Τοῦ Γιώργου Νικολακἀκου
Η ἱστορική παρουσία τοῦ κράτους δικαίου ἀνάγεται στήν ἀρχαῖα Σπάρτη. Η Σπάρτη εἶχε συνεισφέρει σέ ὄλα τά στοιχεῖα πού συνθέτουν τόν Ἑλληνικόν Πολιτισμό. Τό πιό θαυμαστό ἐπίτευγμα τῆς ἀρχαῖας Σπάρτης ὑπῆρξε οί περί δικαίου ἀντιλήψεις τῶν Σπαρτιατών καί ό τρόπος ἐφαρμογῆς τους οί ὀποῖες ἀποτελοῦν τό ἀπαύγασμα τῆς νομικῆς σκέψεως. Η Ρήτρα τοῦ Λυκούργου ἀποτελεῖ τήν ἐνσάρκωσιν τοῦ πνεύματος τοῦ δικαίου. Οί τρείς φάσεις τῆς Ρήτρας περιέχουν ὄλες τίς θεμελιώδεις ἀρχές πού θά ἤθελε κανεῖς νά περιλαμβάνη ἔνα σύγχρονο δημοκρατικό σύνταγμα. Εῖναι τό ὑπέρτατο σημεῖο πού μπορεῖ νά φθάση κάθε συζήτησις γιά τίς αρχές ὑπό τίς ὁποῖες πρέπει νά διέπεται μιά κοινωνική ὀργάνωσις.
Επίσης, δίχως νά γίνεται ρητή ἀναφορά, ἡ Ρήτρα τοῦ Λυκούργου ἀναγνωρίζει ότι τό δίκαιον προηγεῖται τῆς πολιτικῆς ὀργανώσεως καί ὑπάρχει ἀνεξάρτητα ἀπό ὀποιανδήποτε μορφή πολιτικῆς ὀργανώσεως.
Στήν πρώτη φράσι τῆς Ρήτρας ὀρίζεται ὄτι «Δάμω δ΄ανταγορίην ήμεν καί κράτος ευθείαις ρήτραις ἀνταμοιβόμενους, πλήθει δέ δάμου νίκην τού κράτους έπεσθαι. Αί δέ σκολίαν ό δάμος ἔλοιτο, τούς προσφυγένεας καί ἀρχαγέρτας ἀποστήρας ἤμεν», ὄπερ σημαίνει ὄτι ὄλες οί κρατικές εξουσίες ἀπορρέουν ἀπό τόν λαόν, οί νόμοι θεσπίζονται ὑπό τοῦ λαοῦ καί κατόπιν διαλόγου στήν εκκλησίαν τοῦ δήμου, ὄπου ἀποφασίζεται ποιές διατάξεις θά συμπεριληφθοῦν στό Σύνταγμα.Η Ρήτρα ἀποκαλύπτει ποιά θά πρέπη νά εἶναι ή μορφή τοῦ πολιτεύματος. Μόνον σέ μιάν δημοκρατικῶς ὀργανωμένη κοινωνία δύναται νά ὑπάρχη ή εκκλησία τοῦ δήμου. Ἑπίσης, εἶναι σαφές ὄτι ή Ρήτρα καθιέρωνε καί τήν αρχή τῆς λαϊκῆς κυριαρχίας καί αὐτό ἀποτελεῖ πρόσθετο ἐχέγγυο γιά τήν σωστή λειτουργία τῆς δικαιοσύνης ἀλλά καί τοῦ πολιτεύματος. Ἡ σημασία τῆς λαϊκῆς κυριαρχίας εἶναι πρόδηλη. Τό κράτος δικαίου δέν μπορεῖ νά εγγυηθῆ ἀπόλυτα ὄτι δέν θά γίνη ἐκτροπή ἀπό τό πολίτευμα.Ἡ ἐκτροπή μπορεῖ νά γίνη μέ συνεπίκουρο τό φυσικόν δίκαιον, ὄταν μιά μικρή μειοψηφία ἐπιχειρήση νά προβῆ σέ ριζική ἀναδιάρθρωσιν τῆς κοινωνίας καί μέ στήριγμα τό φυσικόν δίκαιον, δηλαδή μέ έμμεση αναφορά στό φυσικό δίκαιον ἀλλά μέ ἀνομολόγητη ἔπνευσιν.
