ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΓΙΑ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ, THE QUEST FOR JUSTICE
Τοῦ Γιώργου Νικολακάκου.
Η κρίσις τῆς ἐποχῆς μας εἶναι τόσο σοβαρή καί καθοριστική γιά τό σύνολον τῆς ἀνθρωπότητος ποῦ, ἀν δέν αποφασίσωμε νά τήν ἀντιμετωπίσωμε ριζικά, θα καταστραφοῦμε χειρότερα ἀπό ό,τι συνέβη στόν Β΄Παγκόσμιον Πόλεμο καί πολύ πιό ἐκτεταμένα.Μιά ἀπό τίς βασικώτερες ἀνεπάρκειες – αν καί ὄχι ἡ μόνη – τοῦ ἀνθρώπου ποῦ ἐπιτρέπουν στά προβλήματα να καλλιεργοῦνται πρός τό χειρότερο εἶναι ἡ ἔλλειψις κατανοήσεως τῶν ἐννοιῶν, θέμα ποῦ στούς περισσότερους φαίνεται ἐξοργιστικά ἀνούσιο καί ἀσήμαντο, καθῶς καί τόσο ἄσχετο με τά προβλήματά τους ποῦ δῆθεν θα τούς παρασύρη μέ δόλο μακρυά ἀπό τίς πολυπόθητες λύσεις – τήν ἐξῆς μία: τήν ὑλική εὐημερία!Όμως η αλήθεια εῖναι δραματικά διαφορετική. Πάντοτε ὁ ἄνθρωπος έπικαλεῖτο ἔννοιες -συμβολικές τουλάχιστον- που σχετιζόντο με την εὐημερία του, ὄπως Θεός, πατρίδα, εὐημερία, ἐλευθερία, πρόνοια, ἀσφάλεια, ἀνάπτυξι, δημοκρατία, δικαιοσύνη καί πολλές ἄλλες. Ὄμως ἡ ἀνταπόκρισις του ἀπέναντί τους εἶναι ἀκραῖα ἀσαφής, θυμική καί χωρίς προσπάθεια διερευνήσεως τῆς σχέσεως τούς με τήν πραγματικότητα, ὄπως π.χ. ἀν τα ἀποτελέσματα πού ἐπιφέρει ἡ -συνήθως πρόχειρη- ἐρμηνεῖα τους εἶναι σύμφωνα μέ αὐτό πού
τείνουν να ἐκφράζουν, τί μπορεῖ νά εἶναι λανθασμένο στήν ἐρμηνεἶα τους καί πολλά ἄλλα προβλήματα.
Η αυθαίρετη διακυβέρνησις πάντοτε στηρίζεται σέ ἐπιθυμίες καί ἔνστικτα, γιά τά ὀποῖα βέβαια δέν χρειάζεται σοβαρή έρμηνεῖα ἐννοιῶν, καί ἔτσι ἡ διαχείρισις τῶν κοινῶν εἶναι σχετικά ἀπλούστερη: στοχεύει στόν ἔλεγχο γιά ἰδιοτελεῖς σκοπούς. Ὁ μόνος ἐρμηνευτικός καί ἐρμηνευόμενος παράγοντας εἶναι ἡ ἐπιθυμία τοῦ ἐξουσιάζοντα καί τοῦ ἐξουσιαζόμενου καί ὁ ὑπολογισμός τῶν ἀνταγωνιστικῶν δυνάμεων, Ἀντίθετα, στήν Δημοκρατία εἶναι ἀναγκαῖος ὁ προσδιορισμός τοῦ περιεχομένου τῶν ἰδεῶν καί, ὄταν εἶναι ἀναγκαῖον, ὁ ἐπαναπροσδιορισμός τῶν ἐννοιῶν, ἐπειδή ἡ δημοκρατική διακυβέρνησις – θεωρητικά τουλάχιστον – σκοπεύει στό Κοινό Καλό ἥ τουλάχιστον στό κοινό συμφέρον, ναί μέν ἐξισορροπώντας ἀντιθέσεις συμφερόντων καί δικαιωμάτων, αλλά και κάνοντας προσαρμογές στις νέες συνειδησιακές συνθῆκες ἑνός δυναμικά εξελισσόμενου κόσμου.
