Όταν πριν δυο εβδομάδες έγραφα για το «Πέπλο της Σιωπής», κάποιοι μου απάντησαν ότι τα παραλέω. Ότι τίποτα το μεμπτό δεν έκανε ο κ. Σάλλας δανειζόμενος από την Marfin του κ. Βγενόπουλου μέσω offshore της οικογένειάς του για να αγοράσει μετοχές στην Τράπεζα Πειραιώς, στο πλαίσιο αύξησης μετοχικού κεφαλαίου που αποφάσισε το ΔΣ της τράπεζας υπό την προεδρία του.
Πράγματι, η Τράπεζα της Ελλάδος, ερωτηθείσα από το Reuters για το κατά πόσον τέτοια δάνεια προς τραπεζίτη από άλλη τράπεζα είναι θεμιτά ή όχι, απάντησε ως εξής (σε δική μου μετάφραση από το αγγλικό κείμενο που μου παρείχε το Reuters): «Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν απαγορεύει την δανειοδότηση νομικού ή φυσικού προσώπου με στόχο την συμμετοχή στην αύξηση μετοχικού κεφαλαίου ενός άλλου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος.» Όταν η Τράπεζα της Ελλάδος ρωτήθηκε τι ποσοστό των 13 δις «νέων» κεφαλαίων που έχουν εισέλθει στις ελληνικές τράπεζες από το 2008 οφείλονται σε δανεισμό της μίας ελληνικής τράπεζας από μια άλλη ελληνική τράπεζα (δάνεια δηλαδή που μόνο εικονικά επανακεφαλαιοποιούν το ελληνικό τραπεζικό σύστημα), η Τράπεζα της Ελλάδος αρνήθηκε να απαντήσει.
Το ερώτημα που τίθεται, δεδομένης αυτής της στάσης της Τραπέζης της Ελλάδος, είναι το εξής: Σε τι βαθμό συνάδει η στάση της Κεντρικής μας Τράπεζας με εκείνη, επ’ αυτών των τόσο σημαντικών ζητημάτων, των Κεντρικών Τραπεζών των εταίρων μας; Η απάντηση είναι ότι η στάση της Τράπεζας της Ελλάδος έρχεται σε σύγκρουση με την άποψη τουλάχιστον της Bundesbank (της Κεντρικής Τράπεζας της Γερμανίας) καθώς και των Κεντρικών Τραπεζών της Γαλλίας, της Αυστρίας, της Ολλανδίας και της Φινλανδίας.
Αυτό προκύπτει μετά από ερώτημα που έθεσε τις περασμένες ημέρες το ίδιο το Reuters (το οποίο αποκάλυψε τα επίμαχα δάνεια του κ. Σάλλα) στις Κεντρικές Τράπεζες της Ευρωζώνης. Το ερώτημα ήταν το εξής: Έστω ότι η τράπεζα Α δανείζει είτε σε άτομο, είτε σε επιχείρηση, είτε σε offshore ονόματι Χ ένα ποσό Δ με τον σκοπό ο/η Χ να αγοράσει μετοχές στο πλαίσιο της αύξησης μετοχικού κεφαλαίου της τράπεζας Β. Σύμφωνα με τους κανόνες της Κεντρικής σας Τράπεζας, ρώτησε το Reuters, επιτρέπονται τέτοια δάνεια; Και αν ναι, θα επιβάλατε στην Τράπεζα Α να αφαιρέσει το ποσό Δ από την δική της κεφαλαιοποίηση (όπως αυτή ορίζεται από την Συμφωνία της Βασιλείας);
Όπως είδαμε πιο πάνω, η Τράπεζα της Ελλάδος ουσιαστικά υπεραμύνεται της αδράνειάς της ως προς την περίπτωση του δανείου της Marfin προς τις offshore της οικογένειας Σάλλα, απαντώντας ότι δεν είχε λόγο ούτε να εμποδίσει αυτόν τον δανεισμό ούτε και να επιβάλει βέβαια στην Marfin του κ. Βγενόπουλου να δηλώσει πως η δική του κεφαλαιοποίηση μειώθηκε κατά ένα ποσό ίδιο με το δάνειο που παρείχε στις εν λόγω offshore.
