Αμαλία Κ. Ηλιάδη*
Η προϊστορία του Μακεδονικού ζητήματος και του Μακεδονικού Αγώνα χρονολογείται από τη στιγμή που η Μακεδονία μπαίνει στο στόχαστρο της Αυστριακής πολιτικής: αυτά τα γεγονότα συνιστούν και τα πρώτα δείγματα μισελληνικής πολιτικής της Αυστρίας στο φλέγον θέμα της Μακεδονίας: Οι Μαρτυρίες για τα «όνειρα» της Αυστρίας για έξοδο προς τη Θεσσαλονίκη, ο αμείλικτος διπλωματικός πόλεμος του Μέττερνιχ κατά της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, οι ακλόνητες αποδείξεις για την ανθελληνική πολιτική της Αυστρίας, το ότι Αυστρία και Ρωσία αποφασίζουν μεταρρυθμιστικά μέτρα για τη Μακεδονία καθώς και το γεγονός πως Αυστρία και Γερμανία ακολουθούν κοινή εξωτερική πολιτική αποτελούν το προανάκρουσμα για το μεγάλο Μακεδονικό Αγώνα που θα ακολουθήσει. Επιπλέον, Αυστρία και Γερμανία πνέουν μένεα κατά της Ελλάδος για τις επιτυχίες της στους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-1913.Η Γερμανία ακολουθεί την Αυστρία στην πολιτική της κατά της Ελλάδος. Η αυστριακή πολιτική στρέφεται με ιδιαίτερο πείσμα κατά της ελληνικής δραστηριότητας στη Μακεδονία, παρακινεί την Τουρκία να καθυποτάξει τα ελληνικά ανταρτικά σώματα και διαβάλλει την ελληνική πλευρά ότι αυτή ευθύνεται για την αναταραχή που επικρατούσε στη Μακεδονία.
Οι Αγώνες των Ελλήνων για τη Μακεδονία (1832-1912) υπήρξαν ιδιαίτερης έντασης και σημασίας. Ήσσονος σημασίας επαναστατικά κινήματα στη Μακεδονία (1830-1850) ξεσπούν ως προάγγελοι μεγαλυτέρων επαναστάσεων και οι επαναστατικές εξεγέρσεις του 1854 στα μακεδονικά εδάφη είναι ιδιαίτερα σφοδρές. Με τις επαναστατικές δραστηριότητες του Τσάμη Καρατάσου απελευθερώνονται πολλά χωριά της Σιθωνίας. Οι Γάλλοι καταστρέφουν το στολίσκο του, ενώ οι Αγιορείτες μοναχοί ενισχύουν τον επαναστατικό του Αγώνα. Επίσης, το επαναστατικό κίνημα του Θεοδώρου Ζιάκα στη Δυτική Μακεδονία και οι ακατάβλητες επαναστατικές δραστηριότητές του ως το 1854 είναι αξιομνημόνευτα. Σκληρές και φονικές μάχες των επαναστατικών σωμάτων – τμημάτων του Θ. Ζιάκα σημειώνονται στη Διμηνίτσα Γρεβενών και η ηρωική άμυνά τους στο χωριό Σπήλαιο επί έναν ολόκληρο μήνα αποτελεί κατόρθωμα ψυχής και όπλων όπως και στρατηγικής.