Ἡ πρώτη θεσμική πηγή δικαίου, συνεπῶς, εἶναι τό περί δικαίου αἴσθημα τοῦ λαοῦ τό ὀποῖον έκδηλώνεται διά τοῦ «ανταγορίην» ,Δ ιά τοῦ «εὐθεῖας ρήτρας ἀνταμοιβόμενους» ὀρίζεται ό ἀξιολογικός προσανατολισμός αὐτοῦ τοῦ θεσμοθετικοῦ διαλόγου, ό ὀποῖος λαμβάνει χῶρα στήν ἐκκλησία τοῦ δήμου, μέ ἀναφορά στό φυσικον δίκαιον, ἐφ¨ὀσον ζητᾶ ἀπό τούς πολίτες νά ὑποβάλλουν προτάσεις καί ἀντιπροτάσεις πού ἐρείδονται στίς ἀρχές τῆς δικαιοσύνης πού ἐναρμόνίζεται μέ τό φυσικόν δίκαιον.Επί πλέον καθιερώνεται σάν λειτουργική αρχή τῆς δημοκρατίας καί ώς θεμελιακή ἀρχή τοῦ θετικοῦ δικαίου, ή ἀρχή τῆς συμμετοχῆς στήν λήψιν τῶν ἀποφάσεων ἐκείνων πού ὄχι μόνον ἀφοροῦν τήν εκλογή τῶν ἠγετῶν, ἀλλά καί τήν ἐκλογή τῶν νόμων ὑπό τῶν ὀποίων θά διέπεται ή λειτουργία τοῦ πολιτεύματος καί ή ἄσκησις τῆς ἐξουσίας.Ἔτσι, οί Σπαρτιᾶτες θεωροῦσαν ὄτι ή προέλευσις τῶν νόμων ἀπό τήν ψῆφο τοῦ λαοῦ προσέφερε τά εχέγγυα γιά τήν πολιτική δημοκρατία.
Στήν Ρήτρα ὑπάρχει ή σιωπηρά ἀναγνώρησις ὄτι, κάθε περί δικαίου ἀντίληψις πού δέν ἐναρμόνίζεται μέ τό περί δικαίου αἴσθημα τοῦ λαοῦ καί τίς αρχές τοῦ φυσικοῦ δικαίου, πού τελεῖ είς ἀντίθεσιν πρός τήν ἀνθρωπίνην φύσιν, πρέπει νά ἐγκαταλλείπεται, διότι αργά ἥ γρήγορα ό νομοθέτης θά ὑποχωρήση. Ἡ Ρῆτρα προβλέπει ἐπίσης κάτι πού ο Λέων ο Σοφός δέν προέβλεψε είς τάς Νεαράς του, ἤτοι, οί νόμοι, ὄχι μόνον πρέπει νά εῖναι ἐν ἀρμονία μέ τίς περί δικαίου ἀρχές, ἀλλά καί σέ αρμονία μέ τό περί δικαίου αἴσθημα τοῦ λαοῦ. Καί εἶναι τό περί δικαίου αἴσθημα τοῦ λαοῦ πού δίνει οὐσιαστικό περιεχόμενο στό φυσικόν δίκαίον καί ἔτσι δέν παραμένει ἀφηρημένη ἔννοια. Ὅσο ὑψηλόφρονες καί νά εἶναι οί νομικές ἀντιλήψεις τοῦ νομοθέτου, δέν ἔχουν κανένα ὄφελος ὄταν ό λαός δέν δύναται νά αρθῆ είς τό ἠθικόν ὕψος τῶν διατάξεων τοῦ νόμου. Ὁ Λέων ὁ Σοφός ἠναγκάσθη νά ἀποσύρη τόν νόμον πού ἀπαγόρευε είς