Gracias a la vida que me ha dado tanto
Me dio el corazón que agita su marco
Cuando miro el fruto del cerebro humano,
Cuando miro al bueno tan lejos del malo,
Cuando miro al fondo de tus ojos claros
Ευχαριστώ τη ζωή που μου ΄δωσε τόσα.
Μου ‘δωσε την καρδιά που φτερουγίζει άγρια
σαν αντικρίζω τους καρπούς του ανθρώπινου μυαλού,
σαν αντικρίζω το καλό τόσο μακριά απ’ το κακό,
σαν αντικρίζω το βάθος των φωτεινών ματιών σου.
[«Gracias al la vida», τραγούδι που συνέθεσε και τραγούδησε η μουσικός του Χιλιανού αγώνα της δημοκρατίας Βιολέτα Πάρα]
του Λεωνίδα Χ. Αποσκίτη
Νύχτα του Σαραντατρία. Χειμώνας. Στον ολοσκότεινο δρόμο ένα παιδί, είναι δεν είναι οχτώ χρονώ, γλυστράει τοίχο τοίχο και γράφει πάνω στα ντουβάρια συνθήματα: «Θάνατος στους προδότες». ΕΠΟΝ.
Έξαφνα, εκεί που το παιδί αφοσιωμένο έγραφε στον τοίχο, ένα φως πέφτει επάνω του κι ένας Γερμαναράς βρίσκεται αποπάνω του και ρίχνει τη βαριά χερούκλα του στον ώμο του. Ο μικρός σηκώνει το κεφάλι και τον κυτάζει τρέμοντας.
– Παρτιζάν; Τον ρωτάει άγρια ο Γερμανός, φοβερίζοντάς τον με το πιστόλι.
– Για! του αποκρίνεται ο μικρός σα να ‘λεγε το μάθημά του στον δάσκαλο.
Ο πανύψηλος στρατιώτης κυτάζει τον μικρό μια στιγμή με θαυμασμό. Πιάνει το παιδί με την χερούκλα του σφιχτά απ’ το μπράτσο και λέγοντάς του «κομ» το τραβάει παράμερα στην πιο σκοτεινή γωνιά. Σταματάει στο κατασκότεινο σοκάκι με προβαλμένο το πιστόλι και το ξαναρωτάει πιο άγρια:
– Παρτιζάν;
– Για! Του αποκρίνεται ξανά ο μικρός, τρέμοντας σύγκορμος.
– Κομ! του ξαναλέει ο Γερμανός κι αφού προχώρησε κάμποσα μεγάλα βήματα μες στο σκοτάδι, σέρνοντας το παιδί απ’ το χεράκι, σταματάει πάλι κι ακουμπώντας το πιστόλι στο κεφαλάκι του ξαναρωτάει για τρίτη φορά όσο μπορούσε πιο άγρια:
– Παρτιζάν;
– Για! του ξαναπαντάει το παιδί τρέμοντας, αλλά με πείσμα…
Η παραπάνω σκηνή που περιγράφεται στον «Λαϊκό Λόγο» (τεύχος Οκτωβρίου 1965), του αείμνηστου λογοτέχνη και ποιητή της αντίστασης Βασίλη Ρώτα, έχει ένα διαφορετικό τέλος από αυτό που θα φοβόταν κανείς.
Ο Γερμανός, λέγοντας στο παιδί «Γκουτ!», του σφίγγει το χέρι και κάνοντας μεταβολή, το αφήνει και φεύγει.
Ήταν προφανώς ένας από τους λίγους ανθρώπους των κατακτητών που πάνω από τους κανόνες της ναζιστικής εξουσίας έβαζε τους άγραφους ηθικούς νόμους της καρδιάς.
Γι’ αυτό συναισθάνθηκε την κινητήρια δύναμη του μικρού Έλληνα που έγραφε συνθήματα πάνω στα ντουβάρια: Το χρέος της Αντίστασης.
Το άγραφο χρέος που έκανε έφηβους και νεαρές κοπέλλες, παιδιά και γέροντες να ταπεινώνουν τον Χάρο, να στομώνουν τα πυροβόλα των τανκς, να φωτίζουν τα κορφοβούνια της Ελλάδας.