Αντίθετα όμως με την Τράπεζα της Ελλάδος, οι Κεντρικές Τράπεζες της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Αυστρίας, της Ολλανδίας και της Φινλανδίας θεωρούν απολύτως απαραίτητη την αφαίρεση αυτών των κεφαλαίων από την κεφαλαιοποίηση της τράπεζας που παρέχει τα δάνεια αυτά σε άλλους με στόχο την αγορά μετοχών σε άλλη τράπεζα. (*) Λογικό είναι: Ο στόχος των ρυθμιστικών αρχών (π.χ. Κεντρικών Τραπεζών, Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς) είναι να εξασφαλίσουν πως οι εμπορικές τράπεζες διαθέτουν ικανά κεφάλαια ώστε να αντέξουν σε μια ξαφνική επιδείνωση του επιχειρηματικού κλίματος, τουλάχιστον σε κάποιον βαθμό, χωρίς ανά πάσα στιγμή να τρέχουν στον φορολογούμενο για βοήθεια. Πρόκειται λοιπόν για κανόνες που προστατεύουν το δημόσιο συμφέρον γενικά και τους φορολογούμενους ειδικότερα.
Στην περίπτωση των τραπεζών της Ευρωζώνης, όταν ξέσπασε η Κρίση του 2008 (και κατόπιν η κρίση χρέους του 2009/10), διαπιστώθηκε ότι τα διαθέσιμα κεφάλαιά τους ήταν τόσο λίγα που οι τράπεζες ουσιαστικά ήταν νεκροζώντανες. Έτσι, οι ρυθμιστικές αρχές απαίτησαν από τις τράπεζες να αυξήσουν τα κεφάλαιά τους – αρχικά αντλώντας τα από τον ιδιωτικό τομέα (από επενδυτές) και, εφόσον αυτό αποδεικνυόταν αδύνατον, από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF). Βέβαια, οι καλοί τραπεζίτες σε καμία περίπτωση σε ήθελαν το δεύτερο, την άντληση δημοσίων κεφαλαίων από το EFSF, καθώς έτσι θα έπρεπε να αποδώσουν μετοχές, και έλεγχο, στο δημόσιο (που βάζει τα χρήματα). Φυσικό ήταν να προσπαθήσουν να αντλήσουν ιδιωτικά κεφάλαια ώστε να αποφευχθεί η ντε φάκτο δημοσιοποίησή τους.
Το πρόβλημα βέβαια είναι ότι κανείς σώφρων επενδυτής δεν βάζει τα χρήματά του σε ουσιαστικά πτωχευμένες τράπεζες σε μια οικονομία που φθίνει. Έστω ότι, εν μέσω ενός τόσο ζοφερού κλίματος, εμφανιζόταν κάποιος εξυπνάκιας και πρότεινε στους τραπεζίτες το εξής κόλπο: Η τράπεζα Α δανείζει στην τράπεζα Β 100 εκατομμύρια. Η τράπεζα Β προβαίνει σε αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου κατά 100 εκατομμύρια, τα οποία αγοράζει με τα 100 εκατομμύρια που δανείστηκε από την τράπεζα Α. Έτσι, αμέσως-αμέσως, εμφανίζεται ότι η τράπεζα Β αύξησε την κεφαλαιοποίησή της κατά 100 εκατομμύρια. «Και η κακόμοιρη η δική μας τράπεζα, τι έχει να κερδίσει;», αναρωτιέται ο εκπρόσωπος της τράπεζας Α. Τότε ο εξυπνάκιας του απαντά: «Μα είναι απλό: η τράπεζα Β τώρα θα δανείσει στην τράπεζα Α 100 εκατομμύρια με τα οποία η Α θα αγοράσει μετοχές της στο πλαίσιο μιας δικής της αύξησης μετοχικού κεφαλαίου. Αυτό, μάλιστα, οι δύο τράπεζες μπορούν να το κάνουν συνέχεια, με τα ίδια 100 εκατομμύρια να πηγαίνουν πέρα-δώθε, έως ότου τα «εικονικά» κεφάλαιά τους φτάσουν το όριο που απαιτούν οι ρυθμιστικές αρχές.» Τότε, οι τραπεζίτες θέτουν το τελευταίο τους ερώτημα στον εξυπνάκια: «Κι η Κεντρική Τράπεζα; Οι ρυθμιστικές αρχές, εν γένει, θα μας αφήσουν;»
Όπως είδαμε, η Τράπεζα της Ελλάδος, στην «φανταστική» αυτή ιστορία, θα επαναλάμβανε: «Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν απαγορεύει την δανειοδότηση νομικού ή φυσικού προσώπου με στόχο την συμμετοχή στην αύξηση μετοχικού κεφαλαίου ενός άλλου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος.» Με άλλα λόγια, θα υπονόμευε τον εαυτό της και το έργο της δίνοντας την δυνατότητα στον εξυπνάκια της ιστορίας μου να προτείνει τρόπο ακύρωσης της επιβολής από την Ευρωπαϊκή Ένωση των κανόνων ελάχιστης κεφαλαιοποίησης του τραπεζικού συστήματος.
