Αναδημοσιεύουμε και σχολιάζουμε σήμερα ένα ακόμη ενδιαφέρον άρθρο, που δημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία της 16/3. Θίγει το θέμα του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας, για το οποίο δεν αναφέρεται τίποτα στα νομοσχέδια του ΥΠΕΚΑ, τόσο για την πώληση του ΑΔΜΗΕ όσο και για τη “μικρή” ΔΕΗ, λες και το κόστος δεν αφορά το ΥΠΕΚΑ.
Όπως σχολιάζει η “Ε” στον πρόλογο του άρθρου, “Η θεωρία λέει ότι οι «νέοι παίκτες» που θα προκύψουν από το άνοιγμα της αγοράς ενέργειας στην Ελλάδα, σε συνδυασμό με τις εναλλακτικές μορφές παραγωγής ηλεκτρισμού θα μειώσουν την τιμή του ρεύματος. Η πραγματικότητα, όμως, θα αποδειχτεί μάλλον δυσάρεστη για όσους ασπάζονται -ή και προπαγανδίζουν- την παραπάνω θεωρία. Το άρθρο που ακολουθεί, εξηγεί το γιατί.”
Εμείς βέβαια σας έχουμε ενημερώσει κατ’ επανάληψη για την αδιαφάνεια των χρεώσεων και το γδάρσιμο των καταναλωτών στην “απελευθερωμένη” αγορά ηλεκτρισμού της Βρετανίας και σας έχουμε εξηγήσει γιατί οι Γερμανοί καταναλωτές πληρώνουν 48% ακριβότερο ρεύμα απ’ το μέσο Ευρωπαϊκό όρο. Και τώρα επιλέξαμε να αναδημοσιεύσουμε και να σχολιάσουμε κάποια θέματα που βάζει αυτό το άρθρο, επειδή δυο άνθρωποι, που έχουν ζήσει τη ΔΕΗ από μέσα και είχαν άμεση πρόσβαση σε όλα τα οικονομικά της μεγέθη, μιλάνε για την ουσία του θέματος, που είναι μία και μόνη: πώς θα έχουμε φθηνή ηλεκτρική ενέργεια.
Ακολουθεί το άρθρο και στη συνέχεια τα σχόλια:
ΑΓΟΡΑ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ – Γιατί δεν μειώνονται οι τιμές
Δ. Κ. Παπαμαντέλλος, τ. Διοικητής ΔΕΗ, Καθηγητής Πανεπ. Πατρών,
Κ. Γιωτόπουλος, Οικονομολόγος, τ. Γενικός Διευθυντής Οικον. ΔΕΗ
Σε προηγούμενο άρθρο, είχαμε αναφερθεί στο μύθο, που, από τη 10ετΙα του ‘90, καλλιεργήθηκε και στην Ελλάδα, ότι το άνοιγμα της αγοράς ηλεκτρισμού και η είσοδος στον κλάδο «νέων παικτών», θα έφερνε ανταγωνισμό, που θα οδηγούσε σε μειώσεις τιμών, προς όφελος του καταναλωτή.
Μέχρι τώρα, «νέους παίκτες» είδαμε. Μειώσεις τιμών δεν είδαμε. Αντίθετα, κατά καιρούς, από σχετικούς και από λιγότερο σχετικούς, προωθούνταν ιδέες για περαιτέρω ενίσχυση της χρήσης φυσικού αερίου για ηλεκτροπαραγωγή, καθώς και για την ανάγκη εγκατάστασης γιγαντιαίων φωτοβολταϊκών πάρκων. Για κόστος και για τιμές, πολύ περιορισμένη συζήτηση γίνεται.
Το Κόστος
Στην παραγωγή ηλεκτρισμού, οι καθοριστικοί παράγοντες στη διαμόρφωση του κόστους είναι το κόστος καυσίμου και το κόστος κεφαλαίου. Το κόστος εργασίας έχει μικρή συμμετοχή στη διαμόρφωση του συνολικού κόστους παραγωγής. Το κόστος του λιγνίτη, που αποτελεί το καύσιμο των λιγνιτικών σταθμών, είναι χαμηλό και κυρίως ελέγξιμο, προβλέψιμο και ελάχιστα επηρεαζόμενο από απρόβλεπτους παράγοντες, γεωπολιτικής ή άλλης φύσεως.
