Αυτό είναι το συνολικό κλίμα στο Βερολίνο και ο μόνος λόγος που δεν ξεσπά σαν ορμητικό ποτάμι είναι ότι έχουν ακόμα ασφαλώς έναν μικρό φόβο γύρω από το τι μπορεί τελικά να συμβεί με την ελληνική έξοδο. Φόβος, που, όμως, κάθε μέρα που περνά υποχωρεί και σχεδόν πια εκμηδενίζεται στο πλαίσιο της συνολικής ισορροπίας. Γι’ αυτό άλλωστε και είναι απορίας άξιον γιατί αποφασίστηκε η επίσκεψη Σαμαρά στο Βερολίνο. Τι προσδοκούσε η Ελλάδα από αυτήν.
Μόνη – πολύ όψιμα εμφανιζόμενη – εξαίρεση σε αυτό το κλίμα, ο υπουργός Εξωτερικών Γκίντο Βεστερβέλε, ο οποίος, όμως, μιλά κατά κάποιον τρόπο εκ του ασφαλούς. Αφενός προσφέρει στη γερμανική κυβέρνηση το «άλλοθι» ότι υπάρχει και κάποιο στέλεχός της που δεν είναι πυρ και μανία κατά της Ελλάδας – υπουργός Εξωτερικών είναι άλλωστε, είναι κομμάτι της δουλειάς του αυτό – και, αφετέρου, γνωρίζει πολύ καλά ότι οι απόψεις που εξέφρασε για την παροχή παράτασης δύο ετών στη χώρα μας δύσκολα θα γίνουν αποδεκτές.
Οι Γερμανοί ξέρουν εκείνο που εμείς κάνουμε πως δεν ξέρουμε: ξέρουν ότι πλήθος από μεγέθη του προϋπολογισμού είναι επί της ουσίας πλασματικά. Ότι μιλάμε, μεταξύ άλλων, για έσοδα που δεν θα υπάρξουν, ή για ύφεση που διαρκώς αναθεωρείται προς τα πάνω. Ξέρουν δηλαδή και ότι αν έδιναν τη διετή παράταση, την οποία εσχάτως έχει θέσει σαν απόλυτο στόχο η Ελλάδα, αυτή δεν θα έλυνε το πρόβλημα που έχει βαθύνει τρομακτικά.
Είναι κοινό μυστικό ότι οι Γερμανοί σκέπτονται να τελειώνουν με την Ελλάδα – άλλωστε έχουν προετοιμαστεί όσο καλύτερα θα μπορούσαν και σε όλα τα επίπεδα για κάτι τέτοιο. Εχουν προετοιμαστεί, φυσικά, ως χώρα: όχι ως «ενωμένη» Ευρώπη, οι επιπτώσεις σε άλλες χώρες όχι απλώς τους είναι αδιάφορες, αλλά ίσως και να κρίνουν ότι μπορεί να τους είναι χρήσιμες, καθώς θα τις καταστήσουν ακόμα πιο ευάλωτες και ανίσχυρες στα χέρια τους.
Πολλοί στο Βερολίνο εκτιμούν ότι θα μπορούσε να λειτουργήσει ένα σενάριο σύμφωνα με το οποίο η Ελλάδα φεύγει από το ευρώ, και, ταυτόχρονα, κάποια τείχη προστασίας θα υψωθούν από το Βερολίνο για την Ισπανία και την Ιταλία ώστε με την ελληνική «θυσία» να επιτευχθούν πολλοί στόχοι ταυτόχρονα: ένα μεγάλο πρόβλημα για την ευρωζώνη αποκόπτεται, ενώ οι άλλες χώρες παραδειγματίζονται και γίνονται ακόμα πιο αυστηρές στην προσπάθειά τους να ακολουθήσουν τις γερμανικές επιταγές, την ώρα που τους παρέχεται και κάποια βοήθεια να το πράξουν.
Με άλλα λόγια, οι Γερμανοί βλέπουν την Ελλάδα ως το «μαύρο πρόβατο» της γερμανικής Ευρώπης, αλλά ένα «μαύρο πρόβατο» χρήσιμο, καθώς η έξοδός του θα βοηθήσει τελικά περισσότερο την εκπλήρωση των στόχων τους με την αποχώρησή της από ό,τι με την παραμονή της. Γι’ αυτό και είναι αμετακίνητοι. Επειδή κρίνουν ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο υπηρετεί πλέον καλύτερα την ηγεμονική πολιτική τους.
Οι Γερμανοί υπήρξαν ανέκαθεν – και εξακολουθούν να είναι – άφρονες όσον αφορά τα μεγάλα ζητήματα και τους ανοικτούς πολιτικούς ορίζοντες. Δεν είναι άφρονες από ανοησία, κάθε άλλο παρά τους λείπει η οξύτητα της σκέψης. Είναι άφρονες όταν τους τυφλώνει η ισχύς τους και η εσωτερική τους επεκτατική πίεση που θολώνει πάντα τον ορίζοντα της σκέψης τους. Ετσι, τους είναι αδύνατον να δουν ότι ξεκινώντας το ξήλωμα της ευρωζώνης, όχι μόνον δεν υπηρετούν τα ίδια τα ηγεμονικά τους όνειρα, αλλά, αντιθέτως, τα υπονομεύουν στον πιο απόλυτο βαθμό.
Οι Γερμανοί θα μετανιώσουν. Πικρά. Όμως, αυτό, είναι δικό τους πρόβλημα. Εμείς έχουμε άλλα, δικά μας. Και το πρώτο είναι πλέον το πώς θα προετοιμαστούμε καλύτερα, με ό,τι αυτό σημαίνει – και σημαίνει πολλά – για εκείνα που έρχονται. Από εκεί θα κριθεί τελικά και η κυβέρνηση: από το αν και πώς θα μπορέσει να κρατήσει τη χώρα όρθια όταν στο Βερολίνο «πατήσουν το κουμπί». Αυτή είναι η μόνη, πια, αληθινή πρόκληση και για την ίδια και, ιδίως, για τη χώρα. Και εκεί πρέπει πλέον να αφιερώσει όλες τις δυνάμεις της.
Και είναι πολλά που μπορεί να κάνει η χώρα σε αυτή την κατεύθυνση. Πολλά, που αν είχε επιχειρήσει να τα σχεδιάσει και να τα δρομολογήσει από την ώρα που, δύο χρόνια τώρα, οι Γερμανοί την έδεσαν χειροπόδαρα, σήμερα, όλα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά – η παρούσα στήλη έχει αναφερθεί πολλές φορές σε αυτά. Όμως, η Ελλάδα πρέπει πια να ξεφύγει από τη μοιρολατρία και την ομηρία, και να προχωρήσει. Πάντα υπάρχει καιρός.