πᾶντας τήν λήψιν τόκων ἐξ οἰασδήποτε αἰτίας, ἐπειδή ή διάταξις αὐτή προκάλεσε τήν στασιμότητα τῶν συναλλαγῶν., Οί δανειστές ἔπαψαν νά χορηγοῦν δάνεια ἐφ¨όσον δέν μποροῦσαν νά εἰσπράττουν τόκους καί, συνεπῶς, δέν μποροῦσαν νά ἀποκομίσουν κανένα ὄφελος έκ τοῦ δανεισμοῦ. Τό αἰτιολογικόν τῆς καταργήσεως τῆς διατάξεως ἤταν ΄τι «διά τό μή ἀφικνείσθαι τοῦ ὕψους αυτοῦ τό ἀνθρώπινον»(Επετηρίς Νομικών καί Οικονομικών Επιστημών, Πανεπιστήμιον Θεσσαλονίκης, Τόμος ΙΙ, σ. 31)
Ἡ «ὑπερτάτη ἔκφρασις δημοκρατικοῦ πνεύματος βρίσκεται στήν ἀναφορά ὄτι ὄταν τό θετικόν δίκαιον συγκρούεται μέ τό φυσικό δίκαιον, ή σύγκρουσις δέον νά αἴρεται μέ τήν επικράτησιν τῶν ἀρχῶν τοῦ φυσικοῦ δικαίου. Ὄταν προκύπτουν εὔλογοι λόγοι ὄτι ὑπάρχη τέτοια σύγκρουσις ή υπόθεσις θά πραπέμπεται στό ανώτατο δικαστήριο τό οποῖον θά κάνη τήν σχετική διάγνωσιν καί αὐτο συμβαίνει σήμερα στίς Αγγλοσαξωνικές χῶρες. Τό δέ δικαστήριον ἀπαρτίζετο ἀπό τούς «πρεσβυγένεας» καί «αρχαγέτας» τῶν ὀποίων ή ἐτυμηγορία θά πρέπη νά ἐναρμονίζεται μέ τό φυσικόν δίκαιον. Ἐνῶ ό Πλάτων ἔβλεπε τήν εφαρμογήν τῶν κανόνων δικαίου ἀπό τόν ίδεατόν τῦπο τοῦ ἄρχοντος οί Σπαρτιάτες ἀνάθεταν αὐτήν τήν λειτουργίαν στήν εκκλησία τοῦ Δήμου καί το Συνταγματικό Δικαστήριον, τό οποῖον, ὄμως, ἀπλῶς διεκπεραίωνε τίς θελήσεις τῶν πολιτῶν.
Βέβαια, ἀνώτατον δικαστήριον ὑπῆρχε καί στήν Αθήνα , ὁ Ἄρειος Πᾶγος, τό ὀποῖον ἤταν ἐπιφορτισμένο μέ τό «νομοφυλακείν», ὄπως ἀπεκαλεῖτο, καί ό ὀποῖος ἐκόλαζε κάθε ἀδίκημα σχετικό μέ κάθε συννωμοσίαν διά τήν κατάλυσιν τῆς Δημοκρατίας. Στήν Σπάρτη αὐτη ή λειτουργία εῖχε ἀνατεθῆ στούς Ἐφόρους. Ἡ διαφορά, ὄμως, μεταξῦ τῶν δῦο συστημάτων ἔγκειται στό ὄτι ὁ Ἄρειος Πάγος εἶχε σάν αποστολή τόν περιορισμόν τῆς δράσεως τῶν κρατικῶν ὀργάνων. Ἐπίσης ἐδῶ παρουσιάζεταιμ ή νομοκρατία σάν αυθεντικός τρόπος ἐπιβολῆς τοῦ κράτους δικαίου.
