Kυριάκος Παπαδόπουλος*
Ἀπάντηση στὸ ὁμότιτλο ἄρθρο τοῦ κ. Κωνσταντίνου Χολέβα
Ἀντὶ Προλόγου
Στὶς 19/11/2012, διάβασα ἀναδημοσίευση ἄρθρου τοῦ κ. Κωνσταντίνου Χολέβα (τὸν ὁποῖο ἐκτιμῶ καὶ σέβομαι) στὴν Κυριακάτικη Δημοκρατία, μὲ τίτλο “ΠΟΙΟΙ ιστορικοί θα γράψουν την ιστορία μας΄΄. Στὸ ἄρθρο αὐτὸ ἐπαινεῖται ὁ νῦν Ὑπουργὸς Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων, Πολιτισμοῦ καὶ Ἀθλητισμοῦ, διότι μὲ “ἐπιμονὴ φρόντισε νὰ τυπωθεῖ καὶ νὰ διανεμηθεῖ φέτος στὴν ΣΤ΄ Δημοτικοῦ τὸ νέο βιβλίο Ἱστορίας, τὸ ὁποῖο ἔχει πολὺ λιγότερες ἀδυναμίες, βασίζεται στὶς ἱστορικὲς πηγὲς καὶ σέβεται τὴν ἐθνικὴ μας ἀξιοπρέπεια΄΄ (sic). Μὲ τὸ παρὸν ἄρθρο δὲν θὰ ὑπερασπιστῶ, οὔτε στὸ ἐλάχιστο τὴν κ. Ρεπούση, τὴν ὁποία κατηγορεῖ ὁ κ. Χολέβας γιὰ “συνωστισμένη λογική΄΄. Κρατώντας ἴσες ἀποστάσεις ἀπὸ ἕναν ἀρθρογράφο ποὺ σπούδασε πολιτικὲς ἐπιστῆμες, καὶ μιὰ πανεπιστημιακὸ ποὺ πολιτεύεται καὶ ἐντρύφησε στὴν Ἱστορία καὶ, κυρίως, στὴν παιδαγωγικὴ τῆς Ἱστορίας, θαρρῶ πὼς ἕνας νέος ἐρευνητὴς στὰ θεωρητικὰ μαθηματικὰ ἔχει ἐξ ἴσου τὸ δικαίωμα νὰ ἐκφέρει τὴν ἄποψή του ἐπὶ τοῦ θέματος, ὅπως ἔχει ἐξάλλου καὶ κάθε συμπολίτης. Μιὰ ἄποψη ποὺ οὔτε θέλει νὰ καλύψει τὰ ἀτοπήματα τῆς κ. Ρεπούση, σὲ σχέση μὲ τὴν περιγραφὴ τῆς Μικρασιατικῆς Καταστροφῆς τόσο στὸ βιβλίο τῆς ΣΤ΄ δημοτικοῦ ὅσο καὶ στὸν δημόσιο λόγο της, οὔτε βέβαια θὰ ὑπερασπιστεῖ τὶς σὲ μεγάλο βαθμὸ ὑπεραπλουστεύσεις τοῦ κ. Χολέβα ὅταν ἀναφέρεται σὲ ἱστορικὰ θέματα. Θὰ πρέπει νὰ διαχωρίσουμε τὶς ἀπόψεις σὲ δύο κατηγορίες: στὶς προσωπικὲς καὶ στὶς ἐπιστημονικές: τὸ παρὸν ἄρθρο θέτει σὰν στόχο νὰ σχολιάσει τὴν σύγχυση ποὺ παρατηρεῖται σὲ σχέση μὲ τὸ τὶ εἶναι ἐπιστημονικὴ ἄποψη καὶ τὶ προσωπική.
Ὁ κ. Χολέβας ὑποστηρίζει, στὸ προαναφερθέν του ἄρθρο, ὅτι ὁ κ. Ὑπουργὸς “ἐπέπληξε΄΄ τὴν κ. Ρεπούση, καὶ μάλιστα μὲ ἐπιχειρήματα, σὲ συζήτηση στὸ Κοινοβούλιο, γιὰ τὶς “ἐμμονές της σὲ ὅσα γράφει καὶ λέγει περὶ τῆς ἑλληνικῆς Ἱστορίας΄΄, ἐνῶ ἐνοχλήθηκε ἀπὸ τηλεοπτικὴ παρέμβαση τῆς βουλευτοῦ ὅπου διατύπωσε τὴν ἄποψη “Ἄς ἀφήσουμε στοὺς Ἱστορικοὺς νὰ γράψουν τὴν Ἱστορία΄΄. Δική μου ἄποψη εἶναι ὅτι βρισκόμαστε θεατὲς σὲ μιὰ σύγκρουση τῶν ἄκρων: μιᾶς πολιτευόμενης ἱστορικοῦ ποὺ φαίνεται νὰ μὴν διαχωρίζει μερικὲς φορὲς τὶς πολιτικές της θέσεις ἀπὸ τὴν ἀντίληψή της γιὰ τὰ ἱστορικὰ γεγονότα κι ἑνὸς ἀρθρογράφου τοῦ ὁποίου ὁ λόγος φιλοδοξεῖ νὰ ἐρμηνεύσει τὰ ἱστορικὰ πράγματα ἀπὸ ἐπιστημονικὴ σκοπιά, χωρὶς ὡστόσο νὰ πληροῦνται τὰ ἀπαραίτητα κριτήρια.
