Tου Κώστα Μελά, Καθηγητή Διεθνών Χρηματοοικονομικών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Το Eurogroup της περασμένης Τρίτης, το οποίο ήταν αφιερωμένο στην Ελλάδα και στο κατά πόσον το ελληνικό δημόσιο χρέος ήταν βιώσιμο, δεν κατέληξε σε απόφαση. Όλοι επικαλέσθηκαν την περαιτέρω αποσαφήνιση τεχνικών υπολογισμών.
Πίσω από τις διαφορές οι οποίες εμφανίζονται στους τεχνικούς υπολογισμούς, συγκρούονται δύο βασικές πολιτικές βουλήσεις:
Η πρώτη είναι του ΔΝΤ, η οποία υποστηρίζεται θερμότατα από τον πρόσφατα επανεκλεγέντα Πρόεδρο των ΗΠΑ κ. Ομπάμα, σύμφωνα με την οποία χρειάζεται να κλείσει αμέσως το πρόβλημα της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους μέσω νέας αναδιάρθρωσης του ελληνικού δημόσιου χρέους, αυτήν τη φορά του παρακρατούμενου από τον επίσημο τομέα, έτσι ώστε να σταματήσει οποιαδήποτε «μόλυνση» προς την παγκόσμια οικονομία.
Η δεύτερη οφείλεται στη Γερμανίδα καγκελάριο Μέρκελ, η οποία αντιθέτως πιστεύει ότι, ως γενική αντίληψη, το πρόβλημα χρειάζεται να λυθεί βήμα βήμα και ειδικότερα αρνείται πεισματικά οποιαδήποτε αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους να αφορά τον επίσημο τομέα. Αφήνει να εννοηθεί ότι θα μπορούσε να συμφωνήσει σε μια μακροχρόνια λύση μετά τις εκλογές, αλλά από πουθενά δεν προκύπτει ότι αυτή θα περιελάμβανε την απομείωση του χρέους το οποίο παρακρατά ο επίσημος τομέας. Έτσι, μην προεξοφλεί κανένας εύκολα την αποδοχή της Γερμανίας σε τέτοιου είδους απομείωση του ελληνικού χρέους. Μέχρι εδώ λοιπόν τα πράγματα φαίνονται αρκετά ξεκάθαρα.
Είμαι σίγουρος ότι η χαμηλής εντάσεως σύγκρουση η οποία έχει ξεκινήσει μεταξύ ΔΝΤ, με την ουσιαστική υποστήριξη των ΗΠΑ, και Γερμανίας θα συνεχιστεί επί μακρόν χωρίς κανείς σήμερα να είναι σε θέση να προβλέψει τις εξελίξεις της. Πάντως θεωρώ δύσκολο, για να μην πω πολύ δύσκολο έως αδύνατο, το ΔΝΤ να αποσυρθεί από το ελληνικό πρόγραμμα.
Ο πρώτος λόγος είναι οικονομικός: Μέχρι σήμερα η συμβολή του ΔΝΤ είναι της τάξεως των 21,7 δισ. ευρώ. Αν αποσυρθεί, κάποιος πρέπει να δώσει αυτά τα χρήματα, διότι το ΔΝΤ θα τα καταστήσει αμέσως απαιτητά. Δύσκολο φαντάζει η Γερμανία και οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι να θελήσουν να αναλάβουν αυτό το κόστος.
Δεύτερον: Το ΔΝΤ δεν αποχωρεί ποτέ μόνο του. Μόνο αν η αντισυμβαλλόμενη χώρα αποφασίσει διαφορετικά, τότε αποχωρεί. Επίσης, ακόμη και αν αποχωρήσει από το πρόγραμμα, επειδή η Ελλάδα είναι μέλος του ΔΝΤ θα παραμείνει ως σύμβουλος.
Τρίτον: Το ΔΝΤ σε αυτήν την αποστολή έχει τη θερμή υποστήριξη των ΗΠΑ. Αυτό συμβαίνει διότι οι ΗΠΑ ενδιαφέρονται σφόδρα, και περισσότερο αυτήν την περίοδο, για εξομάλυνση των οικονομικών ανισορροπιών που υπάρχουν στην Ευρωζώνη και δραστική επίλυση του προβλήματος χρέους το οποίο την κατατρώγει. Οι λόγοι είναι προφανείς. Οι λύσεις τις οποίες προωθούν οι Γερμανοί βρίσκονται στον αντίποδα αυτών τις οποίες θεωρεί η διακυβέρνηση Ομπάμα ως ενδεδειγμένες. Οι προσπάθειες των Αμερικανών βοήθησαν σημαντικά να δημιουργηθούν οι υπάρχοντες σήμερα στην Ευρωζώνη μηχανισμοί διάσωσης. Επίσης η συνεργασία μεταξύ Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ και ΕΚΤ βοηθά την τελευταία να υιοθετήσει τα λεγόμενα μη συμβατικά μέσα νομισματικής πολιτικής.
Τέταρτον: Οι ΗΠΑ, ως ο κύριος διαχειριστής αυτού το οποίο ονομάζουμε Δύση και ως εκ τούτου βασικός υπεύθυνος της αναπαραγωγής και της ενδυνάμωσής της, έχουν κάθε λόγο να ανησυχούν για τις εξελίξεις στις χώρες της Νότιας Ευρώπης (κοινωνικός αναβρασμός, εξάπλωση φτώχειας, εμφάνιση ακραίων πολιτικών καταστάσεων, ανθρωπιστική κρίση), λαμβανομένης πρωτίστως της υψηλής ρευστότητας και αβεβαιότητας που επικρατεί στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου (χώρες της Βορείου Αφρικής και της Μέσης Ανατολής). Οι έντονες αναταράξεις οι οποίες υπάρχουν σε αυτό το μέρος του κόσμου δυνητικά μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο τα ζωτικά συμφέροντα των ΗΠΑ, οι οποίες δεν επιθυμούν σε αυτά να προστεθούν και άλλα, λόγω των αστοχιών και των εμμονών της Γερμανίας. Λέγω της Γερμανίας διότι πιστεύω ότι δεν είναι προβλήματα τα οποία γεννιούνται μόνο από την ακολουθούμενη πολιτική της κυβέρνησης Μέρκελ.
Σήμερα φαίνεται ότι οι γερμανικές πολιτικές και οικονομικές ελίτ αφενός έχουν απο-ενοχοποιηθεί σε σημαντικό βαθμό από το ναζιστικό τους παρελθόν, κάτι που τους δίνει μεγαλύτερο βαθμό ελευθερίας κινήσεων, και αφετέρου, έχοντας αποκτήσει ισχυρή οικονομία, αισθάνονται την ανάγκη να ασκήσουν περισσότερο ανεξάρτητη και με πολλούς αποδέκτες εξωτερική πολιτική, κάτι που θα αυξήσει τη γενικότερη γεωπολιτική τους ισχύ. Βέβαια αυτό εκδηλώνεται μέχρι σήμερα μόνο στις οικονομικές σχέσεις.
Όμως όλες αυτές οι προφανείς ή ενδόμυχες σκέψεις των Γερμανών βρίσκονται συνεχώς υπό τη διερεύνηση των ΗΠΑ, οι οποίες σαφέστατα καταστρώνουν σχέδια, κάνουν σκέψεις, αλλά επειδή είναι παγκόσμια δύναμη κάποια στιγμή θα προβούν και σε πράξεις.
paron.gr