Τέσσερα χρόνια μνημονίου. Τέσσερα χρόνια υποδουλωμένης, εξαθλιωμένης ύπαρξης. Τελώντας σε υλική μιζέρια, και πολιτιστική παρακμή. Μ’ ένα πολιτικό σύστημα που φέρει σε κάθε του έκφραση τα βαρίδια του μεταπολιτευτικού παρελθόντος, αδυνατώντας να εκφράσει «την αγωνία αυτού του τόπου για ζωή».
Την ίδια στιγμή οι νεώτερες γενιές εγκαταλείπουν την Ελλάδα και παίρνουν την άγουσα για τη Βόρεια Ευρώπη. Το βιώνουμε καθημερινά, αλλά ίσως να μην έχουμε καταλάβει ότι συνιστά τη μεγαλύτερη λεηλασία στην οποία έχει υποβληθεί η χώρα μας: Το ξεπούλημα του ανθρώπινου δυναμικού της. Που βεβαίως ισοδυναμεί με την υπονόμευση κάθε ελπίδας και προοπτικής για αντίσταση ή αλλαγή εντός της ελληνικής κοινωνίας. Αν, μάλιστα, συνυπολογίσουμε τις μεγάλες πληθυσμιακές μετακινήσεις που συντελούνται υπό τη μορφή της μετανάστευσης δια μέσου του ελληνικού χώρου από την Ανατολή προς τη Δύση και από τον Νότο προς τον Βορρά, θα αντιληφθούμε ότι η λευκή γενοκτονία που μας επιβάλλει η Δύση απειλεί τη δημογραφική ακεραιότητα του ελληνικού λαού: Ο χώρος μας κινδυνεύει να γίνει ένας χώρος των συνόρων, ένας τόπος τράνζιτ μεταξύ Δύσης και Ανατολής, κάτι σαν τον Λίβανο και το… Κόσσοβο.
Κι όμως, σύσσωμο το ελληνικό πολιτικό σύστημα, ακόμα και στις καλύτερες εκδοχές του, έχει αποτύχει να μιλήσει καθαρά και ξάστερα γι’ αυτήν την πραγματικότητα – καθώς και για το τι συμβαίνει ουσιαστικά την τελευταία πενταετία στη χώρα μας. Ψελλίσματα περί κατοχής, ήξεις-αφίξεις, και επί της ουσίας αδυναμία να κινητοποιηθεί η κοινωνία για να συγκροτηθεί ένα πλατύ εθνικοαπελευθερωτικό και κοινωνικό κίνημα. Φταίνε τα «βαρίδια του παρελθόντος», το γεγονός ότι οι δυνάμεις που ανέλαβαν να εκφράσουν την αντίθεση του ελληνικού λαού με ό,τι συντελείται υπό την αιγίδα του μνημονίου, ανήκουν στον 20ο αιώνα και είναι αξεδιάλυτα δεμένες σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό με τις «αμαρτίες» της μεταπολίτευσης.
Και για να μπορέσεις να καταγγείλεις ολοκληρωτικά και αποτελεσματικά το σύστημα και το κατεστημένο, για να μπορέσεις να πείσεις για τις προθέσεις σου, θα πρέπει ο ίδιος να βρίσκεσαι ΕΞΩ από αυτό το σύστημα, έξω από όλους τους κύκλους εξουσίας που, είτε βρισκόντουσαν στην κυβερνητική εξουσία, είτε στην πανεπιστημιακή, είτε στα συνδικάτα, είτε στις εφημερίδες και τις τηλεοράσεις, διαχειρίστηκαν τις τύχες των Ελλήνων και απέτυχαν οικτρά, ρίχνοντας τη χώρα πάνω στα βράχια της χρεοκοπίας και της μεταμοντέρνας κατοχής. Γιατί ο λαός, με το μαζικότατο κίνημα του 2010-2011, μίλησε: Και απαίτησε εθνική ανεξαρτησία, κοινωνική δικαιοσύνη και άμεση δημοκρατία. Ωστόσο, οι πολιτικές δυνάμεις έχουν αποτύχει μέχρις στιγμής να μετασχηματίσουν αυτό το αίτημα σε πρόταση και πράξη – κι αυτό είναι η μεγαλύτερη πηγή της απελπισίας που αντιμετωπίζει σήμερα η ελληνική κοινωνία.
