Γράφει ο θείος Άκης
«Να συντρώγομεν για να μην αλληλοφαγωθούμε» Β.Καραποστόλης
Ανέστησε παιδιά και εγγόνια έλεγαν οι παλαιότεροι. Κάτι ήξεραν. Το να μεγαλώνεις παιδιά δεν είναι εύκολο πράγμα. Φαίνεται ιδιαίτερα αυτές τις μέρες. Ακούγοντας τα ονόματα των τρομοκρατών ο νους μου πήγε στη Παυλίνα Νάσιουτζικ. Συγκεκριμένα στο βιβλίο της «Μαμάδες Βορείων
Προαστίων». Το οποίο είχα παλαιότερα αγοράσει. Ο τίτλος του νομίζω σας λέει ήδη πολλά. Η επικαιρότητα με αναγκάζει να ξαναδιαβάσω ασυναίσθητα το εύπεπτο αυτό βιβλίο. Ομολογώ το ρούφηξα μονομιάς.
Ένας κόσμος αλλοιωμένος, ξεφουσκωμένος πια ευτυχώς, εμφανίζεται μπροστά μου. Μια ιστορία για κάποιες φίλες από εύπορες γειτονιές των Αθηνών. Ένα μυθιστόρημα που μας μιλάει πως δεν τελειώνουν όλα τα προβλήματα μόνο με τα λεφτά που θα κερδίσεις. Μια αναφορά σε οικογένειες διαλυμένες, μια απομυθοποίηση αναγκαία στα χρόνια της εικόνας και του φαίνεσθαι. Οι μητέρες στο βιβλίο δεν φροντίζουν το σπίτι τους. Ψυχοθεραπεία, ψυχοφάρμακα, γκόμενοι και καφετζούδες είναι οι προτεραιότητές τους. Γράφει χαρακτηριστικά η συγγραφέας «Δεν δουλεύαμε, δεν μαγειρεύαμε, δεν καθαρίζαμε, φροντίζαμε με κόπο! τα παιδιά μας».
Σε μια άρρωστη κατάσταση τα παιδιά σίγουρα δεν θα διαφέρουν. Τα παιδιά τα έχουν όλα, αλλά ουσιαστικά τίποτα. Για αυτές είναι σαν αν μην υπάρχουν. Οι μητέρες μάλιστα ανταγωνίζονταν τις κόρες τους στην εμφάνιση. Αναφέρεται χαρακτηριστικά το κείμενο « Η Εύα είναι μια τρελή, κοιμάται ως το μεσημέρι και την ώρα που το παιδί της γυρίζει από το σχολείο παίρνει ταξί και φεύγει… γυρνάει το βράδυ όταν το παιδί της έχει αποκοιμηθεί». Για αυτήν τα παιδιά της ήταν ήδη νεκρά. Μπερδεμένη με τα υλικά αγαθά δεν είχε καταλάβει τη σημασία του ρήματος ανέστησε που ίσως είχε ακούσει.
Στο βιβλίο βλέπουμε και κάτι άλλο. Την μεταπολιτευτική ιδεολογία που ρήμαξε τη χώρα και ευνούχισε έναν ολόκληρο λαό. Φαίνεται ανάγλυφα η ιδεολογία της αερολογίας και της αμπελοφιλοσοφίας. Πως ζούμε σαν μεγαλοαστοί αλλά στα λόγια μιλάμε για ευγενείς ιδέες, για αναρχία και σοσιαλισμό. Πως το παίζουμε υπέρ των λαθρομεταναστών επί του ασφαλούς, όταν η μοναδική σχέση που έχουμε μαζί τους είναι του κηπουρού στα σπίτια μας. Νομίζω πως έχει κουράσει όλη αυτή η υποκρισία. Ας χρησιμοποιήσουμε τον Μαρξ για εγκυκλοπαιδικές γνώσεις και ας αφήσουμε τις απαλλοτριώσεις για τους αγρότες. Όλοι είμαστε θυμωμένοι και οργισμένοι με αυτά που συμβαίνουν. Οι περισσότεροι μάλιστα πιο αδικημένοι από αυτά τα παιδιά. Αλλά δεν έχουμε πάρει ένα καλάσνικοφ στο όνομα οποιαδήποτε επανάστασης και όποιον πάρει ο χάρος. Σεβόμαστε την ανθρώπινη ζωή και τη θεωρούμε αξία ανεκτίμητη.
Με αυτά που συμβαίνουν η ανάγκη για πρότυπα επιστρέφει αναγκαία όσο ποτέ. Ναι καλά διαβάσατε, πρότυπα! Για να μη γίνουμε ροντέο και American bar. Σε εποχές αφασίες αυτό θα αναζητήσουμε όσο και τετριμμένο και αν φαίνεται. Το θεμελιώδες, αυτό που χάσαμε. Για να ξέρουμε που πατάμε και που πηγαίνουμε. Το ακριβώς αντίθετο από «την κοινωνία των περαστικών φιλιών και των ανύπαρκτων συναισθημάτων, τον κόσμο που όλοι παραμονεύουν στη άκρη για να δουν ποιος θα πέσει πιο γρήγορα και να απολαύσουν την πτώση του». Αυτό δηλαδή που διατυπώνεται στο βιβλίο της Νάσιουτζικ.
Η συγγραφέας μας παρουσιάζει τις ιστορίες σαν ένα μυθιστόρημα. Με τρόπο ευτράπελο και τραγικό συνάμα. Μας λέει πως ενώ περιτριγυρίζεται από τέτοιες καταστάσεις αυτή είναι διαφορετική. Η ίδια στο βιβλίο της θέλει να δείξει πως διαφέρει Από τους χαρακτήρες του βιβλίου. Όμως τα παιδιά των μανάδων του βιβλίου μεγάλωσαν. Και από το playstation που έπαιζαν με τις ώρες, όπως αναφέρεται στο βιβλίο, πέρασαν στο «παιχνίδι;» με τα καλάσνικοφ. Αυτό δεν το πρόβλεψε να το γράψει στο μυθιστόρημά της η Παυλίνα Νάσιουτζικ. Το έγραψε η ίδια η ζωή… Και εδώ δυστυχώς,ότι γράφει δεν ξεγράφει…