Το δημοψήφισμα είναι ο σημαντικότερος θεσμός (instrument) της άμεσης δημοκρατίας. Ανάλογα με την λειτουργία του μπορεί να πάρει διάφορες μορφές μια εκ των οποίων είναι το προαιρετικό δημοψήφισμα. Μέσω του προαιρετικού δημοψηφίσματος οι πολίτες έχουν το δικαίωμα να ακυρώσουν οποιοδήποτε νόμο θεωρούν δόλιο, άστοχο ή απλά ανεπιθύμητο.
Ιδανικά, σε μια αυτόνομη κοινωνία, ο νόμος οφείλει να πηγάζει άμεσα από τους πολίτες. Οι πολίτες διαπιστώνουν την ανάγκη ύπαρξης ενός νόμου (ως μια ρυθμιστική αρχή), του δίνουν μορφή και στην συνέχεια επικυρώνουν την πρόταση σε νόμο. Οι πολίτες και όχι επαγγελματίες νομοθέτες, που όπως μας πληροφορεί ο Καστοριάδης, θα αποτελούσε έννοια εξωφρενική για τον αρχαίο Έλληνα ( “Η αρχαία ελληνική δημοκρατία και η σημασία της για εμάς σήμερα”, εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ σελ.31). Με τα σημερινά μέσα όλα τα παραπάνω είναι τεχνικά εφικτά και αυτό θα όφειλε να είναι ο τελικός μας στόχος.
Παρόλα αυτά και πριν φθάσουμε σε κάτι τόσο βαθιά δημοκρατικό θα μπορούσαμε να κάνουμε το εξής πολύ απλό : αφήνουμε τους νομοθέτες να νομοθετούν αλλά κάθε νόμος μπορεί να ακυρωθεί από εμάς μέσω δημοψηφίσματος. Αυτή ακριβώς είναι η έννοια του προαιρετικού δημοψηφίσματος. Δεν νομοθετούν άμεσα οι πολίτες αλλά αν το οποιοδήποτε νομοθέτημα δεν μας ικανοποίει το ακυρώνουμε. Μια πρόταση θα μπορούσε να έχει ως εξής :
Α) Κάθε νόμος οφείλει τρείς μήνες πριν την ψήφιση του από την ελληνική βουλή να κατατίθεται στο διαδίκτυο αλλά και σε δημόσιους χώρους έτσι ώστε οι πολίτες να έχουν την δυνατότητα να ενημερωθούν για αυτόν και ό,τι αυτός προβλέπει.
Β) Στην συνέχεια οδηγείται στην Βουλή προς ψήφιση.
Γ) Εάν η Βουλή ψηφίσει υπέρ του νόμου, υπάρχει ένα διάστημα τριών ακόμα μηνών στο οποίο ο νόμος δεν έχει ισχύ. Αν σε αυτό το διάστημα δεν υπάρξει “δημοψηφισματική επίθεση” από πολίτες ο νόμος εφαρμόζεται. Αντίθετα αν μια ομάδα πολιτών καταφέρει να συλλέξει έναν συγκεκριμένο αριθμό υπογραφών (για παράδειγμα 100.000 υπογραφές το οποίο αντιστοιχεί στο 1% του εκλογικού σώματος), τότε καλείται δημοψήφισμα μέσα από το οποίο οι πολίτες θα επικυρώσουν ή ακυρώσουν τον νόμο.