Βέβαια καί ἐδῶ ἀπαιτεῖται ἕνας βαθμός ελέγχου, δηλαδή αὐτών πού τείνουν να καταργήσουν τήν Δημοκρατία, ἀλλά ἐκτός ἀπό αὐτό ἀπαιτεῖται ἐπιπλέον μία συλλογική ἀνάληψις εὐθύνης απέναντι στίς ίδέες καί τίς ἔννοιες, ἀν θέλωμε ἡ Δημοκρατία νά σημαίνη καί αὐξημένη συμμετοχή της κοινωνίας στη διακυβέρνηση. Χωρίς τήν ἐκουσία ανάληψιν εὐθύνης καί τήν συμμετοχή δέν ὑπάρχει σοβαρή δημοκρατία..Ένα ἀνάλογο πρόβλημα – ἄν καί σε ὑψηλότερο ἐπίπεδο έννοιολογικής άποσαφηνἰσεως – ἐμφανίστηκε στό Δίκαιον με τήν προβληματική τοῦ ποιό εἴδος δικαίου θά ἔπρεπε νά ἀποτελῆ γνώμονα τῆς νομικῆς σκέψεως και νομοθετήσεως: το Θετικό Δίκαιον πού θεωρεῖται δίκαιον, ἐπειδή ἀπλά ἔχει νομοθετηθεί (είτε βάσει μιας προαποφασισμένης διαδικασίας εἶτε αὐθαίρετα) ἥ τό Φυσικό Δίκαιον πού εἶναι συναφές με τήν ἔννοια τῆς Δικαιοσύνης καί σύμφωνο μέ πιό ἐσωτερικές ἀξίες συναφεῖς μέ τήν ἀνθρώπινην φύσιν;Περιττόν βέβαια νά ποῦμε πῶς καί στίς δῦο περιπτώσεις ὑπάρχουν ἄπειρες δυνατότητες στρεβλώσεων, γνωστῶν ίστορικά, και σε καμμία περίπτωσιν δεν πρόκειται ούτε να ἀποφύγουμε τίς παρενέργειές τους ἐπιλέγοντας καί ἐρμηνεύοντας ἀνάλογα μέ τήν στιγμήν καί τίς ἐπιθυμίες μας οὖτε νά ἀποφύγωμε τήν ἐπιτακτικότητα τῆς ἀνάγκης να κάνωμε τόν κόπον τῆς έρεύνης καί τῆς ἐννοιολογικῆς κατανοήσεως καί νά καταβάλωμε τό τίμημα τῆς ἀληθινῆς εφαρμογῆς.
Τὀ πρόβλημα τῆς δικαιοσύνης στήν νεωτέρα ἰστορία ἐμφανίσθη μέ τήν διαμάχη μεταξῦ τῶν ὀπαδῶν τῆς θεωρίας τοῦ θετικοῦ δικαίου καί τοῦ Φυσικοῦ δικαίου. Οί ὀπαδοι τοῦ θετικοῦ δικαίου ὐπόστηριξαν ὄτι τό θετικό δίκαιον ἔχει τό προσόν ὄτι εἶναι πολύ εὐκολώτερα προσδιορίσιμο καί προσιτό, πράγμα πού δημιουργεῖ λιγότερες καί μικρότερες ἀσάφειες στήν ἀπονομή του. Μάλιστα οί ἔννοιες του πού παρουσιάζουν τήν μεγαλυτέρα δυσκολία ἐρμηνεῖας εῖναι συνήθως αὐτές πού προσιδιάζουν στό Φυσικό Δίκαιον ὡς πιό αφηρημένες. Τό Θετικό Δίκαιον μπορεῖ νά ἐπιβληθῆ εἶτε ἐπειδή ἡ κοινωνία τό ἀποδέχεται πρόθυμα εἶτε ἐπειδή ἡ ἐξουσία εἶναι ἀρκετά ἰσχυρή ὦστε νἀ τό ἐπιβάλη ἀκόμη καί ἐνάντια στίς ἐπιθυμίες τῆς κοινωνίας.Τέτοια ἤταν ἡ περίπτωσις τῶν δικτατοριῶν, τῶν ἀπολυταρχικῶν καί ὀλοκληρωτικῶν καθεστώτων κάθε μορφῆς, τῆς ἀδικίας καί τῆς ὡμῆς ἰσχῦος. Μπορεῖ π.