Οι ελλείψεις φαρμάκων στην αγορά, αλλά και οι δραματικές επιπτώσεις στην εγχώρια παραγωγή λόγω της οικονομικής κρίσης αποτυπώνονται σε νέα μελέτη της ICAP πολύ εντονότερα από τις επιπτώσεις που έχουν να αντιμετωπίσουν οι εισαγωγικές φαρμακευτικές επιχειρήσεις.
Η μελέτη επισημαίνει ότι η μείωση των τιμών με τα απανωτά Δελτία Τιμών Φαρμάκων την τελευταία διετία, στο πλαίσιο της δημοσιονομικής προσαρμογής, οδήγησε σε μείωση των αποθεμάτων και έφερε πτώση των πωλήσεων, με αποτέλεσμα η αγορά να υποχωρήσει κατά 6% το 2011 σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Τα εισαγόμενα φάρμακα μειώθηκαν κατά 13% το 2011/10, ενώ και οι εξαγωγές μειώθηκαν κατά 13,2% το 2011 σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Πρόκειται για την δεύτερη έκδοση της μελέτης για τον κλάδο των φαρμακευτικών επιχειρήσεων που κυκλοφόρησε σήμερα από τη Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της ICAP Group AE εξαιτίας του πλήγματος που έχει δεχθεί ο συγκεκριμένος κλάδος από την κρίση που περνά η χώρα μας, όπως έχουμε καταγράψει και σε προηγούμενη έρευνα του newsbomb.gr, συγκριτικά με τους άλλους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας στη χώρα.
Η έκθεση της ICAP, διαπιστώνει πτώση του τζίρου των επιχειρήσεων κατά 16,8% συνολικά, την τελευταία διετία στην εγχώρια αγορά φαρμάκου, όταν την περίοδο 2000-2009 ο κύκλος εργασιών τους αυξανόταν με μέσο ετήσιο ρυθμό 14,1%. Κατά τα έτη 2002-2010, η αξία των εγχωρίως παραγόμενων φαρμάκων αυξανόταν με μέσο ετήσιο ρυθμό 10,5%.
Η συνεχιζόμενη οικονομική κρίση και η μείωση των τιμών των φαρμάκων που επιβλήθηκε, είχαν ως αποτέλεσμα τη συρρίκνωση της αγοράς φαρμάκου την τελευταία διετία, έπειτα από μια περίοδο ανοδικής πορείας.
Η μελέτη παρατηρεί ότι το επίπεδο της υγείας και το ποσοστό γήρανσης του πληθυσμού αποτελούν τους κύριους παράγοντες, που επηρεάζουν τη ζήτηση για φάρμακα και παραφαρμακευτικά είδη και προσθέτει ότι «οι μακροχρόνιες προβολές πληθυσμού της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛ.ΣΤΑΤ.) δείχνουν αύξηση του ποσοστού του πληθυσμού άνω των 65 ετών μέχρι το έτος 2050».
Με τον τρόπο αυτό επισημαίνεται λοιπόν, η ανάγκη του πληθυσμού για φάρμακα, ώστε να υπάρχει δυνατότητα περίθαλψης, και μάλιστα με την προβολή της ηλικίας του πληθυσμού τα επόμενα χρόνια, επισημαίνεται ότι η ανάγκη αυτή θα τείνει να αυξάνεται, σε μια περίοδο με πρωτοφανείς ελλείψεις, λόγω της οικονομικής ύφεσης, που αναμένεται να κρατήσει για πολλά χρόνια ακόμη.
Η έκθεση επισημαίνει ότι στην ελληνική αγορά φαρμάκου δραστηριοποιείται ήδη αξιόλογος αριθμός επιχειρήσεων (τόσο σε επίπεδο παραγωγής, όσο και εισαγωγής), με μακρόχρονη και ισχυρή παρουσία και δυναμική, ορισμένες από τις οποίες αποτελούν θυγατρικές ισχυρών πολυεθνικών ομίλων. Παρατηρείται ακόμη ότι ο κλάδος χαρακτηρίζεται από έντονο ανταγωνισμό, ενώ οι στρατηγικές κινήσεις που καταγράφονται και στη χώρα μας, είναι κυρίως αποτέλεσμα της διεθνούς τάσης για συγχωνεύσεις και εξαγορές.
Υπογραμμίζει επίσης, ότι «αν και ο εξεταζόμενος κλάδος απαρτίζεται στην πλειοψηφία του από εισαγωγικές επιχειρήσεις, ολοένα και μεγαλύτερη καθίσταται η συνεισφορά της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας, καθώς τα εγχωρίως παραγόμενα φάρμακα (σε όρους αξίας) αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό 10,5% την περίοδο 2002-2010».