Με αυτό το χαμηλό και ελεγχόμενο κόστος καυσίμου, εάν ο ιδιοκτήτης του λιγνιτικού σταθμού, αποδεχθεί να ανακτήσει το κεφάλαιο που επένδυσε σε 25 χρόνια και συμφωνήσει και σε μια λογική απόδοση του κεφαλαίου του, δεδομένου ότι λειτουργεί σε έναν ασφαλή κλάδο με σχεδόν αμελητέο risk premium, το κόστος της Κwh που προκύπτει, με ικανό management, διαμορφώνεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα, ώστε να προκύπτουν απόλυτα ανταγωνιστικά τιμολόγια.
Είναι ενδεικτικό ότι, το μέσο κόστος παραγωγής της ΔΕΗ από λιγνιτικούς σταθμούς, παρά τις όποιες αναποτελεσματικότητες, είναι κάτω από τα 40 ευρώ ανά Μwh. Αντίθετα, το κόστος ηλεκτροπαραγωγής, με καύσιμο φυσικό αέριο, είναι σε πολύ υψηλότερα επίπεδα και δεν μπορεί να υποστηρίξει ανταγωνιστικά τιμολόγια για επιχειρήσεις, που εκτίθενται σε διεθνή ανταγωνισμό και στις οποίες το κόστος ενέργειας αποτελεί σημαντική κοστολογική συνιστώσα (νικέλιο, αλουμίνιο, χάλυβας, τσιμέντο, κλπ.).
Ο πιο πρόσφορος τρόπος, για να επιβιώσουν αυτές οι βιομηχανίες, και για να μη σταλούν μερικές ακόμη χιλιάδες άνθρωποι στην ανεργία, είναι αυτός που έχουμε υποδείξει (Άρθρο μας στην ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ/ΕΨΙΛΟΝ 18/8/13). Να διατεθεί, δηλαδή, ένα μέρος από το δυναμικό των λιγνιτικών σταθμών, της τάξεως των 1.000 ΜW περίπου, για την προμήθεια της αναγκαίας ενέργειας σε όλες αυτές τις βιομηχανίες, που λειτουργούν στην Ελλάδα.
Όσο για κόστος ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκά, αυτό πετάει στα ύψη.
Εξαιρετικά χαμηλό κόστος προκύπτει από τα μεγάλα υδροηλεκτρικά. Εκεί, το κόστος κεφαλαίου παίζει τον καθοριστικό ρόλο. Το αρχικό κόστος επένδυσης είναι μεν πολύ υψηλό, αλλά η ανάκτηση του κεφαλαίου που επενδύεται στο φράγμα, γίνεται σε πενήντα χρόνια.
Με αυτά τα δεδομένα, και επειδή η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα, από τη ΔΕΗ, βασίστηκε, για πολλά χρόνια, και πολύ σωστά, κατά 80% και πλέον στον φθηνό λιγνίτη και στο εγχώριο υδροδυναμικό (70% περίπου στο λιγνίτη και 10 -11% στα νερά), η μονοπωλιακή ΔΕΗ κατόρθωνε να διατηρεί τις τιμές σε χαμηλά επίπεδα. Και αυτό, παρά το πλήθος των επιδοτήσεων σε μεγάλες κατηγορίες καταναλωτών (νησιωτικοί καταναλωτές, γεωργικοί καταναλωτές κλπ.), παρά τις απώλειες από τις προβληματικές επιχειρήσεις, στις οποίες υποχρεώνονταν να παρέχει ενέργεια, για να μην κλείσουν, χωρίς να εισπράττει τους λογαριασμούς, και παρά την μη καταβολή, για μεγάλα διαστήματα, των συμφωνημένων συμμετοχών του κράτους σε έργα πολλαπλού σκοπού.