χ. ὁ ἰσχυρός να νομοθετῆ ἀπαλλάσσοντας τὀν ἐαυτόν του ἀπό τίς εὐθῦνες διἀ τοῦ «νόμου» πού ὁ ἴδιος ἐπιβάλλει (θετικό δίκαιο), μπορεῖ νά παραβιάζη μέ τόν δικό του νόμον τίς ἀρχές τῆς ἰσότητος καί τῆς ἐλευθερίας, να παραβιάζη ακόμη καί τό σύνταγμα πού εἶναι ὁ ἀνώτατος νόμος μιᾶς χῶρας. Αὐτό μπορεῖ να γίνη ἀκόμη καί με «νόμιμο» διαδικαστικά τρόπο – καί μιά τέτοια παραβίασις τοῦ νόμου κατά τήν ούσία του, ἀν καί ὄχι κατά τον τῦπο του, μπορεῖ νἀ στηριχθῆ π.χ. στήν διαφθορά κρατικῶν λειτουργῶν πού ὑποκύπτουν μέ ἀνταλλάγματα στίς ἀπαιτήσεις τοῦ ἰσχυροῦ εἶτε αὐτοί ανήκουν στό νομοθετικό σῶμα εἶτε στήν διοίκησιν εἶτε ἀλλοῦ. Οπότε θα ἔχωμε νόμιμο τυπικά νόμο, ἀλλά οὐσιαστικά ἄδικο.Η διαφθορά μπορεῖ νἀ λειτουργήση ἔτσι, ἐπειδή ἀποτελεῖ οὐσιωδῶς βία, μιἀ παραβίασις τῆς δημοκρατίας, τῆς κοινωνικῆς συνοχῆς καί τοῦ σκοποῦ τοῦ νόμου, δημιουργῶντας ἕνα κενό στήν συνοχή καί τήν αἰτιώδη συνάφεια πού πρέπει να ὑπάρχουν ἀνάμεσα στούς κυβερνῶντες καί τούς κυβερνώμενους στήν βάσιν τῆς λαϊκῆς ἐντολῆς, δηλαδή στήν πραγματικότητα καταργεί τήν λειτουργία τῆς λαϊκῆς ἐντολῆς.
Γιά τούς ἀρχαίους Ἕλληνες ὀ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά οίκοδομήση τήν σωστή πολιτεῖα ἐαν δέν κυβερνάται σύμφωνα μέ τίς αρχές τοῦ δικαίου. Κατά τόν Πλάτωνα οἱ πράξεις τοῦ ἀνθρώπου πρέπει νά διέπωνται ἀπό τούς νόμους τῆς δίκης. Ἡ δίκη δέν εἶναι ἀνθρώπινον ἐπίνόημα ἀλλά ἀφορά τά ὄντα γενικῶς. Κάθε όν ὀποτεδήποτε στέκεται κάτω ἀπό τήν κυριαρχίαν τής δίκης. Ο Ηράκλειτος παριστάνει τήν πορεῖα τοῦ ἠλίου ἐποπτευώμενην ἀπό τήν δίκην «ηλιος γαρ ούχ υπερβήσεται μέ τρία εί δέ μή Ερινύες μέν Δίκης επίκουρου εξευρουσιν» κατά τήν αντίληψιν του οί ανθρώπινοι νόμοι τρέφονται ἀπό τόν ἕναν θεϊκόν νόμον, ὑπό ἑνός τοῦ ἀπείρου. Τό κοινόν λοιπόν τής Πόλεως δέν εῖναι κάτι πού δημιουργεῖται ἀπό τόν άνθρωπον ἀνεξάρτητα ἀπό τήν κοινότητα πού ἀποτελοῦν τά όντα ή νομοτέλεια πού τά διέπει.Εῖναι ή ίδια νομοτέλεια πού δίεπει τό σύμπαν ὀλόκληρον. Ο μεγαλόκοσμος εἶναι μεγαλογραφία τῆς πολιτεῖας, διοικεῖται ὄπως καί αὐτή ἀπό τόν νόμο καί τήν δίκη. Ωστε ό κόσμος τού σύμπαντος πρέπει νά εῖναι τό πρότυπον σύμφωνα μέ τό οποίον πρέπει οί ἄνθρωποι νά ρυθμίζουν τήν πολιτική ζωή. Αν δοῦμε ἔτσι τά πράγματα δέν θά μᾶς φανῆ καθόλου παράδοξον τώ όντι ό Πλάτων ἀναζητά μέσα στήν οίκειότητα καί τήν κοινότητα τού σύμπαντος τό πρότυπον τῆς ἀνασυγκροτήσεως τῆς δικῆς τοῦ Πολιτεῖας. Η ἐνόρασις τοῦ ἀγαθοῦ πού συνέχει τό σύμπαν σε ἀδιάσπαστη ἐνότητα εἶναι ἀπαραίτητη γιά τόν φιλόσοφον πού θέλει νά βάλη τήν πολιτική ζωή καί συνεπῶς τήν ατομική ζωή «είς σύνταξιν οίκειότητος»..
