Γράφει ο Γεράσιμος Γ. Γερολυμάτος
Η σχέση της Δημοκρατίας με τις Εκλογές, είναι αυτονόητη. Από μια άποψη, οι Εκλογές είναι το ενεργητικό γνώρισμα της Δημοκρατίας και δίχως αυτές δεν υπάρχει, τουλάχιστον όχι με την κλασική έννοια του όρου. Διότι, καινοφανείς και «πρωτότυπες» μορφές Δημοκρατίας έχουν ήδη ανακαλυφθεί, κατά τα σύγχρονα πρότυπα του αντιπροσωπευτικού αστικού κοινοβουλευτισμού και όχι μόνο, αν λάβουμε υπόψη μας και τις πάλαι ποτέ, κατ΄ευφημισμόν, «Δημοκρατίες» τύπου ΕΣΣΔημοκρατιών.
Η Δημοκρατία, λοιπόν, είναι μόνο ένα κατά βάση πολιτικό πλαίσιο, ένα
παθητικό πολιτικό σύστημα, που ναι μεν θέτει τους κανόνες της λειτουργίας του, αλλά ενεργοποιείται μόνον μέσω των Εκλογών, ακόμη και των πρόωρων. Ειδάλλως, δεν θα είχε καμία απολύτως αξία. Στην αντίθετη περίπτωση, θα είχαμε να κάνουμε με μια Δημοκρατία επίφασης, με ένα «φαίνεσθαι», ή με ένα άδειο κέλυφος δημοκρατικών προσχημάτων, που αδιαφορεί για τη βούληση του Δήμου.
Η Δημοκρατία, δεν θα έπρεπε να έχει πρόβλημα με τη διεξαγωγή πρόωρων Εκλογών, αφού αυτές ενισχύουν τη ζωτικότητα της, δίνουν περιεχόμενο ουσίας στην λειτουργία της και αποδεικνύουν την χρησιμότητα της. Οι Εκλογές είναι μια εκδήλωση της Δημοκρατίας, μια γιορτή πολιτισμένων πολιτικών αναμετρήσεων με βασικό πρωταγωνιστή τον πολίτη, την μια έστω φορά κάθε τέσσερα χρόνια, που η ψήφος του έχει μια βαρύτητα. Πολλές φορές, όμως, οι πρόωρες Εκλογές έχουν μεγαλύτερη αξία από τις κανονικές, διότι έρχονται να ξεκαθαρίσουν μια νοσηρή κατάσταση και για να επιβεβαιώσουν την λαϊκή εντολή της πλειοψηφίας, που είναι και το ζητούμενο κάθε Δημοκρατίας και κάθε εκλεγμένης κυβέρνησης. Άλλωστε και η ίδια η λέξη «πρόωρες», δείχνει την έκτακτη αναγκαιότητα του γεγονότος, που δεν ακολουθεί τη φυσιολογική εξέλιξη του χρόνου.
Το Σύνταγμα ορίζει φυσικά, πως οι Εκλογές θα πρέπει να γίνονται κάθε τέσσερα χρόνια, ώστε να δίνεται η χρονική δυνατότητα στην εκλεγμένη κυβέρνηση να υλοποιεί το πρόγραμμα βάσει του οποίου εκλέχτηκε. Και αυτό είναι σωστό, υπό φυσιολογικές πολιτικές συνθήκες. Παράλληλα όμως, προνοεί και για τις εξαιρέσεις εκείνες, όπου η ολοκλήρωση μιας αποτυχημένης κυβερνητικής θητείας, αποτελεί περισσότερο τροχοπέδη και ανάσχεση των εθνικών-λαϊκών συμφερόντων. Δηλαδή ζημία, παρά όφελος. Και αυτό, διότι η ίδια η ζωή διδάσκει με τις αέναες αλλαγές και τις απρόσμενες παραμέτρους της, πως δεν είναι σωστό να παραμένει κάποιος απόλυτος και αμετακίνητος στην εφαρμογή των τυπικών διατάξεων περί τετραετίας, όταν η ίδια η ζωή (και άρα οι πολιτικές καταστάσεις) χαρακτηρίζονται από μια πλέρια ρευστότητα. Το ζήτημα της εξάντλησης της τετραετίας εκ μέρους του νομοθέτη, δεν τίθεται λοιπόν ως αξίωμα, ούτε αποτελεί απαράβατη συνθήκη. Την εισάγει χάριν της σταθερότητας και της διάρκειας και προς αποφυγήν της πιθανής κατάχρησης –υπερβολής των εκλογικών αγώνων.
