Όταν ο αδρανής Μωάμεθ
Δεν πηγαίνει στο βουνό
Τότε το βουνό
Πετροβολιέται μόνο του.
(Αραβική παροιμία)
Προς το τέλος της τέταρτης δεκαετίας του 6ου π.Χ. αιώνος η πολιτική ατμόσφαιρα των Αθηνών είχε βαρύνει. Οι Μεγαρείς είχαν αποσπάσει για μια ακόμη φορά την Σαλαμίνα, οι Αιγινήτες ήταν εχθρικοί και οι Μυτιληναίοι κατέλαβαν το Σίγειον. Ο Πεισίστρατος εκμεταλλευόμενος την απογοήτευση των λαϊκών μαζών για τις εξωτερικές ατυχίες, προετοιμάζονταν να καταλάβει την εξουσία, ως τύραννος.
Πέτυχε να εκλεγεί πολέμαρχος και οδήγησε τον αθηναϊκό στρατό εναντίον των Μεγαρέων, όπου και τους νίκησαν. Ο Πεισίστρατος συν τοις άλλοις είχε τώρα και την αίγλη του νικητή στρατηγού.
Ο Σόλων, ογδοντάρης πια, διαβλέποντας τον κίνδυνο για την δημοκρατία, προσπάθησε να αφυπνίσει την κοινή γνώμη, εναντίον του Πεισιστράτου.
‘’Από ένα σύννεφο βγαίνει η δύναμη της χιονοθύελλας και του χαλαζιού και η βροντή γεννιέται από την λαμπρή αστραπή. Η πόλη καταστρέφεται από τους ισχυρούς και ο λαός από άγνοια περιέρχεται στην εξουσία τυράννου. Όταν το πλοίο ανοιχθεί πολύ μακριά στο πέλαγος, δεν είναι εύκολο να γυρίσει στο λιμάνι. Και όλα αυτά πρέπει να τα καταλαβαίνει κανείς όσο είναι καιρός.’’
Αλλά ο Πεισίστρατος είχε μεγάλη απήχηση, επηρέαζε την πλειοψηφία της Εκκλησίας του δήμου.
Μια μέρα, αφού τραυμάτισε τον εαυτό του και δύο υποζύγιά του, παρουσιάσθηκε στην Αγορά, λέγοντας ότι μόλις διέφυγε δολοφονική επίθεση. Ένας φίλος του, πρότεινε στην Εκκλησία του δήμου ψήφισμα, σύμφωνα με το οποίο ο Πεισίστρατος θα προστατευόταν από σώμα πολιτών ‘’κορυνηφόρων’’ (ροπαλοφόρων).
Ο Σόλων προσπάθησε να αντιδράσει, αποκαλύπτοντας το παιχνίδι του Πεισιστράτου.
Αλλά οι θήτες (τάξη εργατών γης στην αρχαία Αθήνα) απάντησαν με θορυβώδεις εκδηλώσεις υπέρ αυτού, ενώ οι εύποροι ή παρέμειναν σιωπηλοί ή αποσύρονταν. Η Εκκλησία έδωσε την έγκρισή της για τους ‘’κορυνηφόρους’’. Έτσι σε λίγο ο Πεισίστρατος κατέλαβε την Ακρόπολη, με την φρουρά των πολιτών που του είχαν παραχωρήσει ως σωματοφυλακή, και επέβαλλε τυραννίδα.
Ο Σόλων συνέταξε τότε μια ελεγεία που απευθυνόταν ειδικά στους μετανοημένους: ‘’Για τα κακά που υποφέρεται, σεις φταίτε, μη μέμφεσθε τους θεούς. Σεις οι ίδιοι ανυψώσατε αυτούς τους ανθρώπους δίνοντάς τους φρουρές, για τούτο περιπέσατε σε κακή δουλεία. Ο καθένας σας χωριστά πορεύεται με προσοχή σαν αλεπού, και όλοι μαζί έχετε μυαλό αποχαυνωμένο. Γιατί δίνετε προσοχή στη γλώσσα και στα εύστροφα λόγια του ανδρός και δεν βλέπετε τίποτα από όσα κάνει.’’
Η ενέργεια αυτοτραυματισμού του Πεισίστρατου ήταν ίσως η πρώτη προβοκάτσια της Ιστορίας. Έκτοτε στο πέρασμα των αιώνων πολλοί τύραννοι χρησιμοποίησαν ανάλογες προβοκάτσιες για την αρπαγή ή διατήρηση της εξουσίας τους ή για να ρίξουν από την εξουσία τους αντιπάλους τους.
Δεν μας προκαλούν λοιπόν εντύπωση οι στρακαστρούκες που θραύουν υαλοπίνακες και ξύνουν πατώματα, ή οι ελεγχόμενες καύσεις θυρών, γιατί όλα είναι μέσα σε ένα πρόγραμμα.