Το Δίκαιον ἐπαγγέλεται ὄτι εἶναι τό μέσον γιά τήν ἐπίτευξιν τῆς δικαιοσύνης. Ἡ δικαιοσύνη εἶναι ἕνα αἴτημα διαχρονικό, ἕνα πανανθρώπινο φιλοσοφικό ἐρώτημα. Ἔχει νά κάνη μέ τίς ἀξίες πού ἐμπνέουν μιάν κοινωνία. Καί ἡ ἀπάντησις στό ἐρώτημα «τί έπ αγγέλλεται ότι είναι το μέσον για την επίτευξη της Δικαιοσύνης. Η Δικαιοσύνη εἶναι ἕνα αἴτημα διαχρονικό, ἕνα πανανθρώπινο φιλοσοφικό ἐρώτημα. Ἔχει να κάνη μέ τίς ἀξίες πού ἐμπνέουν μιά κοινωνία. Και ἡ ἀπάντησις στό ἐρώτημα «τί εἶναι δίκαιον καί τί ἄδικο» δέν εἶναι δεδομένη, οὖτε ἀμετάβλητη. Ο Σωκράτης στό ἔργο τοῦ Πλάτωνα «Πολιτεῖα» θυμᾶται τόν ὀρισμό τοῦ λυρικοῦ ποιητοῦ Σιμωνίδη: δίκαιον θά μποροῦσε νά εἶναι νά ἀποδίδης στόν καθέναν ο,τι πρέπει». Κάτι ἀνάλογο πιστεύει καί ὁ Ρωμαῖος νομικός Ουλπιανός, σέ μιά διατύπωσι διαχρονικῆς ἀξίας ποῦ σώζεται στόν Πανδέκτη. «Δικαιοσύνη εἶναι ἠ σταθερά καί διαρκής βούλησις, νά ἀποδίδης στόν καθέναν τό ἴδιον, αύτὀ δηλαδή πού τοῦ ἀνήκει. Τά παραγγέλματα τοῦ Δικαίου εἶναι νά ζῆς ἐντίμως, νά μήν βλάπτης τόν ἄλλον, νά ἀποδίδης στόν καθένα τό ἴδιο». Δικαιοσύνη εῖναι ἡ σταθερά καί διηνεκής θέλησις τοῦ ἀποδίδειν ἐκάστω τό προσήκον”.
Ο Αριστοτελης συνέδεσε τὀ δίκαιον με τόν ὀρθὀν λόγο. Γιά τόν Ἀριστοτέλη ἡ ὀργάνωσις τῆς πολιτεῖας καί το δίκαιον ἔχουν σάν σκοπό τήν πραγματοποίησιν τοῦ γενικοῦ συμφέροντος, δηλ. Τῆς κοινωνικῆς εὐημερίας καί μάλιστα ὄχι μόνον τῆς κοινωνίας ὡς συνόλου, ἀλλά τῆς εὐημερίας ὄλων τῶν πολιτῶν. Στά Ηθικά Νικομάχεια (8.1160a.10) το λέει καθαρά: “αι δε κοινωνίαι … συμπορεύονται γαρ ἐπί τίνι συμφέροντι” καί ἐπίσης πῶς «ἡ πολιτική δε κοινωνία τοῦ συμφέροντος χάριν δοκεῖ καί έξ άρχῆς συνελθείν και διαμένειν. τούτου γαρ και οι νομοθέται στοχάζονται και δίκαιόν φασίν εἶναι το κοινόν συμφέρον». Ταυτόχρονα, ὁ Ἀριστοτέλης θεωρεῖ ὄτι τό δίκαιον ὀδηγεῖ στήν εύδαίμονα ζωή. Τό καλό λοιπόν εἶναι πρότερον τοῦ δικαίου ἥ δίκαιον εἶναι ό,τι εἶναι καλό διά τήν πόλιν. Ὁ νόμος πρέπει να διέπεται ἀποκλειστικά ἀπό τον ὀρθόν λόγο, ὁ ὀποῖος δέν πρέπει να ἐξαρτᾶται ἀπό τίς ἀνθρώπινες ἐπιθυμίες («άνευ ορέξεως νους ο νόμος εστίν», Τι σημαίνουν ὄλα αυτά; Σημαίνουν ὄτι ο άνθρωπος δρά ὀρθολογικά, αλλά και ότι πρέπει να δρα ορθολογικά, ότι το δίκαιο πρέπει νά βασίζεται στόν ὀρθόν λόγο, ὄτι θἀ πρέπη νά διαχειρίζεται τά κίνητρα τῶν ἀνθρώπων μέ τέτοιον τρόπον ὦστε νά ἐπιτυγχάνεται ὁ σκοπός τοῦ δικαίου, δηλ. Η κοινωνική εὐημερία. Βέβαια δέν εἶναι μόνον αὐτός ὁ σκοπός τοῦ δικαίου, εἶναι ὄμως καί αὐτός καί ὁ Αριστοτέλης εἶναι ὁ πρῶτος πού τὀ ἐντόπισε καί τὀ συνέδεσε με τόν ὀρθόν λόγο.