Αυτός είναι ο λόγος που οι Κεντρικές Τράπεζες της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Αυστρίας, της Ολλανδίας και της Φινλανδίας απάντησαν το ερώτημα του Reuters λέγοντας ότι, ναι μεν η δανειοδότηση της τράπεζας Β από την τράπεζα Α επιτρέπεται αλλά, σε μια τέτοια περίπτωση, θα επέβαλαν στην τράπεζα που παρέχει το δάνειο να το αφαιρεί από τα κεφάλαια που δηλώνει ότι έχει στο πλαίσιο της ρύθμισης της ελάχιστης κεφαλαιοποίησής της. Έτσι, το κίνητρο να κοροϊδέψουν οι τράπεζες Α και Β την πολιτεία (παρέχοντας εκ περιτροπής η μία δάνεια στην άλλη) αναιρείται και το μόνο κίνητρο παροχής δανείων που απομένει είναι η υγιής κερδοφορία (όταν δηλαδή δίνεται δάνειο επειδή το επιτόκιο δανεισμού είναι μεγαλύτερο από το επιτόκιο που πληρώνει η τράπεζα-χορηγός και η τράπεζα που δανείζεται είναι αρκετά φερέγγυα).
Συμπερασματικά, ενώ οι Κεντρικές Τράπεζες των σοβαρών εταίρων μας (δηλαδή των πλεονασματικών χωρών συν της Γαλλίας) δεν θα άφηναν να συναφτούν δάνεια που μόνο πλασματικά αυξάνουν την κεφαλαιοποίηση του εθνικού τραπεζικού τους συστήματος, η Τράπεζα της Ελλάδος είτε δεν έχει καταλάβει το πρόβλημα είτε κάνει ότι δεν το κατανοεί. Σε μια χώρα που το τραπεζικό σύστημα κλυδωνίζεται, που η κεφαλαιοποίησή του είναι λεπτότερη από τον ιστό μιας αράχνης, που το πτωχευμένο δημόσιο δανείζεται 30 με 50 δις για να τα δώσει στις τράπεζες (ανακαλύπτοντας «καινοτόμες» μεθόδους ώστε οι τραπεζίτες να μην αναγκαστούν να αποδώσουν κοινές μετοχές στον φορολογούμενο ο οποίος βουλιάζει στα δάνεια εκ μέρους τους), η Κεντρική μας Τράπεζα παραμένει θεατής προσπαθειών να μπουν στο περιθώριο οι επιταγές των ρυθμιστικών κανόνων της Ευρώπης. Επιβραβεύει μάλιστα τέτοιου είδους συμπεριφορές, από κοινού με την κυβέρνηση, παραδίδοντας στην τράπεζα που βρέθηκε να εφαρμόζει αυτές τις «πρακτικές» το καθαρισμένο από ζημίες, κερδοφόρο τμήμα, μιας τράπεζας όπως η Αγροτική.