Ακόμη και οι ανακαταλήψεις βιλών από τους γρεναδιέρους, και οι ξαναμανακαταλήψεις από τους κεκρύφαλους γαβριάδες, που κινούνται στο ομιχλώδες –από τα χημικά- πλαίσιο ενός ανούσιου παιχνιδιού, κλεφτών και αστυνόμων, με ασαφή τα όρια μεταξύ τους, αφήνουν τον λαό, ο οποίος έχει άλλα σοβαρότερα προβλήματα για να ασχοληθεί, παγερά αδιάφορο.
Παρόλο που με τις δηλώσεις τους, να αναλάβει και η κοινωνία τις ευθύνες της, που γίνονται σε μια προσπάθεια να θερμανθεί η ατμόσφαιρα, μια και επίκειται και η έλευση των Μαύρων Νερών, που θα κατακλύσουν τα πάντα, εν τούτοις η κοινωνία δεν έχει διάθεση να εμπλακεί στους ομηρικούς καυγάδες τους. Κατσιφάρα και καταχνιά επικρατεί, αντάρα και σιωπή.
Μια παγερή θανατερή σιωπή, που όλο μεγαλώνει και απλώνεται πάνω από την κατεστραμμένη χώρα. Σέρνεται στους σκοτεινιασμένους δρόμους, ξεσκίζει την ομίχλη που επικάθεται πάνω από τις καμινάδες, πηγαίνει βόλτα στα κλειστά μαγαζιά, χαζεύει τις βιτρίνες που τις στολίζουν τα κόκκινα λουλούδια των ‘’ενοικιάζεται’’.
Η παγερότητα μέρα με την μέρα μεταμορφώνεται σ΄έναν τεράστιο εφιαλτικό παγετώνα, όπου με βιάση εισχωρεί στις οικίες, θωπεύει τα τρεμάμενα χέρια των γερόντων, που τουρτουρίζουν σκεπασμένοι στις κουβέρτες τους, δίπλα από την ανενεργή εστία.
Τώρα ο παγετώνας μπαίνει στα σπίτια των νοικοκυραίων, βλέπει με αδιαφορία την αγωνία του πατέρα, που μετρά και ξαναμετρά το γλίσχρο περιεχόμενο του βαλαντίου του, πετρώνει με την ανάσα του τα δάκρυα στα μάτια της μάνας, που ανακατεύει στην κατσαρόλα την φτωχική σούπα.
Ο παγετώνας φουριόζος επιθεωρεί τα σχολεία, περικυκλώνει τους μισθοπετσοκομμένους δασκάλους, αγκαλιάζει τους μικρούς μαθητές που προσπαθούν με τα παγωμένα χεράκια τους να πιάσουν το μολύβι, έπειτα αγέρωχος βγαίνει στο προαύλιο , αντικρίζει το σωματάκι του μαθητή, που έγειρε αδύναμο από την αφαγία των προηγουμένων ημερών, στις πλάκες της σχολικής αυλής.
Ο παγετώνας ακουμπά τα μαρμαρένια χείλη του στο μέτωπο του παγωμένου σπουργιτιού, κι αναχωρεί.
Κινείται γοργά, επιβλητικά, μια παγωμένη εκτυφλωτική εποποιία, στοχεύοντας τώρα την καρδιά της πόλης.
Στο πέρασμά του σαρώνει κατά ριπάς τα πεζοδρόμια, παίρνοντας παραμάζωμα καμπόσους αστέγους, μαζί με τον δήμαρχο που μοίραζε κουβέρτες. Παράπλευρες απώλειες.
Η επίσκεψή του στα κατάμεστα νοσοκομεία της πόλης ξετελεύει γρήγορα. Η έλλειψη φαρμάκων και γιατρών είχε φροντίσει από τα πριν την περισσότερη δουλειά.
Τώρα ο στόχος του είναι τα κεντρικά ταμεία του κράτους. Επισκέπτεται ένα ένα τα γραφεία, βλέπει στα θησαυροφυλάκια – που άλλοτε ήταν γεμάτα-, να χάσκουν οι πόρτες ανοιχτές, λεηλατημένες, και τις κοιλότητες αδειανές, στρωμένες με λίγα μόνο ευτελή νομίσματα, με δάκρυα και πόνο μαζεμένα.
Ο παγετώνας χαμογελά με ειρωνεία και γεμίζει τις άδειες κρύπτες με γρανίτες και παγωτίνια. Έπειτα πηγαίνει στα άδεια συρτάρια και τοποθετεί παγοκύστες και παγάκια. Πάνω στα γραφεία αντικρίζει σωρό τους φορολογικούς νόμους για χαράτσια και επιτηδεύματα. Χάριν αστειότητας και πάλι, τα σκεπάζει με παγωμένα πουπουλένια στρώματα και φεύγει.
Η κυλιόμενη χιονονιφάδα περιτρέχει τους λασπωμένους δρόμους, περνάει μπροστά από τις κατειλημμένες και μη βίλες, τις αποφεύγει, δεν τον ενδιαφέρουν.