Ἡ ἐξέλιξις τοῦ δικαίου, ἰδίως στίς ἀγγλοσαξωνικές χῶρες, ἀποτελεῖ συνέπειαν τῆς δικαιοπλαστικῆς δυνάμεως τῆς κοινωνίας καί τοῦ γεγονότος ὄτι τό περιεχόμενον τῶν νόμων καί ἡ ἐφαρμογή αυτῶν τελεῖ πάντοτε ὑπό τόν ἔλεγχον τῆς κοινῆς γνώμης τῶν πολιτῶν καί τοῦ σώματος τῶν νομικῶν οἰ ὄποίοι δέν εἶναι δούλοι τοῦ γράμματος τῶν νόμων, οὖτε αύτόματα ἄνευ πρωτοβουλίας καί ψυχῆς ἀλλά ἔχουν τήν ὑψηλή ἀποστολή νά συμβάλλουν στό ἔργον τῆς διαμορφώσεως καί προσαρμογῆς τῶν ἀφηρημένων ἐπιταγῶν τοῦ δικαίου στήν νομική ζωή. Στήν νεωτέρα ἑλλάδα πολλοί ἀσχολήθηκαν μέ τό πῶς μποροῦσε νά ἐδραίωθῆ μιά κοινωνία δικαίου καί αύτοί ἤταν κυρίως νομικοί. Ο Καθηγητῆς Κασιμάτης, οἰ Καθηγηταί Κωνσταντίνος Τσάτσος, Νουάρος, Κουμάντος καί ἄλλοι προσπάθησαν μέ τίς Ιδεες τους νά δώσουν ἕναν κοινωνικόν προσανατολισμό στό Ελληνικό Δίκαιον. ¨Ὄμως ὁ κοινωνικός προσανατολισμός τοῦ δικαίου δέν εἶναι κάτι πού ΄ἄρχισε νά καλλιεργήται στήν σκέψιν τῶν νομικῶν καί τοῦ πολιτικοῦ νομοθέτη πρόσφατα. Τό κοινωνικό περιεχομενο πάντοτε διαμόρφωνε τίς περί δικαίου ἀντιλήψεις τῶν Ἑλλήνων. Ἡ ίδέα τοῦ κράτους δικαίου ὡς ἡ θεμελιώδης ἀρχή τοῦ πολιτεύματος ἀνάγεται στό απώτερον παρελθόν τῶν Ελλήνων καί ἐξεφράσθη σέ πολλές φάσεις τῆς ιστορίας μας. Ὄπως χαρακτηρηστικά λέγει ὁ καθηγητής Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος, «Η ιστορία τῆς Νεωτέρας Ἑλλάδος μέ πολλά σταθερά στοιχεῖα σέ ολόκληρη τήν διαδρομή της αποτελεί ιστορική ἐνότητα. Η διαδοχή τῶν γενεῶν τῶν , τό πλῆθος τῶν συστατικῶν της αποφάσεων πράξεων καί γεγονότων μέσα στην ροή τού χρόνου με συνεχή ἐξ ἄλλου ἐπίδρασιν τῶν προγενεστέρων στά μεταγενέστερα δέν ἀναιροῦν τήν ἐνιαῖα φυσιογνωμία της.»( Πολιτική Ιστορία τής Νεωτερας Ελλάδος, 1979, σ. 36).