Ἐπιστημονικὴ Κρίση vs. Ἀρθρογραφία Γνώμης
Τὸ ἔργο τῆς κ. Ρεπούση ἔχει κριθεῖ, κι ἐξακολουθεῖ νὰ κρίνεται ἀπὸ τὴν ἐπιστημονικὴ Κοινότητα. Τὸ ὅτι μέρος τοῦ ἔργου αὐτοῦ ἔχει λάβει ἀρνητικὴ κριτικὴ εἶναι θετικό: εἶναι μέσα στὸ παιγνίδι τῆς Ἐπιστήμης νὰ κρίνεται διαρκῶς τὸ ἐπιστημονικὸ σύγγραμμα, εἴτε ἀφορὰ στὴν ἔρευνα εἴτε στὴν διδασκαλία μιᾶς ἐπιστήμης. Αὐτὸ εἶναι ποὺ διακρίνει τοὺς συνεπεῖς κι ἐπιμελεῖς ἐπιστήμονες: ἕνα ἐπιστημονικὸ σύγγραμμα ἐκτίθεται μέσω ἑνὸς διεθνῶς ἀναγνωρισμένου ἐπιστημονικοῦ περιοδικοῦ ἢ μιᾶς μονογραφίας: ὑφίσταται κριτικὴ (reference) ἀπὸ ἀνώνυμους κριτὲς καὶ ἐπανεξετάσεις (reviews) ἀπὸ κοφυφαίους ἐπιστήμονες τοῦ ἀντικειμένου. Δὲν εἶναι καὶ λίγες οἱ φορὲς ὅπου μιὰ ἐπανεξέταση ἀποκαλύπτει κενὰ καὶ λάθη σὲ ἤδη δημοσιευμένο ἐπιστημονικὸ πόνημα: τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι ἡ ἐπιστημονικὴ ἐργασία δημοσιεύεται κι ἐκτίθεται διαρκῶς στοὺς μὲτρ τοῦ ἀντικειμένου, παγκοσμίως. Αὐτὸ ἐλαχιστοποιεῖ ἀπὸ τὴν μιὰ τὴν πιθανότητα λογικῶν σφαλμάτων καὶ δίνει τὴν εὐκαιρία, ἀπὸ τὴν ἄλλη, σὲ σπουδαία συγγράμματα νὰ ξεπερνοῦν τὰ δυσκολότερα “τὲστ ἀντοχῆς΄΄, καὶ νὰ ἐπιβιώνουν καὶ νὰ ἐδραιώνονται στὸν χρόνο. Καὶ ὅμως, οὔτε καὶ οἱ σπουδαιότεροι ἐπιστήμονες, μὲ τὰ συγγράμματα-τομές τους, δὲν λαμβάνουν χάρη ἀπὸ τὴν διεθνὴ ἐπιστημονικὴ κοινότητα. Γιὰ παράδειγμα, ὁ Στήβεν Ράνσιμαν ἔχει ἐδραιωθεῖ ὡς ἕνα κορυφαῖο ὄνομα, παγκοσμίως, στὸν τομέα τῆς Μεσαιωνολογίας. Ἡ συνεισφορά του στὴν καλύτερη κατανόηση γιὰ τὸν πραγματικὸ ρόλο τῶν Σταυροφοριῶν ἦταν τεράστια: ἦλθε, μετὰ ἀπὸ αἰώνες προκατάληψης καὶ στερεοτύπων, νὰ ἀποκαλύψει ὅτι οἱ Σταυροφόροι τοῦ Φράγκου Πάπα δὲν ὑπηρετούσαν τόσο εὐγενεῖς στόχους, ὅσο πίστευε ὁ κόσμος στὴν ἐκφραγκισμένη πολιτιστικὰ Δύση. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὁ ἴδιος ὁ Ράνσιμαν ἔχει πληθώρα λαθῶν στὰ συγγράμματά του. Ἕνα σημαντικό του λάθος, γιὰ παράδειγμα, εἶναι καὶ τὸ ὅτι στὸ κείμενό του περὶ τῆς τελικῆς Ἀλώσεως τῆς Κωνσταντινούπολης [1] στηρίζει σημαντικὸ μέρος τῆς περιγραφῆς τῶν μαχῶν στὸ Cronicon Maius τοῦ Μακαρίου Μελισσηνοῦ/Μελισσουργοῦ, γνωστοῦ πλαστογράφου τοῦ 16ου αἰώνα, στὸν ὁποῖο δόθηκε καὶ τὸ προσωνύμιο Ψευδο-(Σ)φραντζής. Αὐτὴ καὶ μόνον ἡ ἀδυναμία, καθιστὰ τὸ σύγγραμμα αὐτὸ ἕνα ἐξαιρετικὸ λογοτεχνικὸ κείμενο, μὰ ὅχι πιὰ ἐπιστημονικὸ πόνημα τῆς πρώτης γραμμῆς.
