή δημαρχία γιά νά τό στείλουν στό βρεφοκομειο, ή νά τό δώσουν σέ παραμάννα;… Άν ητον αλήθεια αυτό πού τούς κατηγορουν, τούς Εβραίους, η μητέρα μου δέν θά παρέδιδε τό παιδί εκεινο στή δημαρχία, αλλά…

Ο Λύσανδρος ενθυμήθη τότε ότι, πρό πολλου καιρου, ίσως πρό δύο ετων ή τριων, ειχε γίνει πράγματι η ομιλία αυτή μεταξύ αυτου καί του Σάλβου. Αλλ᾿ ενθυμήθη επίσης καί ποίαν απάντησιν ειχε δώσει τότε αυτός εις τόν Σάλβον. Ειχεν αποκριθη ότι αυτό δέν ειναι τεκμήριον, καί του ειχεν αναπτύξει πως δέν ειναι.

― Τί θά πη; ειχεν ερωτήσει ο Σάββας.

― Τεκμήριον θά πη, δέν ειναι βεβαία καί ασφαλής απόδειξις, πού νά μήν αφήνη αμφιβολίαν… Διότι μένουν πολλά τά κενά, καί ενδοιασμοί, καί αντιρρήσεις.

― Ντούγκουε*, +++· δέν καταλαβαίνω…

― Nά, διά νά καταλάβης· δέν αμφιβάλλω ότι η μητέρα σου ευρεν ένα χριστιανόπαιδο πεταμένο, κ᾿ έσπευσε νά τό παραδώση εις τήν δημαρχίαν· καί ειναι πολύ αξιέπαινος, διότι τό έκαμε… Πλήν αυτό τό έθιμον της σφαγης χριστιανοπαίδων παρ᾿ Εβραίοις, άν αληθεύη ―εγώ, όπως σου ειπα δέν πιστεύω ποτέ ν᾿ αληθεύη, καί τουτο χάριν αυτου του ανθρωπισμου― άν ηλήθευε, θέλω νά είπω, πρωτον δέν έπρεπε νά τό γνωρίζη πως γίνεται καί πότε γίνεται όλος ο Εβραϊκός λαός, άνδρες, γυναικες καί παιδία, δεύτερον, άν εγίνετο, θά εγίνετο, όπως λέγει η πρόληψις ή η φήμη, ή τέλος πάντων ο θρυλος, ο μυθος αυτός, περί τάς ημέρας του Πάσχα, καί τουτο, κατ᾿ εντολήν, καί διά κλήρου, ή όπως άλλως· καί προσέτι, όχι συχνά, αλλ᾿ εις τακτάς εποχάς· καί, εν ουδεμια περιπτώσει, μία Εβραία ήτις θά εύρισκε ένα χριστιανόπαιδον εκτεθειμένον εις τόν δρόμον καί θά τό παρέδιδεν εις τάς αρχάς της χριστιανικης κοινότητος, θ᾿ απετέλει, τό γεγονός αυτό, βεβαίαν απόδειξιν· ηδύνατο μάλιστα νά ειναι απλως «στάκτη στά μάτια». Θά είπης ότι υπάρχει άρα κακοβουλία εκ μέρους τινός, όστις θ᾿ ανέλυεν ούτω τό πραγμα. Δυστυχως η φήμη αύτη, ο θρυλος ή λαϊκή πίστις αυτή, υπάρχει, μεταδιδομένη από γενεας εις γενεάν μεταξύ των χριστιανικων πληθυσμων, καί ο επιχειρων ή αναλύων ή ο συλλογιζόμενος ούτω καί ζητων βεβαίαν απόδειξιν, ευρίσκεται εις τήν δυσχερη ταύτην θέσιν, ακριβως διότι ειναι αμερόληπτος· καθότι, όπως ειπα, ο θρυλος υπάρχει, δέν τόν έπλασα εγώ ούτε σύ ή άλλος. Καί ευρίσκεται εις τήν δυσχερη ταύτην θέσιν ακριβως διότι επιθυμει νά εύρη βεβαίαν απόδειξιν, νά πεισθη ότι τό πραγμα αυτό ειναι μυθος. Πρός τό παρόν, όπως έχουσι τά πράγματα, μόνον ****.

