Απάντηση του Θ. Ρουσόπουλου σε δημοσίευμα της “Ε”
κ. Βαγγέλη Παναγόπουλο,
Διευθυντή της «Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας»
Κύριε Διευθυντά,
Μόλις σήμερα πληροφορήθηκα δημοσίευμά σας στην “Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία” (13 Ιουνίου 2010), το οποίο προσπάθησε – ανεπιτυχώς ως προς εμέ – να δημιουργήσει την εντύπωση ότι αύξησα τα εισοδήματά μου εισερχόμενος στην πολιτική. Η εισαγωγική φράση του ρεπορτάζ σας «οι πολιτικοί δεν βγαίνουν ζημιωμένοι από την πολιτική» όσον με αφορά προσωπικά δεν είναι αλήθεια και με προσβάλλει. Ιδού γιατί:
1. Ενώ αναφέρετε ότι κάνετε σύγκριση των πόθεν έσχες εννέα πολιτικών προσώπων, μεταξύ του 1997 και του 2007, σε ότι με αφορά δε δημοσιεύετε στοιχεία του 1997 που ήμουν δημοσιογράφος αλλά του 2003 όταν ήμουν ήδη επί τριετία εκπρόσωπος τύπου της ΝΔ. Γιατί αποσιωπάτε τα εισοδήματά μου στην εικοσαετία που εργαζόμουν, ενώ αυτά ο ίδιος τα έχω δημοσιοποιήσει με επιστολή μου στον τύπο, τον Σεπτέμβριο του 2008, αλλά και με δημοσιευθείσα επίσης αγωγή που κατέθεσα εναντίον του τηλεοπτικού σταθμού “Άλφα” και τριών δημοσιογράφων, οι οποίοι υπαινίχθησαν το ίδιο (Το κείμενο της αγωγής κοινοποιήθηκε τον Μάρτιο του 2009 σε όλα τα ΜΜΕ και στην “Ελευθεροτυπία”);
Σας ξαναενημερώνω λοιπόν ότι άρχισα να εργάζομαι ως δημοσιογράφος από τις αρχές της δεκαετίας του -80. Ενδεικτικά, θα σας πάω πιο πριν και από το 1997, στο 1987, όταν ο μισθός ενός δημοσιογράφου ήταν 50.000 δραχμές τα δικά μου εισοδήματα από την “Ελευθεροτυπία” και τον “Αθήνα 9,84” έφταναν τις 300.000 δραχμές, δηλαδή εξαπλάσια (500% περισσότερα, αφού σας αρέσουν οι ποσοστιαίες αναφορές όπως διαπίστωσα). Το 1994 ο μηνιαίος μισθός – σύμφωνα πάντα με τη λίστα των συμβάσεων που προμηθεύθηκα από την ΕΣΗΕΑ – ήταν περίπου 100.000 δραχμές. Τα δικά μου δηλωθέντα εισοδήματα ήταν 40 φορές μεγαλύτερα (3.908% περισσότερα) αφού τότε έφταναν τα 4.008.000 δραχμές το μήνα (2.508.000 δραχμές από το “Μέγκα”, στο οποίο, επί σχεδόν μια δεκαετία, ήμουν αρχισυντάκτης του πολιτικού ρεπορτάζ και 1.500.000 δραχμές ως αρχισυντάκτης της εφημερίδας “Νέα Μεσημβρινή”). Ωστόσο και το 1997 που επιλέξατε για άλλους υπουργούς, αλλά όχι για μένα, οι δηλωθείσες στη φορολογική δήλωση αποδοχές μου μόνο από μια δουλειά, αυτή του “Μέγκα”, ήταν 2.846.290 δραχμές τον μήνα, καθαρά έσοδα. Το 1998: 3.172.000 δραχμές, καθαρά έσοδα και το 1999 τελευταία χρονιά πριν εισέλθω στην πολιτική 3.711.201 δραχμές καθαρά έσοδα ανά μήνα. Αμειβόμουν λοιπόν με μέσο όρο σχεδόν 12.000 ευρώ τον μήνα (καθαρά έσοδα και υπολογίστε τα με αναγωγή σε σημερινές τιμές) για το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του -90. Δηλαδή πριν από δέκα και δεκαέξι χρόνια οι αμοιβές μου ήταν διπλάσιες από αυτές που έχει ένας Βουλευτής το 2010 και υπαινίσσονται οι συντάκτες σας ότι βγήκα οικονομικά ωφελημένος από την πολιτική;
2. Το ρεπορτάζ σας αναφέρεται σε ενδεχόμενη έρευνα των πόθεν έσχες όσων χρημάτισαν υπουργοί και υφυπουργοί την τελευταία 20ετία. Μακάρι. Σε ότι με αφορά το ζήτησα εδώ και πολύ καιρό. Διαβάστε την κατάθεσή μου στην εξεταστική επιτροπή για το Βατοπαίδι και θα το βρείτε. Να ερευνηθούν από ανεξάρτητη εποπτική αρχή όλα τα πόθεν έσχες, όλων ανεξαιρέτως των πολιτικών. Και να δημοσιοποιήσουν όλοι τα εισοδήματά τους από τη δουλειά τους πριν μπουν στην πολιτική. Για να γίνονται οι σωστές συγκρίσεις. Είμαι άλλωστε o μόνος πολιτικός από το 1974 έως σήμερα που αυτοβούλως κατέθεσε στο δημόσιο διάλογο τα περιουσιακά του στοιχεία και τα εισοδήματα που είχε επί 20 χρόνια πριν ακόμη μπει στην πολιτική, εργαζόμενος στην ελεύθερη αγορά και ποτέ στον δημόσιο τομέα.
