Εκλογές και το σύνδρομο της δογματικής σκέψης

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Γράφει ο Χρήστος Ιακώβου
Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών (ΚΥΚΕΜ)
Κάθε φορά που πλησιάζουν εκλογές στη χώρα μας, εκ των πραγμάτων, το επίκεντρο των καθημερινών συζητήσεων είναι οι πολιτικές εξελίξεις. Για χρόνια τώρα, συζητώντας την πολιτική σε όλα τα επίπεδα της καθημερινής ζωής, με ανθρώπους που νοιώθουν την ανάγκη να ευρίσκονται ισχυρά περιχαρακωμένοι σε κομματικά και ιδεολογικά καταφύγια, αισθανόμενοι ότι υπηρετούν υψηλά ιδανικά, πολύ πιο ψηλά από τα έτσι κι αλλιώς κάλπικα ιδανικά των άλλων, προσπαθούσα να καταλάβω τι κάνει ένα άνθρωπο να καταφεύγει στην ιδεόληπτη πίστη και μέσα από μία απλή συζήτηση πολιτικού ενδιαφέροντος, να προσκολλάται πάντοτε με νευρωτική αλαζονεία στην μανιώδη προσπάθειά του να αυτοδικαιώνεται.
Γι’ αυτούς τους ανθρώπους, ακόμη κι’ ένας μικρός διάλογος πρέπει να γίνεται με σκοπό να τον κερδίσουν, ισοπεδώνοντας εξευτελιστικά και με ναρκισσιστική κυριαρχία τον
συνομιλούντα, τον οποίο πάντοτε βλέπουν ως αντίπαλο. Αν δεν το καταφέρουν, τότε επιστρατεύουν ποικίλους τρόπους εκδικητικότητας, γιατί ο «αντίπαλος» κατάφερε να αναιρέσει, με επιχειρήματα, τα ερείσματα και τα είδωλα που τους δικαιώνουν στα ίδια τους τα μάτια. Σε τέτοιους ανθρώπους, κυρίαρχο ρόλο στην όποια σκέψη και συμπεριφορά τους παίζει πρωτίστως η ύπαρξη του αντιπάλου, δηλαδή του «διαβόλου» και αυτό που τους συσπειρώνει και φανατίζει ή χρησιμοποιείται για να τους συσπειρώσει και να τους φανατίσει δεν είναι η πολιτική νίκη επιτυχία όσο ο «κίνδυνος» που προέρχεται από το αντίπαλο κόμμα και την αντίπαλη ιδεολογία. Αυτή η διαπίστωση είναι δυστυχώς ένα μικρό δείγμα για το πως μπορεί να επηρεαστεί, να καθοδηγηθεί και να ποδηγετηθεί πλέον η μάζα των φανατικών και δογματικών οπαδών. Στην ιστορία είναι πάμπολλα τα παραδείγματα όπου ο φανατισμός και ο δογματισμός έδωσαν άλλοθι στα πιο κτηνώδη πάθη του ανθρώπου.
Γι’ αυτούς, η ανεξάρτητη πολιτική σκέψη είναι απαγορευτική και η όποια τους «σκέψη» και κρίση θα πρέπει να λειτουργεί όπως η κλίνη του Προκρούστη, κομμένη και ραμμένη στη λογική και το σκοπό του κόμματος, της ιδεολογίας, και ακόμη χειρότερα, να υπηρετεί και να εξωραΐζει τον υποψήφιο της αρεσκείας τους. Έτσι, ακόμη και τα γεγονότα για κρίσιμα πολιτικά θέματα (π.χ. χειρισμοί στο Κυπριακό) θα πρέπει να τα αφηγούνται και να τα ερμηνεύουν ούτως ώστε να δικαιολογούν τους μύθους που φτιάχνουν στη φαντασία τους για τους «αλάνθαστους» πολιτικούς που ειδωλολατρεύουν.
Εντυπωσιάζει δε η περισσή ευκολία με την οποία ξεπερνούν εξόφθαλμα σοβαρά λάθη των πολιτικών της αρεσκείας τους με το τυποποιημένο λεκτικό «έκανε κάποια μικρά λάθη» ή τον «πίεσαν άλλοι για να κάνει αυτά τα λάθη». Έτσι οι επιτυχίες μεγιστοποιούνται και δημιουργούν μύθους γύρω από πολιτικούς της πολιτικής τους λατρείας και οι αποτυχίες, όσο καταστροφικές κι’ αν είναι, σμικρύνονται, παραβλέπονται ή αποδίδονται σε άλλους. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις η ενασχόληση με τα πολιτικά πράγματα και κατ’ επέκταση οι πολιτικές συζητήσεις δεν έχουν να κάνουν με τον ιερό σκοπό της πολιτικής αλλά εκπληρώνουν περισσότερο ψυχολογικές ανάγκες.
