Ω! Πυππάξ!*

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

(*Πυππάξ: επιφώνημα αγανάκτησης, απελπισίας ή παραίτησης, ανάλογο με το φευ, το βαβαί των κακών, εν ολίγοις σαν το ωιμέ και το αλί και τρισαλί, ή το αμάν καΐλα μας, τι πάθαμε μ΄αυτούς που έχουμε μπλέξει).
Στον Πλατωνικό διάλογο ‘’Ευθύδημος’’, ο Σωκράτης αντιμετωπίζει τους αδελφούς σοφιστές Ευθύδημο και Διονυσόδωρο, από την Χίο, και μαζί έχει τον νεαρό Κλεινία και τον Κτήσιππο από την Παιανία. (Αξίζει να το διαβάσετε από τις Εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ.)
Ο Σωκράτης ως γνωστό προσπαθούσε να δείξει το δρόμο που οδηγεί στο καλό. Πίστευε ότι το μόνο αγαθό που οδηγεί στην ευδαιμονία, είναι η σοφία, άρα ο άνθρωπος για να γίνει ευδαίμων, πρέπει να φιλοσοφεί.
Από την άλλη οι σοφιστές , που είχαν κατακλύσει την Αθήνα, ισχυρίζονταν ότι μπορούσαν να διδάξουν την αρετή. Εξευτελίζοντας την λογική και παίζοντας με την διφορούμενη σημασία ορισμένων λέξεων, προσπαθούσαν να

φέρουν τον συνομιλητή τους σε αντιφάσεις.
Ο διάλογος ‘’Ευθύδημος’’ διέπεται από κωμικό πνεύμα, και μέσα από σπαρταριστούς διαλόγους με τους δύο σοφιστές, που κάνουν πως τα ξέρουν όλα ανέκαθεν, αποφεύγουν να απαντήσουν στα λογικά επιχειρήματα του Σωκράτη, με το συνηθισμένο τέχνασμα της σημασίας των λέξεων. Φθάνουν στο σημείο να πουν ότι η απόκτηση αγαθών είναι επιζήμια για τον άνθρωπο, και στο πιο γελοίο , ότι ένας πατέρας είναι κατ΄επέκταση και πατέρας όλων των ζώων, των κουταβιών, των χοίρων, των ίππων κ.λπ.
Ακούγοντας όλες αυτές τις ανοησίες ο Κτήσιππος με ειρωνεία, αναφωνεί: ‘’Πυππάξ, Ηρακλή, τι ωραία που τα λέτε’’.
Ο Διονυσόδωρος, μη γνωρίζοντας το ‘’πυππάξ’’ και νομίζοντας ότι είναι όνομα, ρωτά αν ο Ηρακλής είναι πυππάξ, ή ο Πύππαξ , Ηρακλής.
Μετά και από αυτό, ο Κτήσιππος παραιτείται από τον διάλογο, λέγοντας πάλι ειρωνευόμενος, ότι τούτοι εδώ είναι ακαταμάχητοι.
Τον ρόλο του Ευθύδημου στην εποχή μας, τον έχουν αναλάβει οι πολιτικοί, με όλα αυτά τα ευτράπελα που μας ξεφουρνίζουν, και από κοντά σιγοντάροντας- σαν τον Διονυσόδωρο- οι τηλεδημοσιογράφοι, προσπαθώντας να μας πείσουν για την εγκυρότητα των λεγομένων τους.
Σε λίγο θα μας πουν οι σοφοί πολιτικοί μας- που τα ξέρουν και τα έχουν όλα καλώς καμωμένα-, ότι πετάει ο γάιδαρος πετάει, και ότι το να τρώμε, να δουλεύουμε, να μορφωνόμαστε, να πηγαίνουμε στο γιατρό, είναι επιζήμιο, και γι αυτό άλλωστε τα καταργούν.
Προσπαθούν να μας πείσουν ότι απολύοντας τους εργαζομένους και καταστρέφοντας τις οικογένειές τους, θα επιζήσει η αγορά και τα ταμεία.