Ἡ ἀναζήτησις τῆς έννοιας τοῦ κράτους δικαίου ὑπήρξε ἔμμονη προσπάθεια πολλῶν ἀρχαίων φιλοσόφων. Συστηματική καί ἐπίπονη προσπάθεια κατέβαλλε ὁ Ἁριστοτέλης, ό ὀποἶος διετύπωε ἰδέες πού ὑπερβαίνουν τήν νομοκρατία καί αἴρουν τήν ἐννοιακή διαστολή μεταξῦ τῶν ἀντιλήψεων τῶν Σπαρτιατῶν καί τῶν Αθηναίων.(βλέπε Σώλωνος), Ὁ Ἁριστοτέλης πρέσβευε ὄτι ό λόγος τῆς ἰσχῦος τοῦ φυσικοῦ δικαίου εῖναι μιά ἠθική καί λογική ἀναγκαιότητα. Τό θετικόν δίκαιον δέν εἶναι τό ἄριστον, διότι ἀποβλέπει σέ σκοπούς σχετικῆς ἀξίας, ἀλλά καί δέν μπορεῖ νά προσαρμοσθῆ πρός τήν ἀπειρότητα τῶν μορφῶν πού προσλαμβάνει ή κοινωνική τάξις.
Ἡ δικαιοσύνη εἶναι ή ἄρτια ἠθική συγκρότησις τοῦ ἀνθρώπου καί αὐτήν τήν ἔννοια θά ἔπρεπε νά ὑπηρετοῦμε πρῶτα. Ἡ μή ὕπαρξις δικαίου εἶναι ή ἀδυναμία γιά τελεσφόρησιν τῆς ἠθικῆς πολιτικῆς. Ἡ ὕπαρξις κράτους δικαίου εῖναι τό στοιχεῖο πού ὑποκειμενικά ἀνταπόκρινεται στήν ἀντικειμενική ἀρχή τῆς δικαιοσύνης.Μόνον αύτοί πού υπηρετοῦν τήν δικαιοσύνη δύνανται νά ἔχουν σταθερά κριτήρια τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί μποροῦν νά μένουν ελεύθεροι ἀπό ὑποκειμενικά κίνητρα καί άλογες διαθέσεις, Ὁ πολιτικός ὑπόκειται σέ πειρασμό καί τίς περισσότερες φορές κινεῖται ἀπό πολιτική σκοπιμότητα καί, ἀκόμα, ἀπό ταπεινά ἐλατήρια. Τό γραπτό δίκαιον δέν μπορεῖ νά ἀνταποκριθῆ στήν ἀεικίνητη καί διαφορετική σέ κάθε της έκφανσι πραγματικότητα ὦστε νά τήν ρυθμίζη μέ τρόπον τέλειον κάθε φορά. Απεναντίας, τό γραπτό δίκαιον, ἀντί νά ρυθμίζη, ρυθμίζεται ἀπό τίς ἑκάστοτε πολιτικές συγκυρίες. Αντί νά ρημουλκή τήν πολιτική, ρημουλκεῖται ἀπό αῦτήν καί τάσσεται στήν ἐξυπηρέτησι πολιτικῶν σκοπῶν, τῶν ἀλόγων διαθέσεων τῆς πολιτικῆς.Αντί νά διαμορφώνη τήν συμπεριφορά τής πολιτικῆς, διαμορφώνεται ἀπό αύτήν καί σύμφωνα μέ τίς διαθέσεις της.Ἁλλά ὄταν ἔχουν καθιερωθῆ ἀρχές δικαίου, κριτήρια σταθερά μέ τά ὀποῖα θά αξιολογοῦνται οί νόμοι καί τά πλαίσια μέσα στά ὀποῖα θά εἶναι ὑποχρεωμένος νἀ κινήται ό νομοθέτης, τότε οί ταγοί τῆς δικαιοσύνης θά μποροῦν νά προσαρμόζουν τήν δράσιν πολιτῶν καί κυβερνώντων στήν καθολική τάξι τῆς πολιτεῖας. Ἡ ἀπειρομορφία τῆς πολιτικῆς καί κοινωνικῆς ζωῆς θά ρυθμίζεται μέ βάσι τίς απαιτήσεις αὐτής τῆς καθολικῆς τάξεως.