Την ίδια δύναμη αναζητούμε σήμερα, την ώρα που η πατρίδα ξεγυμνωμένη από τα αργύρια της προδοσίας και τα μνημόνια της τυραννίας περιμένει ανήμπορη να δεχτεί τις τελευταίες λαβωματιές στο Αιγαίο, στην Βόρεια Ελλάδα και στην Κύπρο.
Είναι αυτό το εσωτερικό αίσθημα αντίστασης στην αυθαιρεσία τής όποιας κοσμικής νομενκλατούρας που έρχεται από πολύ ψηλά και που λείπει σήμερα.
Είναι αυτό που συνοψίζεται ανάγλυφα στους περίφημους στίχους που εκφωνεί η Αντιγόνη στον διάλογο με τον Κρέοντα και «στους οποίους κανένας δεν μπορεί να αρνηθεί ούτε την ανωτερότητα ούτε την παρόρμηση προς το διαχρονικό», όπως λέει η εξέχουσα ελληνίστρια Jacqueline de Romilly στο βιβλίο της «Γιατί η Ελλάδα;» (Εκδ. Άστυ, 1999).
Όταν ο Κρέων την ρωτά «Και τόλμησες λοιπόν να παραβείς αυτούς εδώ τους νόμους;», η Αντιγόνη απαντά: «Ναι. Γιατί δεν ήταν ο Δίας αυτός που είχε κηρύξει σεμένα αυτά, ούτε η Δίκη που κατοικεί με τους θεούς του κάτω κόσμου όρισε τέτοιους νόμους μέσα στους ανθρώπους ούτε μπορούσα να φανταστώ ότι τα δικά σου κηρύγματα έχουν τόση δύναμη, ώστε να μπορείς εσύ αν και θνητός να υπερνικήσεις τους άγραφους κι ατράνταχτους νόμους των θεών. Γιατί δεν υπάρχουν αυτά σήμερα μόνο και χτες αλλά αιώνια ισχύουν, και κανείς δεν γνωρίζει από πότε φάνηκαν». [Αντιγόνη: 450-460. Μετ. Γερ. Μαρκαντωνάτου, εκδ. Gutenberg]
Είναι ηλίου φαεινότερον ότι το κυρίαρχο πρόβλημα της Ελλάδας, πέρα από την προσκυνημένη πολιτική της ηγεσία που έχει υποταχθεί πλήρως στον Νεοταξικό σχεδιασμό, είναι και το μεγάλο ψυχο-πολιτικό σύνδρομο της Ηττοπάθειας από το οποίο πάσχει ο λαός.
Όποιος πιστεύει ότι είναι προορισμένος να υποχωρεί και να ενδίδει επειδή είναι εθισμένος στην ήττα και την προδοσία, τότε κάνει πολύ πιο εύκολο το έργο του εχθρού του. Το παλιό κλασσικό κινέζικο εγχειρίδιο του φιλόσοφου Σουν Τζου Η Τέχνη του Πολέμου τονίζει: «Το να κερδίζεις χωρίς μάχη είναι το καλύτερο. Αν ο εχθρός μας είναι ικανός να εξουδετερώσει το κίνητρό μας και την βούλησή μας για να αντισταθούμε εξ αρχής, τότε ο στόχος του για νίκη μπορεί να εκπληρωθεί ευκολότερα».
Ύστερα από πολλά χρόνια έλλειψης σοβαρού πολιτικού λόγου, θεωρίας και εθνικής στρατηγικής στην πολιτική ανάλυση όλων των ιδεολογικών χώρων, η κοινωνία, αν και σιχάθηκε τον μνημονιακό δικομματισμό, παραμένει με συντηρητικά αντανακλαστικά εγκλωβισμένη στην λογική της ανάθεσης σε κόμματα και κομματίδια να την καθοδηγούν.
Έτσι βλέπουμε στην πασαρέλλα της πολιτικής ματαιοδοξίας να εναλλάσσονται πρόσωπα και προγράμματα με την ίδια ευκολία και συχνότητα που αλλάζει το ρεπερτόριο από ξένη ροκιά σε έθνικ σκυλάδικο στα ξενυχτάδικα της κρίσης όπου τέρπεται η απολιτίκ νεολαία.
