Έχοντας συμπληρώσει σχεδόν τρία χρόνια βαθιάς κρίσης και μνημονιακής διαχείρισης, το στρατόπεδο των «προθύμων» αρχίζει να ξεμένει από επιχειρήματα. Από τα τέλη της περασμένης εβδομάδας, ήταν κάτι περισσότερο από σαφές ότι η νέα συμφωνία για το χρέος και την επόμενη δόση δεν είναι παρά ένα ακόμη κεφάλαιο σε ένα επικοινωνιακό παιχνίδι εντυπώσεων, που κάθε σελίδα του συνοδεύεται από επαχθέστερους όρους.
Χωρίς οι Έλληνες να έχουν ακόμη πειστεί για το αν μια αποχώρηση από το ευρώ είναι μία ισχυρή επιλογή, αυτό που καταγράφουν οι δημοσκοπήσεις είναι ότι πλέον… «το σκέφτονται σοβαρά».
Και ο λόγος για τον οποίο το σκέφτονται είναι ότι ο λογαριασμός της παραμονής έχει γίνει πολύ μεγάλος. Και το κυριότερο, ότι δεν εγγυάται μια επιστροφή στο status quo ante σε ένα λογικό μέλλον. Αντίθετα, οι ενδείξεις πληθαίνουν ότι ο ελληνικός λαός, ιδιαίτερα μετά τη σιωπηλή αποδοχή της
επιτροπείας, θα υφίσταται διαρκείς ανατροπές δεδομένων, με νέα μέτρα για κάθε αδυναμία επίτευξης των στόχων που έχουν τεθεί από τους τεχνοκράτες των Βρυξελλών, της Φρανκφούρτης και του ΔΝΤ.
Επομένως, η κυβέρνηση και αυτοί που διαχειρίστηκαν τα ελληνικά πράγματα προβάλλοντας το «φάντασμα» μιας ανεξέλεγκτης και δραματικής εξόδου από την ευρωζώνη, θα πρέπει σύντομα να μπορέσουν να πείσουν ότι η οδός που συστήνουν για το μέλλον της Ελλάδας έχει μία βιώσιμη και υπαρκτή επόμενη ημέρα. Και αυτό γιατί, κάθε ώρα που περνάει, στον ορίζοντα διαφαίνεται ότι το κόστος που υφίσταται η ελληνική κοινωνία για την παραμονή της στο ευρώ μπορεί να είναι πολύ πιο δυσβάστακτο από τα όποια ωφελήματα, ιδιαίτερα εφόσον αυτά δεν συνοδεύονται από την προοπτική εξόδου από την ύφεση… Ας ρίξουμε μια σύντομη ματιά στο τι έγινε αυτά τα τρία χρόνια. Σε σύγκριση με το 2009 και σύμφωνα με την ελληνική στατιστική υπηρεσία:
• Τα νοικοκυριά φέτος έχουν διαθέσιμο εισόδημα χαμηλότερο κατά 32 δισ. ευρώ.
• Η αγορά λειτουργεί με τζίρο μειωμένο κατά 17 δισ. ευρώ.
• Οι μισθοί περιορίστηκαν κατά 14 δισ. ευρώ.
• Χάθηκαν έσοδα από ενοίκια και από κέρδη εταιρειών ύψους 9 δισ. ευρώ.
• Τα κοινωνικά επιδόματα (πριν από τα νέα μέτρα) περιορίστηκαν κατά 4,8 δισ. ευρώ.
• Η φορολογική επιβάρυνση εκτοξεύθηκε κατά 37,3% (μόνο τον τελευταίο χρόνο).
• Οι αποταμιεύσεις είναι χαμηλότερες κατά 14,7 δισ. ευρώ (επίσης τον τελευταίο χρόνο).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το ότι το μαχαίρι μπήκε πιο βαθιά στη διάρκεια της χρονιάς αυτής. Σύμφωνα με τους τριμηνιαίους μη χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς της ΕΛΣΤΑΤ, μόνο το δεύτερο τρίμηνο του 2012 χάθηκαν 5,4 δισ. ευρώ από τα νοικοκυριά σε σχέση με έναν χρόνο πριν (34,1 δισ. ευρώ από 39,5 δισ. ευρώ). Αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, στη μείωση κατά 15,1% των αποδοχών των εργαζομένων, στη μείωση κατά 9,5% των κοινωνικών παροχών που εισπράττουν τα νοικοκυριά και στην αύξηση των φόρων στο εισόδημα και την περιουσία που πληρώνουν τα νοικοκυριά. Επίσης, η τελική καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών και των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων που εξυπηρετούν νοικοκυριά μειώθηκε κατά 7,3% σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2011 (από 40,0 δισ. ευρώ σε 37,1 δισ. ευρώ), ενώ το ποσοστό αποταμίευσης περιορίστηκε κατά 8,5%.