Εν τω μεταξύ, και εξαιτίας αυτού του κενού, η πραγματικότητα της εξαθλίωσης, της πνευματικής παρακμής και της υποδούλωσης τρυπώνει σε κάθε πτυχή της ζωής μας σαν επικίνδυνος ιός, που απονεκρώνει κάθε κύτταρο ζωντάνιας και δημιουργίας.
Στην πόλη μας τη Θεσσαλονίκη τα νέα ήθη της Ελλάδας που έχει καταντήσει «οικόπεδο και αποικία» έχουν βρει τον αυθεντικό τους εκφραστή στην παρούσα δημοτική ηγεσία της πόλης, τον Γιάννη Μπουτάρη.
Οικόπεδο η Θεσσαλονίκη, λοιπόν, «τουριστικό» όπως θέλει να επαναλαμβάνει διαρκώς ο δήμαρχος, ο οποίος δεν διαθέτει κανένα άλλο όραμα για την πόλη, παρά να την μεταβάλει σε μια τεράστια τουριστική βιτρίνα, ένα «βαλκανικό θεματικό πάρκο», όπου η πλειοψηφία των πολιτών της θα εργάζονται ως… γκαρσόνια (γιατί μην ξεχνάμε: ο τουρισμός είναι ένας από τους σκληρότερους κλάδους σε ό,τι αφορά στις εργασιακές συνθήκες και δεν αποκαλείται τυχαία «το αγαπημένο παιδί της Τρόικας»).
Και αποικία, γιατί η νέα αίγλη που φιλοδοξεί να επιβάλει στην πόλη στηρίζεται στην… οσφυοκαμψία. Δηλαδή στην αποδοχή των μεγάλων γεωπολιτικών συμφερόντων που διασταυρώνονται πάνω από τη Θεσσαλονίκη και αξιώνουν να την μεταβάλουν σε πολυεθνικό χώρο μιας αυτοκρατορικής συνεργασίας. Είναι η Θεσσαλονίκη του Φούχτελ, ο οποίος έχει διοριστεί από τη γερμανική βουλή ως υφυπουργός… ελληνικής τοπικής αυτοδιοίκησης και εκτελεί τα καθήκοντά του από το γερμανικό προξενείο. Και η «αγαπημένη» των Νταβούτογλου και Ερντογάν, που συστηματικά προωθούν την ιδεολογία της «οθωμανικής πόλης», κατευθύνοντας τις ροές των τουριστών, των συνέδρων και των επιστημόνων, ώστε να διεκδικήσουν εκ νέου την πόλη, ειρηνικά και μεταμοντέρνα αυτήν την φορά, ως την «γενέτειρα του Κεμάλ» και την πόλη των τζαμιών. Για να μην μιλήσουμε για τις Η.Π.Α., που από την εποχή της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας έχουν μεταβάλει την πόλη σε στρατηγείο του ΝΑΤΟ και εργαλείο αποδιάρθρωσης της ευρύτερης περιοχής, ή τον… Τζορτζ Σόρος, που συνεχίζει τη διαβρωτική του προπαγάνδα μέσα από λογιών-λογιών «φιλανθρωπίες», χαρίζοντας πετρέλαιο σε πτωχευμένα σχολεία της πόλης και της ευρύτερης Μακεδονίας.