Μου αρέσει να γράφω με αναλογίες παραδειγμάτων, που βοηθούν στην καλύτερη κατανόηση του θέματος. Στην προκειμένη περίπτωση, θα φέρω ως ένα παράδειγμα από τον κοινωνικό χώρο, τον θεσμό του γάμου (πιθανόν να υπάρχουν και άλλα παραδείγματα), διότι από μια άποψη η σχέση του γάμου, έχει αναλογίες με την πολιτική σχέση ανάμεσα στους κυβερνώντες και στους ψηφοφόρους τους. Κάπως έτσι, προκύπτει πιθανώς και η φράση «τους παντρευτήκαμε», για εκείνους που μας κάθονται, θέλουμε δε θέλουμε στο σβέρκο! Όπως ακριβώς σε ό,τι αφορά τον γάμο, ο νομοθέτης προνοώντας σωστά, αναγνώρισε το δικαίωμα σε ένα πρόσωπο να τελεί ορισμένο αριθμό γάμων, αντί του ενός, έτσι και με τις εκλογές. Και αυτό, διότι γνωρίζει από την εμπειρία της ζωής, πως υπάρχουν και οι κακοτυχίες και πως αν νομοθετούσε αυστηρά τον ένα γάμο, θα ανάγκαζε πολλούς να παρανομήσουν. Από την άλλη όμως, αν άφηνε τον αριθμό των γάμων ανοικτό, το πράγμα θα ήταν ανεξέλεγκτο και θα οδηγούσε στην απόλυτη κατάχρηση του. Αναγνωρίζει δηλαδή, τον παράγοντα της απρόβλεπτης αποτυχίας, ή και κακοτυχίας και δίνει το περιθώριο στο πρόσωπο που αδικείται για τη διάλυση του κακού γάμου και για την ανεύρεση της ποθούμενης προσωπικής ευτυχίας με νέες ευκαιρίες. Στην προκειμένη περίπτωση της Δημοκρατίας και μιας αποτυχημένης ή κακής κυβέρνησης, η ευκαιρία της αποκατάστασης αυτής, δίνεται από το νομοθέτη μέσω των πρόωρων Εκλογών.
Τι θα έλεγε, λοιπόν, κάποιος σε μια έγγαμο γυναίκα, που ενώ στην αρχή ο σύζυγος της έταζε πως θα την κάνει βασίλισσα, στη συνέχεια εκείνος άρχισε να γυρίζει στο σπίτι μεθυσμένος, να την χτυπά και να την προδίδει; Θα της σύστηνε υπομονή και ισόβιο συμβιβασμό, διότι: «τώρα πια, είναι αργά, αφού τον παντρεύτηκε;». Ποιος όμως εγγυάται, πως την επόμενη φορά, δεν θα την βρουν σκοτωμένη; Και πως θα πείσει κάποιος έναν εξαπατημένο λαό, για την υποχρέωση του να υπομείνει μέχρι εκπνοής της τετραετίας μια αναξιόπιστη κυβέρνηση; Που ενώ η μια στην αρχή του έταζε πως «Λεφτά υπάρχουν», ήρθε έπειτα η άλλη με τα 18 ψευδή σημεία του Ζαππείου, προκειμένου να του υποκλέψει την ψήφο και στη συνέχεια να τον εξαθλιώσει, καθιστώντας τον παρία και παραδίνοντας τον δέσμιο στους τοκογλύφους βιαστές του; Ποιος είναι ο λόγος, άραγε, που, είτε η γυναίκα αυτή, είτε ο λαός, θα πρέπει να αποδεχθούν ως μοιραία την κακή επιλογή τους, μη δυνάμενοι να κάνουν οτιδήποτε χρειάζεται για να σωθούν; Διότι, αν η γυναίκα αυτή φοβούμενη το κενό της μοναξιάς, επιλέγει να παραμείνει με τον σατράπη, σκεπτόμενη πως είναι προτιμότερο να τρώει ξύλο, από το να ρισκάρει στις δυσκολίες της ελευθερίας της, τότε το λάθος είναι όλο δικό της. Το ίδιο και ένας λαός, που επειδή φοβάται μήπως μείνει «ακυβέρνητος», επιλέγει τελικά τις αλυσίδες του.