Κλείσιμο ή αναβάθμιση λιγνιτικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής;
Σε όλο τον κόσμο, λόγω του μεγάλου συγκριτικού κοστολογικού πλεονεκτήματος, που προσφέρουν οι λιγνιτικές και οι ανθρακικές μονάδες ηλεκτροπαραγωγής, δίνεται σήμερα μεγαλύτερη προσοχή στις τεχνολογίες αναβάθμισης αυτών των μονάδων.
Σκοπός είναι η αύξηση του βαθμού απόδοσης, η εφαρμογή νέων τεχνολογιών μείωσης των αερίων εκπομπών (CΟ2, SΟ2, SΟ3 και ΝΟx) και μικροσωματιδίων και η σημαντική παράταση της χρήσιμης ζωής τους.
Χρήσιμο επομένως θα ήταν, πριν από την υιοθέτηση εισηγήσεων για κλείσιμο υφιστάμενων λιγνιτικών μονάδων, με το σκεπτικό ότι είναι παλαιές ή ότι στον χώρο. στον οποίο είναι εγκατεστημένες, υπάρχει λιγνίτης, που για να τον εκμεταλλευτούμε πρέπει να κλείσουμε και να κατεδαφίσουμε τις μονάδες (ΘΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ 1.200 ΜW), να εξετάσουμε με προσοχή παραδείγματα επενδυτικών σχεδίων άλλων επιχειρήσεων ηλεκτρισμού, που προχωρούν στην αναβάθμιση λιγνιτικών και ανθρακικών μονάδων τους, στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ και αλλού.
Το πρόσφατο επενδυτικό σχέδιο αναβάθμισης μεγάλου λιγνιτικού σταθμού στην Πολωνία, με στόχο τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας και διαθεσιμότητας του σταθμού, τη μείωση των εκπομπών CΟ2 και την παράταση της οικονομικής ζωής του κατά 25 ακόμη χρόνια, αξίζει να προσεχθεί. Μια επικαιροποιημένη ανάλυση κόστους – ωφελειών, για ορισμένες Ελληνικές λιγνιτικές μονάδες, θα μπορούσε να αποδειχθεί χρήσιμη.
Στους σημερινούς πολύ δύσκολους καιρούς, οι αναβαθμίσεις μπορούν να προσθέσουν σημαντική αξία σε υφιστάμενες μονάδες. Αντίθετα, η επιλογή του κλεισίματος, ισοδυναμεί με επιλογή καταστροφής κεφαλαίου. Αν οι αναβαθμίσεις δεν προχωρήσουν από τη ΔΕΗ. είναι μάλλον βέβαιο ότι θα προχωρήσουν από τους «νέους παίκτες», δηλαδή από τους πιθανούς αγοραστές της λεγόμενης «μικρής ΔΕΗ», ώστε να αποκομίσουν αυτοί την πρόσθετη αξία, που μπορεί να δημιουργήσει μια επιτυχημένη αναβάθμιση.
Συμπέρασμα
Το άνοιγμα αγοράς, στην παραγωγή ηλεκτρισμού, πρακτικά καταλήγει στη μερική υποκατάσταση του κρατικού παραγωγού από περιορισμένο αριθμό ιδιωτικών επιχειρήσεων παραγωγής. Μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων ηλεκτροπαραγωγής, που θα ανταγωνίζονται σκληρά μεταξύ τους και θα ρίχνουν τις τιμές, προς όφελος του καταναλωτή, μάλλον δεν θα δούμε.
Ανταγωνισμός, με την ουσιαστική έννοια του όρου, δεν μπορεί να υπάρξει σε μια αγορά, όπου οι «παίκτες» είναι ολιγάριθμοι. Η αγορά ηλεκτρισμού και ειδικότερα στην παραγωγή, απελευθερωμένη ή όχι, αποκρατικοποιημένη ή όχι, από τη φύση της, έχει χαρακτηριστικά, που προσιδιάζουν περισσότερο σε ολιγοπώλιο και πολύ λιγότερο σε πραγματικά ανταγωνιστική αγορά. Αυτό σημαίνει ότι, άτυπες συμφωνίες μεταξύ των «παικτών», για αποφυγή πραγματικού ανταγωνισμού, δεν μπορούν να αποκλειστούν, όσο επινοητική και αν είναι η κρατική ρύθμιση και εποπτεία.
Καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του κόστους και των τιμών παίζει η σύνθεση του παραγωγικού δυναμικού. Η αύξηση του μεριδίου του φυσικού αερίου και των ΑΠΕ στο σύστημα παραγωγής, οδήγησε σε αύξηση των τιμών. Εάν υπάρξει περαιτέρω μείωση του μεριδίου της λιγνιτικής παραγωγής στο σύστημα, θα προκύψουν και άλλες αυξήσεις τιμών. Η ενδεχόμενη είσπραξη μέρους του κόστους με έμμεσο τρόπο (φόροι, τέλη ΑΠΕ κλπ.) δεν αλλάζει τα πράγματα.
Δεν πρέπει να αναμένεται ότι οι «νέοι παίκτες» θα διαμορφώνουν τιμολόγια με υπόθεση ανάκτησης του κεφαλαίου τους σε 25 ή 50 χρόνια ή με στόχο απόδοσης 4 ή 4,5% όπως, επί σειρά ετών, έκανε η ΔΕΗ. Είναι λογικό να υποθέσουμε ότι θα στοχεύσουν σε υψηλότερες αποδόσεις και με πιο βραχυπρόθεσμο προσανατολισμό ως προς την ανάκτηση του κεφαλαίου. Αυτό σημαίνει υψηλότερες τιμές, εκτός εάν αποκτήσουν υφιστάμενες λιγνιτικές ή υδροηλεκτρικές μονάδες σε ιδιαίτερα ελκυστικές τιμές. Όπως είχαμε προτείνει σε προηγούμενο άρθρο μας, η απένταξη 1000MW λιγνιτικών σταθμών της ΔΕΗ και η δημιουργία μίας ανώνυμης εταιρείας όπου την πλειοψηφία των μετοχών να έχουν οι μεγάλοι καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας (ΛΑΡΚΌ, ΑΛΟΥΜΙΝΙΟ, ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΕΙΕΣ, ΤΣΙΜΕΝΤΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ. κ.ά.), θα αποτελέσει μία επιχειρηματική λύση σε αντιδιαστολή με την προηγούμενη, χωρίς να επιδιωχθεί βραχυπρόθεσμη ανάκτηση του κεφαλαίου, ούτως ώστε το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας να παραμείνει χαμηλό κάτω των 35€/ΜWh.
Εδώ τελειώνει το άρθρο και μπορεί να ξεκινήσει ο σχολιασμός, αφού οι άνθρωποι το λένε απ’ την αρχή: “Μέχρι τώρα, «νέους παίκτες» είδαμε, Μειώσεις τιμών δεν είδαμε”. Κι όχι μόνο δεν είδαμε μειώσεις, αλλά, αντίθετα, είδαμε μεγάλες αυξήσεις των τιμών, 34,3% απ’ τον Ιούνιο 2009 στον Ιούνιο 2013. Είδαμε την ιστορία της “απελευθέρωσης” της ηλεκτρικής ενέργειας να μετατρέπεται σ’ έναν ακόμα μηχανισμό αναδιανομής πλούτου στην Ευρώπη, απ’ τους καταναλωτές προς τις μεγάλες εταιρείες (κι από κει στους πολιτικούς;). Είδαμε μεγάλες μειώσεις στους μισθούς των εργαζομένων, αλλά “Το κόστος εργασίας έχει μικρή συμμετοχή στη διαμόρφωση του συνολικού κόστους παραγωγής“, οπότε μικρό τελικά το όφελος για τον καταναλωτή. Χρειάζονται κι άλλα πράγματα, όπως “ικανό management“, που να μην έχει π.χ. ιδεολογικές προκαταλήψεις ενάντια στο βασικό καύσιμο της εταιρείας που καλείται να διοικήσει ή να μην έχει ως πρώτη σκέψη την ημερομηνία συνταξιοδότησης.