Τα μακεδονικά κινήματα του 1854: Τσάμης Καρατάσος: Πρωταρχικό ρόλο στα επαναστατικά αυτά κινήματα στη Μακεδονία διαδραμάτιζε ο Τσάμης (Δημήτριος) Καρατάσος, συνταγματάρχης και υπασπιστής του βασιλιά Όθωνα σε συνεργασία με τον παλαίμαχο αγωνιστή του 1821 Ιωάννη Μακρυγιάννη. Ζώσα, επίσης, πνοή των κινημάτων αυτών ήταν ο Έλληνας πρόξενος στη Θεσσαλονίκη Θεόδωρος Βαλλιάνος. Έλληνες κλεφταρματολοί, εξ΄άλλου, άρχισαν να δρουν στην περιοχή της Κατερίνης εν όψει του Κριμαϊκού πολέμου (1853-1856) και γενικότερα οι ελληνικοί επαναστατικοί πυρήνες δραστηριοποιούνται σε ολόκληρη τη Θεσσαλία, Ήπειρο και Μακεδονία. Ο Τσάμης Καρατάσος είχε το κρυσφύγετό του στις Βόρειες Σποράδες, όπου καταδιωκόμενοι είχαν καταφύγει και άλλοι οπλαρχηγοί του επαναστατικού κινήματος στη Νάουσα και της περιοχής του Ολύμπου, και από κει ο Τσάμης Καρατάσος κατεύθυνε τις επαναστατικές κινήσεις των παραλιακών κοινοτήτων της Θάσου, της Χαλκιδικής και άλλων περιοχών του Θερμαϊκού κόλπου.
Τουρκικές αντιδράσεις και ξέσπασμα συγκρούσεων ανάμεσα σε Τούρκους κι Έλληνες: Οι Τούρκοι από τη μεριά τους, νομίζοντας ότι ήταν έτοιμοι για πόλεμο εναντίον της Ρωσίας και υπολογίζοντας στην Αγγλογαλλική συμπαράσταση, άρχισαν πρώτοι τις εχθροπραξίες και κατόρθωσαν μάλιστα να νικήσουν προσωρινά τους Ρώσους στη Βλαχία και στα μέρη του Πόντου. Όμως ο Ρωσικός στόλος, σε απάντηση υπό το ναύαρχο Νακίμωφ, κατέστρεψε ολοκληρωτικά τον τουρκικό στο λιμένα της Σινώπης στις 18/30 Νοεμβρίου 1853.Στις 28 Φεβρουαρίου / 12 Μαρτίου 1854 η Αγγλία και η Γαλλία υπέγραψαν συνθήκη συμμαχίας με την Τουρκία και λίγες μέρες αργότερα κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον της Ρωσίας. Εξ΄άλλου, η καταστροφή του τουρκικού στόλου στο λιμάνι της Σινώπης έδωσε το σύνθημα για την εξέγερση των υποδούλων ελληνικών επαρχιών.
Ο δυσβάσταχτος τουρκικός ζυγός, η σκληρή και απάνθρωπη καταπίεση, οι συνεχείς διώξεις σε βάρος των χριστιανών, οι αυθαιρεσίες των τουρκικών αρχών, οι συνεχιζόμενοι εξισλαμισμοί, καθώς και η άδικη φορολογική πολιτική σε βάρος του χριστιανικού πληθυσμού της Μακεδονίας διαμορφώνουν ανάλογα την πολιτική, κοινωνική και οικονομική κατάσταση του χριστιανικού στοιχείου στο Μακεδονικό χώρο. Ακόμη, η επίδραση του Ρωσικού παράγοντα στους χριστιανικούς πληθυσμούς επηρεάζει βαθύτατα και το ελληνικό στοιχείο, το οποίο επιδιώκει εκπλήρωση των πόθων του για ελευθερία και ένωση με τη μητέρα πατρίδα.
