Τὸ πρό­βλη­μα τῶν θρη­σκευ­τι­κῶν στὰ σχο­λεῖ­α

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Μία ἁγιορείτικη θεώρησι      

Ἀρχιμ. Βασιλείου Ἰβηρίτου

Ἀ­κοῦ­με τὸ θέ­μα ποὺ ὑ­πάρ­χει. Κα­τα­λα­βαί­νου­με τὰ προ­βλή­μα­τα. Δε­χό­μα­στε τὶς δυσκολίες. Ὑ­πάρ­χουν και­νούρ­γι­ες συν­θῆ­κες ζω­ῆς. Βρί­σκον­ται μα­ζὶ μὲ τὰ ὀρ­θό­δο­ξα παι­δι­ὰ τῆς Ἑλ­λά­δος ξέ­να, ἄλ­λης κα­τα­γω­γῆς καὶ ἄλ­λων πα­ρα­δό­σε­ων.
Πρέ­πει νὰ βρε­θῆ ἕ­νας τρό­πος νὰ μπο­ρέ­σω­με νὰ συμ­βι­ώ­νω­με, νὰ ἀ­νε­χό­μα­στε τὸν ἄλ­λον τῆς ἄλ­λης πα­ρα­δό­σε­ως. Βρι­σκό­μα­στε σὲ νέ­α ἐ­πο­χή. Εὔ­κο­λα με­τα­κι­νοῦν­ται πλη­θυ­σμοί. Μεταφέρον­ται πλη­ρο­φο­ρί­ες, γνώ­σεις καὶ ἐμ­πο­ρεύ­μα­τα.
Πρέ­πει νὰ εἶ­ναι τὸ σχο­λεῖ­ο ἀ­νοιχ­τό, ἀ­νε­κτι­κό. Καὶ τὰ δι­κά μας παι­δι­ὰ νὰ τὸ κα­τα­λά­βουν, νὰ τὸ δε­χθοῦν. Καὶ τὰ ξέ­να παι­δι­ὰ νὰ μὴν αἰ­σθά­νων­ται ξέ­να, ἀλ­λὰ νὰ τρέ­φων­ται ἀ­πὸ τὴ μι­ὰ πηγὴ τῆς ἀ­λή­θει­ας.
Γί­νε­ται συ­ζή­τη­σι. Προ­βλη­μα­τί­ζον­ται πολ­λοί. Προ­τεί­νον­ται λύ­σεις: τὸ σχο­λεῖ­ο νὰ ἔ­χη ἕ­να χα­ρα­κτῆ­ρα θρη­σκει­ο­λο­γι­κό. Νὰ μεί­νη ὁ­μο­λο­γι­α­κὸ ἐ­φό­σον ἡ συν­τρι­πτι­κὴ πλει­ο­ψη­φί­α, σχε­δὸν ὁλό­της, εἶ­ναι ὀρ­θό­δο­ξη. Νὰ πά­ρη χα­ρα­κτῆ­ρα πι­ὸ ἀ­νοιχ­τό, μὲ γνω­σι­ο­λο­γι­κὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο.
Τὰ ἀ­κοῦ­με, τὰ βλέ­πο­με, τὰ κα­τα­νο­οῦ­με. Ὑ­πάρ­χει πρό­βλη­μα. Ἀλ­λὰ ἔτ­σι ποὺ τί­θε­ται προκα­λεῖ δυ­σκο­λί­ες. Δη­μι­ουρ­γοῦν­ται ἀν­τι­μα­χό­με­νες πα­ρα­τά­ξεις.
Ὅ­λοι ἰ­σχυ­ρί­ζον­ται ὅ­τι ξε­κι­νοῦν ἀ­πὸ τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α. Δὲν ἀρ­νοῦν­ται ἀλ­λὰ κηρύτ­τουν τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη πα­ρά­δο­σι. Ἀλ­λὰ ἐ­νῶ αὐ­τὰ λέ­γον­ται οἱ δι­α­φω­νί­ες ὑ­πάρ­χουν. Τὸ χά­σμα φαί­νε­ται με­γά­λο.

*   *   *

            Βλέ­πον­τας τὸ θέ­μα ὅ­λο ἀ­πὸ τὴ δι­κή μας πλευ­ρὰ τὸ βλέ­πο­με σο­βα­ρὸ καὶ ταυ­τό­χρο­να ἀνύ­παρ­κτο.
Ἐρ­χό­με­νοι στὸ Ἅ­γι­ον Ὄ­ρος μπαί­νο­με σὲ ἕ­να σχο­λεῖ­ο. Γι­νό­μα­στε ἰ­σό­βι­οι μα­θη­τές. Σπουδά­ζο­με καὶ ζοῦ­με τὴ λει­τουρ­γι­κὴ θε­ο­λο­γί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.
Ἐ­δῶ βρί­σκο­με τὴν ἀ­πάν­τη­σι γι­ὰ τὸ θέ­μα. “Ἐν αὐ­τῇ γὰρ ζῶ­μεν καὶ κι­νού­με­θα καί ἐ­σμεν”. Νοι­ώ­θο­με νὰ εἶ­ναι κά­τι ἄλ­λο πα­ναν­θρώ­πι­νο καὶ θε­ϊ­κό. Δὲν εἶ­ναι μι­ὰ θρη­σκευ­τι­κὴ ἄ­πο­ψι. Εἶ­ναι μι­ὰ θε­ο­φά­νει­α· φα­νέ­ρω­σι τοῦ ἀ­ο­ρά­του, ἀ­κα­τα­λή­πτου καὶ ἀ­προ­σί­του Θε­οῦ.
Στὶς ἀν­τιρ­ρή­σεις ποὺ μπο­ρεῖ νὰ προ­κλη­θοῦν ἀ­πὸ τὰ λε­γό­με­νά μας, ἁ­πλῶς λέ­με: ἀ­φῆ­στε μας νὰ μι­λή­σω­με γι­ὰ τὸ θέ­μα. Ἀ­φῆ­στε μας νὰ σι­ω­πή­σω­με. Νὰ πᾶ­με στὴν ἄ­κρη. Νὰ μὴν ἐμποδίζω­με κα­νέ­να. Νὰ ποῦ­με: “Ἔρ­χου καὶ ἴ­δε” (Ἰ­ω. 1, 46). Δὲν μπο­ρεῖς νὰ πῆς τὰ ἄρ­ρη­τα.