“Το κόστος ηλεκτροπαραγωγής με φυσικό αέριο, είναι σε πολύ υψηλότερα επίπεδα και δεν μπορεί να υποστηρίξει ανταγωνιστικά τιμολόγια για επιχειρήσεις, που εκτίθενται σε διεθνή ανταγωνισμό και στις οποίες το κόστος ενέργειας αποτελεί σημαντική κοστολογική συνιστώσα“. Απλές αλήθειες, είναι ο ίδιος λόγος για τον οποίο η ΕΒΙΚΕΝ ζήτησε επίσημα 27500 GWh λιγνιτικής παραγωγής. Και μη τυχόν σας πει κανείς ότι μπορείτε να έχετε ανταγωνιστική βιομηχανία με ενέργεια από αιολικά ή Φ/Β, πάρτε τον με τις πέτρες: ο EEG 2.0, που έχει για ψήφιση η Γερμανία σε λίγες μέρες και για εφαρμογή από τον Αύγουστο, προβλέπει ότι το 65% της ηλεκτροπαραγωγής θα είναι από συμβατικές πηγές, κυρίως λιγνίτη και λιθάνθρακα! Και το αυξημένο κόστος της ενέργειας από αιολικά και Φ/Β, τόσο οι Γερμανοί όσο και οι Βρετανοί, το ρίχνουν στα νοικοκυριά, όχι στη βιομηχανία!
“Να εξετάσουμε με προσοχή παραδείγματα επενδυτικών σχεδίων άλλων επιχειρήσεων ηλεκτρισμού, που προχωρούν στην αναβάθμιση λιγνιτικών και ανθρακικών μονάδων“. Είναι μια άποψη που βασανίζει πολλούς. Μια κρίσιμη παράμετρος είναι κατά πόσο με τα έργα αναβάθμισης θα βελτιωθεί ο βαθμός απόδοσης των ήδη παλαιών μονάδων, καθόσον είναι γνωστό ότι η προσθήκη συστήματος αποθείωσης καυσαερίων, για προσαρμογή στις προδιαγραφές της Κοινοτικής Οδηγίας IED για τους ρύπους, μειώνει τον ήδη χαμηλό βαθμό απόδοσης. Από την άλλη πλευρά, οι παλαιές μονάδες έχουν πρακτικά αποσβεσθεί και δεν επιβαρύνονται με κόστος κεφαλαίου, όπως μια νέα μονάδα, και πλέον τα προς επένδυση κεφάλαια έχουν γίνει δυσεύρετα. Η γειτονική Σερβία, που αντιμετωπίζει παρόμοια προβλήματα επενδυτικών κεφαλαίων και για την πρώτη της ενεργειακή επένδυση μετά από 25 χρόνια στράφηκε στο λιγνίτη, θα αξιοποιήσει κινεζικά κεφάλαια.
“Εάν υπάρξει περαιτέρω μείωση του μεριδίου της λιγνιτικής παραγωγής στο σύστημα, θα προκύψουν και άλλες αυξήσεις τιμών“. Σας το έχουμε ήδη πει, με μια ανάρτηση που τράβηξε πολύ την προσοχή των αναγνωστών μας: Λιγότερος λιγνίτης στο ενεργειακό μίγμα; Οι τιμές του ηλεκτρικού στη στρατόσφαιρα!
