ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΟΝΩΝ ΜΕ …ΑΓΝΩΣΤΟ ΤΕΛΟΣ!!!
Του Μιχάλη Τζανάκη
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα πανέμορφο «χωριό»*, που όλοι οι «χωριανοί» είχαν από ένα «γαϊδουράκι», που τους βοηθούσαν να κάνουν τις δουλειές τους. Τα «γαϊδουράκια»* υπάκουαν πάντα στ «αφεντικά» τους, άλλωστε τα γαϊδουράκια φημίζονται για την υπομονή και την αγαθότητα τους. Αν κι έχουν πολύ μεγάλα και πολύ δυνατά δόντια, σπάνια δαγκώνουν κι επίσης σπανιότερα κλωτσούν αυτά τα καλοκάγαθα ζώα, τα οποία απ τα πολύ παλιά χρόνια βοηθούσαν τ «αφεντικά» τους σ όλες τις δύσκολες δουλειές.
Στην πιο όμορφη «γειτονιά»* του χωριού, ζούσε ένα πολύ συμπαθητικό γαϊδουράκι, που τα «αφεντικό»* του το φρόντιζε τόσο, όσο να το κρατά δυνατό για τις δουλειές που του ανέθετε. Το «γαϊδουράκι», φιλότιμο, ως συνήθως έκανε αγόγγυστα τα δρομολόγια του, κουβαλούσε τα «φορτία» του, κάποτε τεμπέλιαζε ράθυμα, κάποτε δούλευε περισσότερο, έτρωγε αμέριμνα το «σανό» που του έδιναν κι έπινε ήσυχα το καθαρό νερό-γιατί τα γαϊδουράκια θέλουν πεντακάθαρο νερό.
Το «δικό» μας γαϊδουράκι, έβλεπε και τα άλλα γαϊδουράκια του χωριού να κάνουν αντίστοιχες δουλειές, τα αφεντικά τους είχαν κι αυτά τις «απαιτήσεις» τους. Άλλοι φέρονταν περισσότερο κι άλλοι λιγότερο γενναιόδωρα στα «γαϊδουράκια». Κάποιοι τάιζαν πολύ τα ζώα, κάποιοι λιγότερο, πάντως όλοι γνώριζαν ότι πρέπει να διατηρούν σε καλή κατάσταση τα «γαϊδούρια» τους για να βγάζουν τη δουλειά που τους ανέθεταν. Το δικό μας «γαϊδουράκι», ήταν μάλλον καλοταϊσμένο, ίσως γιατί έκανε όλα τα χατίρια του αφεντικού του. Αυτό όμως (τ αφεντικό) – συμπεριφερόμενο πονηρά- τάιζε το γαϊδουράκι του με σανό* που έκλεβε συστηματικά από άλλους συγχωριανούς του. Τα υπόλοιπα αφεντικά του χωριού το γνώριζαν αυτό, αλλά έκαναν τα «στραβά» μάτια, γιατί το «δικό» μας αφεντικό τους είχε τάξει ότι θα τους χάριζε στο τέλος το δικό του «γαϊδουράκι», έτσι καλοταϊσμένο και εκπαιδευμένο που ήταν, θα τους φαινόταν πολύ χρήσιμο, ενώ κι η γειτονιά του χωριού ήταν η ομορφότερη κι η πλουσιότερη, ώστε είχαν άλλο ένα κίνητρο ν «αγοράσουν» το γαϊδουράκι μαζί με τη γειτονιά του.
Πέρασαν καιροί και χρόνοι κι αυτό το πονηρό αφεντικό του δικού μας «γαϊδουριού» άρχισε να συμπεριφέρεται βάναυσα στο πιστό και υπάκουο ως τότε γαϊδουράκι του. Άρχισε να το κτυπά απρόκλητα, να το βρίζει, να το φορτώνει με τόνους ολόκληρους φορτίο, που ούτε ελέφαντας δεν μπορούσε να το κουβαλήσει, ενώ το έβαζε να περπατά σε δρόμους δύσβατους, κακοτράχαλους με ερεβώδεις γκρεμνούς*, που ανά πάσα ώρα μπορούσε το «γαϊδουράκι» να γκρεμοτσακιστεί και ν αφήσει το δύστροπο αφεντικό του μόνο κι έρημο έκθετο απέναντι στους κλέφτες-συγχωριανούς* του, που τους έκλεβε κι αυτός σαν κλέφτης που ήταν το σανό για χρόνια και του ζητούσαν πίσω οι κλέφτες του δικού μας κλέφτη τα κλεμμένα (πολύ μπερδεμένη κατάσταση).
Τα άλλα αφεντικά, αντί να συγκρατήσουν το δικό μας τον παρακινούσαν να βασανίζει περισσότερο το «γαϊδουράκι» του, να το φορτώνει περισσότερο, να το κουράζει σε δρόμους και μονοπάτια που καραδοκούσε κάθε μορφής κίνδυνος. Ήταν προφανές πως το «γαϊδουράκι» μας είχε πέσει θύμα σαδιστών και απατεώνων, που τους είχε εμπιστευθεί, επειδή το τάιζαν και το πότιζαν στο παρελθόν. Παρόλα αυτά το «γαϊδουράκι» υπέμενε τις προσβολές, τους βασανισμούς, την ασιτία, την κούραση, αλλά άρχισε ν ακονίζει και τα δόντια του και να προπονεί τα πισινά του πόδια, γιατί καταλάβαινε πως σε λίγο καιρό, μπορεί να υπερασπιζόταν τη θιγμένη «γαϊδουρινή» του φύση και υπόσταση.
Έτσι, λοιπόν, μια μέρα που το «αφεντικό» ετοίμαζε να φορτώσει το «γαϊδουράκι» μ άλλο ένα φορτίο κι ενώ είχε ματώσει το γαϊδουράκι απ τον άγριο ξυλοδαρμό, ήρθε η ώρα να δείξει τα «δόντια» του….
(προσεχώς συνεχίζεται…)
υγ. η ανάγνωση του α μέρους του παραμυθιού μπορεί να γίνει αντικαθιστώντας τους αστερίσκους με ονόματα όπως Ευρώπη (χωριό), Ελληνικός λαός (γαϊδουράκι), ελληνικό κράτος (αφεντικό-κλέφτης), ευρωπαϊκοί λαοί (άλλα γαϊδουράκια), ευρωπαϊκά κράτη (άλλα αφεντικά-κλέφτες), ψευδεπίγραφη δημοκρατία (σανό) κλπ