Ιούνιος του 1931. Ο Μεγάλος μας Ποιητής Άγγελος Σικελιανός (Λευκάδα 1884-Αθήνα1951),καλεσμένος από τα στελέχη του στρατού της Θράκης, φθάνει στην πόλη για να μιλήσει στο στράτευμα, εξ αφορμής των Πυθικών Αγώνων της Κομοτηνής. Ο λόγος του ‘’ο Δελφικός Πυρήν φορεύς της Παγκοσμίου πνευματικής θελήσεως’’, δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ‘’Ελεύθερον Βήμα’’ στις 21-23 Ιουνίου 1931.
( Αξίζει να το βρείτε και να διαβάσετε.)
Ως γνωστό, ο Σικελιανός ήταν ο εμπνευστής της Δελφικής αμφικτιονίας. Μαζί με την γυναίκα του Εύα Πάλμερ, οργάνωσαν το 1927 και το 1930, με δικά τους έξοδα, τις ‘’Δελφικές Εορτές’’ με παραστάσεις αρχαίων τραγωδιών, αγώνες και εκθέσεις, που εντυπωσίασαν όλο τον κόσμο.
Επηρεασμένος από τον Ορφισμό, προωθώντας την Δελφική Ιδέα, που είναι η ανόρθωση των υψηλών καθολικών ανθρώπινων ιδανικών, με την ομιλία του στο στράτευμα, προσπάθησε να προωθήσει στη συνείδηση του Έθνους, την Προαιώνια Ορφική Αρχή του Ελληνισμού και να το συνδέσει με το Πνεύμα.
Βλέποντας μπροστά, την λαίλαπα του πολέμου που ερχόταν, προσπάθησε να φανερώσει τις κρυμμένες πανάρχαιες βδελυρές καταβολές του Νεμροδισμού, του Σατραπισμού και του Καισαρισμού, να ξυπνήσει την Εθνική συνείδηση, και να προετοιμάσει τον στρατό για την υπέρτατη θυσία.
‘’….Ώρα που είμαστε εμείς οι ίδιοι οι πανάρχαιοι Ορφικοί πολεμιστές, οπού μυούνται από την αρχή, από το πρεσβύτατο και νεώτατο μαζί του ιστορικού προορισμού μας Λόγο…..
….Ώρα που όλοι ετοιμασμένοι για το Θάνατο, προβάλουμε πιο πέρα και πιο πάνω από το θάνατο του ατόμου, ακατάβλητο κι ανέσπερο το νόημα της ζωής μας. Ώρα πύρινη όπου η Ενότητα του πνεύματος μας είναι πια χειροπιαστή, όπου η έννοια της παράδοσης δεν είνε χρονολογικό κεφάλαιο αλλά αίμα του αίματός μας, όπου η Ιδέα της Ελλάδας ξεπηδάει από τα βάθη όλου του Έθνους, ενώ αυτή σφυρηλατείται και καρφώνεται σαν άλλος Προμηθέας, από το Κράτος και τη Βία στους τραχιούς ιερούς του βράχους, αλλά δίχως να ζυγίζει, αλλά δίχως μια στιγμή να νικηθεί……..’’ (Σικελιανός).
Στην Ιστορία δεν έχει αναφερθεί ποτέ, ότι ένας λαός που ακουμπά μακάρια στις αγκάλες του Μορφέα, μπορεί κοιμώμενος τις τύχες του ν΄αλλάξει.
Μόνο ένας λαός και ένας στρατός καθοδηγούμενος από πολεμικούς και πνευματικούς ηγέτες, και μυημένος στην Ιερή Ιδέα του Ορφέα, των πανανθρώπινων ιδανικών, της Ενότητας, της Αρετής, του Πνεύματος, της Ελευθερίας και της Θυσίας μπορεί με την ανδραγαθία του επικές νίκες να καταγάγει..
Ορφανεμένοι τώρα εμείς από τους γίγαντες Ποιητές μας, που μας κεντρίζανε τον νου και την ψυχή μας, καταντήσαμε ποδηγετούμενο άλαλο κοπάδι.