Η επιθυμία του είναι να προσφέρει το παγωμένο απεριτίφ του στο παλάτι. Φθάνει ταχιά στον Κήπο, ακουμπά τα δένδρα και τα μεταμορφώνει σε νυφούλες, βγαίνει στην πλατεία, κοντοστέκεται, στην ατμόσφαιρα πλανάται ακόμη ο ήχος από θυμωμένες φωνές, αχνοφαίνονται ακόμη οι εικόνες από υψωμένες γροθιές. Ο αέρας που είναι ακόμη ποτισμένος από την οσμή των χημικών, μεταφέρει τριγύρω τις αλαζονικές ιαχές της νίκης.
Το βλέμμα του παγετώνα σκοτεινιάζει όταν αντικρίζει το προαύλιο του παλατιού να το φρουρούν οι σιδηρόφρακτοι ιππότες.
Εκείνοι βλέπουν τον ογκώδη πάγο και απορούν. Πάντα ήταν προετοιμασμένοι ν΄αποκρούουν τα κομματιασμένα μάρμαρα, για τα κομμάτια πάγου κανείς δεν τους είχε μιλήσει.
Ο παγετώνας με μια κίνηση εκτοξεύει τα παγωμένα βέλη του κι ευθείς μεταμορφώνει τους ιππότες σε κοιμωμένες πριγκιποπούλες.
Δρασκελίζει ανενόχλητα και αγέρωχα την ευρύχωρη θύρα. Εισέρχεται μεγαλοπρεπής στο αρχοντικό, γλιστράει απαλά στους μαρμαροστρωμένους διαδρόμους και φθάνει ίσαμε το κυλικείο που είναι γεμάτο από υπαλλήλους, που λογαριάζουν για το που θα ξοδεύσουν τα παχυλά μισθία τους.
Ο παγετώνας ορμητικός φθάνει κοντά τους και τους στέλνει τα παγωμένα του φιλιά, κι αυτοί βυθιζόμενοι στην ηδυπάθεια, ονειρεύονται ότι βρίσκονται γι ακόμα μια φορά διακοπές στις χιονισμένες πλαγιές των Άλπεων, κάνοντας σκι.
Έπειτα προχωρεί ανάλαφρα ως κάτω στο γυμναστήριο. Επιθεωρεί με ενδιαφέρον τα πανάκριβα μηχανήματα, τα πασπαλίζει με χαριτωμένες χιονονιφάδες και ανεβαίνει επάνω. Βρίσκεται ήδη στο τελευταίο του σλάλομ. Η αίθουσα του θρόνου!
Τα αρχοντόπουλα νοιώθουν ένα σύγκρυο να φιδοσέρνεται στη ράχη τους αλλά δεν δίνουν σημασία. Απορροφημένοι καθώς είναι σκυμμένοι πάνω από τα γραφεία τους να γράφουν και να σβήνουν φοροεισπρακτικούς νόμους, πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, λίστες και CD. Ο παγετώνας αθόρυβα πλησιάζει τον ξυλόγλυπτο θρόνο, τον στολίζει με χιλιάδες παγωμένα πετράδια.
Έπειτα με μια κίνηση σκεπάζει τα γραφεία με μια λαμπερή πάχνη. Τα αρχοντόπουλα ξαφνιασμένα αισθάνονται σταλαγμίτες να φυτρώνουν πάνω στα –φτιαγμένα από λουστραρισμένο ξύλο και ακριβό δέρμα-, έδρανά τους. Μια βαριά παγωμάρα έπεσε στην αίθουσα.
Ο παγετώνας καρφώνει το διαμαντένιο βλέμμα του στα αυθάδη μάτια τους, απλώνει τα χέρια του και αρχίζει τον παράξενο χορό του.
Εκείνοι αισθάνονται την αρπάγη να τους σφίγγει και καθώς είναι ψυχρόαιμα όντα, δεν αντέχουν το κρύο ατσάλι. Αρχίζουν ν΄αλλάζουν χρώματα με ταχείς ρυθμούς, πρώτα πρασινίζουν, έπειτα μπλεδίζουν, τα μάγουλά τους βάφονται κόκκινα, η μύτη τους ροζίζει και όσο ο παγετώνας , χορεύοντας, υφαίνει γύρω τους το λευκό φόρεμα του θανάτου, εκείνοι μαυρίζουν, χλωμιάζουν και πανιάζουν, φοβισμένοι, ίδιοι θλιβεροί χαμαιλέοντες.
Κάποιοι μπόρεσαν να ψελλίσουν : ‘’Μα πως; Αυτό δεν το είχαμε λογαριάσει σαν σενάριο, στις ασκήσεις επί χάρτου. Εμείς πάντα περιμέναμε μια θερμή αντίδραση. Είχαμε κάνει και την προσομοίωση με αληθινές πυρές και επιτυχημένες βολές’’.
Κάποιοι άλλοι πρόλαβαν να θυμηθούν τα λόγια του συναδέλφου τους στις απαρχές, που έλεγε για κάποιον Τιτανικό.
Τι κρίμα! Οι υπαίτιοι αυτής της ελεγείας. Άμοιροι όμηροι λιστών. Το παγόβουνο δεν το είχανε προβλέψει!
Με εκτίμηση,
Αγγελική Π.