Του Γελωτοποιού
Λέγεται ότι όλοι μπορούν να θυμηθούν που βρίσκονταν όταν έμαθαν για την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους.
Οι όλοι είναι πάρα πολλοί, αλλά ο Γελωτοποιός σίγουρα θυμάται.
Ήταν στην Νάξο και πήγαινε για τη δουλειά, όταν είδε κόσμο μαζεμένο σε ένα ίντερνετ καφέ. Πλησίασε και τους βρήκε όλους να κοιτάνε το τρέιλερ από κάποια ταινία καταστροφής.
Το τρέιλερ δεν του φάνηκε και πολύ πρωτότυπο. Κόσμος να τρέχει πανικόβλητος στην… (Ποια άλλη; Ποια πόλη καταστρέφουν πρώτη οι εξωγήινοι-τέρατα-τρομοκράτες-μετεωρίτες-τυφώνες;) Νέα Υόρκη.
Φωτιές, άνθρωποι να βουτάνε από το εβδομηκοστό και βάλε όροφο, πυροσβεστική, πτώματα και ένα πλάνο που διαρκώς επαναλαμβανόταν: Ένα αεροπλάνο να πέφτει σε ουρανοξύστη.
«Άλλη μια ταινία όπου ο Μπρους Γουίλις σώζει τον κόσμο», σκέφτηκε
Αλλά μετά παρατήρησε το σήμα του CNN και τα πρόσωπα των τουριστών που παρακολουθούσαν το ίδιο «τρέιλερ». Χρειάστηκαν λίγα δευτερόλεπτα μέχρι να καταλάβει ότι αυτό που έβλεπε δεν ήταν ταινία
Αυτό που συνέβη στο Γελωτοποιό εκείνη τη μέρα, όπως και στους περισσότερους, αποκαλείται το
«φαινόμενο του ανοίκειου».
Ο Σίγκμουντ Φρόιντ (ναι, ο γνωστός Φρόιντ) δίνει τον ορισμό του «ανοίκειου»:
«Το ανοίκειο φαινόμενο παράγεται όταν εξαλείφεται η διάκριση ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα, όπως όταν κάτι που πάντα θεωρούσαμε φανταστικό εμφανίζεται μπροστά μας στην πραγματικότητα.»
Στη λογοτεχνία και στον κινηματογράφο είναι πολύ συνηθισμένο τέχνασμα. Ίσως η πιο ιδιοφυής απόδοση του είναι στο βιβλίο του Μεξικάνου συγγραφέα Χουάν Ρούφλο: «Πέδρο Πάραμο» -το μυθιστόρημα με το οποίο ουσιαστικά επινοήθηκε ο φανταστικός ρεαλισμός.
Εκεί ο πρωταγωνιστής επιστρέφει στο χωριό του πατέρα του, όπου σ
υναναστρέφεται τους νεκρούς λες και είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα που θα μπορούσε να κάνει.
«Τι γίνεται, να σε κεράσω ένα καφεδάκι;»
«Δεν μπορώ να πιω, είμαι νεκρός.»
«Καλά… Παξιμάδι θες;»
(Το βιβλίο είναι αριστούργημα, μην μπερδεύεστε με το βλακώδες χιούμορ του Γελωτοποιού).
Όμως στην περίπτωση της Ενδεκάτης Σεπτεμβρίου το ανοίκειο λειτουργεί αντίστροφα. Εκεί είναι η ζωή που μιμείται την τέχνη, η πραγματικότητα μοιάζει να είναι αποκύημα της φαντασίας, και οι άνθρωποι, ειδικά όσοι το έζησαν από κοντά, δεν μπορούν να ξεχωρίσουν τα όρια ανάμεσα στο αληθινό και το φαντασιακό.
Είδαμε σε προηγούμενα κείμενα τον πανικό που προκάλεσαν οι ραδιοφωνικές αναμεταδόσεις φανταστικών ειδήσεων, στην Αγγλία του 1926 και στην Αμερική του 1938 (και –τηρουμένων των αναλογιών- την ταχεία διάδοση μιας σατιρικής συνέντευξης, την οποία τόσοι εξέλαβαν ως αληθινή, στην Ελλάδα του 2013).
Σε εκείνες τις περιπτώσεις –αναφέρομαι στον Ουέλς και τον Νοξ- ο νεωτερισμός των μέσων μετάδοσης έκανε πιστευτή την ιστορία περί εθνικής καταστροφής (από εξωγήινους ή από τους κομμουνιστές).