Έτσι, ακόμα και αν δεν είναι οι πολίτες αυτοί που νομοθετούν, είναι όμως, αυτοί οι οποίοι έχουν τον τελευταίο λόγο όσο αφορά τον οποιοδήποτε νόμο. Συχνά λέγεται ότι το παραπάνω μοντέλο δεν είναι αρκετά δημοκρατικό αφού επιτρέπει στους πολίτες να εμπλακούν στην νομοθετική διαδικασία μόνο αφού αυτή έχει ολοκληρωθεί και μόνο για να την επικυρώσουν ή όχι. Εδώ θα ήθελα να κάνω δύο σχόλια. Πρώτον, ακόμα και αν η παραπάνω ένσταση ισχύει, η υιοθέτηση του προαιρετικού δημοψηφίσματος και ότι αυτό συνεπάγεται απέχει έτη φωτός από την σημερινή πραγματικότητα στην οποία ο πολίτης δεν μπορεί να επηρεάσει με κανέναν απολύτως τρόπο την νομοθετική διαδικασία. Αυτή την στιγμή κάποιοι (αλήθεια ποιοι είναι αυτοί;) νομοθετούν ερήμην μας. Μέσω του προαιρετικού δημοψηφίσματος η τελική απόφαση ανήκει στους πολίτες και μόνο έτσι μπορεί να “νομιμοποιηθεί” ο οποιοσδήποτε νόμος. Δεύτερον, όταν ο νομοθέτης δίνει μορφή σε έναν νόμο, ξέροντας εκ των προτέρων ότι αυτός μπορεί να δεχθεί επίθεση από ένα δημοψήφισμα, θα προσπαθήσει να αφουγκρασθεί την λαϊκή βούληση. Έχοντας επάνω από το κεφάλι του την δαμόκλειο σπάθη του δημοψηφίσματος δεν θα αποτολμήσει να νομοθετήσει κάτι το οποίο είναι σίγουρος ότι θα προκαλέσει δημοψήφισμα και πιθανότατα την ακύρωση του νόμου. Αν το πρώτο μνημόνιο, το οποίο δεν είναι τίποτα άλλο από έναν νόμο του ελληνικού κράτους, είχε να αντιμετωπίσει τα παραπάνω, θα ήταν πολύ διαφορετικά γραμμένο. Οι άνθρωποι που το έγραψαν (το ερώτημα παραμένει, ποιοι είναι αυτοί;) θα του είχαν δώσει μια πολύ λιγότερο επιθετική, άδικη και ανορθολογική μορφή. Αντίθετα, το μνημόνιο όπως το ξέρουμε δεν πέρασε καν από την Βουλή! Δύο, τουλάχιστον ύποπτα για τον ρόλο τους άτομα (Παπακωνσταντίνου και Προβόπουλος), αποφάσισαν ερήμην μας για το μέλλον μας. Αυτός είναι ο ορισμός της πολιτικής δουλείας. Και το τραγικότερο όλων είναι ότι ως κοινωνία και πολίτες αποδεχόμαστε αυτή την δουλεία.
Ενδεικτικό της “δημοκρατικότητας” των παραπάνω είναι ότι περιγράφει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ο συνταγματολόγος Κ.Χ.Χρυσόγονος : « Το πρώτο άρθρο του ν.3845/2010 περιγράφει το ιστορικό της δημιουργίας του “μηχανισμού στήριξης”, στις παρ. 1 – 3, ενώ η παρ.4 εξουσιοδοτούσε τον υπουργό οικονομικών να υπογράφει μνημόνια, συμφωνίες και συμβάσεις για την εφαρμογή του μηχανισμού, με την προσθήκη ότι αυτά θα εισάγονται στη Βουλή για κύρωση. Τούτο ήταν όμως ούτως ή άλλως επιβεβλημένο, δεδομένου ότι οι συμβάσεις αυτές εμπίπτουν, λόγω του αντικειμένου τους, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 36 παρ.2 του Συντάγματος. Πέντε (!) μόλις ημέρες μετά την δημοσίευση του ν.3845/2010, ωστόσο, ο ν.3857/2010 (ΦΕΚ Α’ 67/11.05.2010) ήρθε να ανατρέψει την πρόβλεψη εκείνη και να ορίσει, στην παρ.9 του μόνου άρθρου του, ότι τα ανωτέρω μνημόνια, συμφωνίες και συμβάσεις εισάγονται στην βουλή όχι για κύρωση, αλλά για “συζήτηση και ενημέρωση” (ως εάν να επρόκειτο όχι για το νομοθετικό σώμα, αλλά για λέσχη συζητήσεων ή για καφενείο) και ακόμη ότι “ισχύουν και εκτελούνται από της υπογραφής τους”» (“Η “Μεγάλη πορεία” προς την αποθέσμιση”, εκδόσεις Επίκεντρο, σελ.160)