Κρίσιμα Ἐρωτήματα καὶ Πρόχειρα Συμπεράσματα
Θὰ διατυπώσω μερικὰ ἐρωτήματα, πρὸς τὸν ἀναγνώστη ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ συνάγει νηφάλια τὰ δικά του συμπεράσματα ἐπὶ τοῦ θέματος, χωρὶς συναισθηματικὴ φόρτιση, καὶ δίχως ἡ ἀντίθετη ἄποψη νὰ θεωρεῖται ἐχθρική. Ἐπιθυμοῦμε νὰ γνωρίζουμε τὴν ἱστορικὴ ἀλήθεια ἤ προτιμοῦμε νὰ ζοῦμε ἀποκλειστικὰ μὲ μυθοπλασίες καὶ θρύλους; Εἶναι σωστὸ ὁ θρύλος νὰ ἐπιβάλλεται στὴν ἐπιστημονικὴ ἔρευνα; Εἶναι σωστὸ ἡ ἐπιστημονικὴ ἔρευνα νὰ ἔχει τὰ χέρια της δεμένα, γιὰ νὰ μὴν προσβάλλει τὸν θρύλο; Τέλος, καὶ ἄν ἀκόμη συμφωνήσουμε τὰ παιδιά μας νὰ διδάσκονται τὶς μυθοπλασίες ἐπισήμως ἀπὸ τὸ σχολεῖο, δὲν πρέπει κάποια στιγμὴ νὰ ἀρχίσουν νὰ ἀποκτοῦν καὶ κριτικὴ σκέψη;
Πάντως ἀπὸ τὴν πλευρά μου θεωρῶ ἄστοχο, ἀπὸ μέρους τοῦ ἀρθρογράφου, νὰ ἀσκήσει κριτικὴ στὴν κ. Ρεπούση γιὰ πράγματα ποὺ εἰπώθηκαν σὲ συνεδρίαση στὸ Κοινοβούλιο, σὰν νὰ πρόκειται γιὰ ἐπιστημονικὴ συζήτηση σὲ συνέδριο. Μιὰ σωστὴ ἐπιστημονικὴ κρίση/ἐπανεξέταση θὰ ἐξέθετε ἀναλυτικὰ τὶς ἀδυναμίες τῶν ἐπιχειρημάτων τῆς κ. Ρεπούση, μὲ τεκμηριωμένο λόγο καὶ ἀντίστοιχη βιβλιογραφία, καὶ ὅχι ἀπὸ πολιτικό, μὲ ἄκρως κομματικὴ ὑφή, διάλογο στὴν Βουλή.
Ὅταν ὁ Φορτισμένος Συναισθηματικὰ Λόγος ὑποκαθιστὰ τὴν Ἐπιστημονικὴ Τεκμηρίωση
Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο θὰ ἀντιπαραβάλλω ἄρθρα γνώμης, μὲ ἐπιστημονικὰ κείμενα ποὺ πραγματεύονται τὸ ἴδιο θέμα, γιὰ νὰ ὑπογραμμίσω τοὺς κινδύνους ποὺ ἐγκυμονοῦνται ὅταν συγχέονται οἱ δύο διαφορετικοὶ τρόποι γραφῆς.
Στὸ ἄρθρο του “Ἡ Ἀνιστόρητη Ἱστορία τοῦ 1821΄΄ (Φεβρουάριος 2011), τὸ ὁποῖο ἐμφανίζεται σὲ πολλοὺς ἱστοτόπους στὴν μπλογκόσφαιρα, ὁ κ. Χολέβας ἀναφέρεται στὸν “τελευταῖο λόγο΄΄ τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Ὁ λόγος αὐτός, σύμφωνα μὲ τοὺς εἰδικοὺς μελετητὲς τῆς περιόδου, εἶναι παρμένος ἀπὸ πλαστογραφημένο κείμενο καὶ ἡ ἐπιστημονικὴ κοινότητα ἔρχεται νὰ ὑποστηρίξει ὅτι δὲν ὑπάρχει κανένα ἱστορικὸ στοιχεῖο ποὺ νὰ ἀποδεικνύει τὴν ὕπαρξη τέτοιου κειμένου (βλέπε [2], [3] καὶ [4]).
Ἐπίσης, στὴν περίπτωση τοῦ Ῥωμαίου αὐτοκράτορος τῆς Νίκαιας Ἱωάννου Γ΄ Δούκα ἀναφέρεται συχνὰ στὴν ἐπιστολή πρὸς τὸν Φράγκο Πάπα Γρηγόριο Θ΄, ποὺ φέρει τὴν χρονολογία τοῦ 1237 (βλέπε, φερειπεῖν, τὸ ἄρθρο “ὁ Ἅγιος Ἱωάννης Βατάτζης καὶ ἡ Ἑλληνικὴ Συνείδησίς του΄΄). Πέρα ἀπὸ τὸν ἱστορικὸ V. Grumel, ὁ ὁποῖος ὑποστήριξε μὲ ἐργασία του τὴν αὐθεντικότητα τῆς ἐπιστολῆς αὐτῆς, στὰ 1930 [5], ἡ ἱστορικὴ ἐπιστημονικὴ Κοινότητα ἐρευνᾶ ἀκόμη τὸ ἀνοιχτὸ αὐτὸ ζήτημα, διότι τὸ ἀρχαιότερο ἀντίγραφό της χρονολογεῖται στὰ 1757. Δὲν ὑπάρχει καμία κριτικὴ ἐπιστημονικὴ ἔκδοση ἀκόμη ποὺ νὰ ἀναφέρεται σὲ αὐτὴ τὴν ἐπιστολή. Ἔπειτα ἀπὸ ἐπικοινωνία μου μὲ τὸ πρότζεκτ Thesaurus Linguae Graecae (τὸ ὁποῖο δὲν ἔχει συμπεριλάβει