*   *   *

            Ζῶν­τας μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α ἐκ­πλήτ­τε­σαι. Δὲν πλη­σι­ά­ζεις τὸ μυ­στή­ρι­ο τῆς ζω­ῆς διανοητι­κά. Γνω­ρί­ζεις τὸν Θε­ὸ ὡς πλη­σμο­νὴ ἀ­γά­πης, ἀ­λή­θει­ας καὶ κάλ­λους. Βαφ­τί­ζε­σαι ὁλόκληρος στὰ νά­μα­τα τῆς χά­ρι­τος.
Γνω­ρί­ζο­με τὴν ἄ­φα­τη ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ: Γί­νε­ται ἄν­θρω­πος. Τα­πει­νώ­νε­ται. Θυ­σι­ά­ζε­ται. Δὲν κρί­νει κα­νέ­να. Δέ­χε­ται νὰ κρι­θῆ ἀ­πὸ ὅ­λους. Τὰ πάν­τα ὑ­πο­μέ­νει γι­ὰ νὰ σώ­ση τὸν ἄν­θρω­πο, γι­ὰ νὰ σώ­ση τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α του. Πα­ρα­ξε­νεύ­ε­σαι καὶ μέ­νεις ἄ­φω­νος μπρο­στὰ σ’ αὐ­τὴ τὴν ταπείνω­σι, τὸ ἔ­λε­ος, τὴ φι­λαν­θρω­πί­α.
Βλέ­πεις πῶς ἐ­πεμ­βαί­νει. Δὲν τι­μω­ρεῖ τὸν ἀ­δύ­να­το. Αἴ­ρει τὴν ἁ­μαρ­τί­α τοῦ κό­σμου. Κατακρί­νει τὴν ἁ­μαρ­τί­α ἐν τῇ ἑ­αυ­τοῦ σαρ­κί. Σὲ ἐκ­πλήτ­τει μὲ τὴ συμ­πε­ρι­φο­ρά του.
Εἶ­ναι ὁ Παν­το­κρά­τωρ καὶ παν­το­δύ­να­μος. Πο­λι­τεύ­ε­ται ὡς ἀ­δύ­να­τος καὶ ἀ­νύ­παρ­κτος γι­ὰ νὰ μπο­ρέ­ση νὰ ἀ­να­πτυ­χθῆ ὁ ἄν­θρω­πος.
Φεύ­γει ἀ­πὸ ἀ­γά­πη. “Συμ­φέ­ρει ὑ­μῖν ἵ­να ἐ­γὼ ἀ­πέλ­θω”. Καὶ τὴν ἴ­δι­α στιγ­μὴ εἶ­ναι ὁ ἀοράτως πα­ρὼν ποὺ τὰ κά­νει ὅ­λα γι­ὰ τὴ σω­τη­ρί­α ὅ­λων. Εἶ­ναι ὁ προ­σφέ­ρων καὶ προ­σφε­ρό­με­νος καὶ προσ­δε­χό­με­νος καὶ δι­α­δι­δό­με­νος στὴ σω­τη­ρί­α τοῦ σύμ­παν­τος κό­σμου. Ἡ διαγωγή Του μᾶς κρίνει.
Μέ­γα τὸ μυ­στή­ρι­ο τοῦ Θε­οῦ. Μέ­γα τὸ μυ­στή­ρι­ο τοῦ ἀν­θρώ­που· τοῦ μι­κροῦ, τοῦ ἄρρωστου, φυ­λα­κι­σμέ­νου καὶ ξέ­νου.
Εἶναι Θεὸς καὶ γί­νε­ται ἄν­θρω­πος. Εἶναι Θεάνθρωπος καὶ ὁ­μο­λο­γεῖ: “Ἐ­γώ εἰ­μι σκώ­ληξ καὶ οὐκ ἄν­θρω­πος”. Ταπεινώνεται. Πάει πιὸ κάτω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Θέ­λει νὰ σώ­ση τὸν περιφρονημέ­νο καὶ ἐ­λά­χι­στο. Θέλει νὰ θεώση τὸ ἀνθρώπινο.
Δὲν εἶ­ναι ἄλ­λο ἡ ὁ­μο­λο­γί­α τῆς θε­ϊ­κῆς δυ­νά­με­ως καὶ τοῦ κύ­ρους· καὶ ἄλ­λη ἡ συν­τρι­βὴ τῆς τα­πει­νώ­σε­ώς Του. Τὸ “ἐ­γώ εἰ­μι σκώ­ληξ καὶ οὐκ ἄνθ­ρω­πος” λέ­ει δι­ὰ τῆς δι­α­γω­γῆς του ξεκάθα­ρα: Ἐ­γὼ εἶ­μαι Θε­ὸς καὶ ὄ­χι ἄν­θρω­πος.
Μό­νον ἕ­νας Θε­ὸς μπο­ρεῖ τό­σο νὰ τα­πει­νω­θῆ καὶ νὰ φα­νε­ρώ­ση τὴ θε­ϊ­κὴ δό­ξα τῆς ταπεινώ­σε­ως.
Καὶ γι­ὰ τὸν πιστὸ· δὲν εἶ­ναι ἄλ­λο ἡ ὁ­μο­λο­γί­α τῆς πί­στε­ως καὶ ἄλ­λο ἡ προ­σφο­ρὰ τῆς ἀγάπης πρὸς ὅλο τὸν κόσμο. Τὸ ἕνα πολύτιμο ποὺ ἔχει νὰ προσφέρη εἶναι ἡ ἀλήθεια τῆς πίστεως.
Ἀ­μέ­σως δη­μι­ουρ­γεῖ­ται ἄλ­λο κλί­μα. Ἀ­πο­κτᾶς ἄλ­λη συ­νεί­δη­σι τοῦ τί εἶ­ναι Θε­ός, τί κό­σμος καὶ τί ἄν­θρω­πος. Δὲν παίρ­νεις θέ­σι ἀ­μυ­νο­μέ­νου, ἀλ­λὰ γε­μί­ζεις μὲ τὸ δέ­ος τοῦ προ­σκυ­νη­τοῦ ποὺ συγ­κλο­νί­ζε­ται ἀ­πὸ τὸ θε­ϊ­κὸ με­γα­λεῖ­ο τῆς ἀ­γά­πης ποὺ σὲ πε­ρι­βάλ­λει.
Ἀ­πο­κτᾶς ἄλ­λες αἰ­σθή­σεις. Γί­νε­σαι μι­ὰ αἴ­σθη­σι. Κά­νεις δι­ά­γνω­σι τῆς ἀ­ξί­ας τοῦ κά­θε ἀνθρώ­που καὶ πράγ­μα­τος. Γνω­ρί­ζεις τὸν Ἄ­γνω­στο. Πλη­σι­ά­ζεις τὸν ἄ­φθα­στο. Αὐ­τὸς σὲ πλη­σι­ά­ζει. Γι’ αὐ­τὸ τὸ “γνόν­τες τὸν Θε­ὸν” ἐκ­φρά­ζε­ται μὲ τὸ “γνω­σθέν­τες ὑ­πὸ τοῦ Θε­οῦ” (Γαλ. 4, 9).