Συνεπῶς, ή αναφορά σέ αρχές καί κανόνες δικαίου μέ ὑπερτέρα ἰσχύ ἀπό τό θετικό δίκαιον δέν ἔχει σημασία άν εἶναι διανοητικό κατασκεύασμα. Ἕνα έργο τέχνης εἶναι γέννημα τῆς φαντασίας τοῦ ἀνθρώπου καί μπορεί νά ἀπεικονίζη ἕνα τελείως φανταστικό ἀντίκειμενο. Ὅμως, αὐτό τό έργο τέχνης ζητᾶ νά ξεπεράση τήν πραγματικότητα ἀντλῶντας τήν ἐξωπραγματική ὀμορφιά του ἀπό τήν φαντασία τοῦ καλλιτέχνη. Ἕτσι καί στήν περίπτωσιν τῆς δικαιοσύνης δανειζόμεθα τήν λύσιν διά τήν ἄρσιν τῶν ἀντινομιῶν τῆς κοινωνικῆς ζωῆς ἀπό τό φυσικό δίκαιον. Ὅπως καί ή τέχνη εῖναι μιά ἐντατική καί ἐκτατική ἔκφρασις τῆς ζωῆς, ἔτσι καί ή δημιουργία κράτους δικαίου ἀποτελεῖ μιάν ἐκτατική καί ἐντατική ἔκφρασιν τῆς πολιτικῆς καί κοινωνικῆς ζωῆς.Οί αναζητήσεις γιά κανόνες προϋπαρχόντων τού θετικού δικαίου πηγάζουν ἀπό τήν φυσικήν κλίσι τοῦ ἀνθρώπου νά ζή ἐλεύθερα καί εἶναι «φυσικόν» αὐτή ή φυσική κλίσις νά ὀδηγή τίς αναζητήσεις στήν ίδια τήν φύσι.Καί νά τό διατυπώσωμε πιό ἀπλά, ἡ ἐπινόησις (άν αὐτό ἀποτελεῖ ἀπλή ἐπινόησιν) τοῦ φυσικοῦ δικαίου ὑπαγορεύεται ἀπό τήν ἀνάγκη τῆς προαγωγῆς καί ἐδραιώσεως τῆς δικαιοσύνης, τῆς κατοχυρώσεως τῶν ἐλευθεριῶν τοῦ ἀτόμου. Εφ¨όσον οί ὄποιες αὐθέραιτες πράξεις διαπράττονται ὑπό μελῶν τῆς κοινωνίας(νομοθέτες, κ.λ.π.) τά μέλη τῆς κοινωνίας δέν μποροῦν νά δεχθοῦν τόν νομοθέτην σάν τήν μόνη δικαιοπαραγωγόν δύναμιν.Συνεπῶς, ἀπαιτεῖται καί ή συνδρομή δικαιοπαραγωγικών δυνάμεων πού βρίσκονται ἐκτός τοῦ κοινωνικοῦ χώρου.Βλέποντας τό θέμα μέσα ἀπό αὐτό τό πρίσμα ἀντιλαμβανόμεθα γιατί οί επίπονες αναζητήσεις τῶν ἀρχῶν τῆς δικαιοσύνης δέν ἀποτελοῦν καθόλου ἄσκοπη ἐνασχόλησι.Η ἀναφορά στό φυσικόν δίκαιον ἥ κανόνων προϋπαρχόντων τῶν κανόνων τῶν θεσπιζομένων ὑπό τοῦ νομοθέτου ἐξυπηρετοῦν τήν πρακτική πλευρά τοῦ προβλήματος. Μᾶς βοηθᾶ στήν προσπάθεια σχηματισμοῦ κριτηρίων βάσει τῶν ὀποίων δυνάμεθα νά κρίνωμε τήν ἀξία ή ἀπαξία νομοθετημάτων ή τήν ὀρθότητα αὐτῶν. Συνεπῶς, ή προσπάθεια αὐτή δέν ἀποσκοπεῖ στό νά προσθέτη στοιχεία πού χρειαζόμεθα γιά τήν συγκρότησι μιᾶς συνολικῆς εἰκόνος.