“Δεν πρέπει να αναμένεται ότι οι «νέοι παίκτες» θα διαμορφώνουν τιμολόγια με υπόθεση ανάκτησης του κεφαλαίου τους σε 25 ή 50 χρόνια ή με στόχο απόδοσης 4 ή 4,5% όπως, επί σειρά ετών, έκανε η ΔΕΗ. Είναι λογικό να υποθέσουμε ότι θα στοχεύσουν σε υψηλότερες αποδόσεις και με πιο βραχυπρόθεσμο προσανατολισμό ως προς την ανάκτηση του κεφαλαίου. Αυτό σημαίνει υψηλότερες τιμές, εκτός εάν αποκτήσουν υφιστάμενες λιγνιτικές ή υδροηλεκτρικές μονάδες σε ιδιαίτερα ελκυστικές τιμές“. Πολύ απλά είναι τα πράγματα, έργα με μεγάλους χρόνους απόσβεσης και μικρά επιτόκια απόδοσης κεφαλαίου μόνο μια δημόσια επιχείρηση μπορεί να κάνει. Ο οποιοσδήποτε ιδιώτης θέλει και μικρούς χρόνους απόσβεσης και μεγάλα επιτόκια απόδοσης, όμως αυτά μεταφράζονται αυτόματα σε επιβάρυνση της τιμής στον τελικό καταναλωτή. Ποιος ιδιώτης θα κάτσει να κάνει φράγμα, που χρειάζεται χρόνο απόσβεσης 50 χρόνια; Ο κάθε κρατικοδίαιτος ιδιώτης όμως θα ήταν τρισευτυχισμένος αν κάποιοι ξεφωνημένοι πολιτικοί του έδιναν κοψοχρονιά ένα υδροηλεκτρικό, που έχει πολύ χαμηλό κόστος λειτουργίας. Και δεν πρέπει ποτέ να ξεχνούμε τη μεγάλη “πράσινη απάτη” του ΕΤΜΕΑΡ, που η ΡΑΕ ζήτησε να πληρώσουμε 764 εκατ. ευρώ μαζεμένα μέσα στο 2014, (χρήματα με τα οποία μπορούμε άνετα να κάνουμε μια λιγνιτική μονάδα 380MW), και το 2020 να μην έχουμε ούτε μονάδα ούτε ρεύμα!
Η βιομηχανία που εκτίθεται στο διεθνή ανταγωνισμό πρέπει να έχει ανταγωνιστική τιμή ενέργειας, γιατί διαφορετικά θα αναγκαστεί ή να κλείσει ή να μεταναστεύσει. Οποιαδήποτε κυβέρνηση κι αν έχουμε στην Ελλάδα θα πρέπει να προσέχει την ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας, η οποία και συνάλλαγμα φέρνει στη χώρα και δημιουργεί θέσεις εργασίας. Φθηνή ενέργεια που μόνο ο λιγνίτης μπορεί να εξασφαλίσει, γι’ αυτό και η ΕΒΙΚΕΝ είναι με το λιγνίτη. Αρκεί βέβαια το κράτος να παρακολουθεί τη λειτουργία της βιομηχανίας, ώστε το χαμηλό κόστος ενέργειας να μην καταλήγει σε λογαριασμούς βιομηχάνων στην Ελβετία.
“Η μονοπωλιακή ΔΕΗ κατόρθωνε να διατηρεί τις τιμές σε χαμηλά επίπεδα. Και αυτό, παρά το πλήθος των επιδοτήσεων σε μεγάλες κατηγορίες καταναλωτών (νησιωτικοί καταναλωτές, γεωργικοί καταναλωτές κλπ.), παρά τις απώλειες από τις προβληματικές επιχειρήσεις, στις οποίες υποχρεώνονταν να παρέχει ενέργεια, για να μην κλείσουν, χωρίς να εισπράττει τους λογαριασμούς, και παρά την μη καταβολή, για μεγάλα διαστήματα, των συμφωνημένων συμμετοχών του κράτους σε έργα πολλαπλού σκοπού“. Κάποτε οι κυβερνήσεις φρόντιζαν να έχουν χαμηλές τιμές ενέργειας όλοι οι καταναλωτές, ιδιαίτερα τα νησιά και οι αγρότες, και φέσωναν και τη ΔΕΗ με διάφορους τρόπους ή βάζοντας κάποτε τη ΔΕΗ να δανειστεί για λογαριασμό του Δημοσίου. Οι μνημονιακές κυβερνήσεις κοιτάζουν πώς θα αυξήσουν το κόστος του ρεύματος για πολίτες και βιομηχανία, πώς θα αφήσουν τον κόσμο χωρίς ρεύμα, πώς θα ενσωματώσουν κι άλλους φόρους στους λογαριασμούς της ΔΕΗ, πώς θα κάνουν κοινωνικά τιμολόγια αναδιανέμοντας τα αδιέξοδα της πολιτικής τους, πώς θα δημιουργήσουν “επενδυτές” τύπου Energa & Hellas Power, πώς θα κάνουν δωράκια σε συγκεκριμένους επιχειρηματίες.