Ὅ­λα με­τροῦν­ται δι­α­φο­ρε­τι­κά, με­τα­μορ­φώ­νον­ται θε­ϊ­κά. Ὅ­λα εἶ­ναι φα­νέ­ρω­σι αὐ­τῆς τῆς ἀ­γά­πης· καὶ ὅ­ταν μᾶς συμ­πα­ρα­στέ­κε­ται στορ­γι­κὰ καὶ ὅ­ταν μᾶς ἐγ­κα­τα­λεί­πει δι­α­κρι­τι­κά.
Στὸν ἀ­πό­στο­λο Πέ­τρο ποὺ ζη­τᾶ νὰ βα­δί­ση ἐ­πὶ τῶν ὑ­δά­των καὶ νὰ ἔλ­θη πρὸς Αὐ­τόν, ἀ­πὸ ἀ­γά­πη τοῦ δί­δει τὴ δύ­να­μι. Στὴ συ­νέ­χει­α, ἀ­πὸ τὴν ἴ­δι­α ἀ­γά­πη κι­νού­με­νος αἴ­ρει τὴν χά­ρι Του, καὶ ὁ Πέ­τρος βυ­θί­ζε­ται. Τό­τε ἀ­πὸ μέ­σα του φυ­σι­ο­λο­γι­κὰ βγαί­νει ἡ κραυ­γή· Ἐ­πι­στά­τα ἀ­πολ­λύ­με­θα, σῶ­σε μας.
Ἡ με­γα­λω­σύ­νη τοῦ Θε­οῦ φα­νε­ρώ­νε­ται στὴ θυ­σί­α τῆς ἀ­γά­πης καὶ στὴν κέ­νω­σι τῆς προσφο­ρᾶς. Τὸ με­γα­λεῖ­ο τοῦ ἀν­θρώ­που βρί­σκε­ται καὶ ἀ­να­πτύσ­σε­ται μέ­σα στὸ πνεῦ­μα τῆς εὐγνω­μο­σύ­νης, τῆς ὑ­πο­μο­νῆς καὶ τῆς εὐ­χα­ρι­στί­ας πρὸς Αὐ­τὸν ποὺ προ­σφέ­ρε­ται ὡς τρο­φὴ τοῦ παν­τὸς κό­σμου, ὡς ἄρ­τος οὐ­ρά­νι­ος, με­λι­ζό­με­νος καὶ μὴ δι­αι­ρού­με­νος, πάντοτε ἐσθι­ό­με­νος καὶ μη­δέ­πο­τε δα­πα­νώ­με­νος. Στέλ­νει τὸ Πνεῦ­μα του, τὸ ἀ­πα­θῶς με­ρι­ζό­με­νον καὶ ὁ­λο­σχε­ρῶς μετεχόμε­νον. Σὲ κά­θε ἅ­για με­ρί­δα θεί­ου Ἄρ­του βρί­σκε­ται ὅ­λος ὁ Χρι­στὸς. Σὲ κά­θε χά­ρι­σμα ὅ­λα τὰ χα­ρί­σμα­τα τοῦ Πνεύ­μα­τος. Ἔτ­σι ὁ καθένας τρέφεται μὲ τὴν χάρι τῆς αἰωνιότητος.
Μὲ τὴν ὑ­πο­μο­νὴ καὶ τὴν ἀ­γά­πη δέ­χε­ται ὁ ἄν­θρω­πος τὴ θεί­α ἐ­πί­σκε­ψι. Ὅ­λα εἶ­ναι εὐλογία: Ὅ­ταν μᾶς χα­ρί­ζη τὴν ὑ­γεί­α, μᾶς τρέ­φει πνευ­μα­τι­κά. Ὅ­ταν ἐ­πι­τρέ­πη δο­κι­μα­σί­ες, μᾶς χαρί­ζει τὰ ἀ­νέλ­πι­στα. Στὸ τέ­λος πι­ὸ με­γά­λη πα­ρά­κλη­σι καὶ ἀ­στεί­ρευ­τη χα­ρὰ ἔρ­χε­ται ἀ­πὸ τὶς δοκιμα­σί­ες. Οὔ­τε χαί­ρε­σαι μό­νο στὴ χα­ρά, οὔ­τε στυ­γνά­ζεις στὴ θλί­ψι. Ἀ­να­παύ­ε­σαι σὲ Αὐ­τὸν ποὺ εἶ­ναι Θε­ὸς ἐ­λέ­ους, οἰ­κτιρ­μῶν καὶ φι­λαν­θρω­πί­ας. Κα­τα­λή­γεις σὲ μί­α αἴ­τη­σι: Γε­νη­θή­τω τὸ θέ­λη­μά σου. Χω­ρὶς αὐ­τὸν τί­πο­τε δὲν ἔ­χει νό­η­μα. Μὲ τὴ χά­ρι Του ὅ­λα με­τα­τρέ­πον­ται, πρὸ παν­τὸς τὰ ἐπώ­δυ­να, σὲ εὐ­λο­γί­ες.
Ὁ ἄν­θρω­πος πλάσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ μιὰ ψυχὴ ποὺ ξεπερνᾶ τὴν ἀξία ὅλου τοῦ κόσμου, καὶ μὲ μιὰ δίψα ποὺ δὲν σβήνει μὲ ὅλες τὶς χαρὲς καὶ τὶς ἐπιτυχίες. Ὅ­λο τὸν κό­σμο νὰ τοῦ δώ­σης μέ­νει ἀ­νι­κα­νο­ποί­η­τος καὶ νη­στι­κός. Στὸ ἐ­λά­χι­στο τὸ θε­ϊ­κὸ χάρισμα βρί­σκει τὸ πᾶν ποὺ ἀ­κα­τά­παυ­στα ξε­περ­νι­έ­ται καὶ πά­ει πα­ρα­πέ­ρα. Αὐ­τὸ τὸ ἐ­λά­χι­στο μὲ τὸν ἀ­τε­λεύ­τη­το δυναμισμὸ δὲν κα­τορ­θώ­νε­ται μὲ ἱ­κα­νό­τη­τες καὶ προ­σπά­θει­ες ἀν­θρώ­πι­νες. Εἶ­ναι δῶ­ρο τοῦ Ἑ­νὸς ποὺ δί­δε­ται ἐ­ξαίφ­νης στὸν ἐ­λά­χι­στο καὶ τα­πει­νὸ ποὺ μό­νον ἀ­γα­πᾶ, ὑ­πο­μέ­νει καὶ ἐλ­πί­ζει, ἀ­κό­μα καὶ ὅ­ταν ὅ­λα χά­νων­ται.
Ἔ­χει σαρ­κω­θῆ ἡ ἀ­λή­θει­α τῆς ἀ­γά­πης ποὺ κα­ταρ­γεῖ τοὺς χω­ρι­σμοὺς καὶ τὸν θά­να­το. Αὐτὴ τὴ σαρ­κω­θεῖ­σα ἀ­λή­θει­α καὶ τὴν ἀ­γά­πη γνω­ρί­ζο­με. Αὐ­τὴ μᾶς ἔ­φε­ρε ἐκ τοῦ μὴ ὄν­τος εἰς τὸ εἶ­ναι. Αὐ­τὴ μᾶς σώ­ζει δω­ρε­άν. Αὐ­τὴν ὁ­μο­λο­γοῦ­με καὶ κη­ρύτ­το­με. Σ’ αὐ­τὴν ἐγ­κα­τα­λεί­πομε τὴν ζω­ὴν ἡμῶν ἅ­πα­σαν καὶ τὴν ἐλ­πί­δα. Σ’ αὐ­τὴν ἐγ­κα­τα­λεί­πομε τὰ παι­δι­ὰ ὅ­λου τοῦ κό­σμου γι­ὰ νὰ προ­κό­ψουν.