Μήπως ήρθε η ώρα να επιληφθεί ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος; Τον παρακαλώ να σκεφτεί το εξής: Αν ο κ. Weideman της Bundesbank ήταν στην θέση του κ. Προβόπουλου, και ιδίως αν μία ιδιωτική τράπεζα της οποίας είχε διατελέσει ο ίδιος υψηλά ιστάμενο στέλεχος (θυμίζω ότι το τελευταλιο πόστο του κ. Προβόπουλου ήταν Αντιπρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της Τράπεζας Πειραιώς) εμφανιζόταν να συμμετέχει σε τέτοιου είδους δανεισμό, νομίζω ο Πρόεδρος της Bundesbank θα κινείτο γρήγορα και αποφασιστικά ώστε να θέσει τέλος σε μια πρακτική που, αν μη τι άλλο, καθιστά αδύνατον στην πολιτεία να ζητά από τους πολίτες της να αγκαλιάσουν νέα, χρηστά ήθη. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι ο κ. Προβόπουλος θα αρνηθεί να διατάξει αλλαγή πλεύσης στους υφιστάμενούς του που αδρανούν τόσον καιρό.
(*) Η έρευνα αυτή του Reuters δημοσιεύτηκε νωρίς το πρωί σήμερα. Σε αυτήν συμπεριλαμβάνεται και η εξής δήλωσή μου: “These are loans from one bankrupt bank to another bankrupt bank… It is scandalous the troika stays silent about this form of corruption while handing over billions of taxpayers’ money to these banks.” [Πρόκειται για δάνεια της μίας πτωχευμένης τράπεζας στην άλλη.. Αποτελεί σκάνδαλο ότι η τρόικα παραμένει βουβή μπροστά σε αυτή την μορφή διαφθοράς την στιγμή που παραδίδονται δισεκατομμύρια ευρώ των φορολογούμενων σε αυτές τις τράπεζες.]
(**) Από όλες τις Κεντρικές Τράπεζες της Ευρωζώνης, μόνο εκείνες της Ισπανίας, του Λουξεμβούργου και της Σλοβακίας είπαν ότι δεν θα επέβαλαν αυτή την μείωση των δηλωμένων κεφαλαίων της τράπεζας Α.
Το βιβλίο του Γιάνη Βαρουφάκη “Κρίσης λεξιλόγιο” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ποταμός.
L1 από το protagon.gr
Πράγματι, η Τράπεζα της Ελλάδος, ερωτηθείσα από το Reuters για το κατά πόσον τέτοια δάνεια προς τραπεζίτη από άλλη τράπεζα είναι θεμιτά ή όχι, απάντησε ως εξής (σε δική μου μετάφραση από το αγγλικό κείμενο που μου παρείχε το Reuters): «Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν απαγορεύει την δανειοδότηση νομικού ή φυσικού προσώπου με στόχο την συμμετοχή στην αύξηση μετοχικού κεφαλαίου ενός άλλου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος.» Όταν η Τράπεζα της Ελλάδος ρωτήθηκε τι ποσοστό των 13 δις «νέων» κεφαλαίων που έχουν εισέλθει στις ελληνικές τράπεζες από το 2008 οφείλονται σε δανεισμό της μίας ελληνικής τράπεζας από μια άλλη ελληνική τράπεζα (δάνεια δηλαδή που μόνο εικονικά επανακεφαλαιοποιούν το ελληνικό τραπεζικό σύστημα), η Τράπεζα της Ελλάδος αρνήθηκε να απαντήσει.
Το ερώτημα που τίθεται, δεδομένης αυτής της στάσης της Τραπέζης της Ελλάδος, είναι το εξής: Σε τι βαθμό συνάδει η στάση της Κεντρικής μας Τράπεζας με εκείνη, επ’ αυτών των τόσο σημαντικών ζητημάτων, των Κεντρικών Τραπεζών των εταίρων μας; Η απάντηση είναι ότι η στάση της Τράπεζας της Ελλάδος έρχεται σε σύγκρουση με την άποψη τουλάχιστον της Bundesbank (της Κεντρικής Τράπεζας της Γερμανίας) καθώς και των Κεντρικών Τραπεζών της Γαλλίας, της Αυστρίας, της Ολλανδίας και της Φινλανδίας.