“Άτυπες συμφωνίες μεταξύ των «παικτών», για αποφυγή πραγματικού ανταγωνισμού, δεν μπορούν να αποκλειστούν” λέει το άρθρο, καρτέλ καραμπινάτο είναι αυτό για το οποίο κατηγορούν οι Εργατικοί στη Βρετανία τις έξι μεγάλες εταιρείες ενέργειας. Τι κάνει λοιπόν νιάου-νιάου στα κεραμίδια; Ο “ανταγωνισμός”, που μόνο στη θεωρία ρίχνει τις τιμές, αλλά που στην πράξη αποδεικνύεται ότι είναι μόνο ένα θεωρητικό ιδεολογικό κατασκεύασμα, που λειτουργεί παντού και πάντα σε βάρος των καταναλωτών. Το είδαμε άλλωστε και στην πολυδιαφημισμένη “απελευθέρωση” της αγοράς τηλεπικοινωνιών, όπου οι Γερμανοί αγόρασαν τον ΟΤΕ και, εκμεταλλευόμενοι αφενός τις υποδομές που είχε δημιουργήσει ο κρατικός ΟΤΕ και αφ’ ετέρου τη δεσπόζουσα ή κύρια θέση που έχει στην αγορά, πουλούν στους ιθαγενείς ίντερνετ στα 50Μbps, όταν στη Ρουμανία πουλάνε 1000!Μbps σε πολύ φθηνότερη τιμή! Κάνει μήπως η Ρουμανία μόνη της την τεχνολογία κι έχει χαμηλότερα κοστολόγια; Μάλλον όχι. Έχει μήπως χαμηλότερους μισθούς; Σε μεγάλο βαθμό ούτε κι αυτό πλέον ισχύει. Και θα το δείτε και με το γάλα, τώρα που η χώρα χρεοκόπησε και βρήκαν ευκαιρία να μας πουλήσουν τα γαλακτοκομικά πλεονάσματα Γερμανών και Ολλανδών: οι τιμές δεν πρόκειται να πέσουν, θα μείνουν περίπου στα ίδια επίπεδα. Και η δικαιολογία θα είναι η “γεωγραφική ιδιομορφία” της Ελλλάδας, με τις ορεινές περιοχές και τα πολλά νησιά, λες και νησιά θα αποκτήσουμε μόνο αφού περάσουν την επαίσχυντη “απελευθέρωση” των εισαγωγών.
Εκείνο που χρειαζόμαστε στην Ελλάδα είναι ο “εκσυγχρονισμός” των θεσμών και η “επανίδρυση” του κράτους. Αυτό ζητήσαμε απ’ το Σημίτη το 2000 και εκσυγχρόνισε τον τρόπο που έπαιρναν τις μίζες, αυτό ζητήσαμε απ’ τον Καραμανλή το 2004 και επανίδρυσε τη λαμογιά. Στον Παπανδρέου εναποθέσαμε τις ελπίδες μας, επειδή “ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε” και τελικά και δεν αλλάξαμε και βουλιάξαμε. Κι έρχονται τώρα αυτοί που έπαιρναν τις μίζες, αυτοί που πήραν θαλασσοδάνεια για τα κόμματά τους κι έχουν ακόμα και τους υπαλλήλους τους απλήρωτους, αυτοί που παραμένουν αμετανόητοι και αδιόρθωτοι, με τα ίδια μυαλά που χρεοκόπησαν τη χώρα, να μας πουλήσουν ελπίδα για το αύριο. Ε, λοιπόν η μόνη ελπίδα που έχει πλέον η χώρα είναι να προχωρήσει χωρίς αυτούς. Και στις εκλογές της άνοιξης να τους δώσουμε να το καταλάβουν μια και καλή.
Τα λινκς τεκμηρίωσης βρίσκονται στο http://greeklignite.blogspot.gr/2014/03/blog-post_27.html και στο Facebook, στη διεύθυνση Greeklignite! Πατήστε Like στη σελίδα μας, για να μαθαίνετε τις αναρτήσεις μας!