Εκείνοι που δηλώνουν με κυνισμό, ότι η τετραετία θα εξαντληθεί και πως οι εκλογές θα γίνουν στανικά το 2016, είναι αυτοί που δε θέλουν να βγάλουν τα νύχια από το θύμα τους, φοβούμενοι μη το χάσουν. Είθισται και στις δύο περιπτώσεις το θύμα να υπολογίζεται από τον θύτη ως δικαιωματικό κτήμα του. Το επιχείρημα περί «ακυβερνησίας» είναι εκβιαστικό και έχει ως σκοπό την αποθάρρυνση του θύματος. Διότι το πολιτικό σύστημα, έχει προβλέψει να προσδέσει το κράτος και την λειτουργία του με τη δική του ύπαρξη. Ενώ το κράτος σε μια Δημοκρατία, θα έπρεπε να λειτουργεί ως ένας ανεξάρτητος μηχανισμός από την πολιτική και από τις εκλογικές διαδικασίες. Όπως συμβαίνει στο Βέλγιο, στην Ιταλία, στην Ελβετία των πολλών δημοψηφισμάτων και στη χώρα «πρότυπο» των κυβερνώντων τη Γερμανία. Ίσως ήρθε πλέον η ώρα, να κοπεί και αυτός ο ομφάλιος λώρος της εξάρτησης, αφού μέσα στον κυκεώνα των τόσων «μεταρρυθμίσεων» και των δήθεν διαρθρωτικών αλλαγών, προβάλλει και η ανάγκη της μόνης αληθινής μεταρρύθμισης, που θα είναι η απελευθέρωση του κράτους από την κομματοκρατία. Όμως, κάτι τέτοιο, θα ήταν ανόητο να ελπίζει κανείς ότι θα μπορούσε να γίνει από το ισχύον πολιτικό σύστημα, αφού έτσι, θα ήταν σα να αυτοκτονούσε!
Η Δημοκρατία δεν πρέπει να φοβάται τις εκλογές. Ακόμη και τις πρόωρες και τις επαναλαμβανόμενες και μία και δύο και τρεις, για όσο χρειαστεί, μέχρι να προκύψει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Σίγουρα υπάρχουν τρόποι, ώστε το κόστος των εκλογών να είναι χαμηλό, αν αφαιρέσουν από αυτό τις λιγότερο ουσιαστικές δαπάνες. Αν η αντιπολίτευση έχει πραγματικό λόγο ύπαρξης και αν έχει να προτείνει ρεαλιστικές εναλλακτικές πολιτικές, θα πρέπει να ανοίξει δρόμο δια της πειθούς. Αλλιώς, ας σωπάσει. Αν η αληθινή εξουσία βρίσκεται στον Δήμο, θα πρέπει η βούληση αυτού να εκφράζεται με συχνά δημοψηφίσματα. Διότι, δεν είναι δυνατόν, πριν τις εκλογές, να επικαλείται κανείς τη «σοφία» του λαού, που τον εκλέγει, αλλά μετά από τις εκλογές, ο ίδιος αυτός λαός, να θεωρείται τόσο ανώριμος, ώστε να μην ερωτάται καν για τα κρίσιμα για το μέλλον του ζητήματα. Για αυτό, η ζωή και το δικαίωμα στην ελπίδα ανήκουν στους τολμηρούς. Σε αυτούς που μπορούν να πουν: «Μέχρι εδώ!». Σε αυτούς, που επιθυμούν να είναι πολίτες και όχι ιδιώτες!
Για αυτό, η αποχή στις επόμενες εκλογές, θα ισοδυναμεί με έγκλημα αδιαφορίας. Με μια λευκή επιταγή, σαν ένα υπογραφέν πληρεξούσιο προσωπικής δουλείας του καθενός, στο καρνέ των τραπεζιτών τοκογλύφων και του Δ΄Ράϊχ.
http://peritexnisologos.blogspot.gr/2014/02/blog-post_22.html