τὴν ἐπιστολὴ αὐτὴ στὴν βάση δεδομένων του), ἡ πρόεδρός του μὲ ἐνημέρωσε ὅτι αὐτὸ δὲν θὰ συμβεῖ, μέχρι νὰ ὑπάρξει κριτικὴ ἐπιστημονικὴ ἔκδοση. Σὲ ταυτόχρονη ἐπικοινωνία μου καὶ μὲ τὸν διεθνοῦς φήμης ἱστορικὸ, τὸν εἰδικὸ σὲ θέματα τοῦ βασιλείου τῆς Νικαίας, καθηγητὴ John Langdon, πληροφορήθηκα γιὰ τὰ ἐξῆς σημαντικά. Ὁ καθηγητὴς Langdon μοῦ ἀπάντησε ἄμεσα μὲ μιὰ εὐγενικὴ ἐπιστολή, ἀναφέροντας ὅτι ἡ ἔρευνα τοῦ Grumel ἐστιάζει στὴν σύνταξη καὶ στὴν μορφολογία τῆς ἐν λόγῳ ἐπιστολῆς, χωρὶς νὰ εἰσέρχεται σὲ κάτι βαθύτερο. Ὁ ἴδιος ἀμφιβάλλει γιὰ τὴν γνησιότητά της, καὶ αὐτὸ τὸ συνειδητοποιεῖ κανεῖς ἀπὸ τὴν γλωσσολογικὴ ἀνάλυση τοῦ κειμένου. Μὲ μεγάλη ἀνυπομονησία περιμένει ἡ ἱστορικὴ Κοινότητα τὴν Μονογραφία ποὺ ἐτοιμάζει ὁ καθηγητὴς αὐτός, πάνω στὸν Ἱωάννη Γ΄ Δούκα ὅπου εἶχα τὴν τιμὴ νὰ πληροφορηθῶ ἀπὸ τὸν ἴδιο ὅτι προχωρᾶ σὲ αὐτὴ τὴν ἐργασία “μὲ ἀμείωτη ἔνταση΄΄ (ἀναγνώσματα γιὰ περεταίρω πληροφορίες τὰ [6] καὶ [9]).
Τέλος, ἀναφέρεται στὴν “ἑλληνικὴ συνείδηση΄΄ τῶν “Βυζαντινῶν΄΄ (βλέπε, γιὰ παράδειγμα, τὸ ἄρθρο του “Ῥωμανία, Βυζάντιο καὶ Διαχρονικὴ Ἑλληνικότητα΄΄). Ἡ ἐπιχειρηματολογία, σὲ ὅτι ἀφορὰ αὐτὴ τὴν θεματολογία, ὑπεραπλουστεύεται ἐπικίνδυνα κατὰ τὴν γνώμη μου. Ἀναφέρει, φερειπεῖν, ὅτι ὁ προσδιορισμὸς Ῥωμαῖος εἶχε ἀποκλειστικὰ πολιτειακὴ σημασία. Κρατῶ στὰ χέρια μου τὴν μεταπτυχιακὴ διπλωματικὴ ἐργασία τοῦ ἱστορικοῦ Χρήστου Μαλατρᾶ, μὲ τίτλο “Τὸ Γένος τῶν Ῥωμαίων τὸν 12ο Αἰώνα΄΄ (Πανεπιστήμιο Κρήτης, Τμῆμα Ἱστορίας καὶ Ἀρχαιολογίας, 2008 – βλέπε καὶ [7]), στὸ ὁποῖο ὁ συγγραφέας ξεσκονίζει ὅλα τὰ διασωθέντα κείμενα τοῦ 12ου αἰώνος, ἐρευνώντας τὴν οὐσία καὶ τὴν χρήση τοῦ προσδιορισμοῦ Ῥωμαῖος. Ἡ ἔρευνα αὐτὴ καταλήγει σὲ πάρα πολλὲς ἀναφορὲς στὸ Γένος τῶν Ῥωμαίων, οἱ ὁποῖες δὲν ἔχουν καμία ἀπολύτως σύνδεση μὲ τὴν ὑποταγὴ στὸν Αὐτοκράτορα. Ἀντιθέτως, ἡ ῥωμαϊκὴ ἀποτελεῖ ἐθνοτικὴ ὁμάδα μὲ κοινὰ χαρακτηριστικά, καὶ ἀναφέρεται σὲ ἄτομα μὲ κοινὴ ἐθνοτικὴ καταγωγὴ καὶ τρεῖς βασικὲς συνιστῶσες: τὴν λατινικὴ καὶ ἑλληνιστικὴ (καὶ ὅχι ἀπλὰ ἑλληνικὴ!) Παιδεία, τὴν Ἱουδαιοχριστιανική-Ἀποστολική-Πατερικὴ Παράδοση (αὐτὸ ποὺ ὁνομάζουμε Μία Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, δηλαδὴ τὴν Ὀρθοδοξία μας) καὶ τὴν Αὐτοκρατορικὴ Ῥωμαϊκὴ Κληρονομιά, ἡ ὁποία ἀκόμη καὶ σὲ καιροὺς ἀλώσεων καὶ σκλαβιὰς ἐστιαζόταν στὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Αὐτὲς οἱ τρεῖς βασικὲς συνιστῶσες χαρακτηρίζουν τὸν Ῥωμαῖο: σὲ ἄλλους Ῥωμαίους ὑπερίσχυε ἡ μιὰ συνιστώσα, ἔναντι τῶν ἄλλων καὶ σὲ ἄλλους αὐτὲς οἱ συνιστῶσες βρίσκονταν σὲ ἰσορροπία. Ἡ ἀπομόνωση τῆς ἑλληνιστικῆς Παιδείας, γιὰ νὰ στηριχθεῖ ἐπιχειρηματολογικὰ τὸ σύγχρονο ἰδεολόγημα τοῦ Ἑλληνοχριστιανισμοῦ, ἀφορὰ στὴν καθόλα ὑποκειμενικὴ ἀρθρογραφία γνώμης, μὰ ὅχι ἐπιστημονικὰ τεκμηριωμένο λόγο.