Περαιτέρω, οι καταστρεπτικές επιδρομές των Αλβανών ατάκτων στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας και ιδιαίτερα της Δυτικής, έφεραν σε απόγνωση το ελληνικό στοιχείο για το οποίο ως μόνη διέξοδος απόμεινε ο επαναστατικός αγώνας. Επομένως, η καταστροφή του Τουρκικού στόλου στο λιμάνι της Σινώπης, καθώς και η επικρατούσα ασφυκτική κατάσταση, έδωσε το έναυσμα για εξέγερση των υποδούλων ελληνικών επαρχιών. Οι κάτοικοι της περιοχής Ροδοβιζίου της Άρτας και οι επαρχίες των Τζουμέρκων ξεσηκώθηκαν τον Ιανουάριο του 1854, το δε κίνημα απλώθηκε σε ολόκληρη την Ήπειρο και οι επαναστάτες απείλησαν ακόμη και τα ίδια τα Ιωάννινα. Στη συνέχεια, το Φεβρουάριο του ίδιου χρόνου, η επαναστατική φλόγα μεταδόθηκε στη Δυτική Θεσσαλία με το Χριστόδουλο Χατζηπέτρο και άλλους, και σε λίγο χρονικό διάστημα έφθασε ως τα σύνορα του ελληνικού βασιλείου και εισήλθε στο Μακεδονικό χώρο. Δέκα υποστράτηγοι και συνταγματάρχες, δέκα άλλοι αξιωματικοί του ελληνικού στρατού, διάφοροι οπλαρχηγοί με επικεφαλής το «Στρατάρχη της Ηπείρου» Θεόδωρο Γρίβα μπήκαν στο χώρο της Μακεδονίας.
Παράλληλα, η Λαμία (Ζητούνι) και η Αμφιλοχία, στην Ανατολική και Δυτική Στερεά αντίστοιχα, είχαν μεταβληθεί σε επαναστατικά κέντρα και όλοι μιλούσαν παντού για την ανασύσταση της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ο καθηγητής του ποινικού δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Σπυρίδων Πήλικας γράφει στα «Απομνημονεύματά» του: «Ο ενθουσιασμός επροχώρει από στιγμής εις στιγμήν ακράτητος, απερίσκεπτος. Καθείς ήθελε να λάβει μέρος και να φανεί ότι λαμβάνει μέρος. Μαθηταί, καθηγηταί, βιομήχανοι, έμποροι, δικηγόροι, απλοί εργάται, άλλοι ζητούσαν οπλισμόν, άλλοι προσέφεραν χρήματα, άλλοι συνήρχοντο εις συνελεύσεις, άλλοι έφευγον, δια το εξωτερικόν και τας επαρχίας, άλλοι εστρατολογούσαν, άλλοι κατετάσσοντο στρατιώται. Η κίνησις ηύξανε κάθε ώραν, κάθε ημέραν εις τους δρόμους, εις το θέατρον. Οι πυροβολισμοί των αναχωρούντων, μόλις εβράδυαζεν έως βαθειά τη νύκτα ήταν ακατάπαυστοι…» (Βλ. Στέφ. Παπαδοπούλου, «Η Επανάσταση του 1854 και 1878 στη Μακεδονία», Θεσσαλονίκη 1970, σελ. 15).
Το βασιλικό ζεύγος Όθων και Αμαλία , καθώς και η κυβέρνηση του Αντ. Κριεζή, συμμερίζονταν τον Πανελλήνιο ενθουσιασμό και ο βασιλιάς Όθωνας, μάλιστα , έγραφε προς τον Ναπολέοντα Γ΄ , αυτοκράτορα της Γαλλίας: «…Και πέποιθα ότι, ων μόνος εγώ χριστιανός βασιλεύς εν τη Ανατολή, κέκλημαι και να υψώσω την φωνήν υπέρ αυτών των χριστιανών, να υψώσω την φωνήν υπέρ των ιερών αιτημάτων του Σταυρού. Ο Θεός ας με βοηθήσει και ας εμπνεύσει τους ισχυρούς της Ευρώπης κυριάρχους, ίνα χρησιμοποιήσωσι πάντα τρόπον και στηρίξωσιν το έργον εμπραγμάτως και τελεσφόρως. Η Υ. Μ. δυσφορεί μη η τύχη της Ελλάδος εκτίθηται εις κλονισμούς. Δεν αρνούμαι τους εν τη περιστάσει αυτή κινδύνους. Περιορίζομαι μόνο να αποκριθώ: μέγας ο Θεός και ουκ εγκαταλείψει τον αγώνα του Σταυρού».