Όπως είμαι από τους πρώτους, αν όχι ο πρώτος δημοσιογράφος, που στις αρχές της δεκαετίας του -90 με επιστολή μου – υπάρχει στο αρχείο της ΕΣΗΕΑ – ζήτησα την καθιέρωση πόθεν έσχες για τους δημοσιογράφους.
3. Στον πίνακα των αποκτηθέντων από εμέ και τη σύζυγό μου ακινήτων έχετε λάθη. Εμφανίζετε ακίνητο που απεκτήθη το 1994 όταν ήμουν δημοσιογράφος ως αποκτηθέν το 2007. Σε κάθε περίπτωση η ακίνητη περιουσία εμού και της συζύγου μου και τα τραπεζικά μας δάνεια υπερκαλύπτονται όχι μια αλλά περισσότερες φορές από τα εισοδήματά μας.
4. Το ρεπορτάζ σας αναφέρει εμφατικά ότι ανέβηκε υπέρογκα το “κασέ” της συζύγου μου, από τότε που έγινα υπουργός. Και για να το πιστοποιήσετε αναφέρετε τα εισοδήματά της το 2007. Το 2007 επελέγη διότι εξυπηρετούσε τον συλλογισμό των συντακτών που έγραψαν το ρεπορτάζ. Απεκρύβη όμως ότι τα μισά από τα εισοδήματα εκείνου του έτους ήταν η ποινική ρήτρα αποζημίωσης από την διακοπή του συμβολαίου της, στον τηλεοπτικό σταθμό “Άλφα”.
Αλλά και το 2004, αν ψάξετε, θα δείτε ότι και τότε επίσης ως παρουσιάστρια του κεντρικού δελτίου ειδήσεων του “Μέγκα” τα εισοδήματα της συζύγου μου ήταν αρκετά ψηλά σε σχέση με τον μέσο όρο αμοιβής των δημοσιογράφων. Τα δε σχόλια για την δουλειά της από τον τύπο – και από την “Ελευθεροτυπία”- ήταν εξαιρετικά. Τι υπαινίσσονται οι γράφοντες; Ότι παρ’ αξίαν οι εκδότες της έδωσαν προβεβλημένη θέση και αμοιβή για να τα ‘χουν καλά μαζί μου; Ξεχάσατε την πολεμική που δέχθηκε η κυβέρνηση και εγώ μαζί, για τον Βασικό Μέτοχο; Και μάλιστα από το κεντρικό δελτίο ειδήσεων του “Μέγκα”;
Δυστυχώς δεν ζει ο Κίτσος Τεγόπουλος – για τον οποίον πολλοί στην Ελευθεροτυπία γνωρίζουν ότι εκτιμούσε ιδιαιτέρως για τη δημοσιογραφική δουλειά μας και εμένα και τη σύζυγό μου – να μας εξηγήσει πως ως μέλος και εν συνεχεία Πρόεδρος του Δ.Σ του “Μέγκα”, στο οποίο επί πολλά χρόνια πριν μπω στην πολιτική εργαζόταν η Μάρα Ζαχαρέα, της είχε εγκρίνει μια από τις υψηλότερες αμοιβές του καναλιού. Θα ήταν προσβολή στη μνήμη ενός πρωτοπόρου του τύπου και ιδιαίτερα του Κίτσου Τεγόπουλου, να υποστηρίξει κανείς πως σκεφτόταν με ιδιοτελείς σκοπούς, σαν αυτούς που έφτασε σήμερα να υπαινίσσεται η εφημερίδα που ίδρυσε. Για να το πω στη γλώσσα του Κίτσου, και θα το καταλάβουν καλά μόνον όσοι τον γνώρισαν, εκείνος έγραφε στα …παλιά του τα παπούτσια τέτοιες σκέψεις.
Επειδή βιώνουμε την εποχή της ισοπέδωσης, διεκδικώ την διαφορετικότητά μου. Θα συνεχίσω με αυστηρότητα και με ατράνταχτα στοιχεία, να υπερασπίζομαι το όνομά μου – που κάποιοι, για πολιτικές και άλλες σκοπιμότητες, βάναυσα λάσπωσαν τον τελευταίο ενάμιση χρόνο. Όπως θα έκανε κάθε ένας που εγκατέλειψε μια επιτυχημένη επαγγελματική πορεία για να εισέλθει στην πολιτική, πιστεύοντας ότι θα προσφέρει με τις μικρές του δυνάμεις στον τόπο. Εκτός εάν θέλουμε πολιτικούς μόνον από τα κομματικά θερμοκήπια και όχι δοκιμασμένους στον επαγγελματικό στίβο.
Ελπίζω ότι η «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», εφημερίδα στην οποίαν έκανα τα πρώτα δημοσιογραφικά μου βήματα και με σεβασμό εργάστηκα επί σχεδόν 14 χρόνια, θα δημοσιεύσει ολόκληρη την επιστολή μου, σεβόμενη την αλήθεια και τη δεοντολογία.
- Φιλικά,
Θόδωρος Ρουσόπουλος