Αυτό προκύπτει μετά από ερώτημα που έθεσε τις περασμένες ημέρες το ίδιο το Reuters (το οποίο αποκάλυψε τα επίμαχα δάνεια του κ. Σάλλα) στις Κεντρικές Τράπεζες της Ευρωζώνης. Το ερώτημα ήταν το εξής: Έστω ότι η τράπεζα Α δανείζει είτε σε άτομο, είτε σε επιχείρηση, είτε σε offshore ονόματι Χ ένα ποσό Δ με τον σκοπό ο/η Χ να αγοράσει μετοχές στο πλαίσιο της αύξησης μετοχικού κεφαλαίου της τράπεζας Β. Σύμφωνα με τους κανόνες της Κεντρικής σας Τράπεζας, ρώτησε το Reuters, επιτρέπονται τέτοια δάνεια; Και αν ναι, θα επιβάλατε στην Τράπεζα Α να αφαιρέσει το ποσό Δ από την δική της κεφαλαιοποίηση (όπως αυτή ορίζεται από την Συμφωνία της Βασιλείας);
Όπως είδαμε πιο πάνω, η Τράπεζα της Ελλάδος ουσιαστικά υπεραμύνεται της αδράνειάς της ως προς την περίπτωση του δανείου της Marfin προς τις offshore της οικογένειας Σάλλα, απαντώντας ότι δεν είχε λόγο ούτε να εμποδίσει αυτόν τον δανεισμό ούτε και να επιβάλει βέβαια στην Marfin του κ. Βγενόπουλου να δηλώσει πως η δική του κεφαλαιοποίηση μειώθηκε κατά ένα ποσό ίδιο με το δάνειο που παρείχε στις εν λόγω offshore.
Αντίθετα όμως με την Τράπεζα της Ελλάδος, οι Κεντρικές Τράπεζες της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Αυστρίας, της Ολλανδίας και της Φινλανδίας θεωρούν απολύτως απαραίτητη την αφαίρεση αυτών των κεφαλαίων από την κεφαλαιοποίηση της τράπεζας που παρέχει τα δάνεια αυτά σε άλλους με στόχο την αγορά μετοχών σε άλλη τράπεζα. (*) Λογικό είναι: Ο στόχος των ρυθμιστικών αρχών (π.χ. Κεντρικών Τραπεζών, Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς) είναι να εξασφαλίσουν πως οι εμπορικές τράπεζες διαθέτουν ικανά κεφάλαια ώστε να αντέξουν σε μια ξαφνική επιδείνωση του επιχειρηματικού κλίματος, τουλάχιστον σε κάποιον βαθμό, χωρίς ανά πάσα στιγμή να τρέχουν στον φορολογούμενο για βοήθεια. Πρόκειται λοιπόν για κανόνες που προστατεύουν το δημόσιο συμφέρον γενικά και τους φορολογούμενους ειδικότερα.
Στην περίπτωση των τραπεζών της Ευρωζώνης, όταν ξέσπασε η Κρίση του 2008 (και κατόπιν η κρίση χρέους του 2009/10), διαπιστώθηκε ότι τα διαθέσιμα κεφάλαιά τους ήταν τόσο λίγα που οι τράπεζες ουσιαστικά ήταν νεκροζώντανες. Έτσι, οι ρυθμιστικές αρχές απαίτησαν από τις τράπεζες να αυξήσουν τα κεφάλαιά τους – αρχικά αντλώντας τα από τον ιδιωτικό τομέα (από επενδυτές) και, εφόσον αυτό αποδεικνυόταν αδύνατον, από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF). Βέβαια, οι καλοί τραπεζίτες σε καμία περίπτωση σε ήθελαν το δεύτερο, την άντληση δημοσίων κεφαλαίων από το EFSF, καθώς έτσι θα έπρεπε να αποδώσουν μετοχές, και έλεγχο, στο δημόσιο (που βάζει τα χρήματα). Φυσικό ήταν να προσπαθήσουν να αντλήσουν ιδιωτικά κεφάλαια ώστε να αποφευχθεί η ντε φάκτο δημοσιοποίησή τους.