Από κοντά, βέβαια, οι άρχουσες τάξεις της Θεσσαλονίκης, επιχειρηματίες, διανοούμενοι, δημοσιογράφοι, και «σελέμπριτις» που συμμετέχουν σε αυτήν την κολοσσιαία εκστρατεία «αποικιοποίησης/οικοπεδοποίησης» με κάθε τρόπο. Δημιουργώντας λάιφ στάιλ, κατασκευάζοντας την ιστορία με βάσει τις επιταγές των αφεντικών τους, δημιουργώντας συνθήκες καταθλιπτικής ομοφωνίας στους δημόσιους χώρους της πόλης, από τα ραδιόφωνα και τις εφημερίδες μέχρι το πανεπιστήμιο, τις πλατείες και τις συνελεύσεις. Και αυτό το κυρίαρχο ρεύμα σαρώνει οριζόντια κάθε πολιτική παράταξη και ιδεολογική οικογένεια. Από την άκρα δεξιά, και τους κύκλους της εκκλησίας, μέχρι την ακαδημαϊκή αριστερά και τους… αντιεξουσιαστές, σε κάθε χώρο, υπάρχει μια τάση που καλοβλέπει αυτούς τους μετασχηματισμούς στην πόλη, που αισθάνεται πιο άνετα μέσα στο καθεστώς της μεταμοντέρνας αποικίας.
Βεβαίως, για να συντελεστούν όλα αυτά χρειάστηκε ένας δούρειος ίππος. Αυτοί που δημιούργησαν τις κατάλληλες συνθήκες, που ρήμαξαν την Θεσσαλονίκη και την μετέβαλαν σε μια θλιβερή υποβαθμισμένη επαρχία. Μιλάμε για τους ογκόλιθους της διαφθοράς, της κακοδιοίκησης και της πνευματικής ρηχότητας τύπου χαζοπρωϊνάδικου, τον Ψωμιάδη και τον Παπαγεωργόπουλο, που συστηματικά επί δεκαπέντε συναπτά έτη κατεδάφιζαν κάθε ποιότητα σε αυτήν την πόλη, κάθε μέγεθος που δεν συμβάδιζε με τη μηδαμινότητά τους.
Ποιο το αποτέλεσμα όμως; Η συνδυασμένη επίδραση Παπαγεωργόπουλου και Μπουτάρη δεν έχει αφήσει τίποτα όρθιο στην πόλη: Το παρελθόν της κατεδαφίζεται και βιάζεται ποικιλοτρόπως στον βωμό των μεγάλων οικονομικών/γεωπολιτικών συμφερόντων. Το παρόν της είναι μίζερο, κινδυνεύει να γίνει ένα «μπάρ των Βαλκανίων» δίχως πραγματική ζωή, δίχως υλική και πολιτιστική παραγωγή, με συνολική ανεργία και ανεργία νέων που σπάει όλα τα κοντέρ. Και το μέλλον της είναι αμφίβολο, ένα μεγάλο μέρος των νέων που κατοικούν σήμερα στην πόλη είναι προσωρινοί, φοιτητές του μεγαλύτερου πανεπιστημίου των Βαλκανίων, και την εγκαταλείπουν μόλις τελειώσουν τις σπουδές τους, εξαιτίας της τρομακτικής έλλειψης προοπτικής.
***
Εμείς, ένα κομμάτι της θεσσαλονικιώτικης νεολαίας που δεν τρώει κουτόχορτο, που δεν πίστεψε στ’ όνειρο να γίνουμε αμερικανάκια, που συμμετείχαμε στους τελευταίους μεγάλους αγώνες του ελληνικού λαού για λευτεριά, δικαιοσύνη και δημοκρατία, αισθανόμαστε ότι αυτή η πόλη είναι μια μεγάλη φυλακή.
Αποχαιρετάμε αδέλφια, φίλες και φίλους συνέχεια, τους βλέπουμε μόνο στο Φέισμπουκ και στο Σκάιπ. Νοιώθουμε ότι κουβαλάμε διαρκώς μέσα μας μια μεγάλη πληγή. Το συλλογικό τραύμα από την κατάρρευση και τη διαπόμπευσης της χώρας μας.
Πονώντας, λοιπόν, γιατί αυτός ο τόπος ρημάζει, ερημώνει, εγκαταλείπεται, ενώ οι δυνατοί και οι αφέντες συνεχίζουν να πλουτίζουν, θέλουμε να φωνάξουμε: Δεν πάει άλλο! Για μας, τις νεώτερες γενιές, η τάξη των πολιτικών της χώρας, που έχει ξεχωρίσει εδώ και δεκαετίες από τον ελληνικό λαό, ήταν πάντοτε ξένη. Υπήρξαμε γι’ αυτούς αόρατοι, βουβοί, καταχωνιασμένοι στα λοιπά, τα λευκά και τα άκυρα των δημοσκοπήσεων.