― Δι᾿ αυτό σου επαναλαμβάνω ότι τό ανόσιον αυτό έθιμον, τό αποδιδόμενον εις τούς Εβραίους, ειναι μυθος ― καί είθε νά ειναι μυθος. Λοιπόν…

― Λοιπόν; ειπε καί ο Λύσανδρος.

― Λοιπόν, επανέλαβεν ο Ισραηλίτης, τί σου έλεγα… Όχι μόνον αυτή η μικρή κόρη, τήν οποίαν ηυραν σκοτωμένην εις τήν Κέρκυραν δέν ειχε σφαγη από Εβραίους διά νά της πάρουν τό αιμα, αλλά αυτή η κόρη δέν ητον χριστιανή.

―Αλλά τί ητον; υπέλαβεν ο Λύσανδρος· αληθεύει λοιπόν ότι ητον Εβραιοπούλα;

― Ναί, ητον Εβραιοπούλα, καί τήν ειχαν σκοτώσει χριστιανοί, απήντησε μετά πάθους ο Σάλβος, όχι διά χριστιανικούς σκοπούς βέβαια, προσέθηκε μέ πικράν έκφρασιν.

― Τί θέλεις νά πης;

― Ναί, ητον η Ρουμπίνα, η ανηψιά μου, τό πουλάκι μου, ειπεν αίφνης ο Σάλβος… τήν ειχαν βιάσει καί τήν εσκότωσαν, πού νά κρεμασθουν ανάποδα!…

*
* *

Καί η φωνή του επνίγη από τά δάκρυά του, έβγαλε τό μανδηλι από τήν τσέπην του, καί ήρχισε νά σπογγίζη τάς παρειάς του. Ο Λύσανδρος εστάθη επί τινα δευτερόλεπτα, εν άκρα απορία καί αμηχανία. Δέν ήξευρε τί νά σκεφθη. Καί εν ακαρει, πλεισται αντιφατικαί ιδέαι, ασυνάρτητοι, συγκρουόμεναι, μαχόμεναι πρός αλλήλας, συνέρρευσαν εις τόν εγκέφαλόν του.

«Τί νά πιστεύση κανείς; Προχθές ακόμη ητον Ρωμηοπούλα, σφαγεισα καί αιμορροφηθεισα από Εβραίους, καί σήμερον ειναι Εβραιοπούλα, βιασθεισα καί φονευθεισα από Ρωμηούς… Πως τόση τύφλωσις!… Πόθεν τόση αντίφασις;… Από κακίαν επιστεύθη τό πρωτον, ή από κακήν επίδρασιν απεδείχθη τό δεύτερον; Η ανάκρισις φωτίζει τά σκοτεινά, ή σκοτίζει τά φωτεινά;… Οι Εβραιοι προσκυνουν τόν Ιεχωβά καί τόν Χρυσουν Μόσχον, ή οι Χριστιανοί δουλεύουν Θεόν καί Μαμωναν; Τί νά ειναι;.. Τί νά συμβαίνη;… Δέν εδόθη εις τούς αμυήτους νά τά γνωρίζουν αυτά… Ποτέ δέν θά μάθωμεν τήν αλήθειαν.»

Εντοσούτω τά δάκρυα του Σάλβου ησαν δάκρυα. Δέν ηδύνατο νά είπη τις άν ησαν φώκης ή κροκοδείλου, πλήν οπωσδήποτε ησαν δάκρυα. Ο Λύσανδρος εστάθη, τόν εκοίταξε καί πάλιν εν συμπεράσματι καθ᾿ εαυτόν ειπε:

«Μήπως οι Εβραιοι δέν ειναι άνθρωποι; Ιδού ο άνθρωπος αυτός κλαίει… Βεβαίως, πρέπει νά υπηρξε κακή

(Ανολοκλήρωτο)

(1912)

* Μεγάλο μέρος του διηγήματος ―από τήν αρχή ώς τή φράση «ειχε γλεντίσει κόσμον εκει» ― παρουσιάζει σημαντικές αποκλίσεις από τό αντίστοιχο κείμενο της έκδοσης Δόμου. Γιά τή διαφορά αυτή δές τό μελέτημα Λ. Τριανταφυλλοπούλου – Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου «“Ο Αντίκτυπος του νου”. Συμβολή στή μελέτη της παράδοσης του παπαδιαμαντικου κειμένου», Νέα Εστία, τευχ. 1744, Απρίλιος 2002.