*   *   *

            Τὸ σύ­νο­λο τῆς ζω­ῆς στὴν Ἐκ­κλη­σί­α γνω­ρί­ζε­ται ὡς μί­α ἑ­ορ­τή, ἕ­να πα­νη­γύ­ρι χα­ρᾶς. Μέ­σα σ’ αὐ­τὸ τὸ πα­νη­γύ­ρι τῆς ζω­ῆς καὶ τῆς εὐ­φρο­σύ­νης βά­ζει ἡ ὀρ­θό­δο­ξη ἀ­γω­γὴ τὰ παι­δι­ά. Νοι­ώ­θουν τὴ ζε­στα­σι­ὰ τῆς ἀ­γά­πης καὶ τὴ χα­ρὰ τοῦ παι­χνι­δι­οῦ.
Ὅ­σο περ­νᾶ ὁ και­ρὸς καὶ με­γα­λώ­νουν, γεν­νι­οῦν­ται μέ­σα τους νέ­α ἐ­ρω­τή­μα­τα καὶ προβλή­μα­τα: Φυ­σι­ο­λο­γι­κὰ ἔρ­χον­ται καὶ οἱ ἀ­παν­τή­σεις. Τό­τε βλέ­πουν τὰ ἁ­πλὰ λό­γι­α, οἱ ἦ­χοι καὶ οἱ εἰ­κό­νες τῆς λει­τουρ­γι­κῆς θε­ο­λο­γί­ας, νὰ ἔ­χουν τό­σο πε­ρι­ε­χό­με­νο καὶ βά­θος ποὺ οὔ­τε τὸ καταλά­βαι­νες οὔ­τε τὸ χρει­α­ζό­σουν ὅ­ταν ἤ­σουν μι­κρὸ παι­δί.
Τὸ παι­δὶ χαί­ρε­ται τὰ παι­χνί­δι­α καὶ τὴ ζω­ή. Λυ­πᾶ­ται μι­ὰ στιγ­μὴ γι­α­τὶ τὰ χά­νει (τὰ παιχνίδια τοῦ παι­δι­οῦ καὶ τὴ νε­ό­τη­τα τοῦ ἐ­φή­βου). Αὐ­τὰ ποὺ ἀ­κο­λου­θοῦν εἶ­ναι ἐκ­πλη­κτι­κώ­τε­ρα καὶ μο­νι­μώ­τε­ρα. Μπαί­νει στὴν πα­ρά­δο­σι τοῦ Ἀ­πο­στό­λου ποὺ ὁ­μο­λο­γεῖ: “ὅ­ταν ἀ­σθε­νῶ τό­τε δυνα­τός εἰ­μι”. “Χαί­ρω ἐν τοῖς πα­θή­μα­σί μου”. Καὶ μὲ τὴν πά­ρο­δο τοῦ χρό­νου. Ἔρ­χον­ται δυσκολί­ες. Δὲν στα­μα­τοῦν τὰ βά­σα­να. Ἀλ­λὰ τὰ πάν­τα με­τα­βάλ­λον­ται σὲ εὐ­λο­γί­α καὶ ἀ­γαλ­λί­α­σι.
Ὁ δη­μι­ουρ­γὸς καὶ προ­νο­η­τὴς τῆς ζω­ῆς μας, κά­θε φο­ρὰ μᾶς δί­δει αὐ­τὸ ποὺ χρειαζόμαστε. Ὅ­λα δι’ Αὐ­τοῦ ἀ­πο­δει­κνύ­ον­ται κα­λά: ὁ σταυ­ρός, οἱ πει­ρα­σμοί, οἱ δο­κι­μα­σί­ες.
Ἐ­νι­σχύ­ε­σαι ἀ­πὸ τὶς δο­κι­μα­σί­ες, καὶ δυ­να­μώ­νεις ἀ­πὸ τὶς ἀ­σθέ­νει­ες. Τρέ­φον­ται οἱ ρί­ζες σου ἀ­πὸ τὶς πί­κρες τῆς ζω­ῆς καὶ βλα­στά­νουν τὰ κλα­δι­ά σου στοὺς φω­τει­νοὺς οὐ­ρα­νοὺς τῆς ἐλευ­θε­ρί­ας καὶ τῆς ἐ­πε­κτά­σε­ως.
Δὲν δι­δά­σκε­σαι ἐγ­κυ­κλο­παι­δι­κὰ τὸ φαι­νό­με­νο τῆς θρη­σκεί­ας. Ζῆς τὴν πραγμα­τι­κό­τη­τα ὅ­τι ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι ἀ­γά­πη. Καὶ πλάθεσαι ἀπ’ αὐτήν.
Ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι τό­σο με­γά­λος καὶ εὔ­σπλαγ­χνος ποὺ σὲ ἀ­φή­νει νὰ τὸν ἀρ­νη­θῆς ἂν πέ­σης στὸν πει­ρα­σμὸ τῆς ἀ­φρο­σύ­νης, ὅ­πως ἔ­γινε μὲ τὸν ἄ­σω­το υἱ­ό. Ὁ πα­τέ­ρας δὲν τὸν τι­μω­ρεῖ (οὔ­τε πε­ρισ­σό­τερ τὸν θα­να­τώ­νει) ἐ­πει­δὴ τὸν ἀρ­νεῖ­ται. Ἀλ­λὰ τὸν ἀ­φή­νει νὰ πά­η ὅ­που θέ­λει. Καὶ ἡ πατρι­κή του ἀ­γά­πη πη­γαί­νει πρὶν ἀ­π’ αὐ­τόν. Τὸν συ­νο­δεύ­ει δι­α­κρι­τι­κά, χω­ρὶς νὰ τὸν βλέ­πη ὁ ἄσω­τος. Καὶ ἀρ­νού­με­νος τὸν πα­τέ­ρα ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται τὴν χά­ρι Του. Θυ­μᾶ­ται τὸ σπί­τι Του. Καὶ μό­νος του γυ­ρί­ζει στὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α τῆς ἀ­γά­πης ποὺ ἐ­πι­τυγ­χά­νε­ται μὲ τὴν ὑ­πα­κο­ὴ στὴν ἀ­λή­θει­α ποὺ εἶ­ναι ὁ Θε­ὸς πα­τέ­ρας.
Ὅ,τι ἐ­πι­τρέ­πει τὸ ἐ­πι­τρέ­πει ἀ­πὸ ἀ­γά­πη γι­ὰ τὸ κα­λό μας. Πρέ­πει νὰ καλ­λι­ερ­γη­θῆ τὸ χωρά­φι γι­ὰ νὰ δώ­ση καρ­πό. Πρέ­πει νὰ πε­ρά­ση δο­κι­μα­σί­ες σταυ­ρῶν καὶ πει­ρα­σμῶν ὁ ἄν­θρω­πος γι­ὰ νὰ φτά­ση στὴν εὐ­αι­σθη­σί­α νὰ παίρ­νη δι’ ὀ­λί­γων τὰ πολ­λὰ καὶ ἀ­πὸ τὸν πό­νο τὴν πα­ρη­γο­ρι­ά.
Κά­νον­τας ὑ­πο­μο­νὴ στὸν ἀ­γῶ­να σου, κα­τὰ τὴν πι­ὸ δύ­σκο­λη στιγ­μὴ ποὺ φτά­νεις νὰ λυγίσης· ἔρ­χε­ται καὶ σὲ βρί­σκει. Μέ­νει μα­ζί σου καὶ σὲ πα­ρη­γο­ρεῖ.
Πα­ρα­ξε­νεύ­ε­σαι τό­τε καὶ λές: “Πό­θεν μοι τοῦ­το”; Πῶς ἔ­γι­νε αὐ­τὸ σὲ μέ­να ποὺ ὅ­λοι μὲ πε­ρι­φρό­νη­σαν μὲ τὶς θε­ω­ρί­ες τους. Σὲ μέ­να ποὺ εἶ­μαι ἄ­ξι­ος κά­θε κα­τα­δί­κης μὲ τὶς ἁ­μαρ­τί­ες μου. Καὶ ζῆς τὸ γε­γο­νὸς τῆς θεί­ας ἐ­πι­σκέ­ψε­ως καὶ πα­ρα­κλή­σε­ως. Ζῆς τὸ θαῦ­μα τῆς θεί­ας πα­ρου­σί­ας. Νοι­ώ­θεις τὸ θαῦ­μα πῶς δη­μι­ουρ­γεῖ­ται ὁ κό­σμος ἐκ τοῦ μὴ ὄν­τος ἀ­πὸ πε­ρίσ­σευ­μα ἀ­γά­πης. Πῶς σαρ­κοῦ­ται ὁ Λό­γος καὶ Θε­ός. Πῶς ἡ ἀν­θρώ­πι­νη φύ­σι, ὁ ἄν­θρω­πος, ἡ Παρ­θέ­νος Μα­ρί­α γεν­νᾶ τὸν Θε­ὸ καὶ ἀ­να­δει­κνύ­ε­ται Θε­ο­τό­κος.
Αὐ­τὰ εἶ­ναι ὑ­πὲρ φύ­σιν καὶ αἴ­σθη­σιν, ἀλ­λὰ ἔτσι ἐ­νερ­γεῖ ὁ Θε­ός. Καὶ γι’ αὐ­τὰ τὰ θαυ­μά­σι­α ἔ­χει πλά­σει τὸν ἄν­θρω­πο.
Ὅ­λα τὰ με­γά­λα γί­νον­ται ἀ­κό­πως, εἶ­ναι δῶ­ρα τοῦ Θε­οῦ· δί­δον­ται ἐ­ξαίφ­νης, χω­ρὶς νὰ τὸ πε­ρι­μέ­νης, στοὺς ἥ­ρω­ες τῆς ἀ­γά­πης καὶ τῆς ὑ­πο­μο­νῆς.
Ζῆς μι­ὰ ὁ­λό­κλη­ρη ζω­ὴ πό­νων, γι­ὰ νὰ φτά­σης σὲ μι­ὰ στιγ­μὴ ποὺ ταυ­τί­ζε­ται μὲ τὴν αἰωνιότητα· μὲ τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α τῆς σω­τη­ρί­ας.
Σὰν τὸν λη­στὴ ποὺ κα­τα­λή­γει κρε­μα­σμέ­νος πά­νω στὸν σταυ­ρὸ νὰ πῆ μι­ὰ φρά­σι: “Μνήσθη­τί μου, Κύ­ρι­ε, ὅ­ταν ἔλ­θης ἐν τῇ βα­σι­λεί­ᾳ σου”. Καὶ μπαίνει αὐ­θη­με­ρὸν στὸν πα­ρά­δει­σο.
Σὰν τὴν αἱ­μορ­ρο­οῦ­σα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου ποὺ ὑ­πο­φέ­ρει ἐ­πὶ σει­ρὰ ἐ­τῶν. Δὲν βρί­σκει καμ­μι­ὰ πα­ρη­γο­ρι­ὰ καὶ θε­ρα­πεί­α μὲ τὶς ἀν­θρώ­πι­νες ἐ­πεμ­βά­σεις. Φτά­νει στὸ ἀ­προ­χώ­ρη­το. Κα­τα­φεύ­γει στὸν Χρι­στό. Ἀ­κουμ­πᾶ τὸ ἄ­κρο τοῦ ἱ­μα­τί­ου Του. Ἀ­φή­νει σ’ Αὐ­τὸν τὴν ἀ­πό­γνω­σι τοῦ πό­νου. Καὶ δέ­χε­ται τὴν ἴ­α­σι τοῦ πά­θους. “Πα­ρα­χρῆ­μα ἔ­στη ἡ ρῦ­σις τοῦ αἵ­μα­τος” (Λουκ. 8, 44).
Τό­τε λές: ἄ­ξι­ζε ὅ­λος ὁ κό­πος, τὰ βά­σα­να καὶ ἡ ὑ­πο­μο­νὴ μι­ᾶς ζω­ῆς γι­ὰ νὰ ζή­σω αὐ­τὸ τὸ ἄρ­ρη­το θαῦ­μα.
Ὅ­λη ἡ ἀν­θρω­πό­της εἶ­ναι ἕ­νας ἄν­θρω­πος. “Εἷς ἄν­θρω­πος κατωνομάσθη τὸ πᾶν” (Ἁγ. Γρηγόριος Νύσσης). Ὅ­λη ἡ ἱ­στο­ρί­α μι­ὰ ζω­ή, μι­ὰ πο­ρεί­α δο­κι­μα­σι­ῶν καὶ πό­νου. Εἶ­ναι και­ρὸς νὰ δε­χθῆ τὸ μή­νυ­μα τῆς ζω­ῆς, τὸ ἕ­να, τὴν ἀ­πο­κά­λυ­ψι τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Θε­οῦ.
Ἡ ζω­ὴ δὲν εἶ­ναι μι­ὰ τυ­φλὴ πο­ρεί­α ποὺ κα­τα­λή­γει στὸν θά­να­το· ἀλ­λὰ εἶ­ναι ἕνας δρόμος μὲ πολ­λοὺς σταυ­ροὺς καὶ ἀ­πο­γνώ­σεις ποὺ κα­τα­λή­γει στὴν Ἀ­νά­στα­σι.
Εἶ­ναι δῶ­ρο τοῦ Θε­οῦ ἡ ἐκ τοῦ μὴ ὄν­τος δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ κό­σμου. Καὶ εἶ­ναι με­γα­λύ­τε­ρο δῶ­ρο τῆς ἴ­δι­ας ἀ­γά­πης ἡ ἔκ­πλη­ξι τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως ποὺ κα­ταρ­γεῖ τὸν θά­να­το καὶ ἐγ­και­νι­ά­ζει τὴν ἀ­τε­λεύ­τη­τη πο­ρεί­α ἀπὸ δόξης εἰς δό­ξαν.