Απότομο φρενάρισμα
Τα επίσημα στοιχεία καταγράφουν το πρωτοφανές υφεσιακό φρενάρισμα της ελληνικής οικονομίας, που σε συνδυασμό με τα μνημονιακά μέτρα και την επαχθή φορολογία, η οποία έρχεται από τον επόμενο χρόνο με τον νέο νόμο, διαμορφώνουν ένα περιβάλλον ασφυξίας. Ένα περιβάλλον στο οποίο θα κυριαρχούν τέσσερα στοιχεία:
1. Η καταγεγραμμένη πλέον απώλεια του πλούτου (απώλεια εισοδήματος, έξοδος καταθέσεων έως και 80 δισ. ευρώ αθροιστικά και μείωση αξίας ακινήτων από 50% ώς 80%).
2. Η απώλεια της κοινωνικής προστασίας (νομοθετημένη πλέον στο πλαίσιο των εφαρμοστικών νόμων).
3. Η κυριαρχία ενός αδιέξοδου εισπρακτικού συστήματος που θα πολτοποιεί τους πολίτες (φόροι, αυτοματοποιημένη ενεργοποίηση ρητρών από τις υποχρεώσεις του Μνημονίου).
4. Ολοένα και συρρικνούμενη πρόσβαση στην αγορά εργασίας (μετά την ανεργία του 25% έρχονται οι συγχωνεύσεις επιχειρήσεων σε μεγάλους κλάδους που θα εκτινάξουν το ποσοστό σε ακόμη υψηλότερα επίπεδα).
Φούμαρα
Και τα τέσσερα αυτά στοιχεία προδιαγράφουν το επόμενο στάδιο, το οποίο δεν είναι άλλο από την αδυναμία επίτευξης αναπτυξιακών προϋποθέσεων που θα έβγαζαν τη χώρα από το αδιέξοδο. Με τα κονδύλια του ΕΣΠΑ να περιορίζονται (και μάλιστα με κοινοτική οδηγία) στο χαμηλότερο επίπεδο που προβλέπεται για χώρα – μέλος της Ε.Ε., η αλληλεγγύη των εταίρων μας δείχνει να ξεδιπλώνεται μάλλον στην πιο προσοδοφόρο μέθοδο του δανεισμού με εγγύηση την εθνική κυριαρχία, παρά σε μια ψήφο εμπιστοσύνης στην επόμενη ημέρα της ελληνικής οικονομίας…
Την ίδια στιγμή, η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, η κορωνίδα των μνημονιακών «επιχειρημάτων», δεν εγγυάται την αποδέσμευση ζεστού χρήματος στην αγορά. Αντίθετα, οι αναγκαστικές συγχωνεύσεις και εξαγορές στις οποίες οδηγείται το «συστημικό» τραπεζικό σύστημα θα οδηγήσουν από το 2013 στην απομάκρυνση χιλιάδων υπαλλήλων και το κλείσιμο εκατοντάδων τραπεζικών υποκαταστημάτων, προκαλώντας ντόμινο στην πραγματική οικονομία. Δεν είναι τυχαίο ότι, ακόμη και από την περιβόητη δόση των 31,5 δισ., ευρώ, ούτε τα 3 δισ. ευρώ δεν θα διοχετευθούν στην αγορά για δανεισμό επιχειρήσεων.
Αργός θάνατος
Το ολοένα αυξανόμενο κόστος χρήματος προκαλεί αργό θάνατο στις ελληνικές επιχειρήσεις. Τα επιτόκια με τα οποία δανείζονται, έχουν πάρει την ανηφόρα φτάνοντας το 8% σε μέσο όρο, γεγονός που ροκανίζει την ανταγωνιστικότητά τους. Το ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα όμως είναι ότι οι όμιλοι που δεν έχουν φροντίσει να ανοίξουν γραμμές χρηματοδότησης στο εξωτερικό δεν μπορούν καν να δανειστούν από τις ελληνικές τράπεζες…
Για τους όρους της ανάπτυξης, οι επίσημοι αριθμοί μιλούν και πάλι από μόνοι τους: Το δεύτερο τρίμηνο του 2012, οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου μειώθηκαν κατά 20,6% σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2011 (από 3,8 δισ. ευρώ σε 3,0 δισ. ευρώ). Το ίδιο διάστημα οι καθαρές δανειακές ανάγκες του συνόλου της οικονομίας για δραστηριότητα στο εξωτερικό έπεσαν στα 2,4 δισ. ευρώ, από 6,1 δισ. ευρώ ακόμη και το «ζορισμένο» 2011.