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Τα Πρωτοχρονιάτικα Κάλαντα κρύβουν μια υπέροχη ιστορία αγάπης

Μπορεί μικροί- μεγάλοι να ξέρουμε απ΄έξω και ανακατωτά τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς, καθώς άλλοι έχουν περάσει από την θέση του ερμηνευτή και άλλοι από...

Η Κίνα περικυκλώνει την Ταϊβάν με πρόσχημα «στρατιωτικές ασκήσεις»

Η Κίνα ανακοινώνει μεγάλες στρατιωτικές ασκήσεις, με την ονομασία «Αποστολή Δικαιοσύνης 2025», γύρω από την ΤαϊβάνΟι ασκήσεις ξεκινούν στις 30 Δεκεμβρίου στις 8 π.μ....

Το Μοιρασμένο Φλουρί του Παύλου Νιρβάνα

Πρωτοχρονιάτικο διήγημα αναμνήσεων του συγγραφέα, ακαδημαϊκού και στρατιωτικού γιατρού Παύλου Νιρβάνα (φιλολογικό ψευδώνυμο του Πέτρου Αποστολίδη, 1866-1937)Το πρώτο φλουρί της βασιλόπιτας που μου ’πεσε...

Έσβησε στα 48 του μόλις χρόνια ο Θανάσης Γκωγκος

Θλίψη προκάλεσε η είδηση πως το στέλεχος του ΚΚΕ έφυγε από την ζωή σε ηλικία 48 ετών Ο λόγος για τον Θανάση Γκώγκο ο οποίος...

Η ιστορία του «Πάρτα Όλα»

Παιγνίδι για μικρούς και μεγάλους, που παίζεται στη χώρα μας την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, με χρήματα ή όχι, για το καλό το νέου χρόνου. Απο...

Ντροπή τους: Έκαναν φάρσα στον τηλεμαραθώνιο παριστάνοντας τον συγγενή του Γιώργου Μαζωνάκη

Στα δημοσιεύματα που κυκλοφόρησαν τις προηγούμενες ημέρες και αφορούσαν τον Γιώργο Μαζωνάκη και τη δωρεά των 20.000 ευρώ στον τηλεμαραθώνιο του ΑΝΤ1 αναφέρθηκε ο...

Τα Πρωτοχρονιάτικα διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη: Τά Λιμανάκια

Σημειώνονται οι παραγγελίες από τον Βόλο, των κατοίκων της Σκιάθου, λόγω της Πρωτοχρονιάς.Τέλος, αφου έφερε πολλές βόλτες, εντός της παραθαλασσίας αγορας του Βόλου, ο...

Από πού πήραν το όνομά τους οι μπουναμάδες της Πρωτοχρονιάς;

Βγαίνει από το bona mano και ήταν μια «μαγική στιγμή» για τους πιτσιρικάδες που μεγάλωσαν σε μια Ελλάδα βασανισμένη και πάμφτωχη…Από τις εορτές των...

Κώστας Βαξεβάνης: Η κυβέρνηση έχει στήσει μπλόκα σε κάθε έκφραση της ζωής μας

Σε απάντηση του ο Κώστας Βαξεβάνης αναφέρει: Άκου να δεις.Η κυβέρνηση έχει στήσει μπλόκα σε κάθε έκφραση της ζωής μαςκαι δεν μπορούμε να φτάσουμε σε...