Κρατικὸς Ἐθνικισμὸς vs. Πολιτισμικῆς Διαφορετικότητας: μιὰ ἀναφορὰ στὸν Θ.Ἰ Ζιάκα
Ἀναρωτιέμαι: δὲν θὰ ἦταν πιὸ γόνιμη μιὰ δημόσια συζήτηση γιὰ τὸ τί ἐπέβαλλε τὸ ψευδεπίγραφο “Βυζάντιο΄΄ καὶ ποιὰ ἱστορικὴ πορεία καθιέρωσε τὸ προσωνύμιο “νεο-Ἕλληνας΄΄, ἀπὸ παραδοχές-δόγματα ποὺ στηρίζονται στὰ σαθρὰ θεμέλια τοῦ ἰδεολογήματος τοῦ ἑλληνοχριστιανισμοῦ (ποὺ φέρει τὰ θεμέλιά του ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς Βαυαροκρατίας) καὶ δὲν συνεισφέρουν οὔτε στὸ ἐλάχιστο σὲ ἕναν εἰλικρινὴ προβληματισμὸ γιὰ τὴν πολιτιστικὴ ταυτότητα τῶν νεο-Ἑλλήνων;
Σήμερα ζοῦμε σὲ ἔθνη-κράτη. Ὁ θεσμὸς τοῦ ἔθνους Κράτους ὅμως ταλανίζεται, κι αὐτὸ ἐπιβάλλει μιὰ νέα καὶ πιὸ ἐπικοδομητικὴ ἀνάγνωση τῶν πηγῶν. Γνωρίζουμε ποιὰ εἶναι ἡ διαφορὰ τοῦ σημερινοῦ Κράτους ἀπὸ τό, φερειπεῖν, Μεσαιωνικό; Γιὰ νὰ γίνει ἀντιληπτὴ αὐτὴ ἡ λεπτὴ διαφορά, ἐπιβάλλεται ἡ σωστὴ ἐρμηνεία καὶ χρήση τοῦ ὅρου ἔθνος.
Θὰ ἦταν μεγάλη παράληψη ἀπὸ μέρους μου, ἐὰν δὲν ἀναφερόμουν καὶ στὴν λιτὴ καὶ μεστὴ σὲ νόημα θέση ποὺ ἐξέφρασε ὁ ἀγαπητὸς συγγραφέας καὶ μελετητὴς τῆς Κοινωνιολογίας, κ. Θ.Ἱ. Ζιάκας, μέσω τοῦ ἄρθρου “Συνειρμοὶ μὲ ἀφορμὴ ἕνα ὅνομα΄΄ (Ἀντίφωνο, 24/1/2012). Ὁ κ. Ζιάκας ἀναφέρεται στὸ πρῶτο τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ “Ἐλλοπία΄΄, καὶ στὴν εἰσαγωγὴ τοῦ Νίκου Μανίκα στὴν “ἑλληνικὴ οὐτοπία΄΄, ἀπὸ τὴν ὁποία ἔλαβε καὶ τὸν τίτλο του τὸ περιοδικὸ αὐτό. Ὁ κ. Ζιάκας ἐπανῆλθε στὸ ἴδιο θέμα μὲ δεύτερο ἄρθρο “Πρὸς τί ἡ ἀπίστευτη περὶ τὸ ἔθνος σύγχυση΄΄ (Ἀντίφωνο 22/2/2012), μὲ τὴν ἐξαιρετικὰ ἐνδιαφέρουσα ἄποψη ὅτι ἡ ἐθνικὴ ἐτερότητα εἶναι πολιτιστικὴ “ἀφοῦ ἐνεργεῖται κατὰ τρόπο ἔτερο καὶ ἀφοῦ ὁνομάζουμε πολιτισμὸ τὸ σύνολο τῆς κοινωνικῆς δημιουργικότητας΄΄. “Δὲν ἐξαντλεῖται ὅμως σὲ πολιτιστική΄΄, συνεχίζει. “Δὲν φαίνεται νὰ ὑπάρχει μιὰ κρίσιμη ποσότητα πολιτιστικῶν διαφορῶν, ποὺ ἄν συγκεντρωθεῖ προκαλεῖ τὴν γένεση τῆς ἐθνικῆς ἐτερότητας. Μιὰ αἴσθηση ἐθνικῆς ἐτερότητας μπορεῖ νὰ ξεπηδήσει ἀπὸ ἕνα σχετικὰ ὁμογενοποιημένο πολιτιστικὸ ἔδαφος καὶ ἡ ἐμφάνισή της νὰ συνοδευτεῖ μὲ τὴν γέννηση τεράστιων πολιτιστικῶν διαφορῶν. Καὶ ἀντιστρόφως: παρατηρεῖται ἐθνικὴ ἐτερότητα ἀκόμα καὶ σὲ περιβάλλον μὲ ἀσήμαντες πολιτιστικὲς διαφορές.΄΄
Θεωρῶ ὑποδειγματικὴ τὴν γραφὴ τοῦ κ. Ζιάκα, καὶ δηλώνω πάντα, ὁποτεδήποτε βρεθεῖ ἡ εὐκαιρία, θαυμαστής τοῦ ἔργου του. Ἀπὸ τὴν πλευρά μου, θὰ εἶμαι πολὺ πιὸ αὐστηρὸς στὴν χρήση τοῦ ὅρου ἔθνος καὶ θὰ προτιμήσω τὴν χρήση τοῦ ὅρου ἐθνοτικὴ ὁμάδα, γιὰ τὸν διάλογο περὶ τῆς ταυτότητας ἡμῶν τῶν νεο-Ἑλλήνων, διότι παραφυλάει πάντα ὁ κίνδυνος σύγχυσης τοῦ σύγχρονου ὀρισμοῦ ποὺ δίνουμε, ἀπὸ αὐτὸν ποὺ ὑπήρχε πρὸ τοῦ εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ.
