Του Σταύρου Χριστακόπουλου
Μετά την έκθεση της τρόικας θα ληφθούν αποφάσεις για την Ελλάδα, σύμφωνα με τη γερμανική κυβέρνηση. Συνεπώς μην περιμένετε κάποιο επίσημο αποτέλεσμα από τη συνάντηση Μέρκελ – Σαμαρά την Παρασκευή. Παράλληλα πληθαίνουν οι αναλύσεις και εκτιμήσεις που λένε πως μια έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη δεν μπορεί να αποφασιστεί εν μέσω της κρίσης. Η δε Goldman Sachs υποστηρίζει ότι κάθε απόφαση για την Ελλάδα, και ιδιαίτερα για την περίφημη Grexit, θα είναι πρωτίστως πολιτική.
Παρότι οι εκτιμήσεις αυτές μοιάζουν σε πρώτη ανάγνωση κάπως αντιφατικές, στην πραγματικότητα είναι απλώς αλληλοσυμπληρούμενες. Άλλωστε, εδώ και πολύ καιρό, όλες οι αποφάσεις για την Ελλάδα είναι, σε μεγάλο βαθμό, πολιτικές, καθώς είναι αδύνατον να υπάρξει απόφαση με αμιγώς οικονομικό κριτήριο. Αν αυτό ίσχυε, το δανειακό πρόγραμμα της τρόικας θα έπρεπε να έχει προ πολλού σταματήσει.
Το περιεχόμενο των εκθέσεων του ΔΝΤ, κυρίως, δικαιολογούσε απολύτως το τέλος του δανειακού προγράμματος.
Το σύνολο της τρόικας επίσης γνώριζε εξ αρχής ότι το ελληνικό χρέος δεν ήταν βιώσιμο και η εξυπηρέτησή του είναι αδύνατη. Γι’ αυτό άλλωστε έκανε το πρώτο «κούρεμα» και γι’ αυτό συζητάει και δεύτερο, αφού το πρώτο ήταν διαπιστωμένα αδύνατον να επιτύχει τον στόχο της «βιωσιμότητας». Ακόμη και ο – διακηρυγμένος αλλά αδύνατον να επιτευχθεί – στόχος για χρέος στο 120% του ΑΕΠ το 2020 δεν περιγράφει ένα βιώσιμο χρέος.
Γνωστά όλα αυτά στους επιμελείς αναγνώστες του «Ποντικιού», αλλά τα ανακεφαλαιώνουμε για έναν και μόνο λόγο: διότι και η επόμενη απόφαση τόσο της τρόικας όσο και της Γερμανίας θα είναι κατά βάση πολιτική. Γι’ αυτό υποτίθεται ότι σχεδόν όλες οι πολιτικές ηγεσίες, από τον Τσίπρα μέχρι την τριανδρία Σαμαρά, Βενιζέλου και Κουβέλη, μιλούσαν για «ανάγκη επαναδιαπραγμάτευσης». Άσχετα με το τι λένε τώρα…
Ρωτήστε και τον… Γιούνκερ
Μόνο που, όταν τίθεται στα σοβαρά ζήτημα είτε πολιτικής είτε διαπραγμάτευσης, η συγκυβέρνηση είτε ανακρούει πρύμναν κρυπτόμενη πίσω από την «πάση θυσία παραμονή στο ευρώ» είτε απλώς συκοφαντεί όποιον τολμήσει να της υπενθυμίσει ότι μια κυβέρνηση πρωτίστως οφείλει να πολιτεύεται προς όφελος του λαού που την εξέλεξε.
Ένα κραυγαλέο παράδειγμα αυτού του είδους της τακτικής είναι η απίστευτη διαστρέβλωση και σπέκουλα εκ μέρους της Ν.Δ. – ευτυχώς γι’ αυτούς, ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ δεν ευτέλισαν την έννοια του πολιτικού διαλόγου στη συγκεκριμένη περίπτωση – με αφορμή την περιβόητη δήλωση Λαφαζάνη.