Ο Όθων, μάλιστα, σκόπευε να εγκαταλείψει την Αθήνα, να περάσει τα σύνορα και να τεθεί επικεφαλής των επαναστατικών δυνάμεων. Το γενικότερο αυτό κλίμα ανησύχησε ιδιαίτερα τους Τούρκους και τους συμμάχους τους Άγγλους και Γάλλους, οι οποίοι ενέτειναν τις πιέσεις προς την Ελλάδα, στη συνέχεια διακόπηκαν οι διπλωματικές σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας και στην Αθήνα οι παραπάνω μεγάλες δυνάμεις επέβαλαν νέα κυβέρνηση της εμπιστοσύνης τους, το «Υπουργείον Κατοχής», όπως σκωπτικά ονομάστηκε από τον Ελληνικό λαό.
Ο Γάλλος πρόξενος Guerin και ο Άγγλος Merlin αναχώρησαν από την Αθήνα στις 25 Ιουνίου 1854 και επί 24 ολόκληρες μέρες διέτρεξαν τη Θεσσαλία για να πείσουν τον ελληνικό λαό και προπαντός τους επικεφαλής των επαναστατικών κινημάτων Χριστόδουλο Χατζηπέτρο και λοιπούς, να σταματήσουν τον αγώνα εναντίον της Τουρκίας. Στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία, και στη Μακεδονία, ο επαναστατικός αγώνας είχε καταδικαστεί.
Αποδείχτηκε από τα γεγονότα ότι το μικρό ελληνικό βασίλειο, όντας εξαρτημένο στενά από την πολιτική και τα συμφέροντα των «προστατισσών» δυνάμεων, δεν μπορούσε να ακολουθήσει ανεξάρτητη από αυτές εξωτερική πολιτική. Με τις επαναστατικές δραστηριότητες του Τσάμη Καρατάσου, βέβαια, απελευθερώνονται πολλά χωριά της Σιθωνίας. Οι Γάλλοι καταστρέφουν το στολίσκο του, ενώ οι Αγιορείτες μοναχοί ενισχύουν τον επαναστατικό του αγώνα. Η έκκληση του Τσάμη Καρατάσου προς τους αγιορείτες μοναχούς παρατίθεται ως εξής: «…Προ είκοσι περίπου ημερών απέβην εις την γην της φιλτάτης Μακεδονίας, της ποθητής ημών πατρίδος. Ιδού εις μην παρέρχεται , αφού η ένδοξος μακεδονική σημαία κυματίζει εις την καθαράν της πατρίδος μου ατμοσφαίραν και τα έργα α κατά το παράπαν διάστημα διεπράξαμεν, τα πληροφορείσθε εκ της εσωκλείστου εκθέσεως….εάν, λοιπόν, είσθε πιστοί εις τας υποσχέσεις σας και αν ως καλοί πατριώται θέλετε να εκπληρώσετε τα προς την πατρίδα χρέη και τας προς ημάς υποσχέσεις σας, μην αμεριμνήτε, μηδέ οκνήτε, αλλά δράμετε, λόγω και έργω, σώματι και ψυχή, όπου σας προσκαλεί η πατρίς… Τη 9η Μαίου 1854, εν Κομίτση Αγίου Όρους ο Αδελφός σας Δημήτριος Τσάμης Καρατάσος».
Η έκκληση αυτή είναι ενδεικτική του εθνικού ρόλου του Αγίου Όρους στο πλαίσιο της αλυτρωτικής πολιτικής του νεοσύστατου, ανεξάρτητου Ελληνικού Κράτους, ο οποίος συνδυαζόταν στενά με το θρησκευτικό του ρόλο, όπως ακριβώς στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία η Εκκλησία συνέδραμε και υπηρετούσε, εκτός από αμιγώς θρησκευτικές, και πολιτειακές υποθέσεις.
*ιστορικός-φιλόλογος
(ΜΑ Βυζαντινής Ιστορίας) Δ/ντρια 3ου Γυμνασίου Τρικάλων
http://www.hellinon.net/parallila/?p=1168