Στὸ βιβλίο τοῦ A.D. Smith “The ethnic origins of nations΄΄ [8] ὑπογραμμίζεται ἡ διαφορὰ τοῦ ὅρου ἔθνος, ἀπὸ τὸν ὅρο ἐθνότητα. Ἡ ἐθνοτικὴ ἀποτελεῖ κοινωνικὴ ταυτότητα, ποὺ στηρίζεται στὴν βάση τῆς παρατήρησης κοινῶν πολιτιστικῶν στοιχείων μιᾶς συγκεκριμένης ὁμάδας. Ὅταν οἱ Ῥωμαίοι τῆς ὕστερης ῥωμαϊκῆς περιόδου, γιὰ παράδειγμα, μιλοῦσαν γιὰ Γένος, ἀναφέρονταν σὲ μιὰ καταγωγή: ὁ Smith ὑπογραμμίζει πῶς ἡ ἐθνότητα (ethnie) ἐκλαμβάνεται ὡς μιὰ μορφὴ ἐπεκταμένης οἰκογενειακὴς καταγωγής, μίας πολιτιστικῆς ἐτερότητας. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὁ ὅρος ἔθνος (nation) προϋποθέτει -μεταξὺ ἄλλων- συγκεκριμένα ὅρια, κέντρο ἐξουσίας καὶ κοινὸ νομικὸ κώδικα. Στὰ δὲ χρόνια τοῦ εὑρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ καὶ μετά, ὁ ὅρος ἔθνος ταυτίζεται ὅχι μόνο μὲ τὴν κρατικὴ ἐξουσία, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ κρατικὰ ὅρια, τὰ ὁποία εἶναι πλέον διακριτὰ καὶ αὐστηρὰ καθορισμένα.
Δείγμα τῆς Τεράστιας Σύγχυσης τῶν Ὄρων: οἱ Ἕλληνες ὡς Ἐχθροὶ τοῦ Τουρκισμοῦ καὶ οἱ Ῥωμαίοι ὡς ἀναπόσπαστο Κομμάτι τῆς Ὀθωμανικῆς Κουλτούρας
Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο θὰ δώσουμε σάρκα καὶ ὀστὰ σὲ ὅτι εἰπώθηκε προηγουμένως περὶ ἔθνους καὶ ἐθνοτικῆς καταγωγῆς, μὲ ἕνα συγκεκριμένο παράδειγμα ποὺ μᾶς ἀφορᾶ.
Γνωρίζει ὁ πολὺς ὁ κόσμος γιὰ τῆν σύγχυση τῶν ὅρων Ῥωμαῖος (Rum) καὶ Ἴωνας (Υunan) ποὺ ἐπικρατεῖ τόσο στὸ σημερινὸ τουρκικὸ Κράτος, ἀλλὰ καὶ γενικότερα στὸν μετα-ὀσμανικὸ ἰσλαμικὸ Κόσμο; Ὡς Ῥωμαίοι ἀναγνωρίζονται γηγενεῖς ἀπόγονοι τῶν πάλαι ποτὲ λαῶν ποὺ ζοῦσαν στὸ βασίλειο τῶν Ῥωμαίων, καὶ διαβίωναν μέσα στὰ ὄρια τοῦ ὀθωμανικοῦ Κράτους. Ὁ προσδιορισμὸς Rum δὲν ἀναφέρεται κατ’ ἀνάγκη στὴν ἑλληνοφωνία καὶ στὴν ἀναγνωρισμένη ἀπὸ τὴν συνθήκη τῆς Λωζάννης παρακμάζουσα (ἔως καὶ ἀνύπαρκτη πιὰ) ῥωμέικη Κοινότητα τῆς Πόλης, τῶν Πριγκηπονήσων καὶ τῆς Ἴμβρου καὶ τῆς Τενέδου. Ἡ ἀναφορὰ Rum χαρακτηρίζει ἐπίσης τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοῦς τῆς Τουρκίας (καὶ ἄλλων ἰσλαμικῶν Κρατῶν), ἀνεξαρτήτως ἄν ἀνήκουν στὴν ἀναγνωρισμένη ῥωμέικη Κοινότητα ἢ ὅχι. Εἶναι ἀξιοσημείωτο δὲ πὼς ἡ ἑλληνικὴ ποντιακὴ διάλεκτος χαρακτηρίζεται ὡς Rumca (ῥωμέικα δηλαδή), καὶ ἄς ὁμιλεῖται ἀπὸ μουσουλμανικοὺς πληθυσμοὺς τῆς περιοχῆς τοῦ τουρκικοῦ Εὐξείνου Πόντου. Ἔτσι λοιπὸν ὁ “Ἴωνας΄΄ ἐμφανίζεται ὡς ἐχθρὸς τοῦ τουρκισμοῦ, ἐνῶ ὁ “Ῥωμαῖος΄΄ ἀποτελεῖ ἀναπόσπαστο κομμάτι τῆς ὀθωμανικῆς ἱστορίας καὶ κουλτούρας: ἡ ῥωμαϊκὴ κοινότητα (Rum Millet) ἀπαρτίζεται ἀπὸ τοὺς ἀπανταχοῦ Ῥωμαίους ποὺ δὲν διέφυγαν στὴν φραγκικὴ Δύση, καὶ προσαρμόστηκαν στοὺς καινούργιους ὅρους ποὺ ἔθετε τὸ νέο Κράτος, τὸ ὀθωμανικό, καθῶς κι ἐπίσης ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους λαοὺς ποὺ “ἐκῥωμαϊστηκαν΄΄ μέσα στὴν ὀθωμανοκρατία, ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ Rum Patrik, τοῦ Πατριάρχη τῶν Ῥωμαίων, τὸν Οἰκουμενικό μας Πατριάρχη δηλαδή.