Τον βρήκαν νεκρό θαλάσσια περιοχή του όρμου Φαλήρου

Νεκρός εντοπίστηκε 84χρονος στη θαλάσσια περιοχή του όρμου Φαλήρου, πλησίον των εκβολών του ποταμού Κηφισού, από στελέχη του Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής ΑκτοφυλακήςΗ σορός παρελήφθη...

Οι αποφάσεις που παίρνουμε κάθε Πρωτοχρονιά και δεν τηρούμε

Για μια ακόμη χρονιά, με το ξεκίνημα του νέου έτους, αμέτρητοι άνθρωποι παίρνουν «ηρωικές» αποφάσεις ότι επιτέλους αυτή τη φορά θα κάνουν αυτό που...

Γιόρταζαν οι αρχαίοι Έλληνες την Πρωτοχρονιά;

Πρέπει κατ' αρχάς να ειπωθεί ότι οι αρχαίοι Έλληνες δεν φαίνεται να γιόρταζαν την Πρωτοχρονιά Γι' αυτούς μεγαλύτερη σημασία είχε η αρχή κάθε μήνα που...

Θρίλερ στον ημιτελικό του The Voice με τον Πανο Μουζουρακη – Σάρωσαν Γιώργος Μαζωνάκης και Ελενα Παπαριζου

Ένα θρίλερ έζησαν οι τηλεθεατές του The Voice όσο αφορά τους παίχτες από την ομάδα του Πάνου Μουζουρακη  καθώς πέρασε στον τελικό μόνο ένας παίχτης...

Λευκαδίτικη λαδόπιτα: Την Πρωτοχρονιά αλλάζει όνομα και μπαίνει στο τραπέζι σαν βασιλόπιτα με το ανάλογο φλουρί

Μιλάμε, φυσικά, για την υπέροχη Λευκαδίτικη λαδόπιτα, το παραδοσιακό γλυκό του νησιού το οποίο, εκτός του ότι συνοδεύει κάθε κοινωνική εκδήλωση την Πρωτοχρονιά αλλάζει όνομα...

Χαμός στον αέρα του The Voice με το ντουέτο του Πάνου Μουζουρακη με την Ελενα Παπαρίζου

Η Έλενα Παπαρίζου και ο Πάνος Μουζουράκης, συνεργάζονται σε ένα ρομαντικό ντουέτο για το soundtrack της ομώνυμης ταινίας «Ο Έρωτας γράφεται…» το οποίο απολαύσαμε...

Οταν η Μαρία Δεναξά συνάντησε την Μπριζίτ Μπαρντο

Σε ανάρτηση της η Μαρία Δεναξά αναφέρει: Η δημοσιογραφία σε μαθαίνει να μετράς το χρόνο σε χιλιόμετρα. Σε ένα απ αυτά συνάντησα τη Μπριζίτ Μπαρντό.Ευγενής,...

Γιατί δάκρυζε κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς η Αλίκη Βουγιουκλάκη

Η δημοφιλής ηθοποιός, αντί να γλεντήσει τέτοια μέρα, πενθούσε κλεισμένη στο σπίτι με τα αδέλφια της... Αυτόν τον πόνο της, που λίγοι γνώριζαν, μας αποκάλυψε...

Τα γλυκίσματα των Χριστουγέννων που έχουν και ευεργετικά συστατικά

Τα γλυκίσματα της περιόδου των Χριστουγέννων είναι πολλά και αξεπέραστης νοστιμιάς: μελομακάρονα, κουραμπιέδες, γεμιστά τσουρέκια και, φυσικά, η πρωτοχρονιάτικη βασιλόπιτα.Από τη Σοφία ΤικταμπανίδηΟπως όλα...

Η άγνωστη Μπριζίτ Μπαρντό: Καταδίκες για… «ισλαμοφοβία»!

Η θρυλική Γαλλίδα ηθοποιός Μπριζίτ Μπαρντό, σύμβολο του σεξ των δεκαετιών του 1950 και 1960, είχε βρεθεί ξανά στο επίκεντρο της επικαιρότητας, όχι για...

ΔΗΜΟΦΙΛΗ