Από τήν μελέτη τῶν Νεαρών τοῦ Λέωντος τοῦ Σοφοῦ ἀναδύεται μιά εἰκόνα πολλή διαφωτιστική γιά τίς πηγές τῆς πολιτικῆς σκέψεως τῶν Ἑλλήνων καί γιά τήν πορεῖα αὐτῆς τῆς σκέψεως διά μέσου τοῦ χρόνου. Αί Νεαραί τοῦ Λέωoντος τοῦ Σοφοῦ ἀποτελοῦν μιά σειρά νομοθετημάτων πού διακρίνονται γιά τήν προοδευτικότητα τῆς σκέψεως του, ἀλλά καί πού συγκροτοῦν μιά είκόνα μέ ἔντονο κοινωνικόν προσανατολισμό. Ὁ ἴδιος, δε, διατυπώνει τήν ἄποψιν ὄτι οί νόμοι θεσπίζονται γιά τήν εξυπηρέτησιν τῶν κοινωνικῶν ἀναγκῶν, καί θά πρέπη νά καταργοῦνται ὀσάκις οί κοινωνικές συνθῆκες ἔχουν ἀλλάξει καί ή διατήρησις τῶν νόμων δέν ὑπαγορεύεται ἀπό τίς ανάγκες πού επιβάλλουν τήν θέσπισιν των.Κατήργησε δε πολλούς ἀπό τούς νόμους πού εἶχε θεσπίσει καί οί οποίοι εἶχαν περιπέσει σέ αχρηστία. Χαρακτηρηστική εἶναι ή φράσις τού ότι «ουδαμώ εύγεν αποδοχής χώραν εν τή τών ανθρώπων προαιρέσει, ούκ ούν ούδε τό ενεργόν καί έμπρακτον ἔχει». Δηλαδή, εάν δέν επιδοκιμάζονται οί νόμοι υπό τής κοινής προαιρέσεως, δέν έχουν καμίαν χρησιμότητα(Επετηρίς Σχολής Ν.Ο.Ε. Πανεπιστημιου Θεσσαλονικης Τόμος Η).Συνεπῶς, δέν ἀρκεῖ οί νομοι νά θεσπισθοῦν ὑπό τοῦ νομοθέτου. Απαιτεῖται καί ή συγκατάθεσις τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου.Αὐτό ἔχει ἰδιαιτέρα σημασία άν ληφθῆ υπ¨όψιν ότι τήν ἐποχή τού Λέωντος τό μορφωτικό ἐπίπεδο τοῦ λαοῦ ἤταν φοβερά χαμηλό. Παρ ολα αυτά, ό Λέων ἐμπιστεύεται τό ἔργο τῆς ἐρμηνείας τοῦ δικαίου στόν ίδιον τόν λαό, τόν ὀποίον ἀναγνωρίζει καί ὡς τήν πηγή δικαίου.Βέβαια, ό λαός δέν ἐπιτελεῖ τό έργο τῶν δικαστῶν ὑπό ὀποιανδήποτε φορφήν. Ερμηνεύει τό δίκαιον μέ τήν ἔννοια ὄτι ἐκφράζει τήν ἐπιδοκιμασία του, τήν όποίαν λαμβάνει ὑπ’ ὄψιν ο νομοθέτης.
