Αυτές τις μέρες χαιρέτησα παλιούς φίλους, που ‘χαμε καιρό να βρεθούμε, οι οποίοι διασκορπίζονται στις χώρες της Ευρώπης για μια καλύτερη τύχη.
Ένας παράτησε την αβέβαιη και χαμηλόμισθη δουλειά που ‘χε εδώ και φεύγει για Κύπρο, όπου του προσφέρουν πολλά περισσότερα και σε καλό πόστο, αξιοποιώντας το πλούσιο βιογραφικό του.
Ένας άλλος παράτησε την -στα όρια του εργασιακού εξευτελισμού- δουλειά του, όπου δούλευε πρωί-βράδυ και πληρωνόταν ως δούλος, πήρε τα μπογαλάκια του και πάει Γερμανία, όπου βρίσκεται και εργάζεται εδώ και αρκετούς μήνες η επί χρόνια σύντροφός του.
Πριν μερικούς μήνες χαιρετησα μια φίλη που βρήκε μια αξιοπρεπή δουλίτσα στη…… Σουηδία, δίνοντας τέλος στην πολυετή ανεργία της.
Είχε προηγηθεί ένας φίλος που πήγε Ολλανδία αρχικά, δεν τα κατάφερε και τελικά κατέληξε στο Βέλγιο βρίσκοντας μια δουλειά που του εξασφαλίζει τα βασικά, αυτά που δεν μπορούσε να ικανοποιήσει εδώ και τελικά κατάφερε και τράβηξε εκεί και τη γυναίκα του.
Μια άλλη φίλη έφυγε για Ντουμπάι, αξιοποιώντας την εντυπωσιακή της εμφάνιση και την καλή γνώση των αγγλικών, πιάνοντας δουλειά ως αεροσυνοδός.
Και αρκετοί άλλοι γνωστοί, γείτονες κλπ ψάχνονται, ετοιμάζονται ή έχουν ήδη φύγει μετανάστες στς χώρες της Ευρώπης, αφήνοντας πίσω τους την τριτοκοσμική πλέον Ελλάδα, η οποία όχι μόνο δεν ενδείκνυτο για αξιοποίηση των ονείρων τους, αλλά αδυνατούσε κιόλας να τους θρέψει!
Η γενιά μου καταστράφηκε από την πτώχευση.
Μας βρήκε πάνω εκεί που φτιαχνόμασταν και μας έκανε ένα απίστευτο και ασήκωτο πισωγύρισμα, το οποίο, όσοι ακόμη υπομένουμε, γνωρίζουμε πως μας θάβει διά΄παντός κάτω από τη χρηματιστική λυματολάσπη του.
Όσα κι αν συζητάμε τα τελευταία χρόνια, τα γεγονότα ξεφεύγουν κάθε φαντασίας και πρόβλεψης.
Η μετανάστευση για τη χώρα μας φάνταζε μια τελειωμένη ιστορία, γραφικά μελοδραματική, στα όρια της τραγικωμωδίας μέσα απ’ τα τραγούδια του Καζαντζίδη, τις ταινίες του Ξανθόπουλου και τις διηγήσεις των παλιών.
Τώρα δεν μπορούμε να τραγουδήσουμε πια γι’ αυτήν, γιατί δεν υπάρχει πια το μυστήριο της οριστικής φυγής.
Έτσι εύκολα όπως έφυγαν, έτσι εύκολα θα ξαναρθούν ίσως αύριο. Ίσως και ποτέ.
Και υπάρχει και το Skype βρε αδερφέ, για να πούμε δυο κουβεντούλες με τους ξενιτεμένους.
Έτσι δεν υπάρχει πια η αίσθηση “φεύγει και δε θα τον ξαναδώ ποτέ μου”.
Η σύγχρονη μετανάστευση δεν είναι ποιητική.
Εξακολουθεί όμως να είναι τραγική, έστω και χωρις τη θεατρική της υπόσταση.
Άνθρωποι που είχαν εδώ τη ζωή τους, τη δουλειά τους, τον άντρα ή τη γυναίκα τους, την οικογένειά τους, το σπίτι τους, τους φίλους τους, τα βιώματα και τις αναμνήσεις τους, βλέποντας το παρόν ζοφερό και το μέλλον εφιαλτικό, εξαναγκάζονται σε ακούσια φυγή, σαν τα χελιδόνια που φεύγουν το φθινόπωρο για να πάνε εκεί που αντέχουν να ζήσουν.
Ουσιαστικά δεν είναι μετανάστες από την Ελλάδα σε μιαν άλλη χώρα
Στην πραγματικότητα αναγκάζονται να αποδεχτούν το ρόλο των μελών ενός πολυεθνικού νομαδικού λαού, δίχως σπίτι και πατρίδα, δίχως ζωή και στέριωμα, που μετακινείται όπου υπάρχει κάθε φορά λίγο ψωμί, όπου περισσεύει κάτι απ’ τους γλάρους και τα περιστέρια.