Που είναι ο Σικελιανός; Έφυγε ο Αλαφροΐσκιωτος, θρηνώντας το θάνατο του Διγενή, μας άφησε να συμπληρώσουμε εμείς την Μελέτη Θανάτου, την ώρα που της Νύχτας ο ίσκιος ο βαρύς, σιγά σιγά μας εσκεπάζει.
Που είναι ο Ελύτης; Ο Σεφέρης; Ένα πουκάμισο αδειανό απέμεινε η Ελλάδα.
Ο Μαβίλης αναπαύεται ψηλά στο Δρίσκο της Ηπείρου. Που είναι ο Παλαμάς;
Σιώπησε η Φλογέρα του Βασιλιά, βαρώντας σιωπητήριο στα Μαρμαρένια Αλώνια, πάνω από τον Τάφο της Τρισεύγενης πατρίδας, και μεις απομείναμε στην Ασάλευτη Ζωή μας, παρέα με τους Καημούς της Λιμνοθάλασσάς μας, να περιμένουμε τον Δωδεκάλογο των εντολών της τρόικας, να μας πουν για την ζήση ή την θανή μας.
Σκορπισμένα άφησε ο Σολωμός τα ποιήματά του, αφημένα εδώ και κει, και πέταξε μαζί με την Φεγγαροντυμένη του, τι πάλι για Ελεύθερους Πολιορκημένους, δεν θέλει άλλο πια να γράψει.
Που είναι ο Νιρβάνας, ο Δροσίνης, ο Μαλακάσης; Ο Καζαντζάκης, να δει να Ξανασταυρώνεται ο Χριστός-λαός του;
Σε ποιο κελί του Χρόνου είναι αφημένος ο Ρίτσος; Το Καπνισμένο του Τσουκάλι είναι αδειανό, και το κυκλάμινο μαράθηκε στου βράχου την σχισμάδα, σκουριάσανε τα μάρμαρα και ετοιμάζονται να πουληθούν για παλιοσίδερα στης οικουμένης τις μάντρες, με το κυβικό, από τις παλιές τους δόξες, στεγνωμένα.
Ο πνευματικός κόσμος των νεωτέρων χρόνων, που άλλοτε φτερούγιζε πάνω από την πατρίδα μας, εμψυχώνοντάς την και υμνώντας την ομορφιά της, απλώνοντας τα φτερά του πάνω από βουνά και πελάγη, τώρα βάρυνε από την ύλη, και βούλιαξε κι αυτός στα έλη και τα τενάγη.
Ο θρησκευτικός και θρησκευάμενος κόσμος, αναλίσκεται στις προφητείες αλλοτινών καιρών, και άφησε στην άκρη, τον ένα, τον άριστο διαχρονικό οιωνό, το ‘’αμύνεσθαι περί πάτρης’’
Στην αρχαία ένδοξη Αθήνα, οι Αθηναίοι έφηβοί της, υπερήφανοι και λαμπεροί, έδιναν τον όρκο τον ιερό:
Οὐ καταισχυνῶ τά ὅπλα τά ἱερά, οὐδ’ ἐγκαταλείψω τόν παραστάτην ὄτῳ άν στοιχήσω· ἀμυνῶ δέ καί υπέρ ἰερῶν καί ὁσίων καί μόνος καί μετά πολλῶν. τήν πατρίδα οὐκ ἐλάσσω παραδώσω, πλείω δέ καί άρείω ὅσης άν παραδέξωμαι. καί εὐηκοήσω τῶν ἀεί κρινόντων, καί τοῖς θεσμοίς τοῖς ἰδρυμένοις πείσομαι καί κρινόντων, καί τοῖς θεσμοίς τοῖς ἰδρυμένοις πείσομαι καί ούστινας άν άλλους τό πλῆθος ἰδρύσηται ὁμοφρόνως·καί ἀν τις ἀναιρῇ τούς θεσμούς ή μή πείθηται οὐκ επιτρέψω, ἀμυνῶ δέ καί μόνος καί μετά πολλῶν. καί ἰερά τά πάτρια τιμήσω. ἰστορες τούτων Άγλαυρος, Ενυάλιος, Άρης, Ζεύς, Θαλλώ, Αυξώ, Ηγεμόνη.
