σσΟ:
Τὸ σπίτι που μεγάλωσα,
κι aς το πατουν οι ξένοι,
στοιχειό ᾿ναι, και με προσκαλει
ψυχή, και μὲ προσμένει.
Το σπίτι, ας του νοθέψανε
το σχημα και τὸ χρωμα·
και ανόθευτο, και αχάλαστο,
και μὲ προσμένει ακόμα!
(Κωστης Παλαμας)
Γλωσσάρι
δεξάμενο μ’ : Ο νονός μου (έτσι αποκαλούσαν καί τόν νονό τών αδελφών)
κουρεμένο : στημένο
Άφιξη τού παππού στό χωριό του, στόν Πόντο, τό 1962.
Αναζήτηση τού πατρικού σπιτιού…
Γλωσσάρι:
κούτσουρα: κάθισμα βαθύ
λεβόρα: κουφοξυλιά
ετσιμένωσαν: χορτάριασαν (χαμηλό χορτάρι)
εσάσεψα: έμεινα εμβρόντητος
τσιμέν: χαμηλό χορτάρι
Η Βερίζαινα, όπως είναι σήμερα. Μπροστά δεξιά, τά ερείπια της εκκλησίας της Παναγίας. Κάπου στό βάθος αριστερά ήταν τό 1962 τά ερείπια τού πατρικού σπιτιού τού παππού μου (πατέρα τής μάνας μου) Γιάννη Πεϊμανίδη.
δεξάμενο μ’ : Ο νονός μου (έτσι αποκαλούσαν καί τόν νονό τών αδελφών)
κουρεμένο : στημένο
Άφιξη τού παππού στό χωριό του, στόν Πόντο, τό 1962.
Αναζήτηση τού πατρικού σπιτιού…
Γλωσσάρι:
κούτσουρα: κάθισμα βαθύ
λεβόρα: κουφοξυλιά
ετσιμένωσαν: χορτάριασαν (χαμηλό χορτάρι)
εσάσεψα: έμεινα εμβρόντητος
τσιμέν: χαμηλό χορτάρι
Η Βερίζαινα, όπως είναι σήμερα. Μπροστά δεξιά, τά ερείπια της εκκλησίας της Παναγίας. Κάπου στό βάθος αριστερά ήταν τό 1962 τά ερείπια τού πατρικού σπιτιού τού παππού μου (πατέρα τής μάνας μου) Γιάννη Πεϊμανίδη.
Φιλοξενία στό σπίτι γέρου μουσουλμάνου, πού αναγνώρισε τον παππού.
Γλωσσάρι:
κατενίζω: ξεβγάζω, αποπλένω
τ’ αναλυγμένον τό παξιμάτ’: τό μουσκεμένο παξιμάδι
τό χωνόν: τό τζάκι
Σιφτέν: κατ’ αρχήν
κατενίζω: ξεβγάζω, αποπλένω
τ’ αναλυγμένον τό παξιμάτ’: τό μουσκεμένο παξιμάδι
τό χωνόν: τό τζάκι
Σιφτέν: κατ’ αρχήν
Στό καφενείο τού χωριού μαθαίνει για μια Ελληνίδα πού παρέμεινε στο χωριό μετά την ανταλλαγή. Αγωνιά να μάθει ποια είναι..
Γλωσσάρι:
καπαέτ: τό σφάλμα
καπαέτ: τό σφάλμα
Η συγκλονιστική συνάντηση με την Σοφία..
Η Σοφία, τό 1962 μέ μουσουλμάνους συγγενείς της, στήν Κοσπιδή τής Ματσούκας.
Είναι όρθια, τέταρτη από αριστερά, μέ τά σκούρα ρούχα.
Είναι η γιαγιά τού Αβδούλ Σουμέρ (Πάντσος), πού έχει τό πεστροφοτροφείο, τήν ταβέρνα καί τό κάμπιγκ, στήν Κοσπιδή (σημερινό Cosadere), στην έναρξη τής διαδρομής Ματσούκας-Παναγίας Σουμελά.
Ο Αβδούλ, είναι τό όρθιο παιδάκι, στήν αγκαλιά της μάνας του, τό πρώτο από αριστερά.
Πρωτοήλθε στην Ελλάδα, στην Καβάλα, τό 1989, μαζί μέ τόν αγαπητό μας μπάρμπα Σαλίχ από τήν Λιβερά, ψάχνοντας γιά τόν παππού μου καί για τούς συγγενείς του, από την γιαγιά του Σοφία, στό Χορτοκόπι Καβάλας.
Τότε γνώρισε την οικογένειά μου. Η μάνα μου έμαθε λίγα Τουρκικά απο μέθοδο ταχείας εκμάθησης, μόνο καί μόνο γιά να μπορεί να αλληλογραφεί στοιχειωδώς μέ τόν Αβδούλ.
Τόν ξαναβρήκαμε στόν Πόντο, τό 2007 καί τό 2008.
Τόν νιώθουμε σάν δικό μας άνθρωπο.. Τό ίδιο κι αυτός, αν κρίνουμε από την συγκίνηση καί την αγάπη πού μας δείχνει όταν τόν βλέπουμε..
Είναι όρθια, τέταρτη από αριστερά, μέ τά σκούρα ρούχα.
Είναι η γιαγιά τού Αβδούλ Σουμέρ (Πάντσος), πού έχει τό πεστροφοτροφείο, τήν ταβέρνα καί τό κάμπιγκ, στήν Κοσπιδή (σημερινό Cosadere), στην έναρξη τής διαδρομής Ματσούκας-Παναγίας Σουμελά.
Ο Αβδούλ, είναι τό όρθιο παιδάκι, στήν αγκαλιά της μάνας του, τό πρώτο από αριστερά.
Πρωτοήλθε στην Ελλάδα, στην Καβάλα, τό 1989, μαζί μέ τόν αγαπητό μας μπάρμπα Σαλίχ από τήν Λιβερά, ψάχνοντας γιά τόν παππού μου καί για τούς συγγενείς του, από την γιαγιά του Σοφία, στό Χορτοκόπι Καβάλας.
Τότε γνώρισε την οικογένειά μου. Η μάνα μου έμαθε λίγα Τουρκικά απο μέθοδο ταχείας εκμάθησης, μόνο καί μόνο γιά να μπορεί να αλληλογραφεί στοιχειωδώς μέ τόν Αβδούλ.
Τόν ξαναβρήκαμε στόν Πόντο, τό 2007 καί τό 2008.
Τόν νιώθουμε σάν δικό μας άνθρωπο.. Τό ίδιο κι αυτός, αν κρίνουμε από την συγκίνηση καί την αγάπη πού μας δείχνει όταν τόν βλέπουμε..
Θρήνος στά ερείπια τού πατρικού σπιτιού..
Γλωσσάρι:
καπατεμένα: χωμένα κάτω από..
ετσουγνάευα: τσαλαπατούσα
έκλαιγα καί ενέσυρνα: έκλαιγα με αναφιλητά
λιβών ο ουρανόν: συννεφιάζει ο ουρανός
καπατεμένα: χωμένα κάτω από..
ετσουγνάευα: τσαλαπατούσα
έκλαιγα καί ενέσυρνα: έκλαιγα με αναφιλητά
λιβών ο ουρανόν: συννεφιάζει ο ουρανός