Αυτή η φυλή είναι λευκή, μαύρη, κίτρινη και κόκκινη και μεταφέρεται σε κάθε γωνιά του κόσμου όπου υπάρχει “ανάπτυξη”. Ώσπου να σταματήσει κι εκεί, να πεταχτούν έξω σαν στιμμένες λεμονόκουπες υπό τις ιαχές των όψιμων και κατόπιν αναπτυξιακής εορτής ρατσιστών και να αναζητήσουν την τύχη τους σε άλλη Γη, σ’ άλλα μέρη, που κανέναν δεν ξέρουνε και κανείς δεν τους ξέρει…
Κακά τα ψέματα, στην Ελλάδα πλέον δεν αντέχεται η ζωή.
Μια χώρα, ένας λαός που πετάχτηκε ως μεζεδάκι στα νύχια των μαύρων πανθήρων της υφηλίου, σιγοκαίγοντας τα ζωντανά κύτταρα αυτού του πάλαι ποτέ ζωντανού οργανισμού, μοιάζει με σαλιγκάρι που πετιέται ζωντανό στο τηγάνι και η μόνη λύση που βρίσκει είναι η απόδραση λίγο πριν ψηθεί.
Μας λήστεψαν, μας καταστρέφουν κάθε δυνατότητα ανάνηψης και μας σιγοψήνουν καθημερινώς επιχειρώντας να εξουδετερώσουν μέχρι και το τελευταία ζωντανό κύτταρο της κοινωνίας μας.
Δεν ξέρω. Ίσως οι σημερινοί έφηβοι και τα σημερινά παιδιά να είναι ευτυχή όπως εκείνα μετά τον πόλεμο, γιατί ξεκινούν με ελάχιστα και ίσως όταν φτάσουν σε παραγωγική ηλικία (σε δέκα- δεκαπέντε χρόνια) τα πράγματα να έχουν φτιάξει και να μπορέσουν κι αυτά να ζήσουν καλύτερα από εμάς.
Οι μεγαλύτεροι από εμάς, οι συνταξιούχοι κι αυτοι που οδεύουν προς τη σύνταξη, πέρασαν ως επί το πλείστον τη ζωή τους κανονικά και άνετα και ακόμη κι αν δυσκολεύονται τώρα έχουν τουλάχιστον να τρέφονται με το πλούσιο παρελθόν τους και τις όποιες αποταμιεύσεις ή τα απομεινάρια των δικαιωμάτων τους.
Όσο για μας που ‘μαστε στη μέση;
Εμείς καταστραφήκαμε, μάγκες. Εμείς, όταν ίσως έρθει η όποια αλλαγή στα πράγματα, θα είμαστε σε τέτοια φυσική και εργασιακή ηλικία, ώστε δε θα καταφέρουμε να απολαύσουμε τα οφέλη της.
Εμείς είμαστε οι χαμένοι μπροστινοί του πολέμου που καλύπτουμε για να ζήσουν οι υπόλοιποι.
Είμαστε οι κομπάρσοι που σκοτωνόμαστε πρώτοι στο καουμπόϊκο, προκειμένου ν’ αρχίσει η πλοκή.
Εμείς στιβαγμένοι στις ουρές άλλοτε της Εφορίας, άλλοτε των πρεσβειών, άλλοτε του ΙΚΑ κι άλλοτε του ΟΑΕΔ, βιώνουμε τον καθημερινο εφιάλτη της παντελούς έλλειψης ορίζοντα κι ελπίδας.
Το εφιάλτη του πισωγυρισματος στηνα δυναμία επίβίωσης.
Εμείς που διασκορπιζόμαστε καθημερινά στην υφήλιο σαν ψίχουλα στο τραπέζι ανακατεμένοι από την δίνη των συνεχώς εφιαλτικότερων εξελίξεων.
Εμείς που θυσιαζόμαστε ως Ιφιγένειες για να σαλπάρουν τα πλοία και ψάχνουμε απεγνωσμένα για την Άρτεμη που θα ‘ρθει να μας σώσει, όπως λέν οι μύθοι.
Και κάθε μέρα που περνά, να πιστεύουμε όλο και λιγότερο πως θα ‘ρθει η θεά να μας γλιτώσει από την καρατόμηση.
Περιμένουμε τον από μηχανής θεό, αφού συμφωνήσαμε πως αυτά πρέπει να τα υποστούμε. Ή έστω δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς.
Περιμένουμε τον από μηχανής θεό, αφού συμφιλιωθήκαμε με το Τέρας.
Το Τέρας της διαρκούς πτώχευσης, της εξαθλίωσης, το Τέρας του διαρκούς εξευτελισμού της νοημοσύνης μας με τις αλλεπάλληλες αόρατες “σωτηρίες” που μας προσφέρουν στο πιάτο οι “εταίροι” μας και οι εταίρες τους.
Αποδεχτήκαμε το παιχνίδι του Τέρατος, όπως και το ότι αυτό θα βάζει πάντα τους κανόνες σ’ αυτό.Αποδεχτήκαμε πως θα χάνουμε για πάντα.
Κι έτσι πήραμε τους δρόμους, άλλος στη Γερμανία, άλλος στο Βέλγιο, άλλος στη Σουηδία κι άλλος στο Ντουμπάι.
Κι εμείς εδώ, να κρυφοκοιτάμε από το μισόκλειστο πατζούρι, μπας και ξημερώσει σήμερα κι άλλος Ήλιος βγει, σ’ άλλη θάλασσα, άλλη Γη…
toixo-toixo.blogspot.gr