Το πρόβλημα βέβαια είναι ότι κανείς σώφρων επενδυτής δεν βάζει τα χρήματά του σε ουσιαστικά πτωχευμένες τράπεζες σε μια οικονομία που φθίνει. Έστω ότι, εν μέσω ενός τόσο ζοφερού κλίματος, εμφανιζόταν κάποιος εξυπνάκιας και πρότεινε στους τραπεζίτες το εξής κόλπο: Η τράπεζα Α δανείζει στην τράπεζα Β 100 εκατομμύρια. Η τράπεζα Β προβαίνει σε αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου κατά 100 εκατομμύρια, τα οποία αγοράζει με τα 100 εκατομμύρια που δανείστηκε από την τράπεζα Α. Έτσι, αμέσως-αμέσως, εμφανίζεται ότι η τράπεζα Β αύξησε την κεφαλαιοποίησή της κατά 100 εκατομμύρια. «Και η κακόμοιρη η δική μας τράπεζα, τι έχει να κερδίσει;», αναρωτιέται ο εκπρόσωπος της τράπεζας Α. Τότε ο εξυπνάκιας του απαντά: «Μα είναι απλό: η τράπεζα Β τώρα θα δανείσει στην τράπεζα Α 100 εκατομμύρια με τα οποία η Α θα αγοράσει μετοχές της στο πλαίσιο μιας δικής της αύξησης μετοχικού κεφαλαίου. Αυτό, μάλιστα, οι δύο τράπεζες μπορούν να το κάνουν συνέχεια, με τα ίδια 100 εκατομμύρια να πηγαίνουν πέρα-δώθε, έως ότου τα «εικονικά» κεφάλαιά τους φτάσουν το όριο που απαιτούν οι ρυθμιστικές αρχές.» Τότε, οι τραπεζίτες θέτουν το τελευταίο τους ερώτημα στον εξυπνάκια: «Κι η Κεντρική Τράπεζα; Οι ρυθμιστικές αρχές, εν γένει, θα μας αφήσουν;»
Όπως είδαμε, η Τράπεζα της Ελλάδος, στην «φανταστική» αυτή ιστορία, θα επαναλάμβανε: «Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν απαγορεύει την δανειοδότηση νομικού ή φυσικού προσώπου με στόχο την συμμετοχή στην αύξηση μετοχικού κεφαλαίου ενός άλλου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος.» Με άλλα λόγια, θα υπονόμευε τον εαυτό της και το έργο της δίνοντας την δυνατότητα στον εξυπνάκια της ιστορίας μου να προτείνει τρόπο ακύρωσης της επιβολής από την Ευρωπαϊκή Ένωση των κανόνων ελάχιστης κεφαλαιοποίησης του τραπεζικού συστήματος.
Αυτός είναι ο λόγος που οι Κεντρικές Τράπεζες της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Αυστρίας, της Ολλανδίας και της Φινλανδίας απάντησαν το ερώτημα του Reuters λέγοντας ότι, ναι μεν η δανειοδότηση της τράπεζας Β από την τράπεζα Α επιτρέπεται αλλά, σε μια τέτοια περίπτωση, θα επέβαλαν στην τράπεζα που παρέχει το δάνειο να το αφαιρεί από τα κεφάλαια που δηλώνει ότι έχει στο πλαίσιο της ρύθμισης της ελάχιστης κεφαλαιοποίησής της. Έτσι, το κίνητρο να κοροϊδέψουν οι τράπεζες Α και Β την πολιτεία (παρέχοντας εκ περιτροπής η μία δάνεια στην άλλη) αναιρείται και το μόνο κίνητρο παροχής δανείων που απομένει είναι η υγιής κερδοφορία (όταν δηλαδή δίνεται δάνειο επειδή το επιτόκιο δανεισμού είναι μεγαλύτερο από το επιτόκιο που πληρώνει η τράπεζα-χορηγός και η τράπεζα που δανείζεται είναι αρκετά φερέγγυα).