Δεν περιμένουμε τίποτα από τους μνημονιακούς. Εδώ και πέντε χρόνια έχουν αποδείξει ότι βάζουν τα δίκαια των αφεντικών τους πάνω από το συμφέρον του τόπου.
Δεν περιμένουμε πολλά από τους αντιμνημονιακούς. Γιατί τα πολλά λόγια είναι φτώχεια, και γιατί η γυναίκα του Καίσαρα δεν πρέπει μόνο να φαίνεται τίμια, θα πρέπει και να είναι.
Με αυτό το σκεπτικό, αποφασίσαμε να εγκαταλείψουμε τις εξέδρες των θεατών. Επιθυμούμε να αναλάβουμε δράση, να εκφράσουμε μόνοι μας τους εαυτούς μας, το κομμάτι της γενιάς μας που μας αντιστοιχεί, την κραυγή της.
Καλούμε σε συγκρότηση ψηφοδελτίου νέων, με σκοπό να κατέλθουμε στις τοπικές αυτοδιοικητικές εκλογές του Μαΐου 2014.
Δεν είμαστε κομμάτι του κυρίαρχου πολιτικού παιχνιδιού, κι ούτε φιλοδοξούμε –έστω φωνάζοντας– να γίνουμε.
Πρόθεσή μας είναι να καταγγείλουμε την αισχρή συμπαιγνία που παίζεται στις πλάτες της χώρας και των νεώτερων γενεών: Να στρέψουμε τα βλέμματα των συμπολιτών μας στη θλιβερή πραγματικότητα της λεηλασίας μιας ολόκληρης γενιάς.
Δεν θέλουμε μόνον να κραυγάσουμε, ούτε να συμμετάσχουμε ως άλλοθι σε μια προεκλογική εκστρατεία που έχει καταντήσει άθλια, ένας χαρτοπόλεμος που υποβαθμίζει την νοημοσύνη των πολιτών. Δεν σκοπεύουμε να περιοριστούμε σ’ ένα εγχείρημα διαμαρτυρίας.
Κι όμως, πέρα από το θλιβερό κεντρικό πολιτικό σκηνικό, υπάρχουν φρέσκιες δημιουργικές ιδέες που θα μπορούσαν να αναζωογονήσουν τη δημοκρατία και τα κοινά, ιδιαίτερα στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης. Να πάψει να είναι το θέατρο μιας θλιβερής διαχείρισης της μιζέριας μας. Η τοπική αυτοδιοίκηση ευνοεί την ανάπτυξη μορφών άμεσης δημοκρατίας (δημοψηφίσματα, συνελεύσεις πολιτών ανά διαμέρισμα, διαχείριση ενός μέρος του δημοτικού προϋπολογισμού). Αρκεί να πάψουν αυτές οι δυνατότητες να υπονομεύονται με άθλιες μεταρρυθμίσεις, όπως αυτές του Καλλικράτη Ι & ΙΙ, οι οποίες θέλουν να μεταβάλουν τους δήμους σε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του υδροκέφαλου γραφειοκρατικοποιημένου κράτους.
Η τοπική αυτοδιοίκηση είναι θεσμός που μπορεί να παραμείνει κοντά στους πολίτες και μπορεί να πετύχει πολλά με τη βοήθεια της κινητοποίησής τους. Αυτή τη στιγμή, η πόλη μας και η χώρα μας ζει μια ανθρωπιστική κρίση. Δεν είναι δυνατόν οι Δήμοι να παραμένουν αμέτοχοι. Πρέπει να αναπτύξουν τη δικιά τους κοινωνική πολιτική, να χτίσουν δομές αλληλεγγύης. Όπως οι δημοκρατικές κοινότητες των προηγούμενων γενεών. Εδώ και τώρα να συμβάλει ο δήμος στην ίδρυση κοινωνικών ιατρείων, κοινωνικών φροντιστηρίων, και κοινωνικών παντοπωλείων. Και μάλιστα σε κάθε δημοτικό διαμέρισμα.