Το 2001 οι άνθρωποι είχαν δει πολλές φορές την Νέα Υόρκη να καταστρέφεται. Παλιότερα στον «Πύργο της Κόλασης», αργότερα –και με πιο ρεαλιστικά εφέ- στην «Ημέρα Ανεξαρτησίας», στο «Γκοτζίλα» και σε πολλές ακόμα ταινίες.
Έτσι, ενώ ζούσαν την αληθινή καταστροφή, ένιωθαν «σαν να είναι κομπάρσοι σε ταινία καταστροφής».
Τα πανικόβλητα πλήθη στους δρόμους της Νέας Υόρκης έμοιαζαν με «ταινία τρόμου σε πολύ γρήγορο ρυθμό, με παραλείψεις και αλλαγές πλάνων.»
Ένας Νεοϋορκέζος είπε: «Όλοι τρέχαμε σαν να μας κυνηγούσε ο Γκοτζίλα.»
Μια δημοσιογράφος είπε ότι το να κινείσαι εκείνη τη μέρα στην Νέα Υόρκη ήταν «σαν να διασχίζεις με το αυτοκίνητο ένα τεράστιο κινηματογραφικό σκηνικό.»
Και ένας κριτικός τηλεόρασης: «Ήταν σαν η ζωή να μιμούνταν τα ειδικά εφέ κακών ταινιών, τους φρικτούς θανάτους του Πύργου της Κολάσεως ή τους εξωγήινους στην Ημέρα Ανεξαρτησίας που καταστρέφανε την πόλη».
Οι άνθρωποι έβλεπαν αυτό που συνέβαινε και ενώ ήξεραν ότι είναι αληθινό, δεν μπορούσαν παρά να το συγκρίνουν με όσα ήδη ήξεραν: Την κινηματογραφική πραγματικότητα.
Δε θα πούμε τίποτα για τις συνομωσιολογίες όπου η ίδια η CIA υποτίθεται ότι εκπαίδευσε τους τρομοκράτες ούτε για την τόσο εύστοχη δήλωση του Νόαμ Τσόμσκι ότι αυτή η επίθεση ήταν το καλύτερο δώρο για τα γεράκια της κυβέρνησης –όπως αποδείχτηκε.
Το παράξενο όπου εστιάζει ο Γελωτοποιός είναι ο τρόπος που λειτούργησε ο εγκέφαλος των παρισταμένων –και μη.
Συνηθισμένοι να απολαμβάνουν τον τρόμο στις κινηματογραφικές αίθουσες ή απλά να ενημερώνονται για βομβιστικές επιθέσεις και αεροπορικές επιδρομές σε κάποια μακρινή χώρα όπου ζουν μαύροι, Άραβες και Σέρβοι, δεν κατάφερναν να τοποθετήσουν τον εαυτό τους μέσα σε εκείνη την τόσο «εικονική» πραγματικότητα.
Ένας πατέρας (γράφει η Joanna Bourke, στο βιβλίο της “Fear: A cultural history”, εκδόσεις Σαββάλα) χρειάστηκε να επαναλάβει πολλές φορές στο παιδί του ότι αυτό που «έπαιζε» η τηλεόραση δεν ήταν video-game.
Σε αυτό το ανοίκειο φαινόμενο αναφέρεται και η Ναόμι Κλάιν, στο ντοκιμαντέρ της: «Το δόγμα του σοκ».
Αλλά εκεί ο πνευματικός κλονισμός είναι μεθοδευμένος και εξυπηρετεί συμφέροντα (χωρίς καμία, μα καμία συγκάλυψη).
Το ανοίκειο φαινόμενο στην Ελλάδα ξεκινάει όταν ένας πρωθυπουργός βγαίνει στην τηλεόραση με φόντο την υπέροχη θάλασσα -ο ήλιος λάμπει πάντα στην τιβί- και παραδέχεται ότι λεφτά δεν υπάρχουν και ότι τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ. δείχνουν ότι έχουμε πιάσει πάτο.
Οι Έλληνες παρακολουθούν την είδηση λες και βλέπουν διαφήμιση του ΕΟΤ.
«Α, ωραίο και το Καστελόριζο, ε;»
«Ναι, αλλά είναι μακριά.»