Ότι βάζοντας όλο και πιο επαχθείς φόρους, θα πατάξουν την φοροδιαφυγή.
Μειώνοντας τα νοσοκομεία και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, πιστεύουν ότι θα μειωθούν οι ασθένειες και το κόστος τους.
Κουτσουρεύοντας τους μισθούς των εκπαιδευτικών, αυξάνοντας τις ώρες, κλείνοντας σχολεία, στοιβάζοντας περισσότερα παιδιά στις τάξεις, και μη χορηγώντας τα απαραίτητα αναλώσιμα στα νηπιαγωγεία, και τα βιβλία στις άλλες τάξεις, και πληρώνοντας τα συγγράμματα οι φοιτητές, νομίζουν ότι έτσι θα αναβαθμιστεί η παιδεία. Και με το φόρο στα πτυχία, ότι θα βγάλουν σωστούς μορφωμένους πολίτες.
Πιστεύουν ότι φορολογώντας αγρίως την ακίνητη περιουσία, θα ανθίσει η οικοδομική δραστηριότητα, που τρέφει πλήθος άλλων επαγγελμάτων.
Έχουν την εντύπωση ότι δημιουργώντας όλο και περισσότερους φτωχούς, θα πατάξουν το έγκλημα, και ότι θα συνεχίσουν να κοιμούνται ήσυχοι και ασφαλείς.
Είναι σίγουροι ότι εξαπλώνοντας την μιζέρια και την κακομοιριά, θα προάγεται ο πολιτισμός και θα συνεχιστεί η τήρηση των νόμων.
Ανεβάζοντας την τιμή του πετρελαίου, περιμένουν να εισπράξουν περισσότερα έσοδα. Ο κόσμος όμως θα στραφεί στα ξύλα, με ότι αυτό σημαίνει για το περιβάλλον και τα δάση μας.
Ελπίζουν ότι στιγματίζοντας ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων, σαν ακραίους, θα φοβηθούμε και θα σιωπήσουμε.
Παρακολουθώντας τους άναυδοι, προσπαθούμε να ενταχθούμε στην άλογη λογική τους, και εναποθέτουμε τις ελπίδες μας στους θεούς, για τον κολασμό τους.
Ήδη η τιμωρία τους έχει αρχίσει από τον πρωτεργάτη τους.
Όπως η Ιώ καταδικάστηκε από την Ήρα να περιτρέχει τον κόσμο οιστρηλατούμενη και με κέρατα δαμάλας στο κεφάλι, έτσι κι εκείνον τον καταδίκασαν οι θεοί να περιπλανάται σε βουνά και θάλασσες, εποχούμενος κανό, ποδήλατα, αεροπλάνα και παπόρια, και σταματημό να μην έχει. Από τα πολλά παϊδάκια και μπριζόλες που έφαγε το καλοκαίρι στο Κολυμπάρι, παραλίγο να βγάλει κέρατα και να μουγκανίζει σα μοσχάρι.
Ο Τάνταλος ήταν ομοτράπεζος των θεών, αλλά για την αλαζονεία και την απληστία του, καταδικάστηκε να βρίσκεται στον Άδη, σε αιώνια δίψα και πείνα.
Οι δικοί μας δύο Τάνταλοι, το ίδιο άπληστοι και αλαζόνες, ενώ κατηγορούν εμάς σαν σύσσιτους και ομοφάγους τους, εν τούτοις αυτοί σαν μοναχοφαγάδες, τρώνε ακαταπαύστως και αδιαλείπτως, και χορτασμό δεν έχουν, και σε λίγο θα γίνουν ωμοφάγοι της ίδιας τους της σάρκας, σαν τον βασιλιά Ερυσίχθονα.
Ο Τειρεσίας καταδικάστηκε από την Ήρα, να τυφλωθεί, επειδή ομολόγησε ότι γνώρισε την ευχαρίστηση και σαν άνδρας και σαν γυναίκα.