Η τοπική αυτοδιοίκηση διαθέτει τα εργαλεία για να συμβάλει στην παραγωγική ζωή ενός τόπου. Ποικιλοτρόπως. Από το να οργανώσει την ανακύκλωσή του και την χρηστή, οικολογική διαχείριση των αστικών του λυμάτων, να εγκαινιάσει αστικά περιβόλια, να συμπράξει με άλλους κοινωνικούς και πολιτικούς φορείς στην ανασύσταση του παραγωγικού ιστού. Χρησιμοποιώντας τα εργαλεία των συνεταιρισμών, παρέχοντας συμβουλευτικές υπηρεσίες, μετεκπαιδεύοντας τον άνεργο πληθυσμό της πόλης, προκειμένου να μπορέσει να κάνει μια νέα αρχή.
Η τοπική αυτοδιοίκηση πρέπει να μεριμνά κατ’ αρχάς για την ποιότητα των δημοσίων χώρων και της περιαστικής φύσης. Πόλη δίχως κοινόχρηστους χώρους, δίχως περιβάλλον είναι μια νεκρή πόλη. Και αυτή τη στιγμή, η Θεσσαλονίκη πάσχει και στα δύο: κινδυνεύει να μεταβληθεί σε πόλη των πλαστικών δέντρων και των… τραπεζοκαθισμάτων. Ωστόσο, μια κορεσμένη πόλη δεν είναι ελκυστική για καμία δραστηριότητα της προκοπής, την ίδια στιγμή που οι κάτοικοί της θα είναι δυσαρεστημένοι από την υποβάθμιση της ποιότητας ζωής τους, η οποία έχει πολλαπλές συνέπειες: από την υγεία τους, μέχρι την πνευματική τους κατάσταση και την… τσέπη τους.
Η τοπική αυτοδιοίκηση θα πρέπει να φροντίζει κατ’ εξοχήν για το πολιτιστικό επίπεδο της πόλης. Δεν είναι δυνατόν ο Δήμος Θεσσαλονίκης, μιας πόλης με 2.315 χρόνια ιστορίας, να μεριμνάει μόνον για το… σπίτι του Κεμάλ. Και να προβάλλει μόνον την κατεκτημένη, ερειπωμένη, πολύπαθη από τις σφαγές και τις χολέρες Οθωμανική Θεσσαλονίκη. Δεν είναι δυνατόν ο Δήμος Θεσσαλονίκης να διακινεί μιαν αντίληψη ότι το παρελθόν μιας πόλης είναι κάδρο, βαλσαμωμένο τουριστικό θέαμα: Όλες οι ζωντανές, θαυμαστές πόλεις του πλανήτη, από το… Πεκίνο μέχρι το Παρίσι, είναι άξιες μνείας γιατί αναδεικνύουν την ιστορική τους ΣΥΝΕΧΕΙΑ μέσα στους αιώνες. Αντίθετα, οι δικοί μας Χατζηαβάτηδες, θέτουν την ιστορία της πόλης πάνω στον πάγκο του χασάπη και την πετσοκόβουν κατ’ εντολή του εκάστοτε «πελάτη». Και τολμούν να to ονομάζουν αυτό «έξυπνη» πολιτιστική διαχείριση της ιστορικής μας κληρονομιάς.
