Σαν πλησιάζει ο καιρός στο τέλος του να ’ρτει
στην καταχνιά ξεχνιέμαι και γυρίζω λίγο πίσω.
Ένα λαγούμι στον χρόνο ανοίγω
και τους ορίζοντες της καρδιάς μου, την καρδιά της ψυχής μου
στο πρωτόφταστο την φέρνω σημείο του τώρα`
εκεί που πρωτόζησα ετούτες τις πληγές
τότε που πληγωμένη η ψυχή κατάβαθα
αλυχτούσε κι έκλαιγε τη μαύρη προσευχή της
στην αλλοτινή της πορεία
και που ο αντίλαλος ο παλιός, ο χρυσόφαντος της ιστορίας
εισάκουσε το πρόσταγμα το πανάρχαιο
και μοσχομύριστες αντισήκωσε τις καρδιές μας
ως στης Λαύρας το φλάμπουρο της Άγιας.
Μα τότε ήταν το εικοσιένα
κι ήταν ο Γέρος, ο αητός του Μοριά, κι ήταν κι ο Γιώργης Καραϊσκάκης
τ’ αρματολίκια κι η κλεφτουριά! Κι ήταν ακόμα ο Παπαφλέσσας
κι ο Αθανάσιος ήρως, ο Διάκος, και ο καλόγηρος ο Σαμουήλ
και οι Ελεύθεροι στο Μεσολόγγι, πολιορκημένοι εντός των τειχών…
μα με ελεύθερη ψυχή και πνέμα όπως ο ήλιος κι η ξαστεριά!
Κι ήταν το Σούλι, τα Δερβενάκια, χορός στο Ζάλογγο, Κούγκι φωτιά!
Κι ήσαν κι ήσαν … οι Έλληνες ραγιάδες,
που ραγιάδες δε θέλαν νά ’ναι
κι ήταν κι ήταν το αστέρι το μισόσβηστο,
μα άσβεστη πόχει την φλόγα στην ψυχή!
Για το ξεπέταγμα! Για τον μεγάλο ξεσηκωμό!
Το αστέρι που τρεμόσβηστο φούντωνε για του Γένους το ξαναγέννημα!
Την ανάσταση των παλιών αιώνων.
Κι ήταν ακόμα τότε που πίναμε τον φόβο και τραγούδι τον εκάναμε στα χείλια
μα πιο πολύ στις καρδιές μας.
Δεν μας έπινε ο φόβος. Δεν μας έπιανε ο φόβος.
Μον’ κρασί τον κάναμε και μπόλι στις ψυχές μας
σαν τον Μιθριδάτη.
Κι έτσι πατήσαμε το δράκο εντός μας που ραγιάς – ραγιάς κοιμότουνε
πνεύμα και θέληση και χέρια ποντισμένα στην υπνονεφέλη του τίποτα,
ραγιάς ραγιά, πισθάγκωνα τον εαυτό του ψυχοδεμένο στο πουθενά καθήλωνε
και, ξάφνω, ραγιάς – ραγιάς κοιμήθηκε και ξύπνησε αληθινός ως ήταν,
ως γεννήθηκε, Έλλην,
ως για την ανθρωπιά του τον έταξε ο Θεός πλαστουργώντας τον
στους ανθρώπους.
Και τώρα, τώρα, ω, τώρα!
Ραγιάς –ραγιά, ραγιαδισμό διδάσκει
και γραικύλους στους αδαείς απιθώνει τους στοχασμούς του
λιγδώνοντας των περασμένων μεγαλείων την ανάμνηση.
Κι ο Μεγάλος Σουλτάνος κι οι Βεζίρηδες,
όλοι τους τυμβωρύχοι των μνημείων της ιστορίας,
της παλιάς και της μελλούμενης,
να δίνουν τον τόνο.
Κι απόξω, μακριάθε, κι από μέσα, εδώθε,
το Μέγα Διευθυντήριο να επιδαψιλεύει επαίνους!
Πρώτα μας βράβευαν για τον Συβαριτισμό μας
αυτόν που ραγιάδες μας έκανε…
Έπειτα μύδρους εναντίον του, για να μας διατηρήσουν ραγιάδες.
Και τώρα… να, τα ζήτω, να, τα μπράβο,
γιατί καταλάβαμε το λάθος μας
που Συβαρίτες μας έκανε
μα, πιο πολύ μας παινεύουν
γιατί δεχτήκαμε να επιστρέψουμε την περηφάνια μας
μαζί με ό,τι είχαμε ως Συβαρίτες!
Και να, τα επιπλέον εύγε και τα χειροκροτήματα
γιατί μάθαμε να λέμε κι ευχαριστώ
που δεχτήκανε την ψυχή μας να την διαφεντέψουν!
Μόνο, που δεν καταλάβαμε ότι η Σύβαρη έπεσε
γιατί δεν είχε μάθει, δεν είχε ακούσει, ποτέ της;
τί σημαίνει «μολών λαβέ»,
γιατί δεν είχε μάθει να λέει όχι στους βάρβαρους.
Στους βάρβαρους εκτός` στους βάρβαρους εντός.
Μα πιο πολύ δεν καταλάβαμε, εμείς,
πως κανείς έξωθεν δεν ημπορεί να μας βλάψει
αν δεν του ανοίξουν την Κερκόπορτα οι εντός, από μέσα.
Αχ, καρδιά μου!
Πόσο πιο πάνω θά ’σουνα, και συ πατρίδα,
αν έθαβες στο χθες όλους εκείνους που πάντα ήσαν χθες.
Αν τους θήλιαζες στο ικρίωμα της ιστορίας
με την επιγραφή που ταιριάζει στους Εφιάλτες: “Προδότης”.
Αλλά εσύ, ψυχή μου, πού είσαι;
Πού αλώθηκες ψυχή μου;
Ω, αναστήσου, μέρα χαράς πού ’ναι σήμερα, μέρ’ Αναστάσιμη,
μέρα οπού η Θεοτόκος ευαγγελίζεται!
Να, ο Άγγελος, το μήνυμα που φέρνει το καλό!
Η Παναγιά παραστέκει σε.
Ψυχή μου ορθώσου, στον ουρανό σου!
Ο Κύριος, μετά Σου!
Ιωάννης Παναγάκος
Από την ποιητική συλλογή ” Αχ, Πατρίδα μου, Μάνα Πατρίδα ” – Αριστείο μετά Χρυσού Μεταλλίου στον διεθνή διαγωνισμό του περιοδικού Λόγου – Τέχνης – Πολιτισμού «Κελαινώ» και του Λογοτεχνικού Ομίλου «Ξάστερον» 2012.