Συμπερασματικά, ενώ οι Κεντρικές Τράπεζες των σοβαρών εταίρων μας (δηλαδή των πλεονασματικών χωρών συν της Γαλλίας) δεν θα άφηναν να συναφτούν δάνεια που μόνο πλασματικά αυξάνουν την κεφαλαιοποίηση του εθνικού τραπεζικού τους συστήματος, η Τράπεζα της Ελλάδος είτε δεν έχει καταλάβει το πρόβλημα είτε κάνει ότι δεν το κατανοεί. Σε μια χώρα που το τραπεζικό σύστημα κλυδωνίζεται, που η κεφαλαιοποίησή του είναι λεπτότερη από τον ιστό μιας αράχνης, που το πτωχευμένο δημόσιο δανείζεται 30 με 50 δις για να τα δώσει στις τράπεζες (ανακαλύπτοντας «καινοτόμες» μεθόδους ώστε οι τραπεζίτες να μην αναγκαστούν να αποδώσουν κοινές μετοχές στον φορολογούμενο ο οποίος βουλιάζει στα δάνεια εκ μέρους τους), η Κεντρική μας Τράπεζα παραμένει θεατής προσπαθειών να μπουν στο περιθώριο οι επιταγές των ρυθμιστικών κανόνων της Ευρώπης. Επιβραβεύει μάλιστα τέτοιου είδους συμπεριφορές, από κοινού με την κυβέρνηση, παραδίδοντας στην τράπεζα που βρέθηκε να εφαρμόζει αυτές τις «πρακτικές» το καθαρισμένο από ζημίες, κερδοφόρο τμήμα, μιας τράπεζας όπως η Αγροτική.
Μήπως ήρθε η ώρα να επιληφθεί ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος; Τον παρακαλώ να σκεφτεί το εξής: Αν ο κ. Weideman της Bundesbank ήταν στην θέση του κ. Προβόπουλου, και ιδίως αν μία ιδιωτική τράπεζα της οποίας είχε διατελέσει ο ίδιος υψηλά ιστάμενο στέλεχος (θυμίζω ότι το τελευταλιο πόστο του κ. Προβόπουλου ήταν Αντιπρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της Τράπεζας Πειραιώς) εμφανιζόταν να συμμετέχει σε τέτοιου είδους δανεισμό, νομίζω ο Πρόεδρος της Bundesbank θα κινείτο γρήγορα και αποφασιστικά ώστε να θέσει τέλος σε μια πρακτική που, αν μη τι άλλο, καθιστά αδύνατον στην πολιτεία να ζητά από τους πολίτες της να αγκαλιάσουν νέα, χρηστά ήθη. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι ο κ. Προβόπουλος θα αρνηθεί να διατάξει αλλαγή πλεύσης στους υφιστάμενούς του που αδρανούν τόσον καιρό.
(*) Η έρευνα αυτή του Reuters δημοσιεύτηκε νωρίς το πρωί σήμερα. Σε αυτήν συμπεριλαμβάνεται και η εξής δήλωσή μου: “These are loans from one bankrupt bank to another bankrupt bank… It is scandalous the troika stays silent about this form of corruption while handing over billions of taxpayers’ money to these banks.” [Πρόκειται για δάνεια της μίας πτωχευμένης τράπεζας στην άλλη.. Αποτελεί σκάνδαλο ότι η τρόικα παραμένει βουβή μπροστά σε αυτή την μορφή διαφθοράς την στιγμή που παραδίδονται δισεκατομμύρια ευρώ των φορολογούμενων σε αυτές τις τράπεζες.]
(**) Από όλες τις Κεντρικές Τράπεζες της Ευρωζώνης, μόνο εκείνες της Ισπανίας, του Λουξεμβούργου και της Σλοβακίας είπαν ότι δεν θα επέβαλαν αυτή την μείωση των δηλωμένων κεφαλαίων της τράπεζας Α.
Το βιβλίο του Γιάνη Βαρουφάκη “Κρίσης λεξιλόγιο” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ποταμός.
L1 από το protagon.gr