Ας αποφύγουμε όμως τα όσα γελοία ειπώθηκαν ερήμην της… έρημης αυτής δήλωσης, για να δούμε πώς ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ επί της ουσίας είπε κάτι αυτονόητο, ευθέως σχετιζόμενο με το πώς η Ελλάδα κάνει πολιτική.
Ο Λαφαζάνης λέει λοιπόν ότι η χρεοκοπία δεν μπορεί να είναι μπαμπούλας στο εσωτερικό. Κοινώς δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιείται από μια ελληνική κυβέρνηση ως ιμάντας μεταβίβασης των πιέσεων και των εκβιασμών των δανειστών.
Αντιθέτως, επειδή η χρεοκοπία πάντα ήταν ένα μέσο άμυνας αυτού που πλέον αδυνατεί να πληρώσει και επειδή οι συνέπειες μιας ελληνικής χρεοκοπίας θα ήταν βαρύτατες για την Ευρώπη (κάτι το οποίο παραδέχονται όλοι οι αναλυτές και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί του πλανήτη!), θα έπρεπε η όποια ελληνική κυβέρνηση να χρησιμοποιεί αυτόν τον κίνδυνο κατά τη διαπραγμάτευσή της με τους δανειστές της αντί να εκτελεί αναντίρρητα τα κέφια τους και τον ελληνικό λαό.
Όσο για το αν μια ελληνική χρεοκοπία είναι ή δεν είναι όπλο για μια ελληνική κυβέρνηση, οι διαφωνούντες με τον Λαφαζάνη δεν έχουν παρά να ρωτήσουν τον επικεφαλής του Eurogroup Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, ο οποίος αύριο το βράδυ συναντάται με τον πρωθυπουργό της Ελλάδας.
Ας ρωτήσουν επίσης το μέλος του Δ.Σ. της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Γιεργκ Άσμουσεν, ο οποίος, τούτες τις μέρες, παρότι είπε ότι μια έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη θα ήταν διαχειρίσιμη, πρόσθεσε ότι θα ήταν πολύ ακριβή για την Ευρώπη: «Θα οδηγήσει σε μείωση της ανάπτυξης και σε υψηλότερη ανεργία και θα είναι πολύ ακριβή για την Ελλάδα και την Ευρώπη στο σύνολό της, ακόμη και για τη Γερμανία».
Το αυτονόητο
Αν λοιπόν υπάρχει ένα «ζουμί» στη δήλωση του στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ, αυτό είναι ότι κατ’ ουσίαν υποδεικνύει στην κυβέρνηση να κάνει αυτό που υποσχέθηκε: μια ρεαλιστική διαπραγμάτευση επί δεδομένων, αντί να προσφέρει γην και ύδωρ στη Μέρκελ περιμένοντας την ελεημοσύνη της. Τα υπόλοιπα, περί επιθυμίας για χρεοκοπία κ.λπ., είναι για ανόητους και άσχετους.
Άλλωστε ούτε καν σε αυτό δεν άφησε περιθώρια παρερμηνείας ο Λαφαζάνης στην αρχική δήλωσή του: ξεκαθάρισε ευθαρσώς ότι το περί χρεοκοπίας «δεν το λέω ως απάντηση στο ελληνικό πρόβλημα».