*   *   *

            Ἡ ζω­ὴ εἶ­ναι ἐν­δι­α­φέ­ρου­σα ἐ­πει­δὴ εἶ­ναι ἐ­πι­κίν­δυ­νη καὶ ἀ­πρό­βλε­πτη. Συ­νέ­χει­α ὅ­λα διακυβεύ­ον­ται καὶ ὅ­λα εἶ­ναι σί­γου­ρα μὲ τὴν πί­στι καὶ τὴν ἐμ­πι­στο­σύ­νη στὴν ἀ­γά­πη Του.
Συμ­βαί­νουν ἀ­πρό­σμε­νες ἐκ­πλή­ξεις: Οὔ­τε ὁ μα­κρυ­νὸς καὶ ξέ­νος εἶ­ναι ἀ­πο­κλει­σμέ­νος ἀ­πὸ τὴ σω­τη­ρί­α, οὔ­τε ὁ κον­τι­νὸς καὶ μα­θη­τὴς εἶ­ναι ἐ­ξα­σφα­λι­σμέ­νος.
Ἕ­νας λη­στὴς μπαί­νει πρῶ­τος στὸν πα­ρά­δει­σο. Ἕ­νας μα­θη­τὴς ἀρ­νεῖ­ται τὸν Δι­δά­σκα­λο καὶ ἄλ­λος τὸν προ­δί­δει. Ἕ­νας ἑ­κα­τόν­ταρ­χος πι­στεύ­ει. Καὶ οἱ ἀρ­χι­ε­ρεῖς ἐμ­παί­ζουν καὶ ζη­τοῦν τὴ σταύ­ρω­σι. Ὁ πι­ὸ σκλη­ρὸς δι­ώ­κτης γί­νε­ται ὁ με­γα­λύ­τε­ρος Ἀ­πό­στο­λος. Ὅ­λα εἶ­ναι κα­λὰ καὶ ἐνδιαφέ­ρον­τα γι­α­τὶ ὅ­λα τὰ ρυθ­μί­ζει “ὁ ἐ­πὶ πάν­των Θε­ός”.
Συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται μὲ στορ­γὴ στὸν πα­ρα­στρα­τη­μέ­νο καὶ ἐ­νο­χλού­με­νο ἀ­πὸ ἀ­κά­θαρ­τα πνεύμα­τα. Κρί­νει αὐ­στη­ρὰ τὸν ὑ­πο­κρι­τὴ ποὺ κά­νει τὸν δά­σκα­λο τοῦ νό­μου καὶ βα­σα­νί­ζει τὸν κόσμο. Θε­ρα­πεύ­ει τοὺς ἀρ­ρώ­στους. Κα­λεῖ κον­τά του ὅ­λους τοὺς κου­ρα­σμέ­νους καὶ ἀπεγνωσμένους. Πε­τᾶ ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ να­ὸ τοὺς κολ­λυ­βι­στὲς καὶ ἀρ­γυ­ρα­μοι­βοὺς ποὺ μετα­βάλ­λουν τὸν οἶ­κο τοῦ Θεοῦ σὲ οἶ­κο ἐμ­πο­ρί­ου.
Συμ­βαί­νουν πα­ρά­ξε­να πράγ­μα­τα. Συχνὰ αὐ­τοὶ ποὺ τὸν ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ουν τὸν ἀ­γνο­οῦν. Καὶ αὐ­τοὶ ποὺ τὸν ἀρ­νοῦν­ται τὸν ζη­τοῦν.
Ἔρ­χον­ται ἐξ ἀ­να­το­λῶν καὶ δυ­σμῶν καὶ ἀ­να­κλί­νον­ται με­τὰ Ἀ­βρα­ὰμ καὶ Ἰ­σα­ὰκ καὶ Ἰακώβ. Καὶ οἱ κα­τὰ φαν­τα­σί­αν υἱ­οὶ τῆς βα­σι­λεί­ας ἐκ­βάλ­λον­ται εἰς τὸ πῦρ τὸ ἐ­ξώ­τε­ρον.
Κά­ποι­οι ποὺ λέ­νε “Κύ­ρι­ε, Κύ­ρι­ε” καὶ πα­ρου­σι­ά­ζον­ται ὡς κή­ρυ­κες καὶ θαυ­μα­τουρ­γοὶ θὰ ἀκού­σουν (δη­λα­δὴ ἀ­κοῦ­νε ἀλ­λὰ δὲν κα­τα­λα­βαί­νουν) “οὐ­δέ­πο­τε ἔ­γνων ὑ­μᾶς”.
Κά­ποι­οι συν­τη­ρη­τι­κοὶ κη­ρύτ­τουν ταγ­κι­α­σμέ­νη θε­ο­λο­γί­α· ἄλ­λοι προ­ο­δευ­τι­κοὶ νερουλιασμέ­νη· καὶ δὲν τὸ κα­τα­λα­βαί­νουν. Ἐνῶ τὴν ἴδια στιγμὴ ἀθορύβως προχέονται ποταμοὶ τῆς χάριτος ἀπὸ κάποιους πονεμένους, ταπεινοὺς καὶ ἄγνωστους.
Αὐ­τὸς εἶ­ναι ἀ­γά­πη ἀ­με­τά­πτω­τη καὶ πάν­σο­φη. Ἐμεῖς ἐ­πι­πο­λαι­ό­της ἀ­δι­και­ο­λό­γη­τη καὶ ἐπικίν­δυ­νη. Ἀλλὰ μέ­νει πάν­τα γι­ὰ ὅ­λους μας ἡ ὁδὸς τῆς με­τα­νοίας.