Στους τοίχους της ξεφτισμένης θαμπής πόλης, άνοα παιδιά έχουν κολλήσει μικρές αφίσες με το σύνθημα: ‘’καλύτερα κοπρίτης, παρά οπλίτης’’
Δεν σκέφτηκαν την μοίρα που έχει ένας κοπρίτης. Η ζωή του είναι να κάθεται δίπλα στους σκουπιδοτενεκέδες, να ψάχνει τα σκουπίδια να βρει ένα ξεροκόμματο, ένα γλυμμένο κόκκαλο, να χορτάσει την πείνα του από τα αποφάγια των καλοταϊσμένων. Κι από πάνω να΄χει στην καμπούρα του αχόρταγα τσιμπούρια να του πίνουνε το αίμα.
Το μόνο που παράγει είναι αυτό που λέει το όνομά του. Γίνεται υποχείριο στις ορέξεις και στα παιχνίδια των παιδιών της γειτονιάς του, που τον πετροβολούν και τον χλευάζουν. Του δένουν τενεκεδάκια στην ουρά του και του τραβούν υποτιμητικά τα αυτιά. Προσπαθούν να τον διώξουν από τον τόπο του, γιατί τα παιδιά θέλουν ελεύθερο το πεδίο για τα παίγνιά τους.
Πίσω από τα παιδιά, έρχονται έπειτα οι μεγάλοι, που διαφεντεύουν τις γειτονιές του κόσμου, με τα κουστούμια και τα λευκά κολάρα, κρατώντας παραμάσχαλα τα έγγραφα της εξώσεως από τον σκουπιδοτενεκέ, και στα χέρια το μπουκάλι με το νέφτι. Κι ο καημένος ανεγκέφαλος κοπρίτης, με την ουρά στα σκέλια, να του καίει το νέφτι το σώμα του και το μυαλό του, δαρμένος και διωγμένος, κινάει και τρέχει, κουβαλώντας και τα ατιμώρητα, αχόρταγα τσιμπούρια του, στην πλάτη.
Ακόμα και ο Γιώργος ο Σουρής, παράτησε το σατυρικό πενάκι του στην άκρη, χαμένος στην βοή του καφενέ του. Τι άλλο πια να γράψει; Ο Ρωμιός του δεν πρόκειται να αλλάξει:
Στον καφενέ απέξω, σα μπέης, ξαπλωμένος,
Του ήλιου τις ακτίνες αχόρταγα ρουφώ
Και στων εφημερίδων τα νέα βυθισμένος
Κανένα δεν κοιτάζω, κανένα δεν ψηφώ.
Σε μια καρέκλα τόνα ποδάρι μου τεντώνω,
Το άλλο σε μιαν άλλην, κι ολίγο παρεκεί,
Αφήνω το καπέλο και αρχινώ με πόνο
Τους υπουργούς να βρίζω και την πολιτική!
Ψυχή μου! Τι λιακάδα! Τι ουρανός! Τι φύσις!
Αχνίζει εμπροστά μου ο καϊμακλής καφές.
Κι εγώ κατεμπνευσμένος για όλα φέρνω κρίσεις
Και μόνος μου τις βρίσκω μεγάλες και σοφές.
Σίγησε και η φωνή της Σοφίας Βέμπο, μη μπορώντας να ταιριάξει στου καιρού μας πια το τέμπο. Σκέπασε το πρόσωπό της με την λευκή μαντίλα της κι αποχαιρέτησε τα παιδιά της Ελλάδος, τα παιδιά της. Για ποιόν Ντούτσε πια να τραγουδήσει; Ποιες κοκκορόφτερες ταξιαρχίες να λοιδορήσει;
Ο Ντούτσε στην νέα ελληνική έκδοσή του, τώρα συγκυβερνά και άρχει στην κοκκορόμυαλη λεγεώνα των υποταγμένων.
O! Bella Grecia, finito la musica, passato la fiesta, asta kai xesta!
Με εκτίμηση, Aγγελική Π.