γραφει ο αρισταρχος
Βραδιάζει, ξημερώνει. Κοιμάμαι και ξυπνώ. Ντυμένη στα μαύρα η ψυχή μόνη της περπατά σε δρόμους άγνωστους σε μένα. Σε μέρη ανήλιαγα, υγρά. Με σκοτεινούς ήλιους με σταχτιά χωρίς φύλλα δέντρα. Περπατά ξυπόλυτη ανάμεσα σε κουφάρια, σε άψυχα. Σέρνει μαζί της μιζέρια και πόνο, πίκρα και θλίψη. Και ούτε, στο τέλος, θυμάμαι. Ποιους συνάντησα, ποιους είδα τι άκουσα. Μόνο ένα βάρος μια κατήφια κι ένα στόμα πικρό από το νότισμα μιας βρωμερής ανάσας.
Καρφώνονται τα μάτια στο σκοτεινό ταβάνι, αργεί να πάρει μπροστά ο νους. Γεμάτος ασχήμια, αριθμούς και βλοσυρότητα. Είναι ακόμη νύχτα και το ξημέρωμα αργεί. Φοβάμαι πως δεν θάρθει σήμερα, θα μας λησμονήσει. Μας βαρέθηκε, δεν μας θέλει. Βαρέθηκε την ασχήμια μας.
Είναι η ώρα που σπινθηρίζει η ζωή την έναρξή της. Η ώρα που προσπαθεί να τιθασεύσει την ελεύθερη και ατίθαση που μόλις κλείσω τα μάτια με παραπλανεί σε δικά της άχρωμα μέρη. Κι αφήνει τον απόηχό της μπερδεμένο, ασύντακτο, γρίφο και κουβάρι. Όνειρο το λένε και σα βραδιάσει έρχεται ξεδιπλώνοντας τις μαύρες του φτερούγες αντιπαλεύοντας το βάρος της ψυχής από της μέρας τα καμώματα.
Και κείνο, το μυαλό, ένας υπολογιστής που ξεσκαρτάρει. Μέσα από τον ποταμό των άχρηστων προς την ανυπαρξία ξεφεύγουν ατίθασα, από δω κι εκεί και συνταιριάζουν μια αταίριαστη στην αρμονία εικόνα δυσνόητη, ακαταλαβίστικη, παραπλανητική. Πασπαλισμένη με αγαπημένα πρόσωπα για να γίνεται ελκυστική, δελεαστική σαν της σειρήνας το κακό το κάλεσμα.
Μην την πιστεύετε γιατί δεν είναι τίποτα. Μια σειρήνα είναι απ’ το άγνωστο. Ένα παιχνίδι, μια κοροϊδία του νου για ότι στην μέρα της ζωής που πέρασε στον φθαρτό τον κόσμο πρόσθεσες. Και τώρα στο μεσοθανάτιο του ύπνου θ’ αποβληθούν.
Μην το φοβάστε. Η ζωή πάντα νικά. Ο θάνατος παλεύει και πάντα χάνει. Δες, στα μάτια του Ρίτσου το “Κυκλαδινό κυκλάμινο στου βράχου την σχισμάδα …” Η ζωή παραδίνεται στην αποσύνθεση όταν αυτή το αποφασίσει. Όταν αυτή θα κρίνει. Και είναι πάνω από όλους και πάνω απ’ όλα.
“…πού βρίσκει χρώματα κι ανθεί που μίσχο και σαλεύει …”
Ξημέρωσε! Πάντα ξημερώνει. Και συ ακολουθείς τους δρόμους της ζωής. Ερωτεύεσαι, αγαπάς, τραγουδάς,χαμογελάς, βοηθάς, βρίζεις, χτυπάς, πονάς, αδικείς, σκοτώνεις όνειρα, ελπίδες και ζωή συνανθρώπων σου.
Και το βράδυ εκεί στου μεσοθανάτιου την ώρα πάλι θα γεμίσεις μυαλό και νου με τα δικά σου σκουπίδια, ψεύτικα γεννήματα μιας αλήθειας. Του πεπραγμένου.
Μην αδικείς την ζωή που σου χαρίστηκε. Κάποιοι μοχθήσαν γι αυτήν. Πέρασε δαιδάλους αναρίθμητους από το αρχέγονο για να επικρατήσει. Για να σου χαρίσει το Θείο δώρο της ελευθερίας. Ελευθερία στην επιλογή. Κι όποιος καθ οιονδήποτε τρόπο την στερεί από τον άλλον υπόλογος θα είναι για το μεγαλύτερο έγκλημα.
αἰέν ἀριστεύειν