Ο δικός μας Τειρεσίας, μισοτυφλώθη, γιατί γνώρισε την ευχαρίστηση και σαν αντιμνημονιακός, ψηφίζοντας ‘’όχι’’, αλλά και σαν μνημονιάκιας, ψηφίζοντας ‘’ναι’’.
Ο Σίσυφος για όλες τις ανομίες του και την απληστία του καταδικάστηκε από τους θεούς, να κυλάει μια μεγάλη πέτρα σε ανωφέρεια όρους, αλλά μόλις πλησίαζε στην κορυφή, η πέτρα κυλούσε πάλι κάτω.
Ο δικός μας Σίσυφος, ομόσταυλος των ισχυρών και των εμπόρων όπλων, καταδικάστηκε ενώ βρίσκεται σταυλιζόμενος στον τόπο τιμωρίας του, να κυλάει στον ανήφορο τα νεοκλασικά του, τις ράβδους χρυσού και τις φούντες κουρτινών, αλλά μόλις να φθάνουν στην κορυφή, αυτά να γλιστρούν από τα χέρια του και να γυρίζουν πίσω.
Ο Φλεγύας που προσπάθησε να κάψει το ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς, καταδικάστηκε να κάθεται κάτω από μια πέτρα, η οποία εκρεμάτο από μια λεπτή κλωστή, πάνω από το κεφάλι του, και έτσι αισθανόταν αιώνιο φόβο μην πλακωθεί από αυτήν.
Οι δικοί μας Φλεγύες, που μας έχουν κάψει, είναι καταδικασμένοι να αισθάνονται αενάως φόβο, μην αρχίσουν να τους πέφτουν πέτρες και άλλα υλικά στο κεφάλι τους.
Οι Δαναΐδες, επειδή σκότωσαν τους συζύγους τους , από την πρώτη κιόλας νύχτα, καταδικάστηκαν να αντλούν και να προσπαθούν να γεμίσουν νερό, ένα τρύπιο πιθάρι.
Οι δικές μας Δαναΐδες, για το κακό που μας κάνουν, είναι καταδικασμένες να προσπαθούν να γεμίσουν με φόρους τα ταμεία-πίθους, αλλά οι προσπάθειές τους αποβαίνουν άκαρπες.
Τον μητροκτόνο Ορέστη, τον κυνηγούσαν οι φοβερές Ερινύες, και αναπαμό δεν είχε, μέχρι που τον κάθισαν στον Άρειο Πάγο για να δικαστεί.
Τους δικούς μας μητραλοίες που κατέστρεψαν την πατρίδα, ξεπουλώντας την και ασελγώντας πάνω της, αρχίζουν σιγά σιγά να τους κυνηγούν οι Ερινύες με τις μαύρες μπλούζες και την φλογάτη ψυχή, τιμωροί κάθε παρανομίας και ασυδοσίας.
Νοιώθουν την καυτή ανάσα τους, ακούν τα βήματά τους στις γειτονιές που ανθεί ατιμώρητα το έγκλημα, και έχουν χάσει τον ύπνο τους, γιατί ξέρουν ότι πλησιάζει η ώρα που θα καθίσουν στο σκαμνί, για τα μακροχρόνια εγκλήματά τους.
Εν τω μεταξύ, ώσπου να΄ρθει η ώρα για τις πραγματικές ποινές που θα τους επιβληθούν για τα κρίματα και τα ανομήματά τους, εμείς βρισκόμαστε κλεισμένοι στα τείχη της πόλης, συνωστισμένοι, να περιμένουμε τον λοιμό και τον λιμό που θα΄ρθει να μας αλαφρώσει, απογοητευμένοι, αγανακτισμένοι και παραιτημένοι. Μόνοι μας- χωρίς Σωκράτη, να μας οδηγήσει έξω από τον λαβύρινθο της παράνοιάς τους, και να μας υποδείξει πιο είναι το σωστό-, μιας και φροντίζουμε από πριν να ξεπαστρεύουμε τους Σωκράτες, αναφωνούμε το επιφώνημα του τίτλου: Πυππάξ και πάλι πυππάξ, νισάφι και enough!
Με εκτίμηση,
Αγγελική Π.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