Εἶναι ἄξιον προσοχῆς τό γεγονός ὄτι ὄλες τίς περί δικαίου θεωρίες πού διατυπώθηκαν στήν νεωτέραν ίστορία ἐκεῖνες πού βρῆκαν μεγαλυτέρα ἀπήχησιν στήν νομική σκέψι τῶν Ἑλλήνων εῖναι αύτές πού προσφέρουν τίς χειραφετητικές δυνατότητες, πού διευκολύνουν τήν συλλογική δράσι ὑπέρ τῶν λαϊκῶν τάξεων καί πού προάγουν τόν δικαιοπρακτικόν χαρακτῆρα τῶν νόμων, πού προάγουν τήν νομοθεσία πού ἔχει κοινωνικοῦ περιεχομένου φιλελευθέρου προσανατολισμοῦ, ὄπως ἠ θεωρία τῆς ἐλευθέρας ἐρμηνεῖας τοῦ δικαίου, ἀλλά τελικῶς δέν ἐπέκράτησαν στίς κρίσις τῶν δικάστῶν καί στό πνεῦμα τοῦ δικαίου. Ἡ θεωρία τῆς ἐλευθερίας τῆς ἐρμηνεῖας τοῦ δικαίου εἶχε πολλούς ὀπαδούς στήν Ελλάδα, ὄπως ο Κ. Τριανταφυλλόπουλος( Ἡ Ελευθέρα Ερμηνεῖα τοῦ Δικαίου) ό ὀποῖος ὑπῆρξε ἀκραιφνῆς ὀπαδός αὐτῆς τῆς Σχολῆς καί κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες γιά τήν διάδοσιν της στούς νομικούς κύκλους τῆς Ἑλλάδος. Ο καθηγητής Γ. Μαριδάκης (Αρχειον Οικονομικών καί Κοινωνικών Επιστημών, 1924.σσ 126-134) ὑπῆρξε ένας άλλος φανατικός ὁπαδός τῆς Σχολῆς τῆς Ελευθέρας Ερμηνεὶας τοὺ Δικαίου καί προσπάθησε νά ἐπιβάλη τίς ιδέες του στήν Συντακτική ἐπιτροπή τοῦ Αστικοῦ Κώδικος.
Αλλοι ἐπιφανεῖς ὀπαδοί αὐτῆς τῆς θεωρίας ὑπῆρξαν οί καθηγηταί Αλεξ. Γ. Λιτζερόπουλος(Η Νομολογία ώς Παράγων Διαπλάσεως τοῦ Ιδιωτικού Δικαίου)καί Κ. Τσατσος (Το Πρόβλημα τής Ερμηνείας τού Δικαίου) οί ὀποῖοι ἐπρέσβευαν ὄτι ὄταν ό δικαστής καταφεύγη σέ εξωδικαστικά κριτήρια γιά τήν ἐρμηνεῖα τοῦ δικαίου, τό δίκαιον τείνει νά διαμορφώνεται κατά τρόπον πού ἀνταποκρίνεται στά κοινωνικά δεδομένα. Η τάσις αὐτή ἔγινε ἐμφανῆς ἀμέσως μετά τήν ἀπόκτησιν τής ανεξαρτησίας μας, παρ’ όλον ὄτι ή τάσις αὐτή δέν διεμορφώθη ἀπό τήν λειτουργία δικαιοπλαστικῶν δυνάμεων. Ὀφείλεται μάλλον στόν κοινωνικον προσανατολισμό τῆς νομοθετικῆς σκέψεως. Τό προστατεύον τήν ἰδιοκτησία δίκαιον, πού ἐθεσπίσθη μετά τήν Επανάστασιν, παίρνει καθαρά μεροληπτική στάσι ὑπέρ τοῦ ἀγρότου καί τού ἀκτήμονος καί προσπαθεῖ νά άρη κάθε ἀδικία πού τυχόν προεκλήθη ἀπό τίς συνθῆκες πού προέκυψαν κατά τήν διάρκεια τῆς Ἑπαναστάσεως καί ὰναγνωρίζει καί κατοχυρώνει τό δικαίωμα τῆς ἀπεργίας. Ἑδῶ βλέπομε νά ἀσκεῖται μιά πολιτική κοινωνικοῦ προσανατολισμοῦ ἀλλά μέσα στά πλαίσια μιᾶς φιλελευθέρας ἀντιλήψεως. Καίτοι τά μέτρα πού θεσπίζονται προστατεύουν τάξεις πού βρίσκονται σέ μειονεκτική θέσι, ταυτόχρονα προάγουν καί ἐνισχύουν τό σύστημα τῆς ἀτομικῆς ἰδιοκτησίας, τῶν ἐλευθέρων συναλλαγῶν, τήν ανάπτυξιν τοῦ ἐμπορίου, τήν αὐτονομία τοῦ ἀτόμου, κ.λ.π., στοιχεῖα πού ἀποτελοῦν τό φιλοσοφικό ὑπόβαθρο τοῦ φιλελευθερισμοῦ. Συνεπῶς, ὁ νομικός προσανατολισμός τῆς Ἑλληνικῆς σκέψεως, ὄπότε μποροῦσε νἀ ἐκδηλωθῆ, ἀποτελοῦσε ἀντανάκλασιν τοῦ πνεύματος καί τοῦ χαρακτῆρος πού εῖχε διαμορφωθῆ κατά τήν διαδρομή τῆς ίστορίας της. Εἶναι ἐνδεικτικό τό γεγονός ὄτι ή θεωρία τῆς ἐλευθέρας ἐρμηνεῖας τοῦ δικαίου βρῆκε τόσο μεγάλη ἀπήχησι στήν σκέψι τῶν ἐλλήνων διανοουμένων. Ο Χῶρος δέν ἐπιτρέπει νά γίνει μιά λεπτομερής παράθεσις