Σύμφωνα με τη μελέτη, οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις δίνουν ιδιαίτερη βαρύτητα στην εξάπλωση του συνεργαζόμενου δικτύου διανομής τους (φαρμακαποθήκες), προκειμένου να προωθήσουν τα παραγόμενα/εισαγόμενα προϊόντα και να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της αγοράς για επάρκεια. Επιπρόσθετα, διαθέτουν αξιόλογα κεφάλαια για Έρευνα και Ανάπτυξη (R&D) και πραγματοποιούν επενδύσεις με σκοπό την ανανέωση και τον εκσυγχρονισμό του μηχανολογικού τους εξοπλισμού και της παραγωγικής διαδικασίας.
Σχετικά με την εξέλιξη της αγοράς των φαρμακευτικών επιχειρήσεων, η Διευθύντρια Οικονομικών – Κλαδικών Μελετών της ICAP Group, κ. Σταματίνα Παντελαίου, τόνισε τα εξής: «Το συνολικό μέγεθος της αγοράς φαρμάκου κινήθηκε ανοδικά την περίοδο 2000-2009 με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 14,1%. Η μείωση των τιμών με τα διαδοχικά Δελτία Τιμών Φαρμάκων την τελευταία διετία, στα πλαίσια της δημοσιονομικής προσαρμογής, οδήγησε σε μείωση των αποθεμάτων και επέφερε πτώση των πωλήσεων, με αποτέλεσμα η εν λόγω αγορά να υποχωρήσει κατά 6% το 2011 σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Η αξία των εισαγόμενων φαρμακευτικών προϊόντων σημείωσε πτώση κατά 13% το 2011/10, ενώ η αξία των εξαγωγών φαρμάκων εμφάνισε μείωση κατά 13,2% το 2011 σε σχέση με το προηγούμενο έτος».
Οικονομικά μεγέθη
Η έκθεση συνεχίζεται με την ανάλυση ενοποιημένων οικονομικών στοιχείων για παραγωγικές και εισαγωγικές επιχειρήσεις, χωριστά, αναδεικνύοντας το πλήγμα που έχουν δεχθεί κυρίως οι εγχώριες φαρμακευτικές βιομηχανίες, με μείωση των περιουσιακών τους στοιχείων, πληρωμή των υποχρεώσεών τους στις Τράπεζες και περιορισμένη απώλεια θέσεων εργασίας, έναντι των εισαγωγικών επιχειρήσεων.
Αναλυτικά στην μελέτη αναφέρεται ότι από τη σύνταξη του ομαδοποιημένου ισολογισμού 16 αντιπροσωπευτικών παραγωγικών φαρμακευτικών εταιρειών προκύπτει ότι το σύνολο ενεργητικού των εταιρειών του δείγματος μειώθηκε κατά 8,4% το 2011 σε σχέση με το 2010. Τα ίδια κεφάλαια παρουσίασαν αύξηση της τάξης του 3% σε σχέση με το 2010, ενώ οι μεσομακροπρόθεσμες υποχρεώσεις αυξήθηκαν το 2011 κατά 12%. Αντίθετα,πτώση παρουσίασαν οι βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις (κατά 20%). Οι συνολικές πωλήσεις των 16 εταιρειών του δείγματος μειώθηκαν κατά 5,2% το 2011/10, ωστόσο η μείωση του κόστους οδήγησε σε σημαντική βελτίωση των αντίστοιχων μικτών κερδών (+8,5%). Τελικά, το καθαρό αποτέλεσμα (προ φόρου εισοδήματος) αυξήθηκε κατά 82% το 2011/10, εξαιτίας του τριπλασιασμού των μη λειτουργικών εσόδων. Ομοίως, τα κέρδη EBITDA αυξήθηκαν κατά 13,2%.
Τέλος, από τη σύνταξη του ομαδοποιημένου ισολογισμού 29 εισαγωγικών φαρμακευτικών εταιρειών προκύπτει ότι το σύνολο ενεργητικού των εταιρειών του δείγματος μειώθηκε κατά 33,3% το 2011 σε σχέση με το προηγούμενο έτος, γεγονός το οποίο οφείλεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στη συρρίκνωση των απαιτήσεων. Τα ίδια κεφάλαια παρουσίασαν μείωση κατά 41,7% σε σχέση με το 2010, ενώ οι μεσομακροπρόθεσμες υποχρεώσεις αυξήθηκαν το 2011 κατά 11,7%.
Αντίθετα, πτώση παρουσίασαν οι βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις (κατά 37,6%). Οι συνολικές πωλήσεις των 29 εταιρειών του δείγματος μειώθηκαν κατά 2,4% το 2011/10, ενώ το μικτό κέρδος παρουσίασε μεγάλη αύξηση (25,6%), λόγω της συμπίεσης του κόστους πωληθέντων. Το καθαρό αποτέλεσμα (προ φόρου εισοδήματος) ήταν αρνητικό και στις δύο χρήσεις, όμως οι ζημίες μειώθηκαν κατά 57,9% το 2011.