Τέλος, η Θεσσαλονίκη μπορεί να παίξει σημαντικό περιφερειακό ρόλο στα Βαλκάνια, καθώς αποτελούν τη φυσική της ενδοχώρα. Όχι όμως ως αποικιακός υποσταθμός των ξένων γεωπολιτικών συμφερόντων, ούτε ως παραπαίδι και εντολοδόχος της… Κωνσταντινούπολης. Αντικειμενικά, η βαλκανική διάσταση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας μας μπορεί και πρέπει να παρέχει χρήσιμες συμμαχίες με τη Σερβία, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, που αντισταθμίζουν την ανισορροπία ισχύος της και δημιουργούν περιθώρια αυτονομίας για όλους τους λαούς της ευρύτερης περιοχής. Και σ’ αυτό η Θεσσαλονίκη καλείται να παίξει ισότιμο ρόλο, σ’ ένα πλαίσιο πολυμερούς συνεργασίας των μικρότερων, αδύναμων και απειλούμενων λαών: Με την ιστορική και την πολιτιστική της κληρονομιά, την γεωπολιτική της θέση, και τον γεω-οικονομικό της δυναμισμό. Προς αυτήν την κατεύθυνση, συστηματικά με σχέδιο, και όχι πανηγυρτζίδικα και με αρπαχτές, όπως εν πολλοίς συνέβη κατά την προηγούμενη δεκαετία, μπορεί και πρέπει να συμβάλλει ο Δήμος της Θεσσαλονίκης.
Νέοι, λοιπόν, για την Θεσσαλονίκη, αλλά όχι μόνον αυτό. Για την εθνική ανεξαρτησία, την κοινωνική ισότητα, την άμεση δημοκρατία και την πνευματική αναγέννηση.
Όχι γενικά και αόριστα. Αλλά για ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΠΟΛΗ: Την πόλη της Μακεδονικής Δυναστείας και του Αλεξάνδρου, του Κύριλλου και του Μεθόδιου, του Ευστάθιου Θεσσαλονίκης που έσωσε πολλά από αρχαία ελληνικά έργα, της κομμούνας των Ζηλωτών και του Γρηγορίου Παλαμά. Την Θεσσαλονίκη της Τουρκοκρατίας, και την πόλη της μεγάλης πολιτικής και πολιτιστικής αναγέννησης που γνώρισε με την απελευθέρωσή της: Την πόλη του Αναγνωστάκη, του Πεντζίκη, του Χριστιανόπουλου και του Ιωάννου, αλλά και του Τσιτσάνη, του παλιού Διονύση Σαββόπουλου και του πρόσφατα χαμένου Νίκου Παπάζογλου. Την πόλη της προσφυγιάς του 1922, που τόσο πολύ υποτίμησε η προηγούμενη δημοτική αρχή, των εργατικών αγώνων του Μάιου του 1936, που υποτιμούνται από κάθε δημοτική αρχή, εδώ όπου δολοφονήθηκε ο Γρηγόρης Λαμπράκης στα 1963, την πόλη όπου απεργούσαν οι Φάμπρικες στα 1965 ενάντια στην ξενοκρατία, το παλάτι, και το παρακράτος. Για όλα αυτά, που μας έχουν κάνει να την αγαπάμε παρ’ όλα όσα περνάμε – για κείνη την μυστική φλόγα που τσιρίζει στις κλειδώσεις και που μας κάνει πάντα να επιστρέφουμε εδώ, στην πόλη που μεγαλώσαμε και που την κουβαλάμε πάντοτε μέσα μας.
Συγκροτούμαστε και συνεχίζουμε με ανοιχτές, δημοκρατικές διαδικασίες. Καλούμε όλους τους νέους και τις νέες της Θεσσαλονίκης να συμμετάσχουν.
Καλούμε όλους τους πολίτες της Θεσσαλονίκης να μας στηρίξουν. Απευθυνόμαστε σε όλες και σε όλους, άσχετα από ηλικία. Συγκροτούμε ένα ψηφοδέλτιο νέων, αλλά ταυτόχρονα απευθυνόμαστε σε όλους με ένα σύνθημα: Πρέπει να φύγουν οι διεφθαρμένοι, ή στην καλύτερη περίπτωση φθαρμένοι μέχρι το μεδούλι πολιτικοί. Πρέπει να σπάσουμε τον φαύλο κύκλο που κάνει τους μεγαλύτερους υποταγμένους και τους νέους, δραπέτες από τη χώρα τους. Και γι’ αυτό υπάρχει ένας μόνο δρόμος, να πάρουμε εμείς τα πράγματα στα χέρια μας.
πηγή: Άρδην-Ρήξη