Το μόνο ισχυρό επιχείρημα ενάντια στο προαιρετικό δημοψήφισμα είναι ότι ο χρόνος που χρειάζεται για την δημιουργία ενός νόμου είναι έτσι, συχνά, υπερβολικά μεγάλος. Αυτό είναι αλήθεια (το έχει αποδείξει το Ελβετικό πολιτικό μοντέλο) αλλά δεν καταλαβαίνουμε γιατί είναι απαραίτητα κακό. Το πλέον σημαντικό σε έναν νόμο οφείλει να είναι η ορθότητα και η αποδοχή του από τους πολίτες και όχι η ταχύτητα με την οποία δημιουργείται. Ακόμα όμως και σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης μπορεί να υπάρξει λύση. Αυτή δεν είναι άλλη από την θεσμοθέτηση νόμων έκτακτης ανάγκης στους οποίους δεν μπορούν να επιτεθούν οι πολίτες μέσω δημοψηφίσματος. Εδώ θα ήθελα να προσθέσω το εξής : όταν οι πολιτικές ελίτ στην Ελβετία προσβάλανε την νοημοσύνη των Ελβετών, ψηφίζοντας τον έναν μετά το άλλο, νόμους “έκτακτης ανάγκης”, οι Ελβετοί πολίτες “επέστρεψαν” με ένα δημοψήφισμα λαϊκής πρωτοβουλίας (για το οποίο θα μιλήσουμε σε άλλο κείμενο) μέσω του οποίου νομοθέτησαν και όρισαν ότι ο οποιοσδήποτε νόμος έκτακτης ανάγκης έχει διάρκεια ενός μόνο έτους, χρονικό διάστημα μετά την παρέλευση του οποίου μπορούν να ακυρώσουν τον νόμο μέσω δημοψηφίσματος. Τόσο απλά.
Με αφορμή τα παραπάνω ας δούμε πως έχει χρησιμοποιηθεί ο παραπάνω αμεσοδημοκρατικός θεσμός στην Ελβετία. Από το 1874 έως το 2007 οι Ελβετοί έχουν επιτεθεί μέσω δημοψηφίσματος σε 160 ομοσπονδιακούς νόμους (σε σύνολο 2370), 87 από τους οποίους ακυρώθηκαν. Ποσοστιαία θα λέγαμε ότι για κάθε 7 ανά 100 ομοσπονδιακούς νόμους οι Ελβετοί καλούν τους συμπολίτες τους να αποφανθούν και περίπου οι μισοί από τους νόμους αυτούς (3,5%) ακυρώνονται από τους πολίτες.(“HanspeterKriesiandAlexanderH. Trechsel – ThePoliticsofSwitzerland”, εκδόσειςCambridgeUniversityPress, σελ 57).
Όλα τα παραπάνω βέβαια έχουν ως απαραίτητη προϋπόθεση να αποφασίσουμε ότι ήρθε η ώρα να γίνουμε επιτέλους πολίτες. Επτά ημέρες την εβδομάδα, 24 ώρες το εικοσιτετράωρο. Δεν είναι κάτι εύκολο αλλά είναι πλέον ολοφάνερο ότι είναι η απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου να μεταβούμε σε μια πιο δίκαιη, ανθρώπινη και λειτουργική κοινωνία. Ναι, η άμεση δημοκρατία δεν είναι εύκολη αλλά είναι η μόνη λύση.
http://referendumsforgreece.wordpress.com/2012/10/21/%CF%84%CE%B9-%CE%B5%CE%B9%CE%BD%CE%B1%CE%B9-%CF%84%CE%BF-%CF%80%CF%81%CE%BF%CE%B1%CE%B9%CF%81%CE%B5%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%BF-%CE%B4%CE%B7%CE%BC%CE%BF%CF%88%CE%B7%CF%86%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%B1/