Εδώ έχει αξία να παραθέσουμε ένα απόσπασμα από το άρθρο της Λώρης Κέζα στο «Βήμα» με τίτλο «Ευχές, ντροπές, χρεοκοπία». Το απόσπασμα αυτό παραθέτει εξαιρετικά λιτά κάτι αυτονόητο – για όσους τουλάχιστον κατοικούν σε αυτήν εδώ τη χώρα:
Όσο για το περί ανάγκης να διαγραφεί ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού χρέους, κάτι που εποίσης αποτελεί πάγια άποψη του Λαφαζάνη, αν δεν απατώμαι οικτρά, εκτός από θέση του ΣΥΡΙΖΑ, είναι ακριβώς η συζήτηση που γίνεται… δημοσίως στην ευρωζώνη, με πολλά ήδη δημοσιευμένα σενάρια μάλιστα για τις απώλειες που θα πρέπει να υποστούν τόσο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα όσο και οι κεντρικές τράπεζες των χωρών που είναι «εκτεθειμένες» στην Ελλάδα.
Άλλωστε, όπως όλοι γνωρίζουμε, αυτοί που βγάζουν άθλιους δεκάρικους για όσους υποτίθεται ότι «εύχονται τη χρεοκοπία» έχουν ήδη υλοποιήσει – ή έχουν στηρίξει και προπαγανδίσει – μία ελεγχόμενη από τους δανειστές χρεοκοπία (PSI) και ετοιμάζονται για δεύτερη. Συνεπώς ο Λαφαζάνης – από του οποίου τη συνέντευξη άρχισε όλος αυτός ο γελοίος επικοινωνιακός «πόλεμος» – δεν είπε τίποτε κρυφό, δεν ζημίωσε καμιά «εθνική θέση» και, κυρίως, ουδέποτε υπερασπίστηκε μια ελληνική πτώχευση.
Τζάμπα γήπεδο…
Τώρα για το ότι στην Ελλάδα δεν μπορεί να γίνει ούτε μια συζήτηση της προκοπής χωρίς να πέσουν τόνοι λάσπης και να ειπωθούν απειράριθμες – κακόβουλες, ως επί το πλείστον – ηλιθιότητες νομίζω ότι όλοι είμαστε επαρκώς πληροφορημένοι.
Ίσως ακριβώς γι’ αυτό τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να προσέχουν τον δημόσιο λόγο τους. Το μιντιακό σύστημα δεν είναι φιλικό μαζί τους, ούτε καν «ανεκτικό» – αντιθέτως είναι πρόθυμο να κατακρεουργήσει όσες απόψεις υπονομεύουν τα ποικίλα επιμέρους συμφέροντα του ιδίου και των προστατών ή προστατευομένων του.
Επιπλέον το ευρύ κοινό μπορεί να βομβαρδίζεται καθημερινά από πλήθος δυσνόητων οικονομικών όρων, αλλά είναι πέρα για πέρα αμφίβολο αν μπορεί ή προλαβαίνει να τους κατανοήσει. Αλλά και στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ είναι αρκετοί αυτοί που, αναζητώντας εναγωνίως ρόλο, είναι πάντα πρόθυμοι να σπεκουλάρουν με ανύπαρκτα ζητήματα.
Συνεπώς στον ΣΥΡΙΖΑ ας έχουν κατά νου – για κάθε ενδεχόμενο – μια πάγια δημοσιογραφική αρχή, την οποία παραθέτω όπως την άκουσα κάποτε από έναν παλαιό, εξαιρετικό και… αθυρόστομο δημοσιογράφο, ο οποίος δεν βρίσκεται πια στη ζωή, με αφορμή ένα μάλλον… δυσνόητο κείμενό μου: «Αν δεν σε καταλαβαίνει και ο τελευταίος άσχετος, τότε άλλαξε δουλειά. Δεν κάνεις για δημοσιογράφος».
Πόσο εύκολο είναι να μιλάς χωρίς να σε διαστρεβλώνουν; Πόσο εύκολο είναι να λες την άποψή σου χωρίς να παρεξηγείσαι; Αυτό ας το βρουν μόνοι τους. Άλλωστε διεκδικούν να κυβερνήσουν μια χώρα πτωχευμένη, υπόδουλη, ανυπόληπτη και διαλυμένη – επομένως αυτό είναι το μικρότερο από τα μελλοντικά προβλήματά τους…