*   *   *

            “Δί­δω ἀ­γω­γὴ” ση­μαί­νει ὅ­τι ξέ­ρω τί εἶ­ναι Θε­ός, κό­σμος, ἄν­θρω­πος. Ξέ­ρω τί εἶ­ναι τὸ παι­δί. Ἀ­πὸ ποὺ ξε­κι­νᾶ. Ποι­ά εἶ­ναι ἡ φι­λο­δο­ξί­α, ἡ προσ­δο­κί­α καὶ οἱ δυ­να­τό­τη­τές του. Ποι­ά ἐ­ρω­τή­μα­τα κυ­ο­φο­ροῦν­ται μέ­σα του καὶ ποι­ές ἀ­παν­τή­σεις δί­δον­ται.
Ὅ­ταν ἐ­γὼ ποὺ δι­δά­σκω εἶ­μαι μι­σε­ρὸς καὶ ἀ­νε­παρ­κὴς μὲ μει­ω­μέ­να ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα καὶ ἐλλι­πῆ γνῶ­σι τοῦ μυ­στη­ρί­ου τῆς ζω­ῆς καὶ τοῦ ἀν­θρώ­που, εἶ­μαι ἀ­κα­τάλ­λη­λος γι­ὰ τὸ ἔρ­γο τοῦ παι­δα­γω­γοῦ.
Ὅ­ταν τὸ παι­δὶ εἶ­ναι ἀ­ε­τὸς τοῦ πνεύ­μα­τος καὶ ἐ­γὼ τὸ βλέ­πω σὰν που­λε­ρι­κό, γι­ὰ τὸ κοτέτ­σι τοῦ συ­στή­μα­τος, νὰ μοῦ δί­δη αὐ­γὰ καὶ κρέ­ας γι­ὰ πού­λη­μα. Τό­τε ἀ­γνο­ῶ καὶ πνί­γω τὰ αἰτή­μα­τα τοῦ ἀ­ε­τοῦ ποὺ ἔ­χει ἄλ­λους ὁ­ρί­ζον­τες ζω­ῆς. Πε­τᾶ σὲ ἄλ­λα ὕ­ψη. Καὶ φω­λι­ά­ζει σὲ ἄλ­λες κορ­φές. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α γνω­ρί­ζει τί εἶ­ναι ἄν­θρω­πος, ποι­ά ἡ φύ­σι καὶ ἡ ἀ­πο­στο­λή του.
Δὲν ἀ­σχο­λοῦ­μαι ἁ­πλῶς μὲ τὸ φαι­νό­με­νο θρη­σκεί­α. Δὲν ἔ­χω μπρο­στά μου σπου­δα­στὲς θρη­σκει­ο­λο­γι­κῶν ἀ­πα­σχο­λή­σε­ων. Ἀλ­λὰ ἔ­χω εὐ­αί­σθη­τα πλά­σμα­τα ποὺ θέ­λουν νὰ ζή­σουν.
Ὀ­φεί­λω νὰ τοὺς προ­σφέ­ρω τὴν κα­τάλ­λη­λη τρο­φὴ γι­ὰ νὰ ἀ­να­πτυ­χθοῦν καὶ τὰ παι­χνί­δι­α γι­ὰ νὰ παί­ξουν. Δὲν τοὺς ἐκ­θέ­τω ὅ,τι κυ­κλο­φο­ρεῖ στὴ θρη­σκευ­τι­κὴ ἀ­γο­ρὰ γι­ὰ νὰ δι­α­λέ­ξουν μό­να τους. Ἀ­πο­μα­κρύ­νω ὅ­λα τὰ αἰχ­μη­ρὰ ἀν­τι­κεί­με­να γι­ὰ νὰ μὴν κο­ποῦν παί­ζον­τας καὶ ὅ­λα τὰ φάρμακα γι­ὰ νὰ μὴν δη­λη­τη­ρι­α­στοῦν δο­κι­μά­ζον­τας.
Τὰ παι­δι­ὰ τῆς ὁ­ποι­ασ­δή­πο­τε θρη­σκευ­τι­κῆς πα­ρα­δό­σε­ως, ὅ­ταν δοῦν καὶ ἀ­κού­σουν τὸν δά­σκα­λό τους εὔ­κο­λα καὶ ἀ­προ­βλη­μά­τι­στα νὰ ἐκ­θέ­τη μπρο­στά τους ὅ­λες τὶς θρη­σκευ­τι­κὲς δοξασί­ες καὶ τὰ σύμ­βο­λα· αὐ­θόρ­μη­τα θὰ πε­ρι­ο­ρι­στοῦν στὸν ἑ­αυ­τόν τους, θὰ κλει­στοῦν στὴν πίστι τους γι­α­τὶ θὰ δι­α­κρί­νουν τὸν κίν­δυ­νο τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ἀ­δι­α­φο­ρί­ας καὶ τοῦ θρη­σκευ­τι­κοῦ ἀμο­ρα­λι­σμοῦ. Ὁ δά­σκα­λός τους δὲν εἶ­ναι παι­δα­γω­γὸς ἀλ­λὰ μεταπράτης πληροφοριῶν.
Ὅ­ταν πα­ρου­σι­α­σθῆ ἡ ἀ­λή­θει­α τῆς Ἀ­γά­πης ποὺ θυ­σι­ά­ζε­ται καὶ τοὺς ἐ­ξα­σφα­λίζει τὴ δυνατό­τη­τα τῆς προ­σω­πι­κῆς ζω­ῆς καὶ ἐ­λευ­θε­ρί­ας, τό­τε κα­θέ­να παι­δὶ ἀ­νοί­γει αὐ­θόρ­μη­τα τὴν καρ­δι­ά του ὅ­πως ἀ­νοί­γει τὸ ἄν­θος τὰ πέ­τα­λά του στὸ φῶς τοῦ ἥ­λι­ου. Καὶ ἀρ­χί­ζει ἡ ὀ­μορ­φι­ὰ τῆς ζω­ῆς καὶ τῆς εὐ­θύ­νης. Καθένας κρίνεται καὶ κρίνει αὐθόρμητα μέσα του.
Σέ­βο­μαι τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ ἄλ­λου ση­μαί­νει ὅ­τι θυ­σι­ά­ζο­μαι γι­ὰ νὰ τὴν ἐ­ξα­σφα­λί­σω. Καὶ ὁ ἐ­λεύ­θε­ρος ἐν Πνεύ­μα­τι ἄν­θρω­πος, ὅ­που καὶ ἂν βρί­σκε­ται εἶ­ναι ἕ­να μέ­ρος τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ ἑ­αυ­τοῦ μας. Ἓν σῶ­μα καὶ ἓν πνεῦ­μα ἐ­σμὲν οἱ πολ­λοί.
Οὔ­τε κα­τε­βά­ζω τὸ μυ­στή­ρι­ο τῆς ζω­ῆς στὴν ἄ­ψυ­χη πεζότητα τῆς ἀ­δι­α­φο­ρί­ας. Οὔ­τε ἀγνο­ῶ τὴ δί­ψα καὶ τὴν προσ­δο­κί­α τοῦ νέ­ου ἀν­θρώ­που γι­ὰ τὰ θαυ­μα­στὰ καὶ ἀ­νέ­φι­κτα. Ἡ Ἐκκλησί­α ἀ­νοί­γει τὸ μυ­στή­ρι­ο τοῦ κόσμου στὴν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ. Γι­ὰ νὰ χα­ρῆ τὴν ὀ­μορ­φι­ὰ τῆς ζω­ῆς καὶ τὴν κα­τάρ­γη­σι τοῦ θα­νά­του.
Εἶναι μεγάλη εὐλογία γιὰ ὅλο τὸν κόσμο ὅταν οἱ ὀρθόδοξοι εἴμαστε ἀληθινὰ ὀρθόδοξοι.