Η μείωση του καθαρού δανεισμού έρχεται βέβαια από τη συρρίκνωση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου. Δηλαδή οι εισαγωγές περιορίστηκαν πολύ περισσότερο από τις εξαγωγές, που επίσης μειώθηκαν: Οι εισαγωγές περιορίστηκαν στα 15,4 δισ. ευρώ από 17,3 δισ. ευρώ και οι εξαγωγές μειώθηκαν σε 12,8 δισ. ευρώ από 13,2 δισ. ευρώ.
Και εδώ το φρενάρισμα των αριθμών αποτυπώνει την πραγματικότητα. Ακόμη και οι εξωστρεφείς, εξαγωγικές επιχειρήσεις, που αποτελούσαν το κόσμημα της ελληνικής οικονομίας, αρχίζουν να παίρνουν την κάτω βόλτα, επιβαρυνόμενες με το διαρκώς αυξανόμενο κόστος δανεισμού και το ρίσκο χώρας που κονιορτοποιεί την ανταγωνιστικότητά τους και κατ’ επέκταση τη δυνατότητα επιβίωσης. Στις ελληνικές συνθήκες κόστους χρήματος, καμία επιχείρηση δεν θα μπορεί να σταθεί απέναντι στον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό παρά μόνο αν «επιχειρεί» χωρίς να πληρώνονται οι εργαζόμενοι ή με δωρεάν πρώτες ύλες…
Αυτήν τη σκληρή πραγματικότητα δεν την έχει καλύψει με κάποιο μοντέλο το μνημονικό στρατόπεδο, που μάλλον φέρεται να φλερτάρει με την πρώτη εκδοχή: των φθηνών εργαζόμενων. Ακόμα κι έτσι, όμως, η επόμενη ημέρα διαφόρων χωρών – μοντέλων που έχουν προβληθεί, είναι αποκαρδιωτική. Η Αργεντινή μπαίνει στο σπιράλ μιας δεύτερης χρεοκοπίας, δέκα χρόνια μετά την πρώτη, ενώ η Βουλγαρία, όσο φθηνή κι αν έχει γίνει, δεν μπορεί να προσελκύσει επενδύσεις που θα δημιουργούσαν προϋποθέσεις πραγματικής ανάπτυξης.
Η εκποίηση εθνικού και ιδιωτικού πλούτου
Η Ελλάδα, προς το παρόν, βρίσκεται στο προγενέστερο στάδιο της εκποίησης του εθνικού και ιδιωτικού πλούτου. Υπό την προβαλλόμενη ελπίδα ότι η κατάσταση θα βελτιωθεί, και αργότερα θα έρθει και η ανάπτυξη. Το κακό όμως είναι ότι, όταν διαπιστωθεί (όπως και οι επίσημοι αριθμοί ήδη καταγράφουν) ότι αυτό δεν είναι δυνατόν, ο πλούτος της χώρας θα έχει κάνει φτερά. Οι δημόσιες επιχειρήσεις – φιλέτα θα έχουν πουληθεί αντί πινακίου φακής και όσοι ιδιώτες έχουν καλές ιδέες ή και εγκατεστημένες επιχειρήσεις θα έχουν μεταναστεύσει αλλού για να τις υλοποιήσουν, δίνοντας ένα τέλος στο μεταπολεμικό μοντέλο αστικού τύπου ανάπτυξης.
Κι όταν η Ελλάδα συνέλθει από το σοκ αυτό, ο πληθυσμός της θα διαπιστώσει αυτό που γράφουν τα βιβλία των οικονομικών πανεπιστημίων για την «επόμενη ημέρα» μιας αλλαγής μοντέλου. Ότι ο πληθυσμός δεν θα μπορεί να επιβιώσει με τις ασχολίες και την απασχόληση που είχε έως τότε, αλλά θα πρέπει να στραφεί σε άλλες μορφές εργασίας. Σε άλλες δουλειές, με δυο λόγια. Βασική προϋπόθεση, βέβαια, θα είναι να υπάρχουν και εργοδότες που να προσφέρουν μια βιώσιμη ημέρα για τους Έλληνες…L1 από “Το Ποντίκι”