Στό νομοθετικό ἔργο καί στίς ιδέες τού Λέωντος τοῦ Σοφοῦ διακρίνονται δύο τάσεις πού εἶναι χαρακτηριστικές τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ. Η μία εῖναι ή τάσις νά δίδεται στό δίκαιον ἕνας ἀξιολογικός προσανατολισμός, ή ὀποῖα ὑπῆρξε ἔκδηλη καθ΄όλον τόν βίον τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Η τάσις αὐτή συνοδεύεται ἀπό τήν ἀντίληψιν ὄτι οί νόμοι διαρκῶς ἀνανεώνονται λόγω ἀχρηστίας ἡ διαβρώσεως καί στήν θέσι αὐτῶν διαπλάσσονται ἄλλοι οί ὀποίοι πηγάζουν ευθέως από τήν κοινωνία. Η Δευτέρα τάσις εἶναι ὄτι ή κάθε θεωρία πρέπει νά θεμελιώνεται επί στερεού ἐδάφους καί ή κάθε ἰδέα νά εναρμόνίζεται μέ τήν πραγματικότητα, νά εἶναι σύμφωνος μέ τήν φύσιν τοῦ ἀνθρώπου.
Οί Ελληνες πάντα εἶδαν ὄτι τό προσφορώτερον πλαίσιο γιά τήν σωστή λειτουργία τῆς κοινωνίας εῖναι ἐκεῖνο ὄπου οί θεσμοί τῆς κοινωνίας καί τῆς πολιτεῖας λειτουργοῦν μόνον γιά να διεκπεραιώσουν τήν βούλησι τῶν ἀτόμων . Επίσης, ἐκτός τῆς ἐξουσίας πρέπει νά καθίστανται κοινωνοί τῆς ἐξουσίας γιά νά καταχυρώνεται ή σωστή ἄσκησις τῆς ἐξουσίας ἀπό αὐτούς πού τήν ἀσκοῦν. Γία τούς Αρχαίους Ἕλληνες καί τούς Ἕλληνες τοῦ Βυζαντίου γιά να τελεσφορήση ὀποιαδήποτε προσπάθεια πού τείνει στήν πραγματοποίησιν ὑψηλῶν σκοπῶν πού θά ἔχουν διάρκεια θά πρέπη οί ιδέες πού κατευθύνουν καί καθοδηγοῦν τήν προσπάθεια νά στηρίζωνται σε βιωμένες ἐμπειρίες. Οί ιδέες πρέπει νά εκφράζουν τίς βιωμένες ἐμπειρίες τοῦ ἀνθρώπου. ¨Ο ἄνθρωπος χρειάζεται νά ἔχη ἀποκτήση τό ἦθος πού νά εἶναι πρόσφορο γιά τήν ἀφομοιώσιν αύτῶν τῶν ίδεῶν καί αύτό τό ἦθος ἀποκτᾶται ἀπό προηγούμενη ἐπαφή καί γνωριμία μέ τό πνεῦμα πού περικλείουν οί ἰδέες. Τίς ἐμπειρίες, ὄμως, μποροῦμε νά τίς αναγάγωμεν σέ ὄλη τήν ιστορική διαδρομή τού λαοῦ καί ὄχι μόνον στό παρόν ή στό άμεσο παρελθόν. Αυτό σημαίνει ὄτι ἀλλότριες (εντελῶς καινούριες) ἰδέες δέν μποροῦν νά βροῦν πρόσφορο ἔδαφος στήν σκέψιν τού ἀτόμου. Ακόμα πιό δύσκολο εῖναι νά ἐγκολπωθῆ κανεῖς μιά ιδέα πού ἔρχεται ἀντιμέτωπη μέ ἰδέες ἀπό τήν συσσωρευμένη κληρονομιά τοῦ λαοῦ.μία καινούρια ίδέα ἔχει πιθάνοτητα νά ἐπικρατήση μόνον ὄταν οί παληές ἰδέες ἔχουν δημιουργήση δυσάρεστες συνθῆκες ἥ εἶχαν ἀποδειχθῆ ἀτελέσφορες καί εφ΄όσον τό παρελθόν δέν ἔχει νά προσφέρη τίποτα ἄλλο καλύτερο ἀπό τίς ιδέες τοῦ παρόντος . Τό παρελθόν, ὄμως, μποροῦσε νά προμηθεύση ὀποιανδήποτε ίδέα ἤθελε καί νά συνθέση τήν είκόνα τῆς κοινωνικῆς καί πολιτικῆς ὀργανώσεως πού επιθυμοῦσε.