*   *   *

            Συμ­πε­ρα­σμα­τι­κά: μὲ τὴν ὀρθόδοξη ἐμπειρία καὶ ζωή, τὸ ὁ­μο­λο­γι­α­κὸ μά­θη­μα εἶναι ἀνοικτὸ καὶ ἀ­πε­ρι­ό­ρι­στο. Τὸ ἀ­νοι­κτὸ ἀν­θρω­πί­νως εἶ­ναι τὸ κλει­στὸ καὶ ἀνυπόφορο. Ἡ ὁποιαδήποτε ἐ­λευ­θε­ρί­α του δὲν μπο­ρεῖ νὰ βγῆ ἔ­ξω ἀ­πὸ τὰ ὅ­ρι­α τῆς φθο­ρᾶς τοῦ χώ­ρου καὶ τοῦ χρό­νου ποὺ δὲν χω­ροῦν τὸν ἄν­θρω­πο.
Θρη­σκευ­τι­κὰ γι­ὰ ὅ­λους εἶ­ναι ἡ ἔκ­πλη­ξι τῆς ἀ­γά­πης, τῆς τα­πει­νώ­σε­ως τοῦ Θε­οῦ Λό­γου, ποὺ θεώνει τὸν ἄνθρωπο. Θρη­σκευ­τι­κὰ γι­ὰ κα­νέ­να ἡ βά­ναυ­ση ἐ­πέμ­βα­σι τοῦ ἀν­θρώ­που πά­νω στὸν ἄν­θρω­πο.
Δὲν θὰ τὸ κά­νω πι­ὸ ἀν­θρώ­πι­νο, κα­τὰ τὸ λο­γι­σμό μου, τὸ μή­νυ­μα τῆς ζω­ῆς ὅ­ταν παρουσι­ά­ζω τὸν Χρι­στὸ ὄ­χι ὡς Θε­άν­θρω­πο, ὅ­πως τὸν πι­στεύ­ει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, ἀλ­λὰ ὡς ἕ­να ἀρ­χη­γὸ θρη­σκεί­ας ἀ­πὸ τὶς πολ­λὲς ποὺ ὑ­πάρ­χουν.
Καὶ δὲν βο­η­θῶ κα­νέ­να ὅ­ταν λέ­ω ὅ­τι ἡ Πα­να­γί­α Μη­τέ­ρα τοῦ Θε­αν­θρώ­που δὲν εἶ­ναι Θεοτό­κος ἀλ­λὰ μι­ὰ κα­λὴ γυ­ναῖ­κα.
Μὲ ἁ­πλό­τη­τα καὶ βε­βαι­ό­τη­τα λέ­γον­ται τὰ ἄρ­ρη­τα καὶ βι­οῦν­ται τὰ ἀ­νέλ­πι­στα: ὁ Θε­ὸς ἔ­χει τό­ση ἀ­γά­πη ποὺ γί­νε­ται ἄν­θρω­πος. Καὶ ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­χει τέ­τοι­ες δυ­να­τό­τη­τες, ποὺ μπο­ρεῖ νὰ γίνη θε­ὸς κα­τὰ χά­ριν. Καὶ ἡ Πα­να­γί­α Μη­τέ­ρα Του δὲν εἶ­ναι Χρι­στο­τό­κος ἀλ­λὰ Θε­ο­τό­κος, “ἐν ᾗ θεωροῦσα ἡ κτίσις ἀγάλλεται”.
Αὐ­τὰ λέ­γον­ται καὶ βι­οῦν­ται ἀ­πὸ τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α. Καὶ οὔτε ἐ­πι­βάλ­λε­ται δι­ὰ τῆς βί­ας σὲ κα­νέ­να ἡ ἀ­λή­θει­α. Οὔτε ἀπο­κρύ­πτε­ται ἀπὸ δειλία τὸ θαῦμα.
Ἡ ἀ­λή­θει­α τῆς σε­σαρ­κω­μέ­νης Ἀγά­πης δὲν σκο­τώ­νει οὔ­τε σταυ­ρώ­νει κα­νέ­να. Ἀλ­λὰ δέχεται νὰ σταυ­ρω­θῆ γι­ὰ νὰ σώ­ση τοὺς σταυ­ρω­τές της.

*   *   *

            Στὴ ζω­ὴ τοῦ ἀν­θρώ­που ὑ­πάρ­χουν δυ­σκο­λί­ες καὶ πει­ρα­σμοί. Ὑ­πάρ­χει ὁ διάβολος ποὺ σπέ­ρνει ζι­ζά­νι­α μέ­σα στὸ κα­λὸ σπέρ­μα. Πολ­λοὶ θέ­λουν νὰ ἀ­φαι­ρέ­σουν τὰ ζι­ζά­νι­α. Ὁ Κύ­ρι­ος τοῦ ἀ­γροῦ συμ­βου­λεύ­ει: Κα­λύ­τε­ρα μὴν τὰ πει­ρά­ζε­τε. Ἀ­φῆστέ τα νὰ συ­ναυ­ξά­νων­τα­ι μέ­χρι τὴν ὥ­ρα τοῦ θε­ρι­σμοῦ. Τό­τε θὰ πῶ στοὺς ἀγ­γέ­λους νὰ βγά­λουν τὰ ζι­ζά­νι­α καὶ νὰ τὰ κά­ψουν.
Ἐ­μεῖς θέ­λο­με νὰ ξε­κα­θα­ρί­σω­με τὰ πράγ­μα­τα ἀ­μέ­σως. Ἐ­κεῖ­νος πά­λι συμ­βου­λεύ­ει: περιμένε­τε. Μή­πως δὲν δι­α­κρί­νε­τε ἀκριβῶς ποὺ βρί­σκε­ται τὸ κα­κό. Δὲν δι­α­κρί­νε­τε σω­στὰ τὴν ἀρ­ρώ­στι­α καὶ μα­ζὶ μὲ τὰ ζι­ζά­νι­α κά­ψε­τε καὶ τὸν ἑ­αυ­τόν σας.
Ἐ­μεῖς ὅμως εἴ­μα­στε σί­γου­ροι γι­ὰ τὸ ἀ­λά­θη­το τῆς δι­α­γνώ­σε­ώς μας. Καὶ ἐ­πεμ­βαί­νο­με δυνα­μι­κὰ γι­ὰ νὰ κα­θα­ρι­σθῆ ὁ ἀ­γρὸς τῆς ἱ­στο­ρί­ας.
Καῖ­με τὰ ζι­ζά­νι­α τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν καὶ ἀ­πί­στων γι­ὰ νὰ κρα­τή­σω­με κα­θα­ρὴ τὴν πί­στι.
Καῖ­με τὰ μι­ά­σμα­τα τῆς κα­τώ­τε­ρης ράτ­σας γι­ὰ νὰ δι­α­τη­ρή­σω­με κα­θα­ρὴ τὴ λευ­κὴ φυ­λή μας.
Σκο­τώ­νο­με τοὺς ἐ­κμε­ταλ­λευ­τὲς τοῦ λα­οῦ γι­ὰ νὰ ἐ­πι­βά­λω­με τὴ δι­και­ο­σύ­νη καὶ τὴν ἰσότητα μὲ τὴ βί­α τῆς ἀ­πο­φά­σε­ως καὶ τὴν ἰ­σχὺ τῆς γρο­θι­ᾶς μας.
Ἀλ­λὰ δὲν βρί­σκε­ται ἔτ­σι ἡ λύ­σις. Ὅλοι εἶναι ἕνα κομμάτι τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ὅλοι περιμένουν τὴ σωτηρία. Ὅλοι εἴμαστε ὑπεύθυνοι γιὰ ὅλα.
Ἐ­νῶ τὸ ψέ­μα σκο­τώ­νει τὸν ἄλ­λον γι­ὰ νὰ ἐ­πι­βλη­θῆ· ἡ Ἀ­λή­θει­α σταυ­ρώ­νε­ται γι­ὰ νὰ σώ­ση τοὺς σταυ­ρω­τές της. Ἡ προ­τρο­πὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι: “Σταυ­­­­­­ρώ­­­­­θη­τι καὶ μὴ σταυ­ρώ­σης. Ἀδικήθη­τι καὶ μὴ ἀ­δι­κή­σης”. Ὁ τε­λι­κὸς σκο­πὸς τοῦ θεί­ου θε­λή­μα­τος εἶ­ναι: “πάντας ἀνθρώ­πους σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν”.