Εἶναι γεγονὸς ὅτι στὴν πολυετὴ μου διαβίωση στὸ ἐξωτερικὸ γνώρισα πολλοὺς Τούρκους, καὶ μὲ ἐντυπωσίαζε πάντα ἡ ἀπάντησή τους στὶς ἐρωτήσεις μου σχετικὰ μὲ τὸ τὶ αἰσθάνονται γιὰ τοὺς Ῥωμιοὺς τῆς Τουρκίας καὶ τὶ γιὰ τοὺς Ἕλληνες τοῦ ἑλλαδικοῦ Κράτους. Ἡ λέξη Rum εἶναι πιὸ ζεστὴ ἀπὸ αὐτὴν τοῦ Yunan, μοῦ ἀπαντούσαν οἱ περισσότεροι. Ἡ δεύτερη παραπέμπει σὲ κρατικὸ ἐχθρό, ἑνῶ ἡ πρώτη ἔχει ἱστορικὸ βάρος.
Μήπως καὶ Ἐμεῖς, δηλαδή, δὲν συγχέουμε τὰ ἴδια Πράγματα μὲ τοὺς Γείτονές μας;
Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο, πρὸς ἀποφυγὴ παρεξηγήσεων καὶ παρανόησης, θὰ πρέπει νὰ καταστεῖ σαφὴς ἡ διαφορὰ μεταξὺ νεο-Τούρκων καὶ Ὀθωμανῶν Τούρκων. Ὁ Κεμαλισμὸς μετέτρεψε τὴν πάλαι ποτὲ ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία σὲ Ἔθνος-Κράτος: μία Σημαία, ἕνα Ἔθνος, μία Γλώσσα ὑπήρξε τὸ διακύβευμα τῶν κεμαλιστῶν, οἱ ὁποίοι προσπάθησαν νὰ ὁμογενοποιήσουν τὸν πληθυσμὸ τοῦ νέου τουρκικοῦ Κράτους, μὲ βάση τὶς διακυρήξεις τοῦ εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ: μᾶς ἐνοχλεῖ αὐτὸ σὰν κρατικὴ ὁντότητα, ὅμως θὰ πρέπει νὰ ἔχουμε ὑπόψιν ὅτι κάτι ἀντίστοιχο συνέβη καὶ μὲ τοὺς πληθυσμοὺς ποὺ “ἐγκλωβίστηκαν΄΄ μέσα στὸ νέο ἑλληνικὸ Κράτος μας. Ἐμεῖς, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς νεότουρκους, ἀποβάλλαμε σώνει καὶ καλὰ τὴν ῥωμαϊκότητά μας καὶ τὴν ἀντικαταστήσαμε μὲ τὴν ἱστόρηση τοῦ ψευδεπίγραφου “Βυζαντίου΄΄. Ἐπιβάλλαμε στὶς ἐθνοτικὲς ὁμάδες τοῦ τόπου μας νὰ ὁμιλοῦν ἀποκλειστικὰ τὴν νεο-ἑλληνική: σκάνδαλο μεγάλο ἀποτελεῖ ἀκόμη καὶ στὶς μέρες μας ἡ ἀναφορὰ στὴν ὕπαρξη διαλέκτων, ἐντὸς τῆς ἑλλαδικῆς ἐπικράτειας, ποὺ δὲν εἶναι ἑλληνικές. Θεωρεῖται δὲ κρατικὸς κίνδυνος αὐτὸς ποὺ θὰ κάνει ἀπλὴ ἀναφορὰ καὶ μόνο στὸ θέμα. Καὶ δὲν ἀναφέρομαι ἀποκλειστικὰ στὴν νεολατινικὴ διάλεκτο τῶν Armani/Romani (Ῥωμαίων δηλαδή) καὶ τὴν σκοπίμως παραποιημένη μετάφραση τῶν Romani τοῦ κράτους τῆς Ῥουμ-ανίας (Romania) σὲ “Ῥουμάνους΄΄ καὶ ὅχι Ῥωμαίους ἢ στὸ τέλος-τέλος Ῥωμηούς.