Συνάμα, ο Ελληνικός λαός, γαλουχημένος με ευτελή συνθήματα και ωφελιμιστικά πρότυπα αντί για ηθικές αρχές και πνευματικές αξίες, αναθρεμμένος από τους ψυχιάτρους και τους εμπόρους ναρκωτικών αντί από σοβαρούς παιδαγωγούς, έχει περιέλθει ουσιαστικά σε κατάσταση πολιτισμικού «κώματος».
Εύκολα διαπιστώνει κανείς την αρνητική αντιμετώπιση, ιδίως από τις πιο νέες ηλικίες, κάθε αναφοράς σε αξίες ηθικές, θρησκευτικές, πατριωτικές, ή αντιστασιακές. Και, στην καλύτερη περίπτωση, φαίνεται να έχουν αυτοπεριορίσει τα πολιτικά τους δικαιώματα σε μια τυπική ψήφο απαξιώνοντας τελείως την ενεργό και δυναμική άρνηση της υποτέλειας με οποιοδήποτε κόστος.
Οι επικυρίαρχοι γνωρίζουν πολύ καλά τις πνευματικές «μεραρχίες» που δεν μπορούν να τις νικήσουν, γι’ αυτό προσπάθησαν να δημιουργήσουν μεγάλες ρωγμές στην διαβρωμένη, αλλά ανθεκτική ακόμα, ιστορικο-πνευματική μας παράδοση.
Στο ατμοσφαιρικό θρίλλερ «Οιωνός» (2002) του ταλαντούχου σκηνοθέτη Μ. Νάϊτ Σιάμαλαν, ένας ιερωμένος, που έχει χάσει την πίστη του μετά τον θάνατο της γυναίκας του, και η οικογένειά του έρχονται αντιμέτωποι με τερατόμορφους εισβολείς. Το φιλμ αυτό, με μια έξυπνη και απλή μέθοδο βασισμένη στην «συγχρονικότητα», δίνει νόημα σε μια σειρά ασύνδετων φαινομενικά γεγονότων για να μεταδώσει το μήνυμα της ταινίας: η εσωτερική πίστη, μόνο αυτή μπορεί να σταματήσει την «αντι-ανθρώπινη» βιαιοπραγία πάνω στον Άνθρωπο, στη Φύση, στον Νόμο, στη Μοίρα της Πόλεως. Αυτό που με λίγα λόγια περιγράφει ο Σοφοκλής στο πρώτο Στάσιμο της ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ…
Σε ολόκληρο τον κόσμο η ανθρωπότητα αρχίζει να συναισθάνεται ότι μπροστά σε μια «έσχατη απειλή» -όπως στην ταινία- ο μόνος δρόμος για την επίγνωση περνάει μέσα από το «σταυροδρόμι της καρδιάς». Μόνο του το σώμα δεν αρκεί, χωρίς τις δυνάμεις της καρδιάς. Όπως το καρδιακό εργοστάσιο μετασχηματίζει σε ζωή τις πολύτιμες πρώτες ύλες που έρχονται από τον ουρανό και τη γη, έτσι και η «νόηση» της «καρδιάς» βαθαίνει τη νόηση του πνεύματος και δίνει φως και συνείδηση. Σ’ αυτή τη δύναμη βασίστηκαν για να δημιουργήσουν και για να εκφρασθούν όλες οι γλώσσες και τα πνεύματα των μεγάλων ιστορικών πολιτισμών.
Η Ελλάδα δεν θα είχε διαχρονικά προοδεύσει χωρίς τα ασύγκριτα χαρίσματα της καρδιάς και της πίστης: τη δύναμη, την καθαρότητα, τη διορατικότητα και τη δημιουργία. Και δεν μπορεί να επιζήσει αν δεν τα αντιπαραθέσει ξανά απέναντι στην ανέντιμη βία, στη ρηχότητα και τον φανατισμό των Επικυρίαρχων. Έτσι θα ξαναγίνουν οι Οιωνοί Άριστοι… Έτσι θα βλαστήσουν οι νέοι Ήρωες, Άγιοι και Ποιητές που θα φράξουν τον δρόμο στην επέλαση της ολιγαρχίας των τραπεζιτών και της νεοταξικής ολοκλήρωσης. Έτσι θα ξαναζωντανέψουν οι καταθλιμμένες ελληνικές πολιτείες και τότε θα φανεί η Λευτεριά σαν «πανώρια κόρη», όπως την τραγούδησε στην Κατοχή ο λαός μας με τους στίχους του Ρώτα.