«Πόσες ώρες από την Αθήνα;»
«Δε θα είναι καμιά δωδεκαριά; Το λιγότερο…»
«Τι λέει αυτός;»
«Ξέρω ‘γω. Τι θα φτιάξουμε για βραδινό;»
Το μνημόνιο είναι λιγότερο σημαντικό από το γεύμα της επόμενης ημέρας ή τις διακοπές του καλοκαιριού.
Και πριν έρθει το καλοκαίρι έρχεται το «φανταστικό» να τους χτυπήσει την πόρτα: Άνθρωποι απολύονται από τις δουλειές τους σωρηδόν (μάλλον δε θα πάμε διακοπές), καταστήματα κλείνουν (μάλλον δε θα φάμε κοτόπουλο αύριο), οι μισθοί κουτσουρεύονται (μάλλον πρέπει να παραδώσουμε τις πινακίδες του δεύτερου αυτοκινήτου), το εκκαθαριστικό της εφορίας μοιάζει με κακόγουστη φάρσα (μάλλον έκαναν λάθος).
Και πριν προλάβουν οι άνθρωποι να συνειδητοποιήσουν ότι αυτά που ζουν αφορούν σε εκείνους και όχι σε κάποια άλλη χώρα, το φαντασιακό γίνεται μέρος της πραγματικότητας.
Ο γείτονας αυτοκτονεί (φαινόταν πεσμένος τώρα τελευταία), τα νοσοκομεία συγχωνεύονται στο στομάχι του Γαργαντούα-ΔΝΤ, τα σχολεία υπό το μηδέν, πετρέλαιο δεν μπορούμε να πάρουμε (αλλά θα ψήνουμε και κάστανα στην ξυλόσομπα), οι μισθοί μειώνονται κι άλλο (μάλλον δε θα φάμε αύριο), άνθρωποι ψάχνουν στα σκουπίδια για φαγητό (δεν ήταν αλήτης, έμοιαζε… κανονικός).
Και η ταινία συνεχίζεται.
Παίρνεις το λογαριασμό της ΔΕΗ και γελάς για να μην κλάψεις μπροστά στα παιδιά σου, αλλά δε θα βλέπουν τα δάκρυα σου όταν σας κόψουνε το ρεύμα.
Καταλαβαίνεις ότι δεν μπορείς να αποπληρώσεις το στεγαστικό και ότι θα πρέπει να μεταφερθείτε οικογενειακώς έξω από καμιά τράπεζα, όπου έχει πάντα ζέστη –«μια ευγενική χορηγία των ελληνικών κυβερνήσεων».
Τα δόντια σου χαλάνε, αλλά δεν μπορείς να τα φτιάξεις. Ξέρεις ότι πρέπει να κάνεις τις ιατρικές εξετάσεις που τόσο καιρό αναβάλλεις, αλλά έχεις ένα χρόνο να πληρώσεις ΤΕΒΕ.
Και όπως περνάς δίπλα σε έναν κάδο βλέπεις να έχουν πετάξει ένα «καινούριο» παντελόνι.
Και καθώς το κοιτάς, αν αξίζει να το πάρεις ή όχι, δε συνειδητοποιείς ότι είσαι εσύ πλέον εκείνος ο μη-αλήτης, εκείνος ο κανονικός που ψάχνει στα σκουπίδια.
Και εσύ, ο κανονικός, ο μη-αλήτης, αισθάνεσαι έκπληξη όταν γεύεσαι τα χημικά, αφού πάντα νόμιζες ότι αυτό συμβαίνει μόνο στα δελτία ειδήσεων, και ότι τα χημικά σύννεφα είναι σαν τα εφέ ξηρού πάγου που ανέπνεες στα μπουζούκια και στις ροκ συναυλίες.
Όπως αισθάνεσαι έκπληξη όταν σου απαγορεύουν να απεργήσεις, όπως αισθάνεσαι έκπληξη όταν σου χτυπάνε την πόρτα οι αστυνομικοί τα μεσάνυχτα, γιατί αναδημοσίευσες ένα άρθρο ή μια φωτογραφία, όπως αισθάνεσαι έκπληξη όταν καταλαβαίνεις ότι όλα αυτά, αυτά που μοιάζουν σαν ταινία ή σαν δελτίο ειδήσεων πιο πολύ, συμβαίνουν σε σένα.
Ας μην κατηγορούμε, λοιπόν, τους Έλληνες ότι δεν έχουν φαντασία. Όπως φαίνεται συνεχίζουν να ζουν στο φανταστικό τους κόσμο, νομίζοντας ότι η πραγματικότητα είναι το δελτίο ειδήσεων των 8.
L1