Ἀντὶ Ἐπιλόγου, Ἀναφορὰ σὲ Ἕναν στίχο τοῦ Σαββόπουλου
Τέτοιες διαφορὲς φαντάζουν μικρὲς καὶ ἀνούσιες, ὅμως ἀπὸ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ σημεῖο ξεκινᾶ ἡ μισαλλοδοξία, ὁ κρατικὸς ἐθνικισμὸς καὶ ἡ πόρρωση τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ, δεινὰ ποὺ ἐπέφεραν οἱ μετακενωτικὲς ἀντιλήψεις τῶν ἐθνοπατέρων τῶν σύγχρονων ἐθνῶν-κρατών, ἰδιαίτερα στὴν περιοχὴ τῶν Βαλκανίων. Γιὰ νὰ μὴν θεωρηθῶ, ἀνοήτως, ὅτι ἐκπροσωπῶ “σκοτεινὲς δυνάμεις΄΄ ποὺ ὀραματίζονται ἐνωμένα Βαλκάνια μὲ βάση τὸ οἰκονομικοκοινωνικοπολιτικὸ μόρφωμα τῆς ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, θὰ ἤθελα νὰ ἀντιστρέψω τὸ ἐρώτημα, καὶ νὰ ἀπευθύνω στὸν καχύποπτο ἀναγνώστη τὴν ἐξῆς ἐρώτηση: καὶ γιατὶ δηλαδὴ νὰ μὴν ἀποτελεῖ πρόταση ὁμόνοιας, συνεργασίας καὶ φιλίας τῶν λαῶν μας τὸ ὕστερο ῥωμαϊκὸ μόρφωμα, τὸ λεγόμενο καταχρηστικὰ στὶς μέρες μας “Βυζάντιο΄΄; Ὁ γνωστὸς σὲ ὅλους, στὴν ἑλλαδικὴ ἐπικράτεια καὶ ὅχι μόνον, γέροντας Παϊσιος φέρεται νὰ ἔλεγε “δὲν εἴμαστε φυλετικὰ Ἕλληνες, εἴμαστε κάτι παραπάνω, ἀνεβήκαμε πιὸ ψηλά, εἴμαστε Βυζαντινοί, δηλαδὴ Ῥωμαίοι, θεανθρωπιστές΄΄ (ἡ παρούσα τοποθέτηση τοῦ Γέροντος ἀναφέρεται καὶ στὸ βιβλίο τοῦ ἱερομονάχου Χριστοδούλου “Σκεῦος Ἐκλογῆς΄΄). Προσωπικὰ μὲ καλύπτουν τὰ λόγια αὐτοῦ τοῦ ἀγράμματου μὰ φωτισμένου ἀνθρώπου, ὅπως μὲ καλύπτει καὶ ὁ συγκλονιστικὸς στίχος τοῦ Σαββόπουλου στὸ τραγοῦδι “Ἀκτίνες τοῦ Βορρᾶ΄΄, ὅπου ζωγραφίζει τὴν Μεσαιωνικὴ πολύχρωμη ῥωμαϊκὴ Πολιτεία:
“Ὁ Βορράς σου Μιὰ Ἔγχρωμη Νεφέλη, Πολιτεῖες Οὐράνιες Μες στὶς Ἀστραπές΄΄.
Δὲν εἶμαι σὲ θέση νὰ γνωρίζω ποιοὶ θὰ εἶναι τελικὰ οἱ ἱστορικοὶ ποὺ θὰ γράψουν τὴν ἱστορία “μας΄΄, ὅπως ἀναρωτιέται ὁ ἀρθρογράφος κ. Χολέβας. Ἐπιβάλλεται ὡστόσο, στοὺς ἐρασιτέχνες τῆς ἱστορίας, νὰ φτάνουμε καὶ ἴσως καὶ νὰ ξεπερνοῦμε σὲ γνωστικὸ ἐπίπεδο τοῦς εἰδικοὺς ἐπιστήμονες, πρὶν τοῦς κρίνουμε: εἰδάλλως συνεισφέρουμε μὲ τὸν πλέον καταλυτικὸ τρόπο στὴν παραπληροφόρηση καὶ σύγχυση τῶν φιλομαθῶν ἀναγνωστῶν.
* μαθηματικὸς (PhD, M.Sc., M.Sc., B.Sc.)
Πηγές:
[1] Steve Runciman, The Fall of Constantinople 1453, Cambridge University Press, 1965.
[2] Marios Philippides, The Fall of the Byzantine Empire: A Chronicle by George Sphrantzes, 1401-1477. The University of Massachusetts Press, Amherst, 1980.
[3] J. B. [Falier] Papadopoulos, “Le Manuscript B II 20 de la Bibliothèque Nationale de Turin contenant la Chronique de Phrantzès,” Atti della R. Academia della Scienze di Torino 66 (1931): 436-440.
[4] M. Philippides, “Makarios Melissourgos-Melissenos (d. 1585)”, in Historians of the Ottoman Empire, editors: C Kafadar, H. Karateke, C. Fleischer.
[5] V. Grumel, “L’Authenticite’ de la lettre de Jean Vatatzes, empereur de Nicee, au pape Gregoire IX,” Echos d’Orient, XXIX (1930), 450-458.
[6] Ruth Macrides, George Akropolites The History (Oxford 2007).
[7] Chris Malatras, The Perception of the Roman Heritage in 12th Century Byzantium. Rosetta Journal Issue #07 Supplementary Edition: Proceedings of the IAA Colloquium 2009.
[8]Anthony D. Smith, The Ethnic Origins of Nations, Oxford, Basil Blackwell, 1986.
[9] John S. Langdon, Byzantium’s Last Imperial Offensive in Asia Minor: The Documentary Evidence for and Hagiographical Lore about John III Ducas Vatatzes’ Crusade Against the Turks, 1222 or 1225 to 1231. Aristide D Caratzas Pub. 1996.
πηγή: Aντίφωνο