ὄλων τῶν έκδοχῶν τοῦ άντιθεκισμοῦ. Αρκεῖ νά εἰπῶ ὄτι τό κοινό γνώρισμα όλων των εκδοχῶν τοῦ νομικοῦ ἀντιθετικισμοῦ ὄπως τό φυσικόν δίκαιον, ἡ έλευθέρα ἐρμηνεῖα τοῦ δικαίου ἥ ἠ περί δικαίου συνείδησις τοῦ λαοῦ, είναι η πίστις στήν ίδέα τῆς δικαιοσύνης καί στῖς ἠθικές ἀρχές καί ἀξίες, πού πρέπει να γίνονται δεκτές ἀνεξάρτητα ἀπό ὀποιαδήποτε θέσπισιν τους. Αυτή εἶναι ἡ μεγάλη ἠθική δύναμις τοῦ ἰδεαλισμοῦ πού τοῦ δίνει κῦρος καί αἴγλη. Κανένας σχετικισμός, κανένας ψυχολογισμός ή υποκειμενισμός ή κοινωνιολογισμός, κανένας ίστορισμός ή θετικισμός δέν μπορεῖ νά ἐκτοπίση τό αἴσθημα τοῦ δικαίου, τήν ἀναφορά στήν ίδέα τῆς δικαιοσύνης. Ὄμως, παρόλες τίς ἀναζητήσεις γιά τήν ἀνακάλυψι ἐκείνων τῶν στοιχείων πού θά έξασφαλίσουν τήν δικαῖαν λειτουργία τής κοινωνίας, κατάλήξαμε στόν νομικό θετικισμό ὀ ὀποῖος, παρά τά ὄποια πλεονεκτήματα ποῦ μπορεῖ νά παρουσιάζη, ἀδυνατεῖ να ἀντιμετωπίση τό πρόβλημα τῶν καταφανῶς άδίκων νόμων. Μέ τήν θέσιν ότι ο νόμος εῖναι νόμος καί πρέπει να τηρῆται ἀπό ὄλους ἀνοίγει ἡ πόρτα γιά αὐθαιρεσίες τῆς κρατικῆς ἐξουσίας καί γιά πολιτικήν χειραγώγησιν τῆς κοινωνίας άπό τίς έκάστοτε κυρίαρχες κοινωνικές δυνάμεις καί αὐτό συναίβει καί συμβαίνει σήμερα στήν Ελλάδα, Η παντοδυναμία τοῦ νομοθέτου, ἔστω καί μέ ἀποδοχή ἀπό τίς δυνάμεις ποῦ ἐπικρατοῦν στήν κοινωνία, εῖναι το κατ’ έξοχήν «προπατορικό ἀμάρτημα» τοῦ νομικοῦ θετικισμοῦ.
Η δικαιοσύνη εῖναι ή ἄρτια ἠθική συγκρότησις τοῦ ἀνθρώπου καί αυτήν τήν ἔννοια θά ἔπρεπε νά υπηρετοῦμε πρώτα. Η μή ὓπαρξις δικαίου εἶναι ή αδυναμία γιά τελεσφόρησιν τῆς ἠθικῆς πολιτικῆς. Η ὓπαρξις κράτους δικαίου εἶναι τό στοιχεἶο πού ὑποκειμενικά ἀνταπόκρινεται στήν ἀντικειμενική ἀρχή τῆς δικαιοσύνης.Μόνον αυτοί πού υπηρετοῦν τήν δικαιοσύνη δύνανται νά ἔχουν σταθερά κριτήρια τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί μποροῦν νά μένουν ἐλεύθεροι ἀπό ὑποκειμενικά κίνητρα καί ἄλογες διαθέσεις. Ὁ πολιτικός ὑπόκειται σέ πειρασμό καί τίς περισσότερες φορές κινεῖται ἀπό πολιτική σκοπιμότητα καί, ακόμα, ἀπό ταπεινά ἐλατήρια. Τό γραπτό δίκαιον δέν μπορεῖ νά ανταποκριθῆ στήν αεἰκίνητη καί διαφορετική σέ κάθε της ἔκφανσι πραγματικότητα ῶστε νά τήν ρυθμίζη μέ τρόπον τέλειον κάθε φορά. Ἁπεναντίας, τό γραπτό δίκαιον, αντί νά ρυθμίζη, ρυθμίζεται ἀπό τίς ἐκάστοτε πολιτικές συγκυρίες. Αντί νά ρημουλκή τήν πολιτική, ρημουλκεῖται ἀπό αυτήν καί τάσσεται στήν ἐξυπηρέτησι πολιτικῶών σκοπῶν, τῶν ἀλόγων διαθέσεων τῆς πολιτικῆς. Αντί νά διαμορφώνη τήν συμπεριφορά τῆς πολιτικῆς, διαμορφώνεται ἀπό αὐτήν καί σύμφωνα μέ τίς διαθέσεις της. Ἁλλά ὄταν ἔχουν καθιερωθῆ ἀρχές δικαίου, κριτήρια σταθερά μέ τά ὀποῖα θά ἀξιολογούνται οί νόμοι καί τά πλαίσια μέσα στά οποῖα θά εἶναι ὑποχρεωμένος να κινῆται ό νομοθέτης, τότε οί ταγοί τῆς δικαιοσύνης θά μποροῦν νά προσαρμόζουν τήν δράσιν πολιτῶν καί κυβερνώντων στήν καθολική τάξι τῆς πολιτεῖας. Η ἀπειρομορφία τῆς πολιτικῆς καί κοινωνικῆς ζωῆς θά ρυθμίζεται μέ βάσι τίς ἀπαιτήσεις αὐτῆς τῆς καθολικῆς τάξεως.