Ακόμη και μια μικρή διαφωνία μαζί τους, έστω και αν αυτή αποτελεί προϊόν ανεξάρτητης πολιτικής σκέψης, εκλαμβάνεται ως παρέκκλιση από την ευθεία γραμμή δογματισμού που εκφράζουν, άρα απορριπτέα. «Δεν είναι δικός μας άρα είναι με τους αντιπάλους μας».
Στο κλασικό του σύγγραμμα ο αμερικανός διανοούμενος Έρικ Χόφφερ, «Ο Φανατικός» (The True Believer, 1951) εξηγεί τη διαδικασία ένωσης ενός ατόμου με μία μάζα (π.χ. τυφλοί οπαδοί ενός κόμματος, φανατικοί οπαδοί μίας ποδοσφαιρικής ομάδος): «Η πίστη σε μία ιερή υπόθεση είναι σε μεγάλο βαθμό υποκατάστατο για τη χαμένη αυτοπεποίθηση…όσο μικρότερη ιδέα μπορεί να έχει για την τελειότητα του εαυτού του, τόση μεγαλύτερη προθυμία δείχνει για να αποδίδει αλλού την απόλυτη τελειότητα», όπως ακριβώς την αποδίδει πάντοτε ο φανατικός οπαδός στο κόμμα του ή στον πολιτικό που λατρεύει. «Όσο λιγότερο μπορεί ένα άτομο να αξιώσει διάκριση για τον εαυτό του, τόσο περισσότερο έτοιμο είναι να αξιώσει όλες τις διακρίσεις για το κόμμα του, την ιδεολογία του ή τον «ιερό» σκοπό που υπηρετεί».
Τα εμφανή ελλείμματα προσωπικότητας κάνουν τέτοιους ανθρώπους να είναι ανασφαλείς. Δεν μπορούν ποτέ να παράγουν αυτοεπιβεβαίωση μέσα από τις δικές τους δυνάμεις αφού έχουν προ πολλού απορρίψει τον εαυτό τους. Γιατί αν η ζωή ενός ανθρώπου έχει ποιοτικό περιεχόμενο τότε αξίζει κοίταγμα. Αν όχι, τότε ξεπερνά αυτό το πρόβλημα με το να ασχολείται με τη ζωή των άλλων.
Έτσι εξηγείται η μετακίνηση κάποιου από το χώρο των διαπιστωμένων ατομικών του ελλειμμάτων στο καταφύγιο της ιδεοληψίας που καλλιεργεί τη ψευδαίσθηση ότι απελευθερώνεται σωτήρια υπηρετώντας με φανατισμό μια ιερή υπόθεση. Μια μετακίνηση που μπορεί να ξεκινά ως αγνή και ανυστερόβουλη αφιέρωση και υπηρεσία σε υψηλά ιδανικά και καταλήγει σε ιδεοληψία, η οποία λειτουργεί ως στέγαστρο του ασυνείδητου εγωκεντρισμού και διέξοδος για τα ελλείμματα προσωπικότητας. Γι’ αυτό οι φανατικοί όπου και να βρίσκονται έχουν ανάγκη από μία εσωτερική λογική ηθικισμού για να εξωραϊζεται η ανασφάλειά τους και να ενισχύεται η εγωκεντρική τους αυτοάμυνα με «ορθότερες» ιδέες και πολλές φορές με μεσσιανική αποστολή.
Συνεπώς, πως να συζητήσεις με αξιολογική και κριτική σκέψη με ανθρώπους που δεν μπορούν να ξεπεράσουν το τυποποιημένο φράγμα του δογματισμού; Αυτοί έχουν πλέον εθιστεί στην τυποποιημένη γλώσσα και ορολογία που σχηματοποιεί κάθε αντικείμενο συζήτησης και οδηγεί πάντοτε στις ίδιες απαντήσεις. Κι ακόμη περισσότερο, πως να συζητήσεις με ανθρώπους που έχουν ανάγκη από μία βεβαιότητα «ξεχωριστής κλήσης» και «υψηλής αποστολής» για να αισθάνονται εσαεί αυτοδικαιωμένοι;

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