*   *   *

            Ὅ­ταν ἀ­νε­ξάρ­τη­τα τῆς δη­μι­ουρ­γι­κῆς τῶν πάν­των Ἀ­λή­θει­ας θέ­λω νὰ ἐ­πι­βάλ­λω τὴν ἄ­πο­ψί μου: ἢ σκο­τώ­νω τὸν ἄλ­λον γι­ὰ νὰ σώ­σω τὴ θε­ω­ρί­α μου, ἢ σκο­τώ­νω τὴν ἀ­λή­θει­α (ἐ­ξι­σώ­νω τὰ ὑ­γι­ῆ μὲ τὰ νο­ση­ρὰ) γι­ὰ νὰ ζα­λί­σω τὸν ἄν­θρω­πο καὶ νὰ πε­τύ­χω τὰ σχέ­δι­ά μου.
Εἶ­ναι ἀ­δι­ά­σπα­στη ἡ σχέ­σι ἀ­λή­θει­ας καὶ ἀ­γά­πης. Δὲν ὑ­πάρ­χει ἡ μί­α χω­ρὶς τὴν ἄλ­λη.
Ἡ ἀ­λή­θει­α τῆς ἀ­γά­πης δη­μι­ουρ­γεῖ τὸν κό­σμο. Καὶ ἡ ἀ­γά­πη τῆς ἀ­λή­θει­ας ἐ­λευ­θε­ρώ­νει τὸν ἄν­θρω­πο. “Γνώ­σε­σθε τὴν ἀ­λή­θει­αν, καὶ ἡ ἀ­λή­θει­α ἐ­λευ­θε­ρώ­σει ὑ­μᾶς” (Ἰ­ω. 8, 32).
Τὸ ψέ­μα: εἴ­τε σκο­τώ­νει τὸν ἄνθρωπο γι­ὰ νὰ σώ­ση τὴ θε­ω­ρί­α του· εἴ­τε σκο­τώ­νει τὴν ἀλή­θει­α — ἐ­ξι­σώ­νει τὴ φενάκη μὲ τὴν πραγματικότητα — γι­ὰ νὰ ἀ­κυ­ρώ­ση τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ ἀνθρώ­που.
Ἀ­λή­θει­α εἶ­ναι ἡ ἀ­γά­πη ποὺ θυ­σι­ά­ζε­ται γι­ὰ νὰ σώ­ση τὸν ἄν­θρω­πο, τὸν ἀ­δύ­να­το καὶ ἀδικαι­ο­λό­γη­το.
Ψέ­μα εἶ­ναι ἡ βά­ναυ­ση ἐ­πέμ­βα­σι ποὺ ἐ­πι­βάλ­λε­ται δι­ὰ τῆς βί­ας. Κλεί­νει τὸν ἄν­θρω­πο στὴν κα­τα­δί­κη τῆς συμ­φο­ρᾶς. Καὶ τὴν ὀ­νο­μά­ζει θρη­σκεί­α, ἐ­ὰν ὁ αὐ­τουρ­γός της πα­ρι­στά­νη τὸν προφή­τη ἢ δη­μο­κρα­τί­α ἐ­ὰν παί­ζη τὸ ρό­λο τοῦ πο­λι­τι­κοῦ ἡ­γέ­τη.
Ἀλ­λὰ ἡ βα­ναυ­σό­τη­τα τοῦ πεί­σμα­τος βα­σι­λεύ­ει ἀλ­λ’ οὐκ αἰ­ω­νί­ζει. Βασανίζει μόνο μέσα στὴν ἱστορία τὸν ἄνθρωπο.
Ὁ χρό­νος περ­νᾶ. Ἡ μα­νί­α σβή­νει. Ἡ γρο­θι­ὰ λει­ώ­νει. Τὰ θύματα μένουν. Καὶ μέ­σα στὶς οἰ­μω­γὲς τοῦ πό­νου καὶ τοὺς πο­τα­μοὺς τῶν αἱ­μά­των ποὺ χύ­νο­με, βλέ­πο­με ἤ­ρε­μα ἡ ἴ­δι­α ἀ­λή­θει­α τῆς Ἀ­γά­πης νὰ πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ἀ­λώ­βη­τη καὶ νὰ μᾶς πε­ρι­μέ­νη. . .

*   *   *

            Καὶ ὅ­λοι ἐ­ὰν ἐ­πα­να­στα­τή­σω­με γι­ὰ νὰ ἀν­τι­κα­τα­στή­σω­με τὸν Ἕ­να δη­μι­ουρ­γὸ τοῦ παν­τὸς καὶ νὰ δι­ορ­θώ­σω­με τὸ ἔρ­γο Του, δὲν πε­τυ­χαί­νο­με τί­πο­τε πέ­ρα ἀ­πὸ συμ­φο­ρὲς γι­ὰ τὸν κό­σμο.
Καὶ ὅ­λοι μό­νοι μας ἐ­ὰν ἀ­πο­φα­σί­σω­με νὰ Τὸν βο­η­θή­σω­με μὲ τὸ λο­γι­σμό μας, πά­λι στὸ κε­νὸ δου­λεύ­ο­με.
Ὅ­ταν μὲ δέ­ος συ­νει­δη­το­ποι­ή­σω­με τὴν ἱ­ε­ρό­τη­τα τῆς ζω­ῆς καὶ τὴν παν­το­κρα­το­ρί­α τῆς Ἀγά­πης, συ­νερ­χό­με­θα ἐν με­τα­νοί­ᾳ. Τα­πει­νού­με­θα εὐ­γνώ­μο­να καὶ εὐ­χα­ρι­στοῦ­με συ­νε­σταλ­μέ­νοι.
Ζη­τοῦ­με νὰ γί­νε­ται τὸ θέ­λη­μά Του καὶ ἐγ­κεν­τρι­ζό­μα­στε στὴν καλ­λι­έ­λαι­ο τῆς ζω­ῆς. Γίνον­ται παν­το­δύ­να­μοι οἱ ἀ­δύ­να­τοι. Αὐ­τοὶ εἶ­ναι εὐ­λο­γί­α γι­ὰ ὅ­λους, γι­α­τὶ ὅ­λοι εἴ­μα­στε ἕ­να.
Ἡ ἀποκαραδοκία τῶν ἐ­θνῶν καὶ ὁ τε­λι­κὸς σκο­πὸς τῆς θεί­ας βου­λή­σε­ως εἶ­ναι: ἵ­να πάν­τες ἓν ὦ­σι.
Ἀ­πὸ ἀ­γά­πη πρὸς τὶς εὐ­αί­σθη­τες ψυ­χές, ὅ­που γῆς, ποὺ πονοῦν καὶ δι­ψοῦν τὴν ἀ­λή­θει­α τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας· καὶ ἀ­πὸ σε­βα­σμὸ πρὸς αὐ­τοὺς ποὺ πολ­το­ποι­ή­θη­καν – καὶ πολτοποιοῦνται – ἀ­πὸ τοὺς ὁ­λο­κλη­ρω­τι­σμοὺς τοῦ ψεύ­δους, εἶναι καλὸ νὰ σε­βα­στοῦ­με τὴν ἁ­γι­ό­τη­τα τῆς ζω­ῆς τοῦ ἀνθρώ­που ὅ­πως τὴν ἔ­πλα­σε ὁ Θε­ός
 
 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