Τό Ελληνικό δίκαιον, καί γενικά η νομική σκέψις διεκρίνεται ἀπό ἕνα ἔκδηλο θετικιστικό πνεῦμα, ἕνα πνεῦμα πού τόνιζει τήν ἀπαρασάλευτην δέσμευσιν τοῦ ἐρμηνευτοῦ ἀπό τήν βούλησιν τοῦ νομοθέτου. Ὁ νόμος στήν Ἐλλάδα δέν λειτούργησε σάν δικαιοπλαστικό στοιχεῖο τής ἐννόμου τάξεως, δέν μπόρεσε νά ἀποτελέση ἕνα εὐλύγιστο, ρυθμιστικό πλαῖσιο τῆς κοινωνικῆς ζωῆς καί νά συλλάβη τίς βαθύτερες τάσεις τῆς κοινωνικῆς ζωῆς. Προήγαγε τήν ἀνισότητα στήν πρόσβασι,τῆς μορφώσεως, καθήλωνε τά μέλη τῆς κοινωνίας στήν κοινωνική κατάστασιν στήν ὀποῖαν τελοῦσαν καί διαχώριζει τά ἄτομα σύμφωνα μέ τήν διαφορετική τους κοινωνικήν προέλευσιν. Τό πνεῦμα, συνεπῶς, πού ἐξέφραζε τό θετικό δίκαιον ἤταν τελείως ξένο μέ τήν ἐλληνική νομική, πολιτική, κοινωνική καί πολιτιστική παράδοσιν.
Δέν συνιστᾶ κανεῖς νά δώσωμε στήν δικαιοσύνη τούς ἴδιους συγκεκριμένους καθορισμούς πού ἔδωσε ¨ὀ Πλάτων ἀλλά νά ὀρίσωμε τήν δικαιοσύνη σάν θετικό περιέχομενο τῆς πολιτεῖας. Ἑπειδή οῦτε κατά προσέγγισι δέν ἔχομε κυβερνῆτες σάν αὐτούς πού ἤθελε ὁ Πλάτων, τό γραπτό δίκαιον εῖναι ἀναγκαῖον, ἀλλά γιά να ανταποκριθῆ στήν ἀεικίνητη καί διαφορετική σέ κάθε της ἔκφανσι πραγματικότητα καί γιά νά αἴρωνται οί ἀντινομίες πού ἑκάστοτε ἐμφανίζονται στήν νομικήν ζωή, ἡ νομική μας ὀργάνωσις θά πρέπη νά διέπεται ἀπό ἀρχές δικαίου. Τό γραπτό δίκαιον θά πρέπη νά ἀνταποκρίνεται στήν ἀντικειμενική ἀρχή τῆς δικαιοσύνης. Ἡ ἀνάγκη ἀναχαιτήσεως τῶν παρεκλίσεων ἀπό τίς ἀρχές τῆς δικαιοσύνης καί ή ἄρσις τῶν ἀντινομιῶν, ἔχουν ἀπασχολήσει πολύ τήν σύγχρονη νομική σκέψι. Σήμερα ή νομική ἐπιστήμη ἔχει δημιουργήσει τήν ἔννοια τοῦ κράτους δικαίου καί τήν ἔχει ἐφαρμόσει με